UTF-8 σκοτάδι|3 (ουσ)|(απουσία φωτός)|έρεβος|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος (ουσ)|άγνοια (αντ)|φως άβαθος|1 -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής άβαθρος|1 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος άβαλτος|1 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος άβαρος|1 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος άβαφος|1 -|άβαφος|αβερνίκωτος|αγυάλιστος|αλουστράριστος|αστίλβωτος άβλαβος|2 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος άβλαφτος|1 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής άβραστος|2 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος -|άβραστος|άφτιαχτος|άψητος|αμαγείρευτος|σκληρός|ωμός άβρετος|1 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός άβριστος|1 -|άβριστος|αβλαστήμητος άβυσσος|1 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος άγαμος|1 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος άγαμος βίος|1 -|άγαμος βίος|έλλειψη συνουσιασμού|αγαμία άγαρμπος|1 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος άγγελμα|2 -|άγγελμα|αγγελτήριο|γνωστοποίηση|ειδοποίηση|ειδοποιητήριο -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση άγγελος|1 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος άγευστος|1 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός άγκιστρο|1 -|άγκιστρο|αγκίστρι|αρπάγη|γάντζος|τσιγκέλι άγνοια|2 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα άγνωρος|2 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος άγνωστος|4 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος -|άγνωστος|αγνοούμενος|αφανέρωτος|εξαφανισμένος|χαμένος -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος άγονος|2 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος άγος|1 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος άγουρος|2 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος -|άγουρος|έφηβος|νέος|νεανίας|νεαρός άγουστος|2 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός άγριο ζώο|1 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο άγριος|1 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος άγρυπνος|1 -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός άγχος|1 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα άδεντρος|1 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός άδετος|2 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος -|άδετος|αδέσμευτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήρητος|ελεύθερος|λυμένος άδικος|2 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος άδολο|1 -|άδολο|ακεραιότητα|ανόθευτο|αρτιότητα|γνησιότητα|πληρότητα άδολος|2 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός άδυτος|1 -|άδυτος|αβασίλευτος|αγέραστος|αμάραντος|ανηγεμόνιστος άδω|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω άθαφτος|2 -|άθαφτος|άταφος|άψαλτος|αδιάβαστος|ακήδευτος -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα άθελος|2 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός άθικτος|4 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος άθλημα|1 -|άθλημα|άμιλλα|αγώνισμα|πάλη|συναγωνισμός άθληση|1 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός άθλιος|2 -|άθλιος|άτιμος|αισχρός -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος άθλος|2 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά -|άθλος|επιτυχία|θρίαμβος|κατανίκηση|μεγαλούργημα|νίκη άθροισμα|1 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο άκαιρος|1 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος άκακος|2 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής άκαμπτος|6 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός -|άκαμπτος|αδιάλλακτος|ανένδοτος|απόλυτος|ασυμβίβαστος -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος -|άκαμπτος|άτεγκτος|αμείλικτος άκαρδος|1 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός άκαρπος|2 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος άκεφος|2 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός άκληρος|1 -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος άκλητος|1 -|άκλητος|ακάλεστος|ακλήτευτος|απροσκάλεστος|απρόσκλητος|αυτόκλητος άκομψος|2 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός άκοπα|1 -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά άκοπος|3 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός άκοσμος|1 -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος άκουσμα|2 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση άκρα επιμέλεια|1 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή άκρατος|1 -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος άκρη|1 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο άκριτος|1 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος άκρο|1 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο άκυρος|1 -|άκυρος|αδύναμος|αδύνατος|ανίκανος|ανίσχυρος|ασθενής άκων|1 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος άλαλος|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων άλειμμα|1 -|άλειμμα|αλοιφή άλικος|1 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός άλκιμος|2 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός άλλαγμα|1 -|άλλαγμα|αλλαγή|αλλαξιά|αντάλλαγμα|ανταλλαγή άλλος|1 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος άλλοτε|1 -|άλλοτε|ενίοτε|κάποτε|τότε άλλωστε|1 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον άλμπουρο|1 -|άλμπουρο|άρμπουρο|κατάρτι|στηλίδα|τουρκέτο άλογο|1 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί άλφιτα|1 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα άμαθος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος άμβλωμα|1 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα άμβλωση|2 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός -|άμβλωση|έκτρωση άμεμπτος|1 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος άμεσος|1 -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος άμετρος|1 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς άμικτος|2 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος άμιλλα|3 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός -|άθλημα|άμιλλα|αγώνισμα|πάλη|συναγωνισμός άμοιαστος|1 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος άμοιρος|1 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος άμπελος|1 -|άμπελος|αμπέλι|αμπελοφυτεία|αμπελώνας|κλήμα άμυαλος|2 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος άναυδος|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων άνεση|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα άνετα|2 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά άνθιση|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα άνθισμα|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα άνθρωποι|1 -|άνθρωποι|ανθρωπότητα|κοινωνία|κοσμάκης|κόσμος άνθρωπος αξίας|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα άνισος|1 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς άνοδος|2 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα άνοιγμα|2 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα άνοιξη|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα άνομος|1 -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος άνοστος|2 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός άντρας|2 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος άξαφνος|1 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός άξεστος|2 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς άξιος|1 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης άοκνος|1 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος άπαιδος|1 -|άπαιδος|άτεκνος|άτοκος άπαν|1 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο άπαντες|1 -|άπαντες|όλοι άπαντο|1 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο άπαρση|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση άπειρος|3 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος άπιαστος|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο άπλα|1 -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος άπλαστος|1 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός άπλερος|1 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός άπλετος|1 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς άπληστος|3 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς άπλυτος|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός άπνους|1 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης άπονος|2 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός άποψη|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα άπρεπος|2 -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος άπω|1 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω άραγμα|1 -|άραγμα|αγκυροβόλημα|δέσιμο|ελλιμενισμός|φουντάρισμα άργητα|1 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα άρθρο|1 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος άριστος|1 -|άριστος|αναγνωρισμένος|κλασικός άρμα|1 -|άρμα|έμβλημα|θωρακισμένο|οπλισμός|πολεμικό όχημα|τανκ άρμπουρο|1 -|άλμπουρο|άρμπουρο|κατάρτι|στηλίδα|τουρκέτο άρπαγας|1 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας άρπαγμα|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία άρρην|1 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός άρρητος|1 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός άρρωστος|1 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος άρση|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση άρτιος|2 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος άρτος|1 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί άρχισμα|1 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη άρχοντας|3 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος άρχος|1 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος άσβηστος|2 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός άσειστος|1 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος άσεμνος|1 -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος άσημος|1 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός άσθμα|1 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα άσκαφτος|1 -|άσκαφτος|αβαθούλωτος|αγούβωτος|ακοίλαντος άσκηση|1 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή άσκιαχτος|1 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός άσκοπα|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι άσκοπος|1 -|άσκοπος|άχρηστος|ανωφέλευτος|ανώφελος|αχρείαστος|αχρησίμευτος άσκυφτος|1 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος άσμα|1 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος άσος|1 -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός άσπερμος|1 -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος άσπιλος|2 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος άσπλαχνος|2 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός άσπονδος|1 -|άσπονδος|αδιάλλακτος|ασυμβίβαστος|ασυμφιλίωτος|αφίλιωτος|φανατικός άσπορος|1 -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος άσπρος|1 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος άστατος|4 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος άστεργος|1 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός άστοργος|2 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός άσυλο|2 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος -|άσυλο|απαραβίαστος χώρος|ευαγές ίδρυμα|καταφύγιο|φιλανθρωπικό ίδρυμα άσχετος|2 -|άσχετος|αδιάφορος|αμέτοχος|απέχων|ξένος|ουδέτερος -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος άσχημος|2 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός άσωστος|2 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς άσωτος|1 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος άτακτος|1 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης άταφος|1 -|άθαφτος|άταφος|άψαλτος|αδιάβαστος|ακήδευτος άτεγκτος|2 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός -|άκαμπτος|άτεγκτος|αμείλικτος άτεκνος|1 -|άπαιδος|άτεκνος|άτοκος άτεχνος|1 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος άτι|1 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί άτιμος|1 -|άθλιος|άτιμος|αισχρός άτμητο|1 -|άτμητο|άτομο|ατεμάχιστο|σωματίδιο ύλης άτοκος|1 -|άπαιδος|άτεκνος|άτοκος άτολμος|3 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης -|άτολμος|δειλός|κιοτής -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης άτομο|1 -|άτμητο|άτομο|ατεμάχιστο|σωματίδιο ύλης άτονος|2 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός άτοπη πράξη|1 -|άτοπη πράξη|απρέπεια|ασχημοσύνη|ατόπημα|παρεκτροπή άτριχος|1 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός άτρομος|1 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός άτρωτος|2 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος άτσαλος|1 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης άτυχος|3 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος -|άτυχος|ατυχής|δυστυχής|δυστυχισμένος|δύστυχος|κακότυχος άυλη υπόσταση|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα άυπνος|1 -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός άφαντος|1 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός άφατος|1 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός άφεση|2 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο άφευκτος|1 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος άφθαρτος|3 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός άφθαστος|2 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος άφθονος|2 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς άφθορος|1 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός άφιξη|1 -|άφιξη|έλευση|ερχομός|κόμιση άφοβος|3 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός -|άφοβος|γενναίος|θαρραλέος|θαρρετός|ριψοκίνδυνος|τολμηρός -|άφοβος|τολμηρός άφραγος|2 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς -|άφραγος|άφραχτος|ανεμπόδιστος|ανοιχτός|απεριόριστος άφραστος|1 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός άφραχτο|1 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς άφραχτος|1 -|άφραγος|άφραχτος|ανεμπόδιστος|ανοιχτός|απεριόριστος άφροντις|1 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος άφταστος|1 -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός άφτιαχτος|2 -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος -|άβραστος|άφτιαχτος|άψητος|αμαγείρευτος|σκληρός|ωμός άφωνος|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων άχαρος|3 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός άχολος|1 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός άχρηστος|2 -|άχρηστος|ακατάλληλος|απορριπτέος|απόβλητος|ελαττωματικός|σκάρτος -|άσκοπος|άχρηστος|ανωφέλευτος|ανώφελος|αχρείαστος|αχρησίμευτος άψαλτος|1 -|άθαφτος|άταφος|άψαλτος|αδιάβαστος|ακήδευτος άψητος|2 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος -|άβραστος|άφτιαχτος|άψητος|αμαγείρευτος|σκληρός|ωμός άψογος|2 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός άψυχος|1 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης έγερση|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση έγκλειστος|1 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος έγκλημα|2 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος έγκριση|1 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση έγκυος|1 -|έγκυος|βαρεμένη|βαρούμενη|γκαστρωμένη|εγκυμονούσα|εγκύμων έγκυρος|1 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός έγνοια|1 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα έδαφος|1 -|έδαφος|γη|δάπεδο|ξηρά|φόντο|χώμα έδρα|1 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος έθιμο|1 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο έθνος|1 -|έθνος|γένος|λαός|μιλέτι|ράτσα|φυλή έκδημος|1 -|έκδημος|αποδημητής|απόδημος|μετανάστης|μισεμένος|ξενιτεμένος έκδοτος|1 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός έκθαμβος|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων έκθεση|1 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση έκκληση|1 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι έκλυτος|2 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός έκπληκτος|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων έκπληξη|1 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα έκπτωση|1 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση έκρηξη|1 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο έκρυθμος|1 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς έκσταση|1 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση έκτακτος|1 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός έκτρωμα|1 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα έκτρωση|2 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός -|άμβλωση|έκτρωση έκφανση|1 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος έκφραση|1 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος έκφυλος|1 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός έλαιο|1 -|έλαιο|λάδι έλεγχος|2 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα έλευση|1 -|άφιξη|έλευση|ερχομός|κόμιση έλικας|1 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή έλκος|1 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα έλλειψη|2 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα έλλειψη πάθους|1 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα έλλειψη συνουσιασμού|1 -|άγαμος βίος|έλλειψη συνουσιασμού|αγαμία έλξη|1 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη έμβιος|1 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος έμβλημα|1 -|άρμα|έμβλημα|θωρακισμένο|οπλισμός|πολεμικό όχημα|τανκ έμπα|1 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη έμπειρος|2 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος έμπιστος|1 -|έμπιστος|αξιόπιστος|μπιστεμένος|μπιστικός|πιστός|φερέγγυος έμπνευση|1 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος έμπορας|1 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής έμπορος|1 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής έμφυτος|1 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος έμψυχος|1 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος έναντι|1 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα έναρξη|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα ένας|1 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος ένδεια|2 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα -|ένδεια|ανέχεια|απορία|πενία|φτώχεια ένδειξη|1 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση ένδοξος|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος ένδυμα|1 -|ένδυμα|ενδυμασία|κουστούμι|περίβλημα|ρούχο|φόρεμα ένθερμος|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός έννοια|1 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα έννομος|1 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος ένσταση|2 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία ένστικτο|1 -|ένστικτο|ορμέμφυτο|παρόρμηση ένταξη|1 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση έντιμος|1 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός έντομο|1 -|έντομο|ζουζούνι|ζούδι|ζωύφιο|μαμούδι|μαμούνι έντονος|2 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος -|έντονος|ηχηρός|λεφτά|παράς|σκαστός|χρήμα ένωση|1 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος έξαρση του νου|1 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση έξαψη|2 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα έξοχος|1 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός έξυπνη γυναίκα|1 -|έξυπνη γυναίκα|θηλυκό|κορίτσι|κόρη έξυπνος|2 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος -|έξυπνος|μπριόζος|ξυλάκι|οινόπνευμα|πυρείο|σπίρτο έξωση|1 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός έπαινος|2 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή έπαρση|1 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια έπειτα|2 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον έπιπλο με καθρέπτη|1 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα έπομαι|1 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι έποψη|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα έρανος|2 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο έργο|1 -|έργο έρεβος|1 -|cσκοτάδι|έρεβος|σκοτάδι|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος έρευνα|3 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο έρημος|1 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος έριδα|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία έρμος|2 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς έρπω|1 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι έρχομαι|1 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω έρχομαι κατόπι|1 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι έρως|1 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς έρωτας|2 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς έσοδο|1 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα έσχατος|2 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος -|έσχατος|ανώτατος σε βαθμό|απόμακρος|τελευταίος έτοιμος|1 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος έφεδρος|1 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα έφεση|2 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς έφηβος|1 -|άγουρος|έφηβος|νέος|νεανίας|νεαρός έφοδος|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα έφορος|1 -|έφορος|επιβλέπων|επιστάτης|επιτηρητής|εποπτεύων διευθυντής|επόπτης έχω|1 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω έχω αντοχή|1 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω έχω σχέση|1 -|έχω σχέση|συνδέομαι ήθος|2 -|ήθος|αγωγή|ηθικότητα|χαρακτήρας -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση ήλιος|1 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος ήμερος|2 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός ήπειρος|1 -|ήπειρος|γη|ξηρά|στεριά|υποδιαίρεση στερεάς γης|χέρσος ήπιος|1 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός ήρεμα|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ ήρεμος|2 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός ήρωας|1 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος ήσυχα|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ ήσυχος|1 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος ήττα|1 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός ίζημα|2 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση ίλιγγος|1 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση ίμερος|1 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς ίνδαλμα|2 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα ίππος|1 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί ίσιος δρόμος|1 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι ίσιωμα|1 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι ίσκιος|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα ίσος|1 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος ίχνος|1 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο αέρας|1 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα αήττητος|2 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος αίδιος|1 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός αίθουσα|1 -|αίθουσα|δωμάτιο|θάλαμος|κάμαρα|κάμαρη αίθουσα καλλωπισμού|1 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα αίνιγμα|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο αίνος|1 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος αίσθηση|2 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση -|αίσθηση|αισθητήριο|απήχηση|διαίσθηση|εντύπωση|συναίσθηση αίσιος|1 -|αίσιος|αισιόδοξος|ευνοϊκός|ευοίωνος|οπτιμιστής αίσχος|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος αίτημα|3 -|αίτημα|αξίωση|απαίτηση|διεκδίκηση|θέληση -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια αίτηση|1 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια αβάντα|1 -|αβάντα|βοήθεια|κέρδος|υποστήριξη|όφελος αβάντσα|1 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα αβάρετος|1 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος αβάς|1 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος αβάσιμος|1 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος αβάσιστος|1 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος αβάσκαντος|1 -|αβάσκαντος|αβασκάνιστος|αμάτιαστος|αφτάρμιστος αβάσταγος|1 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς αβάτευτος|1 -|αβάτευτος|αμαρκάλιστος|ανεπίβατος|ανόχευτος|απήδητος|ασυνουσίαστος αβάφτιστος|1 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος αβέβαιος|3 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος αβέρτα|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα αβέρτος|1 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς αβίαστα|2 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά αβαθμίδωτος|1 -|αβαθμίδωτος|ακλιμάκωτος αβαθμολόγητος|1 -|αβαθμολόγητος|αγραδάριστος|ακατάτακτος|μη βαθμολογημένος αβαθούλωτος|1 -|άσκαφτος|αβαθούλωτος|αγούβωτος|ακοίλαντος αβαλσάμωτος|1 -|αβαλσάμωτος|αταρίχευτος αβαράρω|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ αβαρής|1 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος αβαρία|1 -|αβαρία|ζημιά αβαρεσιά|1 -|αβαρεσιά|ακουρασιά αβασάνιστος|1 -|αβασάνιστος|ανεξέταστος|απαίδευτος|αταλαιπώρητος|επιπόλαιος|πρόχειρος αβασίλευτος|2 -|αβασίλευτος|αβράδιαστος|αιώνιος|αμάραντος|ανύχτωτος|φωτεινός -|άδυτος|αβασίλευτος|αγέραστος|αμάραντος|ανηγεμόνιστος αβασκάνιστος|1 -|αβάσκαντος|αβασκάνιστος|αμάτιαστος|αφτάρμιστος αβασταγή|1 -|αβασταγή|ζαλίκι|φορτίο|φόρτωμα αβασταγιά|2 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια αβασταγό|1 -|αβασταγό|υποζύγιο αβατσίνωτος|1 -|αβατσίνωτος|αβατσινάριστος|αδαμάλιστος|αμπόλιαστος|ανεμβολίαστος αβατσινάριστος|1 -|αβατσίνωτος|αβατσινάριστος|αδαμάλιστος|αμπόλιαστος|ανεμβολίαστος αβγάτισμα|1 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός αβγατίζω|1 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω αβεβήλωτος|1 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός αβεβαίωτος|1 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος αβεβαιότητα|2 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα αβερνίκωτος|1 -|άβαφος|αβερνίκωτος|αγυάλιστος|αλουστράριστος|αστίλβωτος αβλέπτημα|1 -|αβλέπτημα|αβλεψία|απροσεξία|λάθος|παρόραμα αβλαβής|1 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής αβλαστήμητος|1 -|άβριστος|αβλαστήμητος αβλεψία|1 -|αβλέπτημα|αβλεψία|απροσεξία|λάθος|παρόραμα αβοήθητος|1 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος αβοτάνιστος|1 -|αβοτάνιστος|ακαθάριστος|ασκάλιστος αβούλητος|1 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος αβούλιαχτος|1 -|αβούλιαχτος|αβύθιστος|ακαταβύθιστος|ακαταπόντιστος|αφουντάριστος αβούλωτος|1 -|αβούλωτος|ανοιχτός|απωμάτιστος|ασφράγιστος|ατάπωτος|ξέσκεπος αβράβευτος|1 -|αβράβευτος|αστεφάνωτος|ατίμητος αβράδιαστος|1 -|αβασίλευτος|αβράδιαστος|αιώνιος|αμάραντος|ανύχτωτος|φωτεινός αβρεξιά|1 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια αβροδίαιτος|1 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός αβροχιά|1 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια αβρός|1 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός αβρότητα|1 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή αβρώμιστος|1 -|αβρώμιστος|ακηλίδωτος|αλέρωτος|αλίγδιαστος|αρρύπαντος|καθαρός αβυσσαλέος|2 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής αβόλευτος|1 -|αβόλευτος|ανάποδος|ανοικονόμητος|αταχτοποίητος|δύστροπος|στριμμένος αβύζαχτος|1 -|αβύζαχτος|αγαλούχητος|αθήλαστος|αρώγιστος αβύθιστος|1 -|αβούλιαχτος|αβύθιστος|ακαταβύθιστος|ακαταπόντιστος|αφουντάριστος αγάλια|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ αγάλλομαι|2 -|αγάλλομαι|αγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι -|αγάλλομαι|αναγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι αγάνωτος|1 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος αγάπη|1 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία αγέλαστος|1 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος αγέμιστος|2 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος αγένεια|1 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά αγένειος|1 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός αγέραστος|2 -|άδυτος|αβασίλευτος|αγέραστος|αμάραντος|ανηγεμόνιστος -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός αγέρωχος|1 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης αγίνωτος|1 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος αγαθιάρης|1 -|αγαθιάρης|απλοϊκός|απονήρευτος|ευκολόπιστος|κουτούτσικος|χαζούλης αγαθοεργία|1 -|αγαθοεργία|ελεημοσύνη|ευεργεσία|ευποιία|καλό|φιλανθρωπία αγαθοεργός|1 -|αγαθοεργός|αγαθοποιός|δωρητής|ευεργέτης|σπλαχνικός|φιλόπτωχος αγαθοποιός|1 -|αγαθοεργός|αγαθοποιός|δωρητής|ευεργέτης|σπλαχνικός|φιλόπτωχος αγαθό|1 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος αγαθόπιστος|1 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος αγαθός|2 -|αγαθός|καλοσυνάτος|καλός -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος αγαλήνευτος|1 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος αγαλλίαση|1 -|αγαλλίαση|ευφροσύνη|κέφι|χαρά|χαρμονή|χαρμοσύνη αγαλλιάζω|1 -|αγάλλομαι|αγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι αγαλούχητος|1 -|αβύζαχτος|αγαλούχητος|αθήλαστος|αρώγιστος αγαμία|2 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία -|άγαμος βίος|έλλειψη συνουσιασμού|αγαμία αγανάκτηση|2 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα αγανακτώ|1 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω αγανός|1 -|αγανός|αραιοϋφασμένος|αραιός|ξέσφιχτος|χαλαρός αγαπίζω|1 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω αγαπημένη|1 -|αγαπημένη|αγαπητικιά|ερωμένη|φίλη αγαπημένος|3 -|αγαπημένος|αδερφικός|αλτρουιστικός|αφίλαυτος|φιλικός -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος αγαπησιάρης|1 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος αγαπητικιά|1 -|αγαπημένη|αγαπητικιά|ερωμένη|φίλη αγαπητικός|1 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος αγαπητός|1 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος αγαπώ|1 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για αγαστός|1 -|αγαστός|αξιοθαύμαστος|επίφθονος|θαυμαστός|καταπληκτικός αγγάρεμα|1 -|αγγάρεμα|αγγαρεία|ανάγκαση|βία|εξαναγκασμός|υποχρέωση αγγίζω|1 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ αγγαρεία|1 -|αγγάρεμα|αγγαρεία|ανάγκαση|βία|εξαναγκασμός|υποχρέωση αγγείο|1 -|αγγείο|βάζο|δοχείο αγγελία|1 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση αγγελικός|1 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος αγγελιοφόρος|1 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος αγγελτήριο|1 -|άγγελμα|αγγελτήριο|γνωστοποίηση|ειδοποίηση|ειδοποιητήριο αγγελόπλαστος|1 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος αγγρίφι|1 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα αγεληδόν|1 -|αγεληδόν|αθρόα|κοπαδιαστά|σωρηδόν αγενής|1 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος αγιάτρευτος|1 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος αγιογδύτης|1 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας αγκάθι|1 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα αγκάλη|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος αγκάλιασμα|1 -|αγκάλιασμα|ασπασμός|εναγκαλισμός|περίπτυξη|περιπλοκή αγκίδα|1 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα αγκίστρι|1 -|άγκιστρο|αγκίστρι|αρπάγη|γάντζος|τσιγκέλι αγκαζάρω|1 -|αγκαζάρω|δεσμεύω|καπαρώνω|προαγοράζω αγκαθερός|1 -|αγκαθερός|αγκαθιάρης|αγκαθωτός|αγκυλωτός|ακανθώδης αγκαθιάρης|1 -|αγκαθερός|αγκαθιάρης|αγκαθωτός|αγκυλωτός|ακανθώδης αγκαθωτός|1 -|αγκαθερός|αγκαθιάρης|αγκαθωτός|αγκυλωτός|ακανθώδης αγκαλιά|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος αγκαλιάζω|1 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου αγκομάχημα|1 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα αγκομαχώ|1 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ αγκούσα|1 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα αγκυλωτός|1 -|αγκαθερός|αγκαθιάρης|αγκαθωτός|αγκυλωτός|ακανθώδης αγκυλώνω|1 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ αγκυροβολώ|1 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω αγκυροβόλημα|1 -|άραγμα|αγκυροβόλημα|δέσιμο|ελλιμενισμός|φουντάρισμα αγκυροβόλιο|1 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος αγκυρώνω|1 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω αγκωνάρι|1 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός αγκωνή|1 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός αγκωνιά|1 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός αγλάισμα|1 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή αγλίτωτος|1 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος αγλαΐζω|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω αγνάντεμα|1 -|αγνάντεμα|βίγλα|βίγλισμα|επισκόπιση|παρατηρητήριο|περισκόπιση αγνάντια|1 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα αγναντεύω|1 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ αγνεία|1 -|αγνεία|αγνότητα|παρθενία|παρθενιά αγνοούμενος|1 -|άγνωστος|αγνοούμενος|αφανέρωτος|εξαφανισμένος|χαμένος αγνοών|1 -|αγνοών|ακάτεχος|ανίδεος|ανυποψίαστος|ανύποπτος αγνωμοσύνη|1 -|αγνωμοσύνη|αναγνωριά|ανεγνωριά|αχαριστία αγνωσία|1 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα αγνό|1 -|αγνό|αμόλυντο|απέριττο αγνός|1 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός αγνότητα|1 -|αγνεία|αγνότητα|παρθενία|παρθενιά αγνώριμος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος αγνώριστος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος αγονάτιστος|1 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος αγονία|1 -|αγονία|ακαρπία|ασπερμία|ατοκία|αφορία|στειρότητα αγοραπωλησία|1 -|αγοραπωλησία|αλισβερίσι|δοσοληψία|μπίζνες|νταραβέρι|συναλλαγή αγοραστής|1 -|αγοραστής|καταναλωτής|πελάτης|ψωνιστής αγορεύω|1 -|αγορεύω|βγάζω λόγο|δημηγορώ|μιλώ|ρητορεύω αγορητής|1 -|αγορητής|ομιλητής|ρήτορας αγούβωτος|1 -|άσκαφτος|αβαθούλωτος|αγούβωτος|ακοίλαντος αγράμματος|2 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο αγρίκητος|1 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης αγρίμι|1 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο αγραδάριστος|1 -|αβαθμολόγητος|αγραδάριστος|ακατάτακτος|μη βαθμολογημένος αγριάδα|1 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος αγριεύω|1 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω αγρικώ|1 -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω αγριοκαίρι|1 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος αγριότητα|1 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος αγροίκος|4 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός αγρύπνια|1 -|αγρύπνια|ακοιμησιά|αϋπνία|ξενύχτημα|ολονυκτία αγυάλιστος|1 -|άβαφος|αβερνίκωτος|αγυάλιστος|αλουστράριστος|αστίλβωτος αγχίαλος|1 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός αγχόνη|1 -|αγχόνη|απαγχονισμός|βρόχος|κρεμάλα|φούρκα|φούρκισμα αγωγή|2 -|ήθος|αγωγή|ηθικότητα|χαρακτήρας -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση αγωγός|1 -|αγωγός|διοχετευτής|μεταδότης|μεταφορέας|οδηγός αγωνία|1 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα αγωνίζομαι|3 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση αγωνιστής|1 -|αγωνιστής|αθλητής|ιδεολόγος αγωνιώ|1 -|αγωνιώ|αδημονώ|αμηχανώ|ανησυχώ|ανυπομονώ|καρδιοχτυπώ αγόρευση|1 -|αγόρευση|δημηγορία|διάλεξη|εκφώνηση λόγου|λόγος|ομιλία αγόρι|2 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός αγύμνι|1 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί αγύρτης|1 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος αγώνας|2 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός αγώνισμα|1 -|άθλημα|άμιλλα|αγώνισμα|πάλη|συναγωνισμός αδάκρυτος|2 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός αδάμαστος|1 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος αδέκαστος|4 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|αμερόληπτος -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός αδέξιος|3 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία αδέσμευτος|3 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος -|άδετος|αδέσμευτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήρητος|ελεύθερος|λυμένος αδίδακτος|1 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος αδίδαχτος|1 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο αδίκημα|2 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα αδαημοσύνη|1 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα αδαμάλιστος|1 -|αβατσίνωτος|αβατσινάριστος|αδαμάλιστος|αμπόλιαστος|ανεμβολίαστος αδαμάντινος|1 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός αδαπάνητος|1 -|αδαπάνητος|αδιάθετος|ακατανάλωτος|ανεξάντλητος|αξόδευτος|αξόδιαστος αδαπάνως|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι αδασκάλευτος|1 -|αδασκάλευτος|ακαθοδήγητος|ανοδήγητος|ανορμήνευτος|ανουθέτητος|ασυμβούλευτος αδείλιαστος|1 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός αδειάζω|1 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω αδειλία|1 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη αδελέαστος|3 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|αμερόληπτος -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος αδελφός|1 -|αδελφός|κοιλαδερφός|ομογάλακτος|ομογάστριος|ομομήτριος|σύγγονος αδελφότητα|1 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία αδερφικός|1 -|αγαπημένος|αδερφικός|αλτρουιστικός|αφίλαυτος|φιλικός αδερφοσύνη|1 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία αδερφώνω|1 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω αδημονία|2 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα αδημονώ|1 -|αγωνιώ|αδημονώ|αμηχανώ|ανησυχώ|ανυπομονώ|καρδιοχτυπώ αδηφάγος|3 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς αδηφαγία|1 -|αδηφαγία|γαστριμαργία|κοιλιοδουλία|πολυφαγία αδιάβαστος|1 -|άθαφτος|άταφος|άψαλτος|αδιάβαστος|ακήδευτος αδιάβατος|1 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός αδιάβροχος|1 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής αδιάθετος|1 -|αδαπάνητος|αδιάθετος|ακατανάλωτος|ανεξάντλητος|αξόδευτος|αξόδιαστος αδιάκοπα|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε αδιάκοποι|1 -|αδιάκοποι|αλλεπάλληλοι|αλληλοδιάδοχοι|απανωτοί|συνεχείς|συχνοί αδιάκοπος|2 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός αδιάκριτος|1 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος αδιάλειπτος|1 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός αδιάλεχτος|1 -|αδιάλεχτος|αξεδιάλεχτος|αξεκαθάριστος|αξεχώριστος αδιάλλακτος|2 -|άκαμπτος|αδιάλλακτος|ανένδοτος|απόλυτος|ασυμβίβαστος -|άσπονδος|αδιάλλακτος|ασυμβίβαστος|ασυμφιλίωτος|αφίλιωτος|φανατικός αδιάντροπος|1 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος αδιάπλαστος|1 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός αδιάπλευστος|1 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός αδιάπτωτος|1 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής αδιάρπαστος|1 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος αδιάσειστος|1 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος αδιάφευκτος|1 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος αδιάφθορος|3 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|αμερόληπτος -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός αδιάφορος|5 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος -|άσχετος|αδιάφορος|αμέτοχος|απέχων|ξένος|ουδέτερος αδιέξοδο|1 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία αδιέξοδος|1 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός αδιαίρετος|1 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος αδιαγούμιστος|1 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος αδιαθεσία|1 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια αδιακρισία|2 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά αδιακόσμητος|1 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός αδιακώλυτος|1 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος αδιαλείπτως|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε αδιαμέλιστος|1 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος αδιαμέριστος|1 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος αδιαμόρφωτος|1 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός αδιαντροπιά|1 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά αδιανόητος|1 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός αδιαπέραστος|2 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής αδιαπαιδαγώγητος|1 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι αδιαπόρευτος|1 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός αδιαπότιστος|1 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής αδιατάρακτη λειτουργία|1 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή αδιαφορία|2 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα αδιαφορώ|1 -|αδιαφορώ|αμελώ|αμεριμνώ|δε σκοτίζομαι|δεν ενδιαφέρομαι αδιαφόρετα|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι αδιευθέτητος|1 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς αδικία|1 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα αδικαιολόγητος|1 -|αδικαιολόγητος|ανεπίτρεπτος|ασυγχώρητος|ασύγγνωστος|φταίχτης αδικητής|1 -|αδικητής|αμαρτωλός|ανήθικος|κολασμένος|κριματισμένος|παραβάτης αδικοπραγία|1 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα αδικώ|1 -|αδικώ|ζημιώνω|παρανομώ|στρεψοδικώ|τιμωρώ άδικα αδιόρατος|1 -|αδιόρατος|αθέατος|αμυδρός|αφανής|δυσδιάκριτος|θαμπός αδιόρθωτος|1 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης αδοκίμαστος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος αδούλωτος|1 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος αδράνεια|1 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα αδράχνω|1 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω αδρανής|1 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης αδρανώ|1 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ αδρός|1 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς αδρότητα|1 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος αδυναμία|2 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα αδυνατίζω|1 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος αδυνατώ|1 -|αδυνατώ|δεν μπορώ|είμαι ανίκανος|εξασθενώ αδυσώπητος|1 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός αδόκητος|1 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός αδόνητος|1 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος αδύναμος|2 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός -|άκυρος|αδύναμος|αδύνατος|ανίκανος|ανίσχυρος|ασθενής αδύνατος|3 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός -|άκυρος|αδύναμος|αδύνατος|ανίκανος|ανίσχυρος|ασθενής -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός αεί|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε αείποτε|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε αεικίνητος|1 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος αερολογήματα|1 -|αερολογήματα|ανοησίες|αρλούμπες|κουροφέξαλα|κουταμάρες|σαχλαμάρες αεροστεγής|1 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής αζήμιος|1 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής αζευγάριστος|1 -|αζευγάριστος|ακαλλιέργητος|ανόργωτος αζευγάρωτος|1 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος αζημίωτος|1 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής αηδιάζω|3 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ αηδόνι|1 -|αηδόνι|γλυκόφωνος|εύγλωττος|ομιλητικός|φλύαρος αθάνατος|2 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός αθέατος|1 -|αδιόρατος|αθέατος|αμυδρός|αφανής|δυσδιάκριτος|θαμπός αθέλητος|1 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος αθέμιτος|1 -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος αθήλαστος|1 -|αβύζαχτος|αγαλούχητος|αθήλαστος|αρώγιστος αθεΐα|1 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία αθεμελίωτος|2 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος αθεράπευτος|2 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος -|αθεράπευτος|ανήκεστος|ανίατος|ανεπανόρθωτος|καταστρεπτικός|φοβερός αθλητής|1 -|αγωνιστής|αθλητής|ιδεολόγος αθλητική συνάντηση|1 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός αθλιότητα|1 -|αθλιότητα|αχρειότητα|δυστυχία|κακία|ταλαιπωρία|φτώχεια αθλούμαι|1 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση αθροίζω|1 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω αθρόα|1 -|αγεληδόν|αθρόα|κοπαδιαστά|σωρηδόν αθυμία|1 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια αθυμώ|1 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ αθυροστομία|1 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά αθυρόστομος|1 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης αθωώνω|1 -|αθωώνω|απαλλάσσω|αφήνω ατιμώρητο αθώος|2 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής αθώρητος|1 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός αθώωση|1 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση αιδοίο|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος αιθέρας|1 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα αιθρία|1 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα αιθυλαιθέρας|1 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα αιρετικός|1 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής αισθάνομαι|1 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω αισθαντικός|1 -|αισθαντικός|αισθηματίας|αισθηματικός|ευαίσθητος|ευσυγκίνητος αισθηματίας|1 -|αισθαντικός|αισθηματίας|αισθηματικός|ευαίσθητος|ευσυγκίνητος αισθηματικός|1 -|αισθαντικός|αισθηματίας|αισθηματικός|ευαίσθητος|ευσυγκίνητος αισθητήριο|1 -|αίσθηση|αισθητήριο|απήχηση|διαίσθηση|εντύπωση|συναίσθηση αισιοδοξία|1 -|αισιοδοξία|αισιοφροσύνη|οπτιμισμός αισιοδοξώ|1 -|αισιοδοξώ|ελπίζω αισιοφροσύνη|1 -|αισιοδοξία|αισιοφροσύνη|οπτιμισμός αισιόδοξος|1 -|αίσιος|αισιόδοξος|ευνοϊκός|ευοίωνος|οπτιμιστής αισχροκερδής|1 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας αισχρός|4 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος -|άθλιος|άτιμος|αισχρός -|αισχρός|ανίερος|ανόσιος|βέβηλος αισχύνη|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος αιτιολογία|1 -|αιτιολογία|αναγωγή|δικαιολογία|εξήγηση|πρόφαση αιφνίδια εκδήλωση|1 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο αιφνίδιος|2 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος αιφνιδιάζω|1 -|αιφνιδιάζω|ξαφνιάζω αιφνιδιασμός|1 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα αιφνιδιαστική επιθεώρηση|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα αιχμάλωτος|1 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος αιχμή|2 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια αιχμαλωτίζω|1 -|αιχμαλωτίζω|κατακρατώ|πιάνω|συλλαμβάνω αιωνίως|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε αιωρούμαι|1 -|αιωρούμαι|επικρέμομαι|κρέμομαι αιώνιος|4 -|αβασίλευτος|αβράδιαστος|αιώνιος|αμάραντος|ανύχτωτος|φωτεινός -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός αιώρηση|1 -|αιώρηση|κούνημα|μετεώρισμα|ταλάντευση|τραμπάλισμα ακάθαρτος|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός ακάθιστος|1 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος ακάλεστος|1 -|άκλητος|ακάλεστος|ακλήτευτος|απροσκάλεστος|απρόσκλητος|αυτόκλητος ακάλυπτος|1 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα ακάματης|1 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος ακάματος|1 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος ακάμωτος|2 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος ακάτεχος|1 -|αγνοών|ακάτεχος|ανίδεος|ανυποψίαστος|ανύποπτος ακένωτος|1 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς ακέραιος|3 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός ακέριος|2 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής ακέφαλος|1 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος ακήδευτος|1 -|άθαφτος|άταφος|άψαλτος|αδιάβαστος|ακήδευτος ακήρατος|1 -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος ακίδα|1 -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια ακίνδυνος|1 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής ακαθάριστος|2 -|αβοτάνιστος|ακαθάριστος|ασκάλιστος -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός ακαθαρσία|1 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό ακαθησύχαστος|1 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος ακαθοδήγητος|1 -|αδασκάλευτος|ακαθοδήγητος|ανοδήγητος|ανορμήνευτος|ανουθέτητος|ασυμβούλευτος ακαθόριστος|1 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος ακαλάιστος|1 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος ακαλαίσθητος|1 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος ακαλλιέργητος|3 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι -|αζευγάριστος|ακαλλιέργητος|ανόργωτος ακαλλώπιστος|1 -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος ακαλμάριστος|1 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος ακανθώδης|1 -|αγκαθερός|αγκαθιάρης|αγκαθωτός|αγκυλωτός|ακανθώδης ακανόνιστος|1 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης ακαπάκωτος|1 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα ακαριαία|1 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς ακαριαίος|1 -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος ακαρπία|1 -|αγονία|ακαρπία|ασπερμία|ατοκία|αφορία|στειρότητα ακαρτέρητος|1 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός ακασσιτέρωτος|1 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος ακατάβλητος|2 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος ακατάδεκτος|1 -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός ακατάδεχτος|1 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης ακατάληπτος|1 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός ακατάλληλος|3 -|άχρηστος|ακατάλληλος|απορριπτέος|απόβλητος|ελαττωματικός|σκάρτος -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος ακατάλυτος|2 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός ακατάπαυστα|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε ακατάπαυστος|1 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός ακατάργητος|1 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός ακατάρτιστος|2 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο ακατάστατος|1 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης ακατάτακτος|1 -|αβαθμολόγητος|αγραδάριστος|ακατάτακτος|μη βαθμολογημένος ακατέργαστος|2 -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς ακατήχητος|1 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος ακαταβύθιστος|1 -|αβούλιαχτος|αβύθιστος|ακαταβύθιστος|ακαταπόντιστος|αφουντάριστος ακαταγώνιστος|2 -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός ακαταδάμαστος|1 -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος ακαταδεξία|1 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια ακαταλάγιαστος|1 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος ακαταλαβίστικος|1 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός ακαταμάχητος|2 -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός ακαταμέριστος|1 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος ακατανάλωτος|1 -|αδαπάνητος|αδιάθετος|ακατανάλωτος|ανεξάντλητος|αξόδευτος|αξόδιαστος ακατανίκητος|2 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός ακατανοησία|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο ακατανόητος|2 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος ακαταπράυντος|1 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος ακαταπόνητος|1 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος ακαταπόντιστος|1 -|αβούλιαχτος|αβύθιστος|ακαταβύθιστος|ακαταπόντιστος|αφουντάριστος ακατασίγαστος|1 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος ακατασκεύαστος|1 -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος ακαταστασία|1 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση ακατατόπιστος|2 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος ακατόρθωτος|2 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός ακεραιότητα|1 -|άδολο|ακεραιότητα|ανόθευτο|αρτιότητα|γνησιότητα|πληρότητα ακεφιά|1 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια ακηδία|1 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά ακηλίδωτος|1 -|αβρώμιστος|ακηλίδωτος|αλέρωτος|αλίγδιαστος|αρρύπαντος|καθαρός ακινησία|1 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα ακινητοποιώ|1 -|ακινητοποιώ|δεσμεύω|παροπλίζω|σταθεροποιώ|σταματώ|στερεώνω ακλήτευτος|1 -|άκλητος|ακάλεστος|ακλήτευτος|απροσκάλεστος|απρόσκλητος|αυτόκλητος ακλιμάκωτος|1 -|αβαθμίδωτος|ακλιμάκωτος ακλόνητος|3 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός ακμάζω|1 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω ακμή|1 -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια ακμαίος|1 -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός ακοίλαντος|1 -|άσκαφτος|αβαθούλωτος|αγούβωτος|ακοίλαντος ακοίμητος|1 -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός ακοιμησιά|1 -|αγρύπνια|ακοιμησιά|αϋπνία|ξενύχτημα|ολονυκτία ακοινωνησία|1 -|ακοινωνησία|ανεπιμιξία|απομονωτήριο|απομόνωση|αποξένωση|ξεμονάχιασμα ακοινώνητος|1 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο ακολασία|1 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση ακολουθία|3 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος ακολουθώ|1 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι ακολούθως|2 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον ακομμάτιαστος|1 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος ακομπανιάρω|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω ακονίζω|1 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω ακουκούλωτος|1 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα ακουμπώ|3 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ -|ακουμπώ|βασίζομαι|ποντάρω|στηρίζομαι|υπολογίζω -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ ακουρασιά|1 -|αβαρεσιά|ακουρασιά ακουστική παρακολούθηση|1 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση ακούνητος|1 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος ακούραστος|4 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός ακούσιος|1 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος ακούω|3 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω -|ακούω|αφουγκράζομαι ακράδαντος|1 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος ακράτητος|1 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς ακρίβεια|2 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως ακραίος|1 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος ακραιφνής|1 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός ακρατής|1 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς ακριανός|1 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος ακριβής|1 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός ακριβαίνω|2 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω -|ακριβαίνω|ανατιμούμαι|υπερτιμώ ακριβοθώρητος|1 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός ακριβός|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά ακρινός|1 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος ακρογιαλιά|1 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα ακροθαλάσσιος|1 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός ακροθαλασσιά|1 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα ακρολίθι|1 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός ακρωτηριασμένος|1 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος ακρόαση|1 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση ακρόγιαλος|1 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός ακτή|1 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα ακταίος|1 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός ακτινοβολία|1 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος ακτινοβόλος|1 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός ακωκή|2 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια ακόλαστος|2 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός ακόλουθος|2 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος ακόρεστος|1 -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς ακόσμητος|1 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός ακύρωση|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα ακώλυτος|1 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος αλάβωτος|1 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος αλάθευτος|1 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός αλάνης|1 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι αλάνθαστος|1 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός αλάνι|1 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι αλάργα|1 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω αλέγρος|1 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός αλέθω|1 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω αλέρωτος|1 -|αβρώμιστος|ακηλίδωτος|αλέρωτος|αλίγδιαστος|αρρύπαντος|καθαρός αλήθεια|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως αλήστευτος|1 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος αλήτης|1 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι αλίγδιαστος|1 -|αβρώμιστος|ακηλίδωτος|αλέρωτος|αλίγδιαστος|αρρύπαντος|καθαρός αλαζονεία|1 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια αλαζόνας|2 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος αλαλάζω|1 -|αλαλάζω|ενθουσιάζομαι|κραυγάζω|φωνάζω δυνατά αλαμπουρνέζικος|2 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος αλαργεύω|1 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω αλατίζω|1 -|αλατίζω|αρμυρίζω|νοστιμίζω|ξυλοκοπώ|παστώνω αλαφρόκαρδος|1 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος αλαφυραγώγητος|1 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος αλείαντος|1 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς αλεηλάτητος|1 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος αλευρικό|1 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα αλευροποιώ|1 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω αληθινά|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως αληθινός|1 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός αληθοσύνη|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως αληθώς|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως αλησμόνητος|1 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός αλητεία|1 -|αλητεία|μποεμισμός|περιπλάνηση|ρεμπέλεμα|σουρτούκεμα αλητόπαιδο|1 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι αλιγόστευτος|1 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής αλισβερίσι|1 -|αγοραπωλησία|αλισβερίσι|δοσοληψία|μπίζνες|νταραβέρι|συναλλαγή αλιτήριος|1 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι αλλάζω|3 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ -|αλλάζω|αναπληρώνω|ανταλλάσσω|αντικαθιστώ|υποκαθιστώ αλλάζω κατεύθυνση|1 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ αλλήθωρος|1 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης αλλαγή|1 -|άλλαγμα|αλλαγή|αλλαξιά|αντάλλαγμα|ανταλλαγή αλλαγμένος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος αλλαξιά|1 -|άλλαγμα|αλλαγή|αλλαξιά|αντάλλαγμα|ανταλλαγή αλλαξόπιστος|1 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής αλλεπάλληλοι|1 -|αδιάκοποι|αλλεπάλληλοι|αλληλοδιάδοχοι|απανωτοί|συνεχείς|συχνοί αλληλεγγύη|2 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία αλληλογραφία|1 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία αλληλοδιάδοχα|1 -|αλληλοδιάδοχα|εναλλάξ αλληλοδιάδοχοι|1 -|αδιάκοποι|αλλεπάλληλοι|αλληλοδιάδοχοι|απανωτοί|συνεχείς|συχνοί αλληλουχία|3 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση αλληλοφάγωμα|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία αλλιώτικος|2 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος αλλοίωση|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση αλλοδαπή|1 -|αλλοδαπή|εξωτερικό|ξένα|ξενιτιά αλλοδαπός|1 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός αλλοεθνής|2 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός -|αλλοεθνής|αλλόγλωσσος|αλλόφυλος|απολίτιστος|βάρβαρος|ξενόγλωσσος αλλοιώνομαι|1 -|αλλοιώνομαι|ξινίζω|σαπίζω|χαλώ αλλοιώνω|1 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ αλλοπρόσαλλος|1 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος αλλοτινός|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος αλλοτρίωση|1 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο αλλόγλωσσος|1 -|αλλοεθνής|αλλόγλωσσος|αλλόφυλος|απολίτιστος|βάρβαρος|ξενόγλωσσος αλλόκοτος|2 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος αλλόμορφος|1 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος αλλότριος|1 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος αλλότροπος|1 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος αλλότυπος|1 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος αλλόφυλος|2 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός -|αλλοεθνής|αλλόγλωσσος|αλλόφυλος|απολίτιστος|βάρβαρος|ξενόγλωσσος αλμανάκ|1 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο αλματικός|1 -|αλματικός|αλματώδης|απότομος|γρήγορος αλματώδης|1 -|αλματικός|αλματώδης|απότομος|γρήγορος αλμυρή|1 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός αλογάριαστος|1 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς αλοιφή|1 -|άλειμμα|αλοιφή αλουσιά|1 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό αλουστράριστος|1 -|άβαφος|αβερνίκωτος|αγυάλιστος|αλουστράριστος|αστίλβωτος αλτρουισμός|1 -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία αλτρουιστικός|1 -|αγαπημένος|αδερφικός|αλτρουιστικός|αφίλαυτος|φιλικός αλυπησιά|1 -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία αλυσίδα|1 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων αλφάδι|1 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη αλύγιστος|2 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος αλύπητος|1 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός αλύτρωτος|1 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος αλώβητος|1 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής αμάθεια|1 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα αμάθητος|2 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος αμάξι|1 -|αμάξι|αυτοκίνητο|κούρσα|τροχοφόρο|όχημα αμάραντος|3 -|αβασίλευτος|αβράδιαστος|αιώνιος|αμάραντος|ανύχτωτος|φωτεινός -|άδυτος|αβασίλευτος|αγέραστος|αμάραντος|ανηγεμόνιστος -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός αμάρτημα|1 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα αμάτιαστος|1 -|αβάσκαντος|αβασκάνιστος|αμάτιαστος|αφτάρμιστος αμέλεια|1 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά αμέρευτος|1 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος αμέριμνος|2 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος αμέρωτος|1 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος αμέστωτος|2 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος αμέσως|2 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς -|αμέσως|αμελλητί|ανυπερθέτως|εξάπαντος|οπωσδήποτε αμέτοχος|1 -|άσχετος|αδιάφορος|αμέτοχος|απέχων|ξένος|ουδέτερος αμέτρητος|1 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς αμίαντος|1 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός αμίμητος|1 -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός αμαγάριστος|1 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός αμαγείρευτος|1 -|άβραστος|άφτιαχτος|άψητος|αμαγείρευτος|σκληρός|ωμός αμαθής|1 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο αμαρκάλιστος|1 -|αβάτευτος|αμαρκάλιστος|ανεπίβατος|ανόχευτος|απήδητος|ασυνουσίαστος αμαρτία|1 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα αμαρτωλός|1 -|αδικητής|αμαρτωλός|ανήθικος|κολασμένος|κριματισμένος|παραβάτης αμαρτύρητος|1 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος αμαυρώνω|1 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω αμβλύνω|1 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος αμείλικτος|2 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκαμπτος|άτεγκτος|αμείλικτος αμείωτος|1 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής αμεθοδία|1 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση αμελής|1 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος αμελλητί|1 -|αμέσως|αμελλητί|ανυπερθέτως|εξάπαντος|οπωσδήποτε αμελώ|1 -|αδιαφορώ|αμελώ|αμεριμνώ|δε σκοτίζομαι|δεν ενδιαφέρομαι αμεριμνησία|1 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά αμεριμνώ|1 -|αδιαφορώ|αμελώ|αμεριμνώ|δε σκοτίζομαι|δεν ενδιαφέρομαι αμερόληπτος|2 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|αμερόληπτος -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος αμετάβλητος|2 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός αμετάβολος|1 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός αμετάκλητος|1 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος αμετάπειστος|1 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός αμετάτρεπτος|2 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος αμετακίνητος|3 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος αμεταμόρφωτος|1 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός αμεταποίητος|1 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός αμεταρρύθμιστος|1 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός αμεταχείριστος|1 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος αμηχανία|1 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία αμηχανώ|1 -|αγωνιώ|αδημονώ|αμηχανώ|ανησυχώ|ανυπομονώ|καρδιοχτυπώ αμιγής|2 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος αμιλλώμαι|2 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω αμμουδιά|1 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα αμνήστευση|1 -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο αμοίραστος|1 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος αμοιβή|2 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή αμοιβαία σχέση|1 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία αμολάρω|1 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ αμολάω|1 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω αμολητός|1 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος αμολιέμαι|1 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω αμολόγητος|1 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός αμπάρι|1 -|αμπάρι|ανήλιο|αποθήκη|κελάρι|κρασοβόλι αμπέλι|1 -|άμπελος|αμπέλι|αμπελοφυτεία|αμπελώνας|κλήμα αμπαρώνω|1 -|αμπαρώνω|ασφαλίζω|κλείνω|κλειδώνω|μανταλώνω|συρταρώνω αμπελολόγια|1 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια αμπελοφυτεία|1 -|άμπελος|αμπέλι|αμπελοφυτεία|αμπελώνας|κλήμα αμπελώνας|1 -|άμπελος|αμπέλι|αμπελοφυτεία|αμπελώνας|κλήμα αμπόδιστος|1 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος αμπόλιαστος|1 -|αβατσίνωτος|αβατσινάριστος|αδαμάλιστος|αμπόλιαστος|ανεμβολίαστος αμπώθω|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ αμπώχνω|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ αμυαλιά|1 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα αμυδρός|1 -|αδιόρατος|αθέατος|αμυδρός|αφανής|δυσδιάκριτος|θαμπός αμυντικό περίβλημα|1 -|αμυντικό περίβλημα|θώρακας|μεσαίο τμήμα εντόμων|προστατευτικό μέσο|στήθος αμυχή|1 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα αμφίβολος|2 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος αμφιβάλλω|2 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ -|αμφιβάλλω|αμφιρρέπω|αμφιταλαντεύομαι|διστάζω|διχογνωμώ|δυσπιστώ αμφιβολία|3 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία -|αμφιβολία|απιστία|δυσπιστία αμφιλύκη|2 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο -|αμφιλύκη|λυκόφως|σκιόφως αμφιρρέπω|1 -|αμφιβάλλω|αμφιρρέπω|αμφιταλαντεύομαι|διστάζω|διχογνωμώ|δυσπιστώ αμφισβήτηση|2 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία αμφισβητώ|1 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ αμφιταλάντευση|2 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία αμφιταλαντευόμενος|1 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος αμφιταλαντεύομαι|1 -|αμφιβάλλω|αμφιρρέπω|αμφιταλαντεύομαι|διστάζω|διχογνωμώ|δυσπιστώ αμόλυντο|1 -|αγνό|αμόλυντο|απέριττο αμόλυντος|1 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός αμόργη|1 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα αμόρφωτος|4 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο αμύητος|1 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος αμύνομαι|2 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι ανάβαση|1 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα ανάβω|1 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι ανάγκαση|2 -|αγγάρεμα|αγγαρεία|ανάγκαση|βία|εξαναγκασμός|υποχρέωση -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία ανάγκη|1 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία ανάγλυφος|1 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος ανάγνωση|1 -|ανάγνωση|διάβασμα|εκφώνηση ανάγωγος|1 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος ανάδειξη|1 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο ανάδιπλα|1 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά ανάδοχος|1 -|ανάδοχος|εγγυητής|κουμπάρος|νουνός|ονοματοθέτης|σύντεκνος ανάδρομα|1 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά ανάζερβος|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός ανάθελος|1 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος ανάθεμα|1 -|ανάθεμα|αποκήρυξη|αφορισμός|κακοτύχισμα|κατάρα ανάκουστος|1 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης ανάκριση|1 -|ανάκριση|διερεύνηση|εξέταση ανάκτορο|1 -|ανάκτορο|βασιλόσπιτο|μέγαρο|μέλαθρο|παλάτι|σεράι ανάλαφρος|1 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος ανάλγητος|3 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός ανάληψη|1 -|ανάληψη|ανάρρωση|γέρεμα|γιάτρεμα|ξαναδυνάμωμα|ορθοπόδιση ανάλλαγος|2 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος ανάλογος|2 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος ανάλυση|1 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση ανάμεσα|1 -|ανάμεσα|αναμεταξύ|ενδιαμέσως|καταμεσής|μεταξύ ανάμιξη|1 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός ανάμνηση|1 -|ανάμνηση|αναθύμημα|αναθύμηση|αναπόληση|ενθύμηση|θύμηση ανάμπαιγμα|1 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη ανάξιος|1 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία ανάπαυλα|1 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση ανάπαυση|1 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση ανάπηρος|1 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος ανάπλαση|1 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο ανάποδα|1 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά ανάποδος|3 -|αβόλευτος|ανάποδος|ανοικονόμητος|αταχτοποίητος|δύστροπος|στριμμένος -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός ανάπτυξη|1 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση ανάρμοστος|1 -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος ανάρρηση|2 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα ανάρρωση|1 -|ανάληψη|ανάρρωση|γέρεμα|γιάτρεμα|ξαναδυνάμωμα|ορθοπόδιση ανάσα|1 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση ανάσασμα|1 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση ανάσκελα|1 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά ανάσταση|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση ανάστημα|1 -|ανάστημα|ηθικό έρεισμα|κορμοστασιά|μπόι|ύψος ανάστροφα|1 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά ανάσχεση|1 -|ανάσχεση|αναχαίτιση|επίσχεση|σταμάτημα|συγκράτηση ανάτριχα|1 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά ανάφλογος|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός ανέβασμα|2 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα ανέγγιχτος|2 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος ανέγερση|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση ανέγνοιαστος|2 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος ανέγνωρος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος ανέκαθεν|1 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε ανέκκλητος|1 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος ανέκφραστος|1 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός ανέλπιστο αγαθό|1 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο ανέλπιστος|1 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός ανέμελος|1 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος ανένδοτος|1 -|άκαμπτος|αδιάλλακτος|ανένδοτος|απόλυτος|ασυμβίβαστος ανέξοδα|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι ανέπαφος|1 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής ανέρχομαι|1 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω ανέρωτος|1 -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος ανέσωστος|1 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς ανέτοιμος|1 -|ανέτοιμος|απροετοίμαστος|απροπαράσκευος|απροπαρασκεύαστος ανέφικτος|1 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός ανέχεια|1 -|ένδεια|ανέχεια|απορία|πενία|φτώχεια ανέχομαι|1 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω ανήθικος|6 -|αδικητής|αμαρτωλός|ανήθικος|κολασμένος|κριματισμένος|παραβάτης -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος ανήκεστος|1 -|αθεράπευτος|ανήκεστος|ανίατος|ανεπανόρθωτος|καταστρεπτικός|φοβερός ανήκουστος|1 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης ανήκω|1 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω ανήλεος|1 -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός ανήλιο|1 -|αμπάρι|ανήλιο|αποθήκη|κελάρι|κρασοβόλι ανήμερος|1 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος ανήμπορος|1 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος ανήσυχος|1 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης ανήφορος|1 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία ανίατος|2 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος -|αθεράπευτος|ανήκεστος|ανίατος|ανεπανόρθωτος|καταστρεπτικός|φοβερός ανίδεος|1 -|αγνοών|ακάτεχος|ανίδεος|ανυποψίαστος|ανύποπτος ανίερος|1 -|αισχρός|ανίερος|ανόσιος|βέβηλος ανίκανος|3 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος -|άκυρος|αδύναμος|αδύνατος|ανίκανος|ανίσχυρος|ασθενής -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία ανίκητος|5 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος ανίσχυρος|1 -|άκυρος|αδύναμος|αδύνατος|ανίκανος|ανίσχυρος|ασθενής ανίχνευση|1 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα αναίδεια|1 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά αναίσθητος|3 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός αναίσχυντος|1 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος αναβαίνω|1 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω αναβιβάζω|1 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω αναβιώνω|1 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι αναβλύζω|1 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι αναβολή|1 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα αναβοώ|1 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω αναβρασμός|1 -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα αναβροχιά|1 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια αναβρύζω|1 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι αναγάπητος|1 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός αναγέλασμα|1 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη αναγέννηση|1 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο αναγαλλιάζω|1 -|αγάλλομαι|αναγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι αναγγέλλω|2 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ αναγγελία|1 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση αναγελώ|1 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω αναγεννιέμαι|1 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι αναγεννώ|1 -|αναγεννώ|αναδημιουργώ|ξαναγίνομαι|ξαναγεννώ αναγερτά|1 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά αναγκαίος|1 -|αναγκαίος|απαιτούμενος|απαραίτητος|ενδεδειγμένος|επιβαλλόμενος|χρειαζούμενος αναγκασμό|1 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία αναγκαστικός|1 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος αναγκεμένος|1 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος αναγνωρίζω|1 -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι αναγνωριά|1 -|αγνωμοσύνη|αναγνωριά|ανεγνωριά|αχαριστία αναγνωρισμένος|1 -|άριστος|αναγνωρισμένος|κλασικός αναγουλιάζω|2 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι αναγράφω|1 -|αναγράφω|γράφω|εγγράφω|καταγράφω|καταχωρώ|περιγράφω αναγυρίζω|2 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω αναγωγή|2 -|αιτιολογία|αναγωγή|δικαιολογία|εξήγηση|πρόφαση -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση αναγωγία|1 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά αναγόρευση|1 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο αναδίνω|1 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ αναδίφηση|1 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα αναδεχτός|1 -|αναδεχτός|βαφτισιμιός|βαφτιστήρι|βαφτιστικός αναδεύω|1 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω αναδημιουργία|1 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο αναδημιουργώ|1 -|αναγεννώ|αναδημιουργώ|ξαναγίνομαι|ξαναγεννώ αναδιφώ|1 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω αναδρομή|1 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο αναζήτηση|2 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο αναζητώ ασφάλεια|1 -|αναζητώ ασφάλεια|κάνω έκκληση|καταλήγω να χρησιμοποιήσω|καταφεύγω|προσφεύγω κάπου αναζωογονούμαι|1 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι αναζωπυρώνομαι|1 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι αναθεματίζω|2 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ -|αναθεματίζω|αποκηρύσσω|αφορίζω|κακοτυχίζω|καταριέμαι αναθεματισμένος|1 -|αναθεματισμένος|αφορεσμένος|αφορισμένος|επικατάρατος|καταραμένος αναθεωρώ|1 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ αναθυμάμαι|1 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω αναθύμημα|1 -|ανάμνηση|αναθύμημα|αναθύμηση|αναπόληση|ενθύμηση|θύμηση αναθύμηση|1 -|ανάμνηση|αναθύμημα|αναθύμηση|αναπόληση|ενθύμηση|θύμηση αναιδής|2 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος αναισθησία|2 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα αναισχυντία|1 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά ανακάθισμα|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση ανακάλυψη|2 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα ανακάτευτος|1 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός ανακάτωμα|1 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός ανακάτωση|1 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση ανακήρυξη|1 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο ανακαίνιση|2 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα ανακαινίζω|1 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω ανακαινιστής|1 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος ανακαλύπτω|1 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω ανακατεύω|2 -|ανακατεύω|διαμορφώνω|ζυμώνω|πλάθω -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω ανακατωσούρα|1 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση ανακεφαλαίωση|1 -|ανακεφαλαίωση|επιτομή|περίληψη|συγκεφαλαίωση|σύνοψη|σύνοψιση ανακινώ|1 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω ανακοίνωση|1 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση ανακοινώνω|1 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ ανακολουθία|1 -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία ανακουφίζομαι|1 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι ανακουφίζω|1 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ ανακούρκουδα|1 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά ανακούφιση|1 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση ανακρίβεια|1 -|ανακρίβεια|αναλήθεια|λάθος|παραδρομή|σφάλμα|ψέμα ανακριβής|1 -|ανακριβής|αναληθής|κίβδηλος|λαθεμένος|ψευδής|ψεύτικος ανακόλουθο σχήμα|1 -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία ανακόπτω|1 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ αναλήθεια|1 -|ανακρίβεια|αναλήθεια|λάθος|παραδρομή|σφάλμα|ψέμα αναλίσκω|1 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω αναλαμπή|1 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα αναλγησία|3 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία αναληθής|1 -|ανακριβής|αναληθής|κίβδηλος|λαθεμένος|ψευδής|ψεύτικος αναλλοίωτος|1 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός αναλογίζομαι|3 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι αναλογώ|1 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω αναλφάβητος|1 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο αναλόγηση|1 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός αναλύω|1 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω αναλώνω|1 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω αναμέλπω|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω αναμέτρηση|1 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός αναμελιά|1 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά αναμεστώνω|1 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω αναμεταξύ|1 -|ανάμεσα|αναμεταξύ|ενδιαμέσως|καταμεσής|μεταξύ αναμετρώ|1 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ αναμετρώμαι|1 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω αναμιμνήσκομαι|1 -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι αναμμένος|1 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός αναμνηστήριο|1 -|αναμνηστήριο|ενθύμημα|ενθύμιο|θυμητάρι|θύμημα|σουβενίρ αναμνιάζω|1 -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι αναμονή|1 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή αναμορφωτής|1 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος αναμορφώνω|2 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω αναμόρφωση|1 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο ανανέωση|1 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα ανανήφω|1 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω ανανδρία|1 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία ανανεωτής|1 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος ανανεώνω|2 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω αναξιοκρατία|1 -|Αναξιοκρατία|Ευνοιοκρατία (καθ.)|Νεποτισμός (καθ.) αναπάντεχος|2 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος αναπαμός|1 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση αναπαράσταση|1 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση αναπελευθέρωτος|1 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος αναπηρία|1 -|αναπηρία|δυσμορφία|ελαττωματικότητα|σακατιλίκι αναπληρώνω|2 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω -|αλλάζω|αναπληρώνω|ανταλλάσσω|αντικαθιστώ|υποκαθιστώ αναπνέω|1 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι αναποδιά|1 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα αναποδογυρίζω|1 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω αναποδογύρισμα|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα αναπολώ|2 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι αναποφάσιστος|1 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος αναπτύσσομαι|1 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω αναπτύσσομαι ραγδαία|1 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω αναπτύσσω|1 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω αναπόδραστος|1 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος αναπόληση|1 -|ανάμνηση|αναθύμημα|αναθύμηση|αναπόληση|ενθύμηση|θύμηση αναπότρεπτος|1 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος αναπόφευκτος|1 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος αναρίθμηση|1 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός αναρίθμητος|1 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς αναρμόδιος|1 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος αναρρίχηση|1 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα αναρριχώμαι|1 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω αναρρωννύω|1 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ αναρρωνύω|1 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι αναρχία|1 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση ανασέρνω|1 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω ανασήκωμα|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση ανασαίνω|1 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι ανασαίνω δύσκολα|1 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ ανασηκώνω|1 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω ανασκαλεύω|2 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω ανασκαφή|1 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο ανασκελάς|1 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό ανασκελιάζω|1 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω ανασκησία|1 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα αναστάτωση|4 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία αναστέλλω|1 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ αναστενάζω βαριά|1 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ αναστηλώνω|1 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω αναστολή|2 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα αναστομώνω|1 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω αναστροφή|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα ανασυγκρότηση|1 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο ανασχηματισμός|1 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο ανατίμηση|2 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα ανατίναγμα|1 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο ανατίναξη|1 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο αναταράζω|1 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω αναταραχή|2 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία ανατιμούμαι|1 -|ακριβαίνω|ανατιμούμαι|υπερτιμώ ανατιμώ|1 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω ανατινάζω|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω ανατολή|1 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη ανατρέπω|2 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω -|ανατρέπω|αφανίζω|καταλύω|καταργώ|καταστρέφω|φθείρω ανατριχιάζω|1 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω ανατροπή|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα ανατροφή|1 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση αναφέρω|1 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω αναφιλητό|1 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός αναφορά|1 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση αναφωνώ|1 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω αναχαίτιση|1 -|ανάσχεση|αναχαίτιση|επίσχεση|σταμάτημα|συγκράτηση αναχαιτίζω|1 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ αναχωρητής|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος αναχωρώ|2 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς αναχώρηση|1 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό αναψυχή|1 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση ανδραγάθημα|1 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά ανδραγαθία|1 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά ανδρικής ηλικίας|1 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος ανείπωτος|1 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός ανεβάζω|1 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω ανεβαίνω|1 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω ανεβόλεμα|1 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία ανεβόλιασμα|1 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία ανεγείρω|1 -|ανεγείρω|ανιδρύω|ανοικοδομώ|ξαναχτίζω|οικοδομώ|χτίζω ανεγνωριά|1 -|αγνωμοσύνη|αναγνωριά|ανεγνωριά|αχαριστία ανεγνώριστος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος ανεδαφικός|1 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος ανεδαφικότητα|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο ανεκδήλωτος|1 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός ανεκδιήγητος|1 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός ανεκλάλητος|1 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός ανεκτέλεστος|2 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος ανελέητος|1 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός ανελεήμονας|1 -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός ανελεύθερος|1 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος ανελκύω|1 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω ανελπισιά|1 -|ανελπισιά|απαρηγορησιά|απελπισία|απελπισμός|απογοήτευση|απόγνωση ανεμβολίαστος|1 -|αβατσίνωτος|αβατσινάριστος|αδαμάλιστος|αμπόλιαστος|ανεμβολίαστος ανεμελιά|1 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά ανεμοζάλη|1 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία ανεμπόδιστα|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα ανεμπόδιστος|5 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς -|άδετος|αδέσμευτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήρητος|ελεύθερος|λυμένος -|ανεμπόδιστος|ανοιχτός -|άφραγος|άφραχτος|ανεμπόδιστος|ανοιχτός|απεριόριστος ανεμόμυλος|1 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής ανεξάλειπτος|1 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός ανεξάντλητος|2 -|αδαπάνητος|αδιάθετος|ακατανάλωτος|ανεξάντλητος|αξόδευτος|αξόδιαστος -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς ανεξάρτητος|1 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος ανεξέλεγκτος|1 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος ανεξέταστος|1 -|αβασάνιστος|ανεξέταστος|απαίδευτος|αταλαιπώρητος|επιπόλαιος|πρόχειρος ανεξήγητος|1 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός ανεξίτηλος|1 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός ανεξακρίβωτος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος ανεξευγένιστος|1 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς ανεξιλέωτος|1 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός ανεξιχνίαστος|1 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης ανεπάρκεια|2 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα ανεπίβατος|1 -|αβάτευτος|αμαρκάλιστος|ανεπίβατος|ανόχευτος|απήδητος|ασυνουσίαστος ανεπίγνωστος|1 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος ανεπίτευκτος|1 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός ανεπίτρεπτος|1 -|αδικαιολόγητος|ανεπίτρεπτος|ασυγχώρητος|ασύγγνωστος|φταίχτης ανεπανόρθωτος|1 -|αθεράπευτος|ανήκεστος|ανίατος|ανεπανόρθωτος|καταστρεπτικός|φοβερός ανεπηρέαστος|1 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός ανεπικούρητος|1 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος ανεπιμιξία|1 -|ακοινωνησία|ανεπιμιξία|απομονωτήριο|απομόνωση|αποξένωση|ξεμονάχιασμα ανεπιτήδειος|2 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος ανεπιτήδευτος|3 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς ανεπιτήρητος|2 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος -|άδετος|αδέσμευτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήρητος|ελεύθερος|λυμένος ανεπρόκοπος|1 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης ανερευνώ|1 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω ανερεύνηση|1 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα ανερμάτιστος|1 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος ανερμήνευτος|1 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός ανευδοκίμητος|1 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης ανευλάβεια|1 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία ανευλαβής|1 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης ανευρίσκω|1 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω ανεχόρταγος|1 -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς ανεύρεση|1 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα ανηγεμόνιστος|1 -|άδυτος|αβασίλευτος|αγέραστος|αμάραντος|ανηγεμόνιστος ανηλεής|2 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός ανημέρευτος|2 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος ανημποριά|3 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα ανηξεριά|1 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα ανησυχία|3 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα ανησυχώ|1 -|αγωνιώ|αδημονώ|αμηχανώ|ανησυχώ|ανυπομονώ|καρδιοχτυπώ ανηφορίζω|1 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω ανηφοριά|1 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία ανηφόρα|1 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία ανηφόρισμα|1 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα ανθεκτικός|3 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός ανθοκήπιο|1 -|ανθοκήπιο|ανθώνας|κήπος|λαχανόκηπος|μπαξές|περιβόλι ανθολογία|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη ανθρωπεύω|2 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ ανθρωποθάλασσα|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση ανθρωπομάνι|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση ανθρωπότητα|1 -|άνθρωποι|ανθρωπότητα|κοινωνία|κοσμάκης|κόσμος ανθώ|1 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω ανθώνας|1 -|ανθοκήπιο|ανθώνας|κήπος|λαχανόκηπος|μπαξές|περιβόλι ανιαρός|1 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός ανιδρύω|1 -|ανεγείρω|ανιδρύω|ανοικοδομώ|ξαναχτίζω|οικοδομώ|χτίζω ανιθαγενής|1 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός ανικανοποίητος|2 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς ανικανότητα|1 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία ανισομέρεια|1 -|ανισομέρεια|ανισομετρία|αρρυθμία|ασυμμετρία|δυσαναλογία|δυσαρμονία ανισομετρία|1 -|ανισομέρεια|ανισομετρία|αρρυθμία|ασυμμετρία|δυσαναλογία|δυσαρμονία ανισορροπία|1 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα ανισχυρία|2 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα ανισόρροπος|1 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής ανιχνεύω|1 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω ανοίγω|2 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω ανοίκειος|1 -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος ανοδήγητος|1 -|αδασκάλευτος|ακαθοδήγητος|ανοδήγητος|ανορμήνευτος|ανουθέτητος|ασυμβούλευτος ανοησίες|1 -|αερολογήματα|ανοησίες|αρλούμπες|κουροφέξαλα|κουταμάρες|σαχλαμάρες ανοικοδομώ|1 -|ανεγείρω|ανιδρύω|ανοικοδομώ|ξαναχτίζω|οικοδομώ|χτίζω ανοικονόμητος|1 -|αβόλευτος|ανάποδος|ανοικονόμητος|αταχτοποίητος|δύστροπος|στριμμένος ανοικτίρμονας|1 -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός ανοιξιάτικος|1 -|ανοιξιάτικος|εαρινός ανοιχτά|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα ανοιχτομάτης|1 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος ανοιχτόκαρδος|1 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς ανοιχτός|5 -|αβούλωτος|ανοιχτός|απωμάτιστος|ασφράγιστος|ατάπωτος|ξέσκεπος -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα -|ανεμπόδιστος|ανοιχτός -|άφραγος|άφραχτος|ανεμπόδιστος|ανοιχτός|απεριόριστος ανολοκλήρωτος|1 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος ανομία|2 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα ανομβρία|1 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια ανομοιογενής|1 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος ανομοιόμορφος|1 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος ανομολόγητος|1 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός ανοργάνωτος|1 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης ανορεξία|1 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια ανορθώνω|2 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω ανορμήνευτος|1 -|αδασκάλευτος|ακαθοδήγητος|ανοδήγητος|ανορμήνευτος|ανουθέτητος|ασυμβούλευτος ανοσιούργημα|2 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος ανουθέτητος|1 -|αδασκάλευτος|ακαθοδήγητος|ανοδήγητος|ανορμήνευτος|ανουθέτητος|ασυμβούλευτος ανοχή|1 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση ανούσιος|1 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός αντάλλαγμα|1 -|άλλαγμα|αλλαγή|αλλαξιά|αντάλλαγμα|ανταλλαγή αντάμειψη|1 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή αντάμωμα|1 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος αντάρα|1 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία αντάρτης|1 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής αντέτι|1 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο αντέχω|1 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω αντίβαλμα|1 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο αντίβαρο|1 -|αντίβαρο|αντίρροπο|αντιζύγι|αντισήκωμα|αντιστάθμισμα αντίγραφο|1 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση αντίδραση|1 -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα αντίθεση|1 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο αντίθετος|1 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός αντίκρυ|1 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα αντίληψη|2 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα αντίλογος|1 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία αντίνομος|1 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός αντίξοα|1 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά αντίξοος|2 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός αντίπαλος|1 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός αντίπερα|1 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα αντίπραξη|3 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα αντίρρηση|1 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία αντίρροπο|1 -|αντίβαρο|αντίρροπο|αντιζύγι|αντισήκωμα|αντιστάθμισμα αντίσκηνο|1 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι αντίσκομμα|1 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία αντίσταση|1 -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα αντίστοιχος|1 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος αντίστροφα|1 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά αντίστροφος|1 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός αντίφαση|2 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία ανταγωνίζομαι|2 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω -|ανταγωνίζομαι|αντιμετωπίζω|παλεύω|συγκρούομαι|συναγωνίζομαι|συναντιέμαι ανταγωνισμός|2 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός ανταλλάσσω|1 -|αλλάζω|αναπληρώνω|ανταλλάσσω|αντικαθιστώ|υποκαθιστώ ανταλλαγή|1 -|άλλαγμα|αλλαγή|αλλαξιά|αντάλλαγμα|ανταλλαγή ανταμικός|1 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός ανταμοιβή|1 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή ανταμώνω|1 -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι ανταπάντηση|1 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία ανταποκρίνομαι|1 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω ανταπόδοση|1 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία ανταπόκριση|1 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία ανταρσία|1 -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση ανταρτοσύνη|1 -|ανταρτοσύνη|ανυπακοή|ανυποταγή|ανυποταξία|απείθεια|απειθαρχία αντενέργεια|2 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα αντενεργώ|1 -|αντενεργώ|αντιδρώ|αντιπράττω|αντιστέκομαι|εναντιώνομαι αντεπεξέρχομαι|1 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ αντηχώ|1 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ αντιαισθητικός|1 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος αντιβγαίνω|2 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ αντιβογγώ|1 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ αντιβουίζω|1 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ αντιγνωμία|1 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο αντιγράφω|1 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω αντιγραφή|1 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση αντιδρώ|1 -|αντενεργώ|αντιδρώ|αντιπράττω|αντιστέκομαι|εναντιώνομαι αντιζύγι|1 -|αντίβαρο|αντίρροπο|αντιζύγι|αντισήκωμα|αντιστάθμισμα αντιθωρώ|1 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ αντικέφαλα|1 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά αντικαθιστώ|1 -|αλλάζω|αναπληρώνω|ανταλλάσσω|αντικαθιστώ|υποκαθιστώ αντικανονικός|2 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος αντικανονικότητα|1 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα αντικατάσταση|1 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα αντικείμενο|1 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό αντικειμενικός|1 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος αντικοιτώ|1 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ αντικρίζω|1 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ αντικρουόμενος|1 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός αντικρύζω|1 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ αντιλέγω|1 -|αντιλέγω|αντιτείνω αντιλαλώ|1 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ αντιλαμβάνομαι|2 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω αντιλογία|1 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία αντιμάχομαι|2 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ αντιμέτρηση|1 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός αντιμίλημα|2 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία αντιμετωπίζω|2 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ -|ανταγωνίζομαι|αντιμετωπίζω|παλεύω|συγκρούομαι|συναγωνίζομαι|συναντιέμαι αντιμιλιά|1 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία αντιμισθία|1 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή αντινομία|1 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο αντιξοότητα|1 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα αντιπάθεια|1 -|αντιπάθεια|απέχθεια|απαρέσκεια|αποστροφή|ασυμπάθεια|εχθρότητα αντιπαθητικός|1 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός αντιπαθώ|3 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ αντιπαλεύω|2 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ αντιπαράθεση|2 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα αντιπαραβολή|1 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα αντιπαραθέτω|1 -|αντιπαραθέτω|παραβάλλω|παραθέτω|συγκρίνω|συνδυάζω|συσχετίζω αντιπαρατάσσομαι|1 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ αντιπολεμώ|1 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ αντιπράττω|1 -|αντενεργώ|αντιδρώ|αντιπράττω|αντιστέκομαι|εναντιώνομαι αντισήκωμα|1 -|αντίβαρο|αντίρροπο|αντιζύγι|αντισήκωμα|αντιστάθμισμα αντισηκώνω|1 -|αντισηκώνω|αντισταθμίζω|εξισώνω|ισορροπώ|ισοσταθμίζω|ισοφαρίζω αντιστάθμιση|1 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία αντιστάθμισμα|1 -|αντίβαρο|αντίρροπο|αντιζύγι|αντισήκωμα|αντιστάθμισμα αντιστέκομαι|3 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω -|αντενεργώ|αντιδρώ|αντιπράττω|αντιστέκομαι|εναντιώνομαι -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι αντισταθμίζω|1 -|αντισηκώνω|αντισταθμίζω|εξισώνω|ισορροπώ|ισοσταθμίζω|ισοφαρίζω αντιστοιχώ|1 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω αντιστρέφω|1 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω αντιτάσσομαι|1 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ αντιτίθεμαι|1 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ αντιτείνω|1 -|αντιλέγω|αντιτείνω αντιτιθέμενος|1 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός αντιφατικός|1 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός αντιφατικότητα|1 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο αντιφρονών|1 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός αντιφωνώ|1 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ αντρεία|1 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη αντρείος|3 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος αντρειοσύνη|1 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη ανυπέρβλητος|2 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός ανυπακοή|2 -|ανταρτοσύνη|ανυπακοή|ανυποταγή|ανυποταξία|απείθεια|απειθαρχία -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση ανυπαρξία|1 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα ανυπεράσπιστος|1 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος ανυπερθέτως|1 -|αμέσως|αμελλητί|ανυπερθέτως|εξάπαντος|οπωσδήποτε ανυποληψία|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος ανυπολόγιστος|1 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς ανυπομονησία|3 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα ανυπομονώ|1 -|αγωνιώ|αδημονώ|αμηχανώ|ανησυχώ|ανυπομονώ|καρδιοχτυπώ ανυποστήριχτος|1 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος ανυποταγή|1 -|ανταρτοσύνη|ανυπακοή|ανυποταγή|ανυποταξία|απείθεια|απειθαρχία ανυποταξία|1 -|ανταρτοσύνη|ανυπακοή|ανυποταγή|ανυποταξία|απείθεια|απειθαρχία ανυποψίαστος|1 -|αγνοών|ακάτεχος|ανίδεος|ανυποψίαστος|ανύποπτος ανυπόκριτος|1 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς ανυπόμονος|1 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς ανυπόστατος|2 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος -|ανυπόστατος|ανύπαρκτος|πλαστός|φανταστικός|χιμαιρικός ανυπόταχτος|1 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος ανυπόφορος|1 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς ανυψώνομαι|1 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω ανυψώνω|1 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω ανωμαλία|1 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα ανωμεριά|1 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία ανωτερότητα|1 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή ανωφέλευτος|1 -|άσκοπος|άχρηστος|ανωφέλευτος|ανώφελος|αχρείαστος|αχρησίμευτος ανωφέρεια|1 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία ανόθευτο|1 -|άδολο|ακεραιότητα|ανόθευτο|αρτιότητα|γνησιότητα|πληρότητα ανόθευτος|2 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος ανόμημα|1 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα ανόμοιος|2 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος ανόργωτος|1 -|αζευγάριστος|ακαλλιέργητος|ανόργωτος ανόρθωση|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση ανόσιος|1 -|αισχρός|ανίερος|ανόσιος|βέβηλος ανόχευτος|1 -|αβάτευτος|αμαρκάλιστος|ανεπίβατος|ανόχευτος|απήδητος|ασυνουσίαστος ανύπαντρος|1 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος ανύπαρκτος|1 -|ανυπόστατος|ανύπαρκτος|πλαστός|φανταστικός|χιμαιρικός ανύποπτος|1 -|αγνοών|ακάτεχος|ανίδεος|ανυποψίαστος|ανύποπτος ανύφαντος|1 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός ανύχτωτος|1 -|αβασίλευτος|αβράδιαστος|αιώνιος|αμάραντος|ανύχτωτος|φωτεινός ανύψωση|2 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα ανώμαλος|3 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς ανώνυμος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος ανώριμος|1 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος ανώτατος σε βαθμό|1 -|έσχατος|ανώτατος σε βαθμό|απόμακρος|τελευταίος ανώφελα|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι ανώφελος|3 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος -|άσκοπος|άχρηστος|ανωφέλευτος|ανώφελος|αχρείαστος|αχρησίμευτος -|ανώφελος|ηλίθιος|μάταιος αξέβγαλτος|1 -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης αξέφευγος|1 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος αξέχαστος|1 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός αξίωμα|3 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια αξίωμα καθηγητού|1 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος αξίωση|1 -|αίτημα|αξίωση|απαίτηση|διεκδίκηση|θέληση αξεδιάλεχτος|1 -|αδιάλεχτος|αξεδιάλεχτος|αξεκαθάριστος|αξεχώριστος αξεκαθάριστος|2 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς -|αδιάλεχτος|αξεδιάλεχτος|αξεκαθάριστος|αξεχώριστος αξελέκιαστος|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός αξεπάστρευτος|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός αξεπέραστος|1 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος αξεσκόνιστος|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός αξεχώριστος|1 -|αδιάλεχτος|αξεδιάλεχτος|αξεκαθάριστος|αξεχώριστος αξιέραστος|1 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος αξιαγάπητος|2 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός αξιοθαύμαστος|1 -|αγαστός|αξιοθαύμαστος|επίφθονος|θαυμαστός|καταπληκτικός αξιοθρήνητος|1 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος αξιολύπητος|1 -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος αξιοπερίεργος|1 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος αξιοτίμητος|2 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός αξιωματικός|1 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος αξιόλογος|1 -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός αξιόπιστος|1 -|έμπιστος|αξιόπιστος|μπιστεμένος|μπιστικός|πιστός|φερέγγυος αξιώ|1 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω αξιώνω|1 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω αξόδευτος|1 -|αδαπάνητος|αδιάθετος|ακατανάλωτος|ανεξάντλητος|αξόδευτος|αξόδιαστος αξόδιαστος|1 -|αδαπάνητος|αδιάθετος|ακατανάλωτος|ανεξάντλητος|αξόδευτος|αξόδιαστος αοριστία|1 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα απάθεια|1 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα απάλιωτος|1 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός απάνθισμα|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη απάνθρωπος|5 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός απάντηση|1 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία απάτη|1 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία απέθαντος|1 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός απέναντι|1 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα απέραντος|1 -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής απέραστος|2 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος απέριττο|1 -|αγνό|αμόλυντο|απέριττο απέριττος|3 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός -|απέριττος|απλός απέρχομαι|1 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω απέχθεια|1 -|αντιπάθεια|απέχθεια|απαρέσκεια|αποστροφή|ασυμπάθεια|εχθρότητα απέχων|1 -|άσχετος|αδιάφορος|αμέτοχος|απέχων|ξένος|ουδέτερος απήδητος|1 -|αβάτευτος|αμαρκάλιστος|ανεπίβατος|ανόχευτος|απήδητος|ασυνουσίαστος απήχηση|1 -|αίσθηση|αισθητήριο|απήχηση|διαίσθηση|εντύπωση|συναίσθηση απίκο|1 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος απίστευτος|1 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης απαίδευτος|3 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος -|αβασάνιστος|ανεξέταστος|απαίδευτος|αταλαιπώρητος|επιπόλαιος|πρόχειρος -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι απαίσιος|1 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος απαίτηση|2 -|αίτημα|αξίωση|απαίτηση|διεκδίκηση|θέληση -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια απαγγέλλω|1 -|απαγγέλλω|διαβάζω δυνατά|διατυπώνω κατηγορία|εκφράζω απαγορευτικός|1 -|απαγορευτικός|αποφατικός|αρνητικός απαγορεύω|1 -|απαγορεύω|αποτρέπω|δεσμεύω|εμποδίζω|παρακωλύω|παρεμποδίζω απαγχονισμός|1 -|αγχόνη|απαγχονισμός|βρόχος|κρεμάλα|φούρκα|φούρκισμα απαθής|4 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος απαιδαγώγητος|1 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος απαισιοδοξία|1 -|απαισιοδοξία|απελπιστικότητα|ζοφερότητα|σκεπτικισμός απαισιοδοξώ|1 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω απαισιόδοξος|1 -|απαισιόδοξος|απελπισιάρης|πεσιμιστής|πικραντέρης απαιτούμενος|1 -|αναγκαίος|απαιτούμενος|απαραίτητος|ενδεδειγμένος|επιβαλλόμενος|χρειαζούμενος απαιτώ|1 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω απαλλάσσομαι|1 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι απαλλάσσω|1 -|αθωώνω|απαλλάσσω|αφήνω ατιμώρητο απαλλαγή|2 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία απαλλοτρίωση|1 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο απαλότητα|1 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή απαντέχω|1 -|απαντέχω|προσμένω απαντοχή|1 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή απαντώ|2 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι απανωτοί|1 -|αδιάκοποι|αλλεπάλληλοι|αλληλοδιάδοχοι|απανωτοί|συνεχείς|συχνοί απαράμιλλος|2 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός απαράχωτος|1 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα απαρέσκεια|1 -|αντιπάθεια|απέχθεια|απαρέσκεια|αποστροφή|ασυμπάθεια|εχθρότητα απαραίτητος|2 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος -|αναγκαίος|απαιτούμενος|απαραίτητος|ενδεδειγμένος|επιβαλλόμενος|χρειαζούμενος απαραβίαστο|1 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος απαραβίαστος|1 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος απαραβίαστος χώρος|1 -|άσυλο|απαραβίαστος χώρος|ευαγές ίδρυμα|καταφύγιο|φιλανθρωπικό ίδρυμα απαρασάλευτος|1 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος απαρηγορησιά|1 -|ανελπισιά|απαρηγορησιά|απελπισία|απελπισμός|απογοήτευση|απόγνωση απαρνητής|1 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής απαρνιέμαι|2 -|απαρνιέμαι|αποκηρύσσω|απορρίπτω|αρνιέμαι|εγκαταλείπω|λησμονώ -|απαρνιέμαι|αποστερούμαι|παραιτούμαι|στερούμαι|χάνω απαρτίζω|2 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ απαρχή|1 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη απαστράπτων|1 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός απαστριά|1 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό απασχολούμαι|1 -|απασχολούμαι|ενασχολούμαι|καταγίνομαι απασχολώ|1 -|απασχολώ|αποσπώ την προσοχή|ενασχολώ απασχόληση|1 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα απατεώνας|1 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος απατηλός|1 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος απατώμαι|1 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω απαυδώ|1 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω απείθεια|1 -|ανταρτοσύνη|ανυπακοή|ανυποταγή|ανυποταξία|απείθεια|απειθαρχία απείραχτος|3 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος απειθαρχία|2 -|ανταρτοσύνη|ανυπακοή|ανυποταγή|ανυποταξία|απείθεια|απειθαρχία -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση απεικαστό|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο απειλή|1 -|απειλή|εκφοβισμός|φοβέρα|φοβέρισμα|φόβισμα απειράριθμος|1 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς απειρία|1 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα απειροπληθής|1 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς απειρόκαλος|1 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος απελέκητος|3 -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς απελευθέρωση|2 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία απελευθερώνω|1 -|απελευθερώνω|ελευθερώνω|λευτερώνω απελπίζομαι|1 -|απελπίζομαι|απελπίζω|απογοητεύω|αποθαρρύνω απελπίζω|1 -|απελπίζομαι|απελπίζω|απογοητεύω|αποθαρρύνω απελπισία|1 -|ανελπισιά|απαρηγορησιά|απελπισία|απελπισμός|απογοήτευση|απόγνωση απελπισιάρης|1 -|απαισιόδοξος|απελπισιάρης|πεσιμιστής|πικραντέρης απελπισμός|1 -|ανελπισιά|απαρηγορησιά|απελπισία|απελπισμός|απογοήτευση|απόγνωση απελπιστικότητα|1 -|απαισιοδοξία|απελπιστικότητα|ζοφερότητα|σκεπτικισμός απερίγραπτος|1 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός απερίσκεπτος|2 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος απερίφραστος|1 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς απεργία|1 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα απερηφάνευτος|1 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας απερισκεψία|2 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος απεριόριστα|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα απεριόριστος|3 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς -|άφραγος|άφραχτος|ανεμπόδιστος|ανοιχτός|απεριόριστος απερπάτητος|1 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός απεσταλμένος|1 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος απευθύνω|1 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ απεχθάνομαι|3 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ απεχθής|1 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός απηνής|1 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός απηχώ|1 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ απιστία|2 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία -|αμφιβολία|απιστία|δυσπιστία απλάδα|2 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος απλήγωτος|1 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος απληροφόρητος|1 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος απλησίαστος|3 -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος απλοποίηση|1 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση απλοϊκός|2 -|αγαθιάρης|απλοϊκός|απονήρευτος|ευκολόπιστος|κουτούτσικος|χαζούλης -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος απλούμιστος|1 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός απλυσιά|1 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό απλωσιά|1 -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος απλός|6 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας -|απέριττος|απλός απλόχερα|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα απλώνω|2 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω αποίκιλτος|2 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός αποβάλλω|1 -|αποβάλλω|αποπέμπω|απορρίπτω|διώχνω|εξοστρακίζω αποβίβαση|1 -|αποβίβαση|απόβαση|κάθοδος|κατέβασμα|ξεμπαρκάρισμα αποβαίνω|1 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω αποβλέπω|1 -|αποβλέπω|διευθύνομαι|κατευθύνομαι|πορεύομαι αποβολή|1 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός απογίνομαι|1 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω απογαλακτισμός|1 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων απογαλουχισμός|1 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων απογείωση|1 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό απογεμίζω|1 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω απογοήτευση|1 -|ανελπισιά|απαρηγορησιά|απελπισία|απελπισμός|απογοήτευση|απόγνωση απογοητεύω|1 -|απελπίζομαι|απελπίζω|απογοητεύω|αποθαρρύνω αποδέσμευση|1 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία αποδίδω|1 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω αποδίωξη|1 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός αποδεικνύω|1 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω αποδημία|1 -|αποδημία|εκπατρισμός|μετανάστευση|μισεμός|ξενίτεμα|ξενιτεμός αποδημητής|1 -|έκδημος|αποδημητής|απόδημος|μετανάστης|μισεμένος|ξενιτεμένος αποδημώ|1 -|αποδημώ|εκδημώ|εκπατρίζομαι|μεταναστεύω|μισεύω|ξενιτεύομαι αποδιώξιμο|1 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός αποδοκιμάζω|2 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω αποδοτικός|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων αποδοχή|1 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση αποζημίωση|1 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή αποθέτω|1 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ αποθήκη|1 -|αμπάρι|ανήλιο|αποθήκη|κελάρι|κρασοβόλι αποθαρρύνω|1 -|απελπίζομαι|απελπίζω|απογοητεύω|αποθαρρύνω αποθαυμάζω|1 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι αποθεματικός|1 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα αποθηλασμός|1 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων αποθησαύριση|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη αποθράσυνση|1 -|αποθράσυνση|αυθάδεια|αφοβία|θράσος|τόλμη|υπερβολικό θάρρος αποκάλυψη|1 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα αποκάνω|1 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω αποκήρυξη|1 -|ανάθεμα|αποκήρυξη|αφορισμός|κακοτύχισμα|κατάρα αποκαθίδι|1 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα αποκαλύπτω|1 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω αποκατάσταση|1 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση αποκηρύσσω|2 -|απαρνιέμαι|αποκηρύσσω|απορρίπτω|αρνιέμαι|εγκαταλείπω|λησμονώ -|αναθεματίζω|αποκηρύσσω|αφορίζω|κακοτυχίζω|καταριέμαι αποκλεισμός|1 -|αποκλεισμός|κλείσιμο αποκοιμιστικός|1 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός αποκομίζω|1 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω αποκοπή|2 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων αποκούμπι|1 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος αποκρουστικός|1 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός αποκρούω|3 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι αποκρύπτω|1 -|αποκρύπτω|αποσιωπώ|αποσκεπάζω|κρύβω|παραλείπω|συγκαλύπτω αποκτώ|1 -|αποκτώ|ιδιοποιούμαι|κατακτώ|κερδίζω|οικειοποιούμαι αποκτώ κακές συνήθειες|1 -|αποκτώ κακές συνήθειες|κακομαθαίνω|κακοσυνηθίζω απολήγω|1 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω απολίτιστος|1 -|αλλοεθνής|αλλόγλωσσος|αλλόφυλος|απολίτιστος|βάρβαρος|ξενόγλωσσος απολαβή|2 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα απολογία|1 -|απολογία|υπεράσπιση απολυταρχία|1 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα απολυταρχικός|1 -|απολυταρχικός|αυθαίρετος|αυταρχικός|δεσποτικός απολυτρώνω|1 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ απολύμανση|1 -|απολύμανση|αποστείρωση|εξυγίανση|καθαρισμός|παστερίωση απολύτρωση|1 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία απολύω|2 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω απομάκρυνση|3 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό απομάσσω|1 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ απομίμημα|1 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση απομίμηση|1 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση απομακρύνομαι|2 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω απομακρύνω|2 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω απομεινάρι|2 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο απομεσήμερο|1 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο απομιμούμαι|1 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω απομνημονεύω|1 -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι απομονωμένος|1 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος απομονωτήριο|1 -|ακοινωνησία|ανεπιμιξία|απομονωτήριο|απομόνωση|αποξένωση|ξεμονάχιασμα απομονώνομαι|1 -|απομονώνομαι|καλογερεύω|μένω εργένης|μονάζω απομονώνω|1 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω απομυζώ|1 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ απομόνωση|1 -|ακοινωνησία|ανεπιμιξία|απομονωτήριο|απομόνωση|αποξένωση|ξεμονάχιασμα απονέμω|1 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω απονήρευτος|2 -|αγαθιάρης|απλοϊκός|απονήρευτος|ευκολόπιστος|κουτούτσικος|χαζούλης -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος απονιά|2 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία αποξένωση|2 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο -|ακοινωνησία|ανεπιμιξία|απομονωτήριο|απομόνωση|αποξένωση|ξεμονάχιασμα αποξενώνω|1 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω αποξυλιάζω|1 -|αποξυλιάζω|καταψύχω|κρυσταλλιάζω|παγώνω|υπερψύχω|ψυχραίνω αποπάτηση|1 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία αποπέμπω|3 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω -|αποβάλλω|αποπέμπω|απορρίπτω|διώχνω|εξοστρακίζω αποπερατώνω|2 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω αποπλέω|1 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω αποπλανώ|1 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω αποπληξία|1 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα αποπνικτικός|1 -|αποπνικτικός|ασφυκτικός|πνιγηρός|πνικτικός αποποιούμαι|1 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ αποπομπή|2 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα απορία|2 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία -|ένδεια|ανέχεια|απορία|πενία|φτώχεια απορρέω|1 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι απορρίπτομαι|1 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ απορρίπτω|3 -|απαρνιέμαι|αποκηρύσσω|απορρίπτω|αρνιέμαι|εγκαταλείπω|λησμονώ -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ -|αποβάλλω|αποπέμπω|απορρίπτω|διώχνω|εξοστρακίζω απορριξιμιό|1 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα απορριπτέος|1 -|άχρηστος|ακατάλληλος|απορριπτέος|απόβλητος|ελαττωματικός|σκάρτος αποσαφηνίζω|1 -|αποσαφηνίζω|διευκρινίζω|εξηγώ|ξεκαθαρίζω αποσβολωμένος|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων αποσβολώνω|1 -|αποσβολώνω|αποστομώνω|αφοπλίζω|βουβαίνω|κεραυνώνω|φιμώνω αποσβόλωμα|1 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα αποσιωπώ|1 -|αποκρύπτω|αποσιωπώ|αποσκεπάζω|κρύβω|παραλείπω|συγκαλύπτω αποσιώπηση φθόγγου|1 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση αποσκέπασμα|1 -|αποσκέπασμα|απόκρυψη|καταχώνιασμα|κρύψιμο|παράχωμα|συγκάλυψη αποσκεπάζω|1 -|αποκρύπτω|αποσιωπώ|αποσκεπάζω|κρύβω|παραλείπω|συγκαλύπτω αποσκευή|1 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα αποσκιρτώ|1 -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω αποσοβώ|1 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω αποσπασμένος|1 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός αποσπώ την προσοχή|1 -|απασχολώ|αποσπώ την προσοχή|ενασχολώ αποστάλαγμα|1 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα αποστάλαξη|1 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο αποστάτης|1 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής αποστάφυλα|1 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια αποστέλλω|1 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ αποστέργω|2 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ αποστασία|1 -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση αποστείρωση|1 -|απολύμανση|αποστείρωση|εξυγίανση|καθαρισμός|παστερίωση αποστερούμαι|1 -|απαρνιέμαι|αποστερούμαι|παραιτούμαι|στερούμαι|χάνω αποστολή|2 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη -|αποστολή|σκοπός|στάλσιμο αποστομώνω|1 -|αποσβολώνω|αποστομώνω|αφοπλίζω|βουβαίνω|κεραυνώνω|φιμώνω αποστράτευση|1 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση αποστρέφομαι|3 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ αποστροφή|1 -|αντιπάθεια|απέχθεια|απαρέσκεια|αποστροφή|ασυμπάθεια|εχθρότητα αποσυγκεντρώνω|1 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ αποσυνθέτω|1 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ αποσόβηση|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα αποσύνθεση|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση αποσύρομαι|2 -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω αποσύρω|1 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω αποσώνω|1 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω αποτέλεσμα|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά αποτελειώνω|2 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω αποτελεσματικός|1 -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος αποτελμάτωση|1 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα αποτελώ|1 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ αποτεφρώνω|1 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι αποτρέπω|1 -|απαγορεύω|αποτρέπω|δεσμεύω|εμποδίζω|παρακωλύω|παρεμποδίζω αποτραβιέμαι|1 -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω αποτρυγίδια|1 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια αποτσιπωσιά|1 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά αποτυγχάνω|1 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ αποτυχία|1 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός αποτύπωμα|1 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο απουσία|1 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα απουσιάζω|1 -|απουσιάζω|δε συμμετέχω|δεν παραβρίσκομαι|δεν υπάρχω|είμαι απών|λείπω αποφασισμένος|1 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος αποφασιστικότητα|1 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη αποφατικός|1 -|απαγορευτικός|αποφατικός|αρνητικός αποφεύγω|1 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ αποφθεγματικός|1 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος αποφυλακίζω|1 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω αποχή από εργασία|1 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα αποχαιρετώ|1 -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς αποχετεύω|1 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω αποχωρίζομαι|1 -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς αποχωρητήριο|1 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα αποχωρισμός|1 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή αποχωρώ|2 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω αποχώρηση|2 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων αποψιλωμένος|1 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός απράγμονας|1 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος απρέπεια|2 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά -|άτοπη πράξη|απρέπεια|ασχημοσύνη|ατόπημα|παρεκτροπή απραγία|1 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα απραγματοποίητος|1 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός απραξία|1 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα απροετοίμαστος|1 -|ανέτοιμος|απροετοίμαστος|απροπαράσκευος|απροπαρασκεύαστος απροκάλυπτα|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα απροκάλυπτος|1 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς απροπαράσκευος|1 -|ανέτοιμος|απροετοίμαστος|απροπαράσκευος|απροπαρασκεύαστος απροπαρασκεύαστος|1 -|ανέτοιμος|απροετοίμαστος|απροπαράσκευος|απροπαρασκεύαστος απροσδόκητος|1 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός απροσεξία|1 -|αβλέπτημα|αβλεψία|απροσεξία|λάθος|παρόραμα απροσκάλεστος|1 -|άκλητος|ακάλεστος|ακλήτευτος|απροσκάλεστος|απρόσκλητος|αυτόκλητος απροσκύνητος|2 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος απροσπέλαστος|2 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός απροσπέραστος|1 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος απροσποίητα|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα απροσποίητος|3 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός απροστάτευτος|1 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος απροσωπόληπτος|1 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος απροφύλαχτος|1 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα απρόβλεπτος|2 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός απρόθυμος|1 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός απρόκοπος|1 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης απρόκοφτος|1 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος απρόοπτος|1 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός απρόσβλητος|1 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος απρόσεχτος|1 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος απρόσιτος|2 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός απρόσκλητος|1 -|άκλητος|ακάλεστος|ακλήτευτος|απροσκάλεστος|απρόσκλητος|αυτόκλητος απρόσκοπτος|1 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος απρόσμενος|1 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός απρόσμικτος|1 -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος απρόσφορος|1 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος απρόφταστος|1 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος απτόητος|1 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός απτός|1 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός απωθώ|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ απωμάτιστος|1 -|αβούλωτος|ανοιχτός|απωμάτιστος|ασφράγιστος|ατάπωτος|ξέσκεπος απόβαλμα|2 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα απόβαση|1 -|αποβίβαση|απόβαση|κάθοδος|κατέβασμα|ξεμπαρκάρισμα απόβλητος|1 -|άχρηστος|ακατάλληλος|απορριπτέος|απόβλητος|ελαττωματικός|σκάρτος απόγεμα|1 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο απόγευμα|1 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο απόγιομα|1 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο απόγνωση|1 -|ανελπισιά|απαρηγορησιά|απελπισία|απελπισμός|απογοήτευση|απόγνωση απόδειξη|2 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα απόδημος|1 -|έκδημος|αποδημητής|απόδημος|μετανάστης|μισεμένος|ξενιτεμένος απόκομμα|1 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα απόκρυψη|1 -|αποσκέπασμα|απόκρυψη|καταχώνιασμα|κρύψιμο|παράχωμα|συγκάλυψη απόλαυση|1 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα απόλειψη|1 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα απόλυση|1 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση απόλυτος|2 -|άκαμπτος|αδιάλλακτος|ανένδοτος|απόλυτος|ασυμβίβαστος -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος απόμακρα|1 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω απόμακρος|2 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος -|έσχατος|ανώτατος σε βαθμό|απόμακρος|τελευταίος απόμαχος|1 -|απόμαχος|απόστρατος|απότακτος|βετεράνος|παλαίμαχος|συνταξιούχος απόνηρος|1 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος απόπατος|1 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα απόπειρα|2 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός -|απόπειρα|δοκιμή|εγχείρημα|προσπάθεια|τεστ|τόλμημα απόπεμψη|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα απόπλους|1 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό απόρθωση|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση απόρριγμα|1 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα απόρροια|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά απόσπαση|1 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή απόσπασμα|2 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο απόσταξη|1 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο απόσταση|1 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος απόστολος|1 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος απόστρατος|1 -|απόμαχος|απόστρατος|απότακτος|βετεράνος|παλαίμαχος|συνταξιούχος απόσχιση|1 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή απότακτος|1 -|απόμαχος|απόστρατος|απότακτος|βετεράνος|παλαίμαχος|συνταξιούχος απότμηση|1 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων απότομος|1 -|αλματικός|αλματώδης|απότομος|γρήγορος απότσαμπα|1 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια απόφαση|1 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα απόφθεγμα|1 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό απύθμενος|1 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης απώθηση|1 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός απώλεια|2 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός απώλεια υπόληψης|1 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση αράδα|1 -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος αράζω|1 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω αράθυμος|1 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος αρέσκεια|1 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα αρέσκομαι|1 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για αρίφνητος|1 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς αραιοϋφασμένος|1 -|αγανός|αραιοϋφασμένος|αραιός|ξέσφιχτος|χαλαρός αραιός|2 -|αγανός|αραιοϋφασμένος|αραιός|ξέσφιχτος|χαλαρός -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός αραξοβολώ|1 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω αραξοβόλι|1 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος αργά|2 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά αργία|1 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα αργοπορία|1 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα αργοπορώ|1 -|αργοπορώ|επιβραδύνω|καθυστερώ|τρενάρω|υπολείπομαι|υστερώ αργόσχολος|1 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος αργότερα|1 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον αριβάρω|1 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω αριθμός|1 -|αριθμός|νούμερο|ποσότητα αριολόγος|1 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα αριστεία|1 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή αριστεροχέρης|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός αριστερός|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός αριστερόχειρας|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός αριστερόχερος|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός αριστοκράτης|1 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος αριστοτέχνης|1 -|αριστοτέχνης|αρτίστας|δεξιοτέχνης|καλλιτέχνης|μαιτρ|μερακλής αριστούργημα|1 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα αριόσιτα|1 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα αρκετός|1 -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός αρλούμπες|1 -|αερολογήματα|ανοησίες|αρλούμπες|κουροφέξαλα|κουταμάρες|σαχλαμάρες αρμονία|1 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση αρμονικός|1 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος αρμονικότητα|1 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση αρμυρίζω|1 -|αλατίζω|αρμυρίζω|νοστιμίζω|ξυλοκοπώ|παστώνω αρμυρός|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά αρμός|2 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος αρνησίκοσμος|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος αρνητικός|1 -|απαγορευτικός|αποφατικός|αρνητικός αρνιέμαι|2 -|απαρνιέμαι|αποκηρύσσω|απορρίπτω|αρνιέμαι|εγκαταλείπω|λησμονώ -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ αρνούμαι|1 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ αρπάγη|2 -|άγκιστρο|αγκίστρι|αρπάγη|γάντζος|τσιγκέλι -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή αρπάζομαι|1 -|αρπάζομαι|εξοργίζομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω εύκολα|συμπλέκομαι|τσακώνομαι αρπάζω|2 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω -|αρπάζω|κατέχω|κατακτώ|καταλαμβάνω|πιάνω|πιάνω χώρο αρραβωνίσια|1 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή αρραβώνας|1 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή αρραβώνες|1 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή αρραβώνιασμα|1 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή αρρυθμία|1 -|ανισομέρεια|ανισομετρία|αρρυθμία|ασυμμετρία|δυσαναλογία|δυσαρμονία αρρωστιάρης|1 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος αρρωστιάρικος|1 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος αρρύπαντος|1 -|αβρώμιστος|ακηλίδωτος|αλέρωτος|αλίγδιαστος|αρρύπαντος|καθαρός αρρώστημα|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση αρρώστια|2 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία αρσενικός|1 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός αρτίστας|1 -|αριστοτέχνης|αρτίστας|δεξιοτέχνης|καλλιτέχνης|μαιτρ|μερακλής αρτιγέννητος|1 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος αρτιότητα|1 -|άδολο|ακεραιότητα|ανόθευτο|αρτιότητα|γνησιότητα|πληρότητα αρτιώνω|1 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω αρχή|3 -|αρχή|εγκατεστημένος|καθεστώς|κράτος|πολίτευμα|πολιτεία -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια αρχίνισμα|1 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη αρχαίος|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος αρχαϊκός|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος αρχηγός|3 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος αρχικά|2 -|αρχικά|αρχικώς (λογ.)|εν πρώτοις (λογ.)|καταρχάς (λογ.)|πρώτα- πρώτα (καθ.) -|αρχικά|ξεκινώντας (Ν/Α)|στην αρχή (Ν/Α) αρχικό ποσό|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα αρχικώς|1 -|αρχικά|αρχικώς (λογ.)|εν πρώτοις (λογ.)|καταρχάς (λογ.)|πρώτα- πρώτα (καθ.) αρχοντολόι|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα αρωγή|1 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο αρώγιστος|1 -|αβύζαχτος|αγαλούχητος|αθήλαστος|αρώγιστος ασάλευτος|1 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος ασάφεια|2 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία ασέβεια|1 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία ασέβημα|2 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία ασήκωτος|1 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς ασήμαντος|1 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία ασίγαστος|1 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός ασαφήνιστος|1 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος ασαφής|2 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος ασεβής|2 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος ασθένεια|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση ασθενής|1 -|άκυρος|αδύναμος|αδύνατος|ανίκανος|ανίσχυρος|ασθενής ασθενικός|1 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός ασθμαίνω|1 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ ασκάλιστος|1 -|αβοτάνιστος|ακαθάριστος|ασκάλιστος ασκέπαστος|1 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα ασκέρι|1 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο ασκητής|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος ασκληραγώγητος|1 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός ασκούπιστος|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός ασκύλευτος|1 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος ασορτιμέντο|1 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο ασπάζομαι|1 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου ασπαίρω|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι ασπασμός|1 -|αγκάλιασμα|ασπασμός|εναγκαλισμός|περίπτυξη|περιπλοκή ασπερμία|1 -|αγονία|ακαρπία|ασπερμία|ατοκία|αφορία|στειρότητα ασπλαχνία|1 -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία αστάθεια|2 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα αστήρικτος|1 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος αστήριχτος|1 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος αστίλβωτος|1 -|άβαφος|αβερνίκωτος|αγυάλιστος|αλουστράριστος|αστίλβωτος ασταθής|4 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής αστείο|1 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό αστείος|1 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός αστείρευτος|2 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς αστειολόγημα|1 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό αστεφάνωτος|1 -|αβράβευτος|αστεφάνωτος|ατίμητος αστεϊσμός|2 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό αστοιχείωτος|1 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι αστοργία|1 -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία αστοχασιά|1 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά αστοχώ|1 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ αστραπή|1 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα αστραποπύρι|1 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα αστραποφεγγιά|1 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα αστραπόβροντο|1 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα αστραπόφεγγο|1 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα αστραφτερός|1 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός αστροναύτης|1 -|αστροναύτης|διαστημάνθρωπος|κοσμοναύτης αστροπελέκι|1 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα αστυνομία|1 -|αστυνομία|τμήμα|χωροφυλακή αστυνομικός|1 -|αστυνομικός|αστυνόμος|αστυφύλακας|πολισμάνος|πόλισμαν αστυνόμος|2 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος -|αστυνομικός|αστυνόμος|αστυφύλακας|πολισμάνος|πόλισμαν αστυφύλακας|1 -|αστυνομικός|αστυνόμος|αστυφύλακας|πολισμάνος|πόλισμαν αστόλιστος|1 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός αστόχαστος|1 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος ασυγκίνητος|3 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος ασυγκινησία|1 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα ασυγκράτητος|1 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς ασυγυρισιά|1 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση ασυγχώρητος|1 -|αδικαιολόγητος|ανεπίτρεπτος|ασυγχώρητος|ασύγγνωστος|φταίχτης ασυγύριστος|1 -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος ασυλλόγιστος|2 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος ασυμβίβαστος|2 -|άκαμπτος|αδιάλλακτος|ανένδοτος|απόλυτος|ασυμβίβαστος -|άσπονδος|αδιάλλακτος|ασυμβίβαστος|ασυμφιλίωτος|αφίλιωτος|φανατικός ασυμβούλευτος|1 -|αδασκάλευτος|ακαθοδήγητος|ανοδήγητος|ανορμήνευτος|ανουθέτητος|ασυμβούλευτος ασυμμάζευτος|1 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης ασυμμετρία|1 -|ανισομέρεια|ανισομετρία|αρρυθμία|ασυμμετρία|δυσαναλογία|δυσαρμονία ασυμπάθεια|1 -|αντιπάθεια|απέχθεια|απαρέσκεια|αποστροφή|ασυμπάθεια|εχθρότητα ασυμπάθητος|1 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός ασυμπαθής|1 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός ασυμπλήρωτος|1 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος ασυμφιλίωτος|1 -|άσπονδος|αδιάλλακτος|ασυμβίβαστος|ασυμφιλίωτος|αφίλιωτος|φανατικός ασυμφωνία|2 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία ασυνάρτητος|1 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος ασυνέπεια|1 -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία ασυνέχιστος|1 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος ασυνήθης|1 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος ασυνήθιστος|4 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός ασυναίσθητος|1 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος ασυναγώνιστος|1 -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός ασυναρτησία|1 -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία ασυναφής|1 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος ασυνείδητος|1 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος ασυνουσίαστος|1 -|αβάτευτος|αμαρκάλιστος|ανεπίβατος|ανόχευτος|απήδητος|ασυνουσίαστος ασφάλεια|1 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος ασφαλής|1 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός ασφαλίζω|2 -|ασφαλίζω|διασφαλίζω|εξασφαλίζω|θωρακίζω|κατοχυρώνω|σιγουράρω -|αμπαρώνω|ασφαλίζω|κλείνω|κλειδώνω|μανταλώνω|συρταρώνω ασφαλισμένος|1 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής ασφουγγάριστος|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός ασφράγιστος|1 -|αβούλωτος|ανοιχτός|απωμάτιστος|ασφράγιστος|ατάπωτος|ξέσκεπος ασφυγμία|1 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα ασφυκτικός|1 -|αποπνικτικός|ασφυκτικός|πνιγηρός|πνικτικός ασφυξία|1 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα ασχέτιστος|1 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος ασχήμια|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος ασχεσία|1 -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία ασχημάτιστος|1 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός ασχημοσύνη|1 -|άτοπη πράξη|απρέπεια|ασχημοσύνη|ατόπημα|παρεκτροπή ασχολία|2 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα ασχολούμαι|1 -|ασχολούμαι|γίνομαι έμπειρος|κατατρίβω|τρίβομαι ασχόλημα|1 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα ασωτία|1 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση ασύγγνωστος|1 -|αδικαιολόγητος|ανεπίτρεπτος|ασυγχώρητος|ασύγγνωστος|φταίχτης ασύγκριτος|2 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός ασύγχυστος|1 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος ασύζευκτος|1 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος ασύλητος|1 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος ασύλληπτος|1 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός ασύμμετρος|1 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος ασύμφορος|1 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος ασύμφωνος|1 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός ασύνετος|1 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος ασύνηθες|1 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία ασύντρεχτος|1 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος ασύστατος|1 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος ασύστολος|1 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος ατάπωτος|1 -|αβούλωτος|ανοιχτός|απωμάτιστος|ασφράγιστος|ατάπωτος|ξέσκεπος ατάραχος|1 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος ατάραχτος|1 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος ατέλεια|1 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό ατέλειωτος|5 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος ατίθασος|2 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος ατίμητος|1 -|αβράβευτος|αστεφάνωτος|ατίμητος ατίμωση|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος αταίριαστος|2 -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος ατακτοποίητος|1 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς αταλάντευτος|1 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος αταλαιπώρητος|1 -|αβασάνιστος|ανεξέταστος|απαίδευτος|αταλαιπώρητος|επιπόλαιος|πρόχειρος αταξία|2 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα αταπείνωτος|1 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής αταρίχευτος|1 -|αβαλσάμωτος|αταρίχευτος αταραξία|1 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα αταχτοποίητος|1 -|αβόλευτος|ανάποδος|ανοικονόμητος|αταχτοποίητος|δύστροπος|στριμμένος ατείχιστος|1 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς ατελής|1 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος ατελεύτητος|1 -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής ατεμάχιστο|1 -|άτμητο|άτομο|ατεμάχιστο|σωματίδιο ύλης ατεμάχιστος|1 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος ατενίζω|1 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ ατζέντα|1 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο ατζαμής|2 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία ατζαμοσύνη|1 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα ατημέλεια|1 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση ατημέλητος|1 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός ατιμάζω|1 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω ατιμία|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος ατμόσφαιρα|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα ατοκία|1 -|αγονία|ακαρπία|ασπερμία|ατοκία|αφορία|στειρότητα ατολμία|1 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία ατομικός|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός ατονία|2 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα ατράνταχτος|3 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο ατραυμάτιστος|1 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος ατρόμητος|1 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός ατσάλινος|1 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος ατσίδα|2 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος ατσίδας|1 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός ατσαλένιος|3 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός ατσαλιά|2 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό ατσαλοσύνη|1 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση ατυχής|2 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος -|άτυχος|ατυχής|δυστυχής|δυστυχισμένος|δύστυχος|κακότυχος ατυχία|1 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα ατυχώ|1 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ ατόπημα|1 -|άτοπη πράξη|απρέπεια|ασχημοσύνη|ατόπημα|παρεκτροπή ατόφιος|1 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος ατύχημα|1 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα αυγή|1 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη αυθάδεια|1 -|αποθράσυνση|αυθάδεια|αφοβία|θράσος|τόλμη|υπερβολικό θάρρος αυθάδης|1 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης αυθαίρετος|1 -|απολυταρχικός|αυθαίρετος|αυταρχικός|δεσποτικός αυθωρεί|1 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς αυξάνω|2 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω αυξομείωση μουσικού φθόγγου|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση αυταπάρνηση|1 -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία αυταρχία|1 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα αυταρχικός|1 -|απολυταρχικός|αυθαίρετος|αυταρχικός|δεσποτικός αυτεπίγνωση|1 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση αυτοέλεγχος|1 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση αυτοθυσία|1 -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία αυτοκίνητο|1 -|αμάξι|αυτοκίνητο|κούρσα|τροχοφόρο|όχημα αυτοκράτορας|1 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός αυτοκριτική|1 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση αυτοκτονώ|1 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι αυτοπεποίθηση|1 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη αυτοστιγμεί|1 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς αυτουργός|1 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος αυτοχειριάζομαι|1 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι αυτόκλητος|1 -|άκλητος|ακάλεστος|ακλήτευτος|απροσκάλεστος|απρόσκλητος|αυτόκλητος αφάγωτος|1 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός αφέντης|3 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος αφέψημα|1 -|αφέψημα|καφέα|καφές|καφεόδεντρο|μαυροζούμι αφήγηση|2 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία αφήνω|1 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω αφήνω ατιμώρητο|1 -|αθωώνω|απαλλάσσω|αφήνω ατιμώρητο αφήνω γεια|1 -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς αφίλαυτος|1 -|αγαπημένος|αδερφικός|αλτρουιστικός|αφίλαυτος|φιλικός αφίλιωτος|1 -|άσπονδος|αδιάλλακτος|ασυμβίβαστος|ασυμφιλίωτος|αφίλιωτος|φανατικός αφαίρεση|2 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή αφαιρώ τη γόμωση|1 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω αφανέρωτος|2 -|άγνωστος|αγνοούμενος|αφανέρωτος|εξαφανισμένος|χαμένος -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός αφανής|2 -|αδιόρατος|αθέατος|αμυδρός|αφανής|δυσδιάκριτος|θαμπός -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός αφανίζω|2 -|ανατρέπω|αφανίζω|καταλύω|καταργώ|καταστρέφω|φθείρω -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω αφατρίαστος|1 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος αφελής|1 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος αφεντικό|2 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος αφετηρία|3 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη αφηρημένος|1 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος αφθονία|2 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός αφιερώνω στο θεό|1 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω αφικνούμαι|1 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω αφιλτράριστος|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός αφιλότιμος|1 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος αφοβία|2 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη -|αποθράσυνση|αυθάδεια|αφοβία|θράσος|τόλμη|υπερβολικό θάρρος αφοπλίζω|1 -|αποσβολώνω|αποστομώνω|αφοπλίζω|βουβαίνω|κεραυνώνω|φιμώνω αφορία|1 -|αγονία|ακαρπία|ασπερμία|ατοκία|αφορία|στειρότητα αφορίζω|1 -|αναθεματίζω|αποκηρύσσω|αφορίζω|κακοτυχίζω|καταριέμαι αφορεσμένος|1 -|αναθεματισμένος|αφορεσμένος|αφορισμένος|επικατάρατος|καταραμένος αφορισμένος|1 -|αναθεματισμένος|αφορεσμένος|αφορισμένος|επικατάρατος|καταραμένος αφορισμός|1 -|ανάθεμα|αποκήρυξη|αφορισμός|κακοτύχισμα|κατάρα αφοσίωση|3 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς -|αφοσίωση|προστασία|στοργή|στοργικότητα|τρυφερότητα αφοσιώνομαι|1 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι αφουγκράζομαι|1 -|ακούω|αφουγκράζομαι αφουντάριστος|1 -|αβούλιαχτος|αβύθιστος|ακαταβύθιστος|ακαταπόντιστος|αφουντάριστος αφούγκρασμα|1 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση αφροντισιά|1 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά αφροσύνη|2 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος αφτάρμιστος|1 -|αβάσκαντος|αβασκάνιστος|αμάτιαστος|αφτάρμιστος αφυπηρέτηση|1 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση αφυπνισμένος|1 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος αφόρετος|1 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος αφόρητος|1 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς αφύσικος|2 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος αφώτιστος|1 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος αχαΐρευτος|1 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης αχαμναίνω|1 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος αχανής|1 -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής αχαριστία|1 -|αγνωμοσύνη|αναγνωριά|ανεγνωριά|αχαριστία αχερής|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός αχνάρι|1 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο αχολογώ|1 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ αχρείαστος|1 -|άσκοπος|άχρηστος|ανωφέλευτος|ανώφελος|αχρείαστος|αχρησίμευτος αχρειότητα|1 -|αθλιότητα|αχρειότητα|δυστυχία|κακία|ταλαιπωρία|φτώχεια αχρησίμευτος|1 -|άσκοπος|άχρηστος|ανωφέλευτος|ανώφελος|αχρείαστος|αχρησίμευτος αχρησιμοποίητος|1 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος αχτύπητος|1 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος αχόλιαστος|1 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός αχόρταγος|3 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς αχώνευτος|1 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός αχώνι|1 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί αψάδα|1 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος αψίθυμος|1 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος αψηφισιά|1 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία αψηφώ|1 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ αψιδώνω|1 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι αψυχιά|1 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία αψύς|1 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος αψώμωτος|1 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος αϋπνία|1 -|αγρύπνια|ακοιμησιά|αϋπνία|ξενύχτημα|ολονυκτία αόρατος|1 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός αύξηση|2 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα βάγια|1 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη βάζο|1 -|αγγείο|βάζο|δοχείο βάζω|1 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ βάθος|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος βάθρο|1 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο βάναυσος|3 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός βάρβαρος|2 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός -|αλλοεθνής|αλλόγλωσσος|αλλόφυλος|απολίτιστος|βάρβαρος|ξενόγλωσσος βάσανα|1 -|βάσανα|δεινά|κακουχίες|συμφορές|ταλαιπωρίες βάση|2 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο βάσιμος|1 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός βάτεμα|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση βάτος|1 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο βέβαιος|1 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός βέβηλος|2 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος -|αισχρός|ανίερος|ανόσιος|βέβηλος βέρα|1 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή βέρος|1 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός βία|2 -|αγγάρεμα|αγγαρεία|ανάγκαση|βία|εξαναγκασμός|υποχρέωση -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια βίγλα|1 -|αγνάντεμα|βίγλα|βίγλισμα|επισκόπιση|παρατηρητήριο|περισκόπιση βίγλισμα|1 -|αγνάντεμα|βίγλα|βίγλισμα|επισκόπιση|παρατηρητήριο|περισκόπιση βίραγγας|1 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί βαθαίνω|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω βαθμηδόν|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ βαθμιαία|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ βαθούλωμα|1 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί βαθύπλουτος|1 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος βαθύτατος|1 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης βαθύχρωμος|1 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός βαλίτσες|1 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα βαπόρι|1 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό βαρβαρότητα|1 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος βαρεμένη|1 -|έγκυος|βαρεμένη|βαρούμενη|γκαστρωμένη|εγκυμονούσα|εγκύμων βαρεματιά|1 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα βαρετός|1 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός βαριέμαι|1 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι βαριόμοιρος|2 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς βαρούμενη|1 -|έγκυος|βαρεμένη|βαρούμενη|γκαστρωμένη|εγκυμονούσα|εγκύμων βαρυθυμία|1 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή βαρύς|1 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς βασάνισμα|1 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή βασίζομαι|1 -|ακουμπώ|βασίζομαι|ποντάρω|στηρίζομαι|υπολογίζω βασανίζομαι|1 -|βασανίζομαι|μαστίζομαι|ταλανίζομαι βασανίζω|3 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω βασικός|1 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος βασιλιάς|1 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός βασιλόσπιτο|1 -|ανάκτορο|βασιλόσπιτο|μέγαρο|μέλαθρο|παλάτι|σεράι βαστώ|3 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω βαφτισιμιός|1 -|αναδεχτός|βαφτισιμιός|βαφτιστήρι|βαφτιστικός βαφτιστήρι|1 -|αναδεχτός|βαφτισιμιός|βαφτιστήρι|βαφτιστικός βαφτιστικός|1 -|αναδεχτός|βαφτισιμιός|βαφτιστήρι|βαφτιστικός βγάζω|1 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ βγάζω λόγο|1 -|αγορεύω|βγάζω λόγο|δημηγορώ|μιλώ|ρητορεύω βγάζω την μπέμπελη|1 -|βγάζω την μπέμπελη|βράζω|ζεσταίνομαι πολύ|καίγομαι (από τη ζέστη)|ψήνομαι βγάλσιμο|2 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή βγαίνω|2 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι βδελύσσομαι|1 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι βεβαίωση|1 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα βεβαιώνω|1 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω βελτιωμένος|1 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος βελτιώνομαι|1 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ βελτιώνω|2 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω βελόνα|1 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα βελόνι|1 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα βετεράνος|1 -|απόμαχος|απόστρατος|απότακτος|βετεράνος|παλαίμαχος|συνταξιούχος βιάζομαι|2 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ βιάζω|1 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω βιάση|1 -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια βιασύνη|2 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια βιγλάτορας|1 -|βιγλάτορας|παρατηρητής|σκοπός|φρουρός|φύλακας βιγλίζω|1 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ βιος|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα βιρτουόζος|1 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος βλάβη|1 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα βλάκας|1 -|βλάκας|βλήμα|βολίδα|βόλι βλάφτω|1 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ βλέπω|3 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ βλέψη|1 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό βλήμα|1 -|βλάκας|βλήμα|βολίδα|βόλι βλαβερός|1 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης βλαπτικός|1 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης βοήθεια|2 -|αβάντα|βοήθεια|κέρδος|υποστήριξη|όφελος -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο βοηθητικός|1 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα βοηθός|1 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι βοηθώ|1 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ βολίδα|1 -|βλάκας|βλήμα|βολίδα|βόλι βολεύω|1 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω βολιδοσκόπηση|1 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα βορά|1 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα βουβαίνω|1 -|αποσβολώνω|αποστομώνω|αφοπλίζω|βουβαίνω|κεραυνώνω|φιμώνω βουβός|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων βουητό|1 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία βουκέντρα|1 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα βουλή|1 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα βουλιάζω|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω βουτιά|1 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα βούθουνας|1 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί βούλευμα|1 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα βούτημα|1 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα βράδιασμα|1 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο βράζω|1 -|βγάζω την μπέμπελη|βράζω|ζεσταίνομαι πολύ|καίγομαι (από τη ζέστη)|ψήνομαι βράχος|2 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος βρέμα|1 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο βρέσιμο|1 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο βρίσκω|2 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι βραδέως|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ βραδύτερον|1 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον βρασμένος|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός βραστός|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός βραχμάνος|1 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος βραχυλογικός|1 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος βραχύς|1 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος βραχώδης|1 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς βρεσίδι|1 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο βρετό|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο βροντοφωνάζω|1 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω βρυσίζω|1 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι βρωμιά|1 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό βρωμιάρης|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός βρόχος|1 -|αγχόνη|απαγχονισμός|βρόχος|κρεμάλα|φούρκα|φούρκισμα βρώμα|1 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος βρώμικος|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός βρώσις|1 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα βυζαίνω|1 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ βόθρος|1 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί βόλι|1 -|βλάκας|βλήμα|βολίδα|βόλι βύθιση|1 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα βύθισμα|1 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα γάντζος|1 -|άγκιστρο|αγκίστρι|αρπάγη|γάντζος|τσιγκέλι γάτα|1 -|γάτα|γαλή γέλιο|1 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό γέλως|1 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό γέμα|1 -|γέμα|καταμεσήμερο|μεσημέρι|μεσημβρία γένος|2 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα -|έθνος|γένος|λαός|μιλέτι|ράτσα|φυλή γέρεμα|1 -|ανάληψη|ανάρρωση|γέρεμα|γιάτρεμα|ξαναδυνάμωμα|ορθοπόδιση γίγαντας|2 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός γίνεται|1 -|γίνεται|λαχαίνει|συμβαίνει|συντελείται|τρέχει|τυχαίνει γίνομαι|1 -|γίνομαι|συμβαίνω|συντελούμαι γίνομαι έμπειρος|1 -|ασχολούμαι|γίνομαι έμπειρος|κατατρίβω|τρίβομαι γαβριάς|1 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι γαζής|1 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής γαλάτος|1 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος γαλή|1 -|γάτα|γαλή γαλήνιος|1 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος γαλίφης|1 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή γαλατένιος|1 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος γαλουχούμαι|1 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ γαλουχώ|1 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ γαμοσ|2 -|ΓΑΜΟΣ|γαμοσ -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση γαντζονούρης|1 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό γαστριμαργία|1 -|αδηφαγία|γαστριμαργία|κοιλιοδουλία|πολυφαγία γαϊδουριά|1 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά γαϊδούρι|1 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος γδάρσιμο|1 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα γελαστικός|1 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός γελοιοποίηση|1 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα γελοιοποιώ|1 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω γελώ δυνατά|1 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω γεμάτος|1 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς γεμίζω|1 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω γεμιτζής|1 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης γενέτειρα|1 -|γενέτειρα|ημεδαπή|πατρίδα γενεαλογία|1 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα γενιά|1 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα γενικός|1 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός γενικώς|1 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε γενναίος|3 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός -|άφοβος|γενναίος|θαρραλέος|θαρρετός|ριψοκίνδυνος|τολμηρός -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος γεννώ|1 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω γεντέκι|1 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί γερός|3 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος γευστικός|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων γεωργός|1 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης γεύομαι|1 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ γεύση καλη|1 -|γεύση καλη γη|2 -|έδαφος|γη|δάπεδο|ξηρά|φόντο|χώμα -|ήπειρος|γη|ξηρά|στεριά|υποδιαίρεση στερεάς γης|χέρσος γιάτρεμα|1 -|ανάληψη|ανάρρωση|γέρεμα|γιάτρεμα|ξαναδυνάμωμα|ορθοπόδιση γιαλός|1 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός γιατάκι|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα γιατρεύω|1 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω γιατροκομώ|1 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω γιγάντιος|1 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος γιγαντιαίος|1 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος γιγαντόσωμος|1 -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός γιορντάνι|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα γιουρούσι|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα γιούρα|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα γιόκας|1 -|γιόκας|γιός|το παιδί|υιός γιός|1 -|γιόκας|γιός|το παιδί|υιός γκάστρι|1 -|γκάστρι|γκαστριά|εγκυμοσύνη|κυοφορία|κύηση γκαστριά|1 -|γκάστρι|γκαστριά|εγκυμοσύνη|κυοφορία|κύηση γκαστρωμένη|1 -|έγκυος|βαρεμένη|βαρούμενη|γκαστρωμένη|εγκυμονούσα|εγκύμων γκισέ|1 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης γκρεμίζω|3 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω -|γκρεμίζω|κατεδαφίζω|ξεθεμελιώνω|ρίχνω|χαλώ γκόμενος|1 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος γλείφτης|1 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή γλείφω|1 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι γλεντοκόπος|1 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος γλισχρότητα|1 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα γλιτωμός|1 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία γλιτώνω|1 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι γλυκανάλατος|1 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός γλυκοαίματος|1 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός γλυκούλης|1 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός γλυκόζη|1 -|γλυκόζη|γλυκός|γλύκα|ζάχαρη|κάντιο|σάκχαρον γλυκός|3 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός -|γλυκόζη|γλυκός|γλύκα|ζάχαρη|κάντιο|σάκχαρον γλυκόφωνος|1 -|αηδόνι|γλυκόφωνος|εύγλωττος|ομιλητικός|φλύαρος γλυκύτητα|1 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή γλωσσοτρώγω|1 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω γλύκα|1 -|γλυκόζη|γλυκός|γλύκα|ζάχαρη|κάντιο|σάκχαρον γνήσιος|1 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός γνησιότητα|1 -|άδολο|ακεραιότητα|ανόθευτο|αρτιότητα|γνησιότητα|πληρότητα γνωμάτευμα|1 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό γνωμάτευση|2 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα γνωματοδότηση|1 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα γνωμικό|1 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό γνωρίζω|2 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω γνωστικός|1 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος γνωστοποίηση|2 -|άγγελμα|αγγελτήριο|γνωστοποίηση|ειδοποίηση|ειδοποιητήριο -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση γνωστοποιώ|1 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ γνώμη|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα γνώμονας|1 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη γνώσεις|1 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι γνώση|1 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία γνώστης|1 -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος γοητεία|1 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη γοητευτικούς|1 -|γοητευτικούς γοητευτικός|2 -|γοητευτικός|κούκλος|ωραίος|όμορφος -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός γολιάθ|1 -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός γονάτισμα|1 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός γονατίζω|1 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι γονιμοποιώ γυναίκα|1 -|γονιμοποιώ γυναίκα|διασκορπίζω|σκορπίζω|σπέρνω|φυτεύω γορίλας|1 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι γοργάδα|1 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης γοργοποδίζω|1 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω γοργότητα|1 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα γοργώνω|1 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω γουρλής|1 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος γουρλίδικος|1 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος γούστο|1 -|γούστο|καλαισθησία|φιλοκαλία γράμμα|1 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα γράφω|1 -|αναγράφω|γράφω|εγγράφω|καταγράφω|καταχωρώ|περιγράφω γρήγορος|2 -|αλματικός|αλματώδης|απότομος|γρήγορος -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος γρίφος|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο γραμμή|2 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος γραμματέας|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός γραφτό|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη γρηγοράδα|1 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης γρηγορεύω|1 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω γρηγοροσύνη|1 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης γριφώδης|1 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός γυαλί|1 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι γυαλιστερός|1 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός γυλιός|1 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα γυμνάζω|1 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω γυμνός|2 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα γυναικάς|2 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής γυναικείος|1 -|γυναικείος|γυναικώδης|γόνιμος|δημιουργικός|εφευρετικός|θηλυκός γυναικώδης|1 -|γυναικείος|γυναικώδης|γόνιμος|δημιουργικός|εφευρετικός|θηλυκός γυρίζω|1 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ γυρίζω ανάποδα|1 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω γυρεύω|2 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω γυρισμός|1 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο γυρολόγος|1 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής γωνιά|3 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη γωνιόλιθος|1 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός γωνιόμετρο|1 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη γόης|1 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής γόητρο|1 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη γόνιμος|1 -|γυναικείος|γυναικώδης|γόνιμος|δημιουργικός|εφευρετικός|θηλυκός γόος|1 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός γύρος|1 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι δάδα|1 -|δάδα|δαυλί|λαμπάδα δάκτυλος|1 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός δάπεδο|1 -|έδαφος|γη|δάπεδο|ξηρά|φόντο|χώμα δάσκαλος|1 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος δέκτης ενεργείας|1 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό δέξιμο|1 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση δέος|1 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα δέσιμο|2 -|άραγμα|αγκυροβόλημα|δέσιμο|ελλιμενισμός|φουντάρισμα -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση δέσμευση|1 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή δέσμιος|2 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος δέχομαι|1 -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω δίκαιος|2 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος δίλημμα|1 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα δίνω έμφαση|1 -|δίνω έμφαση|τονίζω|υπογραμμίζω δίνω τη χαριστική βολή|1 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω δίπλα|1 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά δαίμονας|1 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος δαιμόνιος|1 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος δακτύλιος|1 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι δαμάζω|1 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ δαμασμένος|1 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος δαπανηρός|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά δαπανώ|1 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω δαυλί|1 -|δάδα|δαυλί|λαμπάδα δαχτυλίδι|1 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή δαψιλής|1 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς δε λογαριάζω|1 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ δε λυγίζω|1 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω δε σκοτίζομαι|1 -|αδιαφορώ|αμελώ|αμεριμνώ|δε σκοτίζομαι|δεν ενδιαφέρομαι δε συμμετέχω|1 -|απουσιάζω|δε συμμετέχω|δεν παραβρίσκομαι|δεν υπάρχω|είμαι απών|λείπω δείλι|1 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο δείξη|1 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση δείξιμο|1 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση δειλία|1 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία δειλινό|1 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο δειλός|4 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος -|άτολμος|δειλός|κιοτής -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης δεινά|1 -|βάσανα|δεινά|κακουχίες|συμφορές|ταλαιπωρίες δεν εκλέγομαι|1 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ δεν ενδιαφέρομαι|1 -|αδιαφορώ|αμελώ|αμεριμνώ|δε σκοτίζομαι|δεν ενδιαφέρομαι δεν ευδοκιμώ|1 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ δεν μπορώ|1 -|αδυνατώ|δεν μπορώ|είμαι ανίκανος|εξασθενώ δεν παραβρίσκομαι|1 -|απουσιάζω|δε συμμετέχω|δεν παραβρίσκομαι|δεν υπάρχω|είμαι απών|λείπω δεν παραδέχομαι|1 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ δεν υπάρχω|1 -|απουσιάζω|δε συμμετέχω|δεν παραβρίσκομαι|δεν υπάρχω|είμαι απών|λείπω δεν υπολογίζω|1 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ δενδρύλλιο|1 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο δεντράκι|1 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο δεξίωση|1 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση δεξιοτέχνης|2 -|αριστοτέχνης|αρτίστας|δεξιοτέχνης|καλλιτέχνης|μαιτρ|μερακλής -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος δεξιώνομαι|1 -|δεξιώνομαι|καλοδέχομαι|καλωσορίζω|υποδέχομαι δερμόνι|1 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα δεσμεύω|3 -|αγκαζάρω|δεσμεύω|καπαρώνω|προαγοράζω -|ακινητοποιώ|δεσμεύω|παροπλίζω|σταθεροποιώ|σταματώ|στερεώνω -|απαγορεύω|αποτρέπω|δεσμεύω|εμποδίζω|παρακωλύω|παρεμποδίζω δεσμός|2 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση δεσμώτης|2 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος δεσποτεία|1 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα δεσποτικός|1 -|απολυταρχικός|αυθαίρετος|αυταρχικός|δεσποτικός δεσποτισμός|1 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα δεσπότης|2 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής δευτερογενής|1 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι δηλοποίηση|1 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση δηλοποιώ|1 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ δημηγορία|1 -|αγόρευση|δημηγορία|διάλεξη|εκφώνηση λόγου|λόγος|ομιλία δημηγορώ|1 -|αγορεύω|βγάζω λόγο|δημηγορώ|μιλώ|ρητορεύω δημιουργία|1 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο δημιουργικός|1 -|γυναικείος|γυναικώδης|γόνιμος|δημιουργικός|εφευρετικός|θηλυκός δημιουργώ|1 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω δημοσίευμα|1 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος δημοσιεύω|1 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ διάβασμα|1 -|ανάγνωση|διάβασμα|εκφώνηση διάδοση|1 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη διάθεση|1 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό διάλεξη|1 -|αγόρευση|δημηγορία|διάλεξη|εκφώνηση λόγου|λόγος|ομιλία διάλογος|1 -|διάλογος|κουβέντα|συζήτηση|συνομιλία διάλυση|1 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση διάολος|1 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος διάπλαση|1 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση διάπλατα|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα διάπυρος|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός διάρρηξη|1 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο διάσταση|1 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος διάστημα|1 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος διάταξη|3 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση διάφορο|1 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα διάφορος|1 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος διέγερση|1 -|διέγερση|συγκίνηση|συγκλονισμός|χαρά διένεξη|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία διήγηση|2 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία διαίρεση|2 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση διαίσθηση|1 -|αίσθηση|αισθητήριο|απήχηση|διαίσθηση|εντύπωση|συναίσθηση διαβάζω|1 -|διαβάζω|ζητώ τα φώτα|παίρνω γνώμη|συμβουλεύομαι διαβάζω δυνατά|1 -|απαγγέλλω|διαβάζω δυνατά|διατυπώνω κατηγορία|εκφράζω διαβάθμιση|1 -|διαβάθμιση|κλίμακα|σκάλα|σκαλοπάτια διαβάλλω|1 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω διαβεβαίωση|1 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα διαβιβάζω|1 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ διαβιώ|1 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω διαβολιά|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη διαγγέλλω|1 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ διαγγελέας|1 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος διαγκωνίζομαι|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ διαγκωνισμός|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση διαγωγή|1 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση διαγωνίζομαι|1 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση διαγωνισμός|1 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός διαδίδεται|1 -|διαδίδεται|διαθρυλείται|θρυλείται|λέγεται|λένε|φημολογείται διαδίδω|1 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω διαθέσιμος χρόνος|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα διαθρυλείται|1 -|διαδίδεται|διαθρυλείται|θρυλείται|λέγεται|λένε|φημολογείται διακήρυξη|1 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση διακηρύσσω|1 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ διακοινώνω|1 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ διακορεύω|1 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω διακοσμώ|2 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω διακριτικός|1 -|διακριτικός|ευγενής|ευγενικός|καλός διαλάλημα|1 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη διαλογίζομαι|2 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω διαλύω|1 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ διαλύω συμφωνία|1 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω διαμάχη|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία διαμάχομαι|1 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω διαμένω|1 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω διαμελίζω|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι διαμοιρασμός|1 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός διαμορφώνω|1 -|ανακατεύω|διαμορφώνω|ζυμώνω|πλάθω διανοίγω|1 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω διανομή|1 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός διανοούμαι|1 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω διαπάλη|1 -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα διαπαιδαγώγηση|1 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση διαπληκτισμός|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία διαπραγματεύομαι|1 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι διαρκής|1 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός διαρκώ|1 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω διαρκώς|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε διαρμίζω|1 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ διαρρύθμιση|1 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση διασκέδαση|1 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα διασκεδαστικός|1 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός διασκορπίζω|2 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ -|γονιμοποιώ γυναίκα|διασκορπίζω|σκορπίζω|σπέρνω|φυτεύω διασπείρω|1 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ διασταυρώνω|1 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ διαστημάνθρωπος|1 -|αστροναύτης|διαστημάνθρωπος|κοσμοναύτης διαστρέβλωση|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση διαστρεβλώνω|1 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ διασφαλίζω|1 -|ασφαλίζω|διασφαλίζω|εξασφαλίζω|θωρακίζω|κατοχυρώνω|σιγουράρω διασύρω|1 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω διασώζομαι|1 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ διατείνω|1 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω διατηρούμαι|1 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω διατηρώ|1 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω διατρέφω|1 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω διατρανώνω|1 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω διατριβή|1 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα διατροφή|1 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση διατυπώνω κατηγορία|1 -|απαγγέλλω|διαβάζω δυνατά|διατυπώνω κατηγορία|εκφράζω διατύπωση|1 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος διαυγές πράγμα|1 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι διαυγασμός|1 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο διαφήμιση|1 -|διαφήμιση|παρουσίαση|προέκταση|προβολή διαφεύγω|1 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ διαφιλονικώ|1 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ διαφορά|2 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος διαφορετικός|3 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος διαφυλάσσω|1 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω διαφωνώ|1 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ διαφωτίζω|1 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ διαχέω|1 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ διαχωρισμός|1 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση διαύγεια|1 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη διδάγματα|1 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι διεκδίκηση|1 -|αίτημα|αξίωση|απαίτηση|διεκδίκηση|θέληση διεκδικώ|1 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ διερευνώ|1 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω διερεύνηση|3 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα -|ανάκριση|διερεύνηση|εξέταση -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση διεστραμμένος|1 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός διευθέτηση|2 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση διευθετώ|1 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ διευθύνομαι|1 -|αποβλέπω|διευθύνομαι|κατευθύνομαι|πορεύομαι διευκρινίζω|1 -|αποσαφηνίζω|διευκρινίζω|εξηγώ|ξεκαθαρίζω διεφθαρμένος|2 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός διηνεκώς|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε διθύραμβος|1 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος δικαιολογία|1 -|αιτιολογία|αναγωγή|δικαιολογία|εξήγηση|πρόφαση δικός|1 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος διοικητής|2 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος διορθώνω|3 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω διορισμός|1 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο διοχετευτής|1 -|αγωγός|διοχετευτής|μεταδότης|μεταφορέας|οδηγός δισεκατομμυριούχος|1 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος διστάζω|1 -|αμφιβάλλω|αμφιρρέπω|αμφιταλαντεύομαι|διστάζω|διχογνωμώ|δυσπιστώ δισταγμός|1 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία διστακτικός|1 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός διστακτικότητα|2 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία διχογνωμία|1 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία διχογνωμώ|2 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ -|αμφιβάλλω|αμφιρρέπω|αμφιταλαντεύομαι|διστάζω|διχογνωμώ|δυσπιστώ διόλου|1 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε διόρθωμα|1 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση διώκω|2 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ διώξιμο|1 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός διώχνω|2 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω -|αποβάλλω|αποπέμπω|απορρίπτω|διώχνω|εξοστρακίζω δοκιμάζω|1 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ δοκιμή|1 -|απόπειρα|δοκιμή|εγχείρημα|προσπάθεια|τεστ|τόλμημα δοκιμασία|3 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία -|δοκιμασία|ενοχοποίηση|καταδίκη|ποινή|ταλαιπωρία δολερός|1 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος δολοφόνος|1 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης δονούμαι|1 -|δονούμαι|καρδιοχτυπώ|συγκινούμαι|συγκλονίζομαι|ταράζομαι δοντόπονος|1 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς δονώ|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω δοξασμένος|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος δορυφόροι|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά δορυφόρος|1 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι δοσοληψία|1 -|αγοραπωλησία|αλισβερίσι|δοσοληψία|μπίζνες|νταραβέρι|συναλλαγή δουλειά|2 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση δουλευτής|1 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης δοχείο|1 -|αγγείο|βάζο|δοχείο δούλα|1 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη δούλεψη|1 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή δούλος|1 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος δράστης|1 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος δραγάτα|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα δραγασιά|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα δραστήριος|5 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης δραστικός|1 -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος δριμύς|1 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος δριμύτητα|1 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος δρομίζω|1 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω δροσιά|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα δυνατός|4 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός δυσάρεστος|2 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος δυσαναλογία|1 -|ανισομέρεια|ανισομετρία|αρρυθμία|ασυμμετρία|δυσαναλογία|δυσαρμονία δυσανασχέτηση|1 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα δυσανασχετώ έντονα|1 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω δυσαρμονία|1 -|ανισομέρεια|ανισομετρία|αρρυθμία|ασυμμετρία|δυσαναλογία|δυσαρμονία δυσαρμονικός|1 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος δυσγνώριστος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος δυσδιάκριτος|1 -|αδιόρατος|αθέατος|αμυδρός|αφανής|δυσδιάκριτος|θαμπός δυσεξήγητος|1 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός δυσθυμία|1 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια δυσθυμώ|1 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ δυσκολία|2 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση δυσκολοπερπάτητος|1 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός δυσκολόβρετος|1 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός δυσμορφία|2 -|αναπηρία|δυσμορφία|ελαττωματικότητα|σακατιλίκι -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος δυσπιστία|2 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία -|αμφιβολία|απιστία|δυσπιστία δυσπιστώ|1 -|αμφιβάλλω|αμφιρρέπω|αμφιταλαντεύομαι|διστάζω|διχογνωμώ|δυσπιστώ δυσπολέμητος|2 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος δυστροπία|1 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα δυστυχής|4 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος -|άτυχος|ατυχής|δυστυχής|δυστυχισμένος|δύστυχος|κακότυχος δυστυχία|1 -|αθλιότητα|αχρειότητα|δυστυχία|κακία|ταλαιπωρία|φτώχεια δυστυχισμένος|5 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος -|άτυχος|ατυχής|δυστυχής|δυστυχισμένος|δύστυχος|κακότυχος δυσφημώ|1 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω δυσφορία|1 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα δυσφορώ|1 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω δωδεκαμερίτης|1 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό δωμάτιο|1 -|αίθουσα|δωμάτιο|θάλαμος|κάμαρα|κάμαρη δωρεάν|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι δωρητής|1 -|αγαθοεργός|αγαθοποιός|δωρητής|ευεργέτης|σπλαχνικός|φιλόπτωχος δόγμα|1 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια δόλιος|3 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος δόλος|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη δόξα|2 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος δύσθυμος|1 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος δύσκολη θέση|1 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία δύσμοιρος|2 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς δύσπνοια|2 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα δύστηνος|1 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς δύστροπος|3 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο -|αβόλευτος|ανάποδος|ανοικονόμητος|αταχτοποίητος|δύστροπος|στριμμένος -|δύστροπος|ζαβός|ιδιότροπος|λοξός|στραβός|στρεβλός δύστυχος|4 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος -|άτυχος|ατυχής|δυστυχής|δυστυχισμένος|δύστυχος|κακότυχος είδηση|1 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι είδωλο|2 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα είμαι|1 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ είμαι ανήλικος|1 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ είμαι ανίκανος|1 -|αδυνατώ|δεν μπορώ|είμαι ανίκανος|εξασθενώ είμαι απών|1 -|απουσιάζω|δε συμμετέχω|δεν παραβρίσκομαι|δεν υπάρχω|είμαι απών|λείπω είμαι ισόπαλος|1 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω είμαι οπαδός|1 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι είμαι στην ακμή μου|1 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω είσοδος|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα εαρινός|1 -|ανοιξιάτικος|εαρινός εγγίζω|1 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω εγγενής|2 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος εγγράφω|1 -|αναγράφω|γράφω|εγγράφω|καταγράφω|καταχωρώ|περιγράφω εγγυητής|1 -|ανάδοχος|εγγυητής|κουμπάρος|νουνός|ονοματοθέτης|σύντεκνος εγγύς|1 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά εγκάθειρκτος|1 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος εγκαθίσταμαι|2 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω εγκαλεστής|1 -|εγκαλεστής|ενάγων|κατήγορος|μηνυτής εγκαλλώπισμα|1 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή εγκαλώ|1 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω εγκαρτερώ|2 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω εγκατάλειψη|1 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση εγκαταλείπω|1 -|απαρνιέμαι|αποκηρύσσω|απορρίπτω|αρνιέμαι|εγκαταλείπω|λησμονώ εγκαταλειμένος|1 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος εγκαταλελειμμένος|1 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος εγκαταστάσεις|1 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα εγκατεστημένος|1 -|αρχή|εγκατεστημένος|καθεστώς|κράτος|πολίτευμα|πολιτεία εγκληματίας|1 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης εγκολπώνομαι|1 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου εγκυμονούσα|1 -|έγκυος|βαρεμένη|βαρούμενη|γκαστρωμένη|εγκυμονούσα|εγκύμων εγκυμοσύνη|1 -|γκάστρι|γκαστριά|εγκυμοσύνη|κυοφορία|κύηση εγκωμίαση|1 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος εγκωμιάζω|2 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω εγκωμιασμός|1 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος εγκωμιαστής|1 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή εγκύμων|1 -|έγκυος|βαρεμένη|βαρούμενη|γκαστρωμένη|εγκυμονούσα|εγκύμων εγκώμιο|1 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος εγχείρημα|1 -|απόπειρα|δοκιμή|εγχείρημα|προσπάθεια|τεστ|τόλμημα εγώ|1 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση εδάφιο|1 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος εδράζομαι|1 -|εδράζομαι|θρονιάζομαι|κάθομαι|σταυροποδιάζομαι εδραίος|2 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος εδρεύω|1 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω εδωδή|1 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα εθελοθυσία|1 -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία εθνικότητα|1 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα ειδήμονας|1 -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος ειδεχθής|1 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος ειδησεογραφία|1 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία ειδικευμένος τεχνίτης|1 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος ειδικός|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός ειδοποίηση|1 -|άγγελμα|αγγελτήριο|γνωστοποίηση|ειδοποίηση|ειδοποιητήριο ειδοποιητήριο|1 -|άγγελμα|αγγελτήριο|γνωστοποίηση|ειδοποίηση|ειδοποιητήριο εικόνα|3 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα ειλικρίνεια|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως ειλικρινά|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα ειλικρινής|2 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός ειμαρμένη|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη ειρηνεύω|1 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω ειρηνική ζωή|1 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση ειρμός|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά ειρωνεία|1 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη ειρωνεύομαι|1 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω εισβολή|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα εισόδημα|1 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα εκδήλωση|1 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος εκδίωξη|1 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός εκδημώ|1 -|αποδημώ|εκδημώ|εκπατρίζομαι|μεταναστεύω|μισεύω|ξενιτεύομαι εκδικιέμαι|1 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω εκδορά|1 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα εκδοχή|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα εκθειάζω|1 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω εκθειασμός|1 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος εκθηλυμένος|1 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός εκκίνηση|2 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό εκκεντρικός|1 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος εκκενώνω|1 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω εκκλίνω|1 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ εκλεκτός|2 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος εκλιπάρηση|1 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι εκμαγείο|1 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα εκμηδενίζω|1 -|εκμηδενίζω|καταβάλλω|κατανικώ|κατατροπώνω|νικώ|υπερισχύω εκμυστηρεύομαι|1 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ εκνευρίζομαι|1 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω εκπέμπω|2 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ εκπαίδευση|1 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση εκπαιδεύομαι|1 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ εκπαιδεύω|1 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ εκπατρίζομαι|1 -|αποδημώ|εκδημώ|εκπατρίζομαι|μεταναστεύω|μισεύω|ξενιτεύομαι εκπατρισμός|1 -|αποδημία|εκπατρισμός|μετανάστευση|μισεμός|ξενίτεμα|ξενιτεμός εκπηγάζω|1 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι εκποίηση|1 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο εκπονώ|1 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω εκπρόθεσμα|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ εκρίζωση|1 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή εκρυθμία|1 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα εκστατικός|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων εκσυγχρονίζω|1 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω εκτέλεση καθήκοντος|1 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή εκτέλεση με προσοχή|1 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή εκτίναξη|1 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση εκτείνω|1 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω εκτεθειμένος|1 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα εκτενές λεξικό|1 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα εκτιμώ|1 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ εκτοξεύω|1 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ εκτοπίζω|1 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω εκτραχύνω|1 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω εκτροφή|1 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση εκφοβισμός|1 -|απειλή|εκφοβισμός|φοβέρα|φοβέρισμα|φόβισμα εκφράζω|1 -|απαγγέλλω|διαβάζω δυνατά|διατυπώνω κατηγορία|εκφράζω εκφυλισμένος|1 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός εκφώνηση|1 -|ανάγνωση|διάβασμα|εκφώνηση εκφώνηση λόγου|1 -|αγόρευση|δημηγορία|διάλεξη|εκφώνηση λόγου|λόγος|ομιλία εκχερσωμένος|1 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος ελάττωμα|2 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό ελάττωση|2 -|ελάττωση|μάζεμα|μίκρεμα|περιορισμός|συστολή|σύμπτυξη -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση ελάχιστος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος ελαττωματίας|1 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος ελαττωματικός|1 -|άχρηστος|ακατάλληλος|απορριπτέος|απόβλητος|ελαττωματικός|σκάρτος ελαττωματικότητα|2 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό -|αναπηρία|δυσμορφία|ελαττωματικότητα|σακατιλίκι ελαφρά αρρώστια|1 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια ελαφρός|1 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος ελαύνω|1 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω ελεήμονας|1 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος ελεεινολογώ|1 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ ελεεινός|1 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος ελεημονητικός|1 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος ελεημοσύνη|1 -|αγαθοεργία|ελεημοσύνη|ευεργεσία|ευποιία|καλό|φιλανθρωπία ελεητικός|1 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος ελευθεριάζων|1 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός ελευθερώνω|2 -|απελευθερώνω|ελευθερώνω|λευτερώνω -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω ελεύθερα|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα ελεύθερος|5 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος -|άδετος|αδέσμευτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήρητος|ελεύθερος|λυμένος -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος ελκυστικός|1 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός ελλιμενίζομαι|1 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω ελλιμενισμός|1 -|άραγμα|αγκυροβόλημα|δέσιμο|ελλιμενισμός|φουντάρισμα ελλιπής|1 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος ελπίδα|1 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή ελπίζω|1 -|αισιοδοξώ|ελπίζω εμβάζω|1 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ εμβάπτιση|1 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα εμβολή|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα εμβροντησία|1 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση εμβρόντητος|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων εμπαίζω|1 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω εμπαιγμός|1 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη εμποδίζω|3 -|απαγορεύω|αποτρέπω|δεσμεύω|εμποδίζω|παρακωλύω|παρεμποδίζω -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ -|εμποδίζω|κωλύω εμπορευόμενος|1 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής εμπορικό|1 -|εμπορικό|κατάστημα|μαγαζάκι|μαγαζί εμφάνιση|1 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση εμφανίσιμος|1 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος εμφυής|1 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος εν γένει|1 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε εν πρώτοις|1 -|αρχικά|αρχικώς (λογ.)|εν πρώτοις (λογ.)|καταρχάς (λογ.)|πρώτα- πρώτα (καθ.) εν συγκρίσει|1 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα εν συνόλω|1 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε ενάγων|1 -|εγκαλεστής|ενάγων|κατήγορος|μηνυτής ενάθληση|1 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή ενάντιος|2 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός ενάρετος|2 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός ενάσκηση|1 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή ενέργεια αντιπερισπασμού|1 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα ενίοτε|1 -|άλλοτε|ενίοτε|κάποτε|τότε εναγκαλίζομαι|1 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου εναγκαλισμός|1 -|αγκάλιασμα|ασπασμός|εναγκαλισμός|περίπτυξη|περιπλοκή εναλλάξ|1 -|αλληλοδιάδοχα|εναλλάξ εναντίωση|3 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα εναντιολογία|2 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία εναντιότητα|3 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα εναντιώνομαι|1 -|αντενεργώ|αντιδρώ|αντιπράττω|αντιστέκομαι|εναντιώνομαι εναπόθεση|1 -|εναπόθεση|κατάθεση|μαρτυρία|ομολογία|παράδοση όπλων|τοποθέτηση ενασχολούμαι|1 -|απασχολούμαι|ενασχολούμαι|καταγίνομαι ενασχολώ|1 -|απασχολώ|αποσπώ την προσοχή|ενασχολώ ενασχόληση|1 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα ενδεδειγμένος|1 -|αναγκαίος|απαιτούμενος|απαραίτητος|ενδεδειγμένος|επιβαλλόμενος|χρειαζούμενος ενδιαιτώμαι|1 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω ενδιαμέσως|1 -|ανάμεσα|αναμεταξύ|ενδιαμέσως|καταμεσής|μεταξύ ενδοιασμός|1 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία ενδοτικός|1 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης ενδοτικότητα|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα ενδυμασία|1 -|ένδυμα|ενδυμασία|κουστούμι|περίβλημα|ρούχο|φόρεμα ενεργητικό|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα ενεργητικός|4 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος ενημέρωση|1 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι ενημερώνω|1 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ ενθουσιάζομαι|1 -|αλαλάζω|ενθουσιάζομαι|κραυγάζω|φωνάζω δυνατά ενθουσιασμός|1 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη ενθύμημα|1 -|αναμνηστήριο|ενθύμημα|ενθύμιο|θυμητάρι|θύμημα|σουβενίρ ενθύμηση|1 -|ανάμνηση|αναθύμημα|αναθύμηση|αναπόληση|ενθύμηση|θύμηση ενθύμιο|1 -|αναμνηστήριο|ενθύμημα|ενθύμιο|θυμητάρι|θύμημα|σουβενίρ ενιαίος|1 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος εννοώ|3 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω εννοώ να|1 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω ενοικώ|1 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω ενοποίηση|1 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος ενοχλητικός|1 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός ενοχλώ|1 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ ενοχοποίηση|1 -|δοκιμασία|ενοχοποίηση|καταδίκη|ποινή|ταλαιπωρία ενοχοποιώ|1 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω ενσκήπτω|1 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω ενστερνίζομαι|1 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου ενστικτώδης|1 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος ενσωμάτωση|1 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος εντέλεια|1 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή εντατικός|2 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος εντατός|1 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος εντείνω|2 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω εντεταμένος|1 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος εντυγχάνω|1 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ εντύπωση|1 -|αίσθηση|αισθητήριο|απήχηση|διαίσθηση|εντύπωση|συναίσθηση ενότητα βιβλίου|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα ενόχληση|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση εξάγγελος|1 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος εξάλλου|1 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον εξάμβλωμα|1 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα εξάντληση|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα εξάπαντος|1 -|αμέσως|αμελλητί|ανυπερθέτως|εξάπαντος|οπωσδήποτε εξάπτομαι|1 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω εξάσκηση|1 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή εξέγερση|1 -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση εξέταση|4 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα -|ανάκριση|διερεύνηση|εξέταση -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση εξήγηση|2 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση -|αιτιολογία|αναγωγή|δικαιολογία|εξήγηση|πρόφαση εξαίρετος|2 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός εξαίσιος|1 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός εξαγορά|1 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία εξαγριώνομαι|1 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω εξαγωγή|1 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός εξαιρετικός|1 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός εξακρίβωση|1 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα εξαναγκασμός|1 -|αγγάρεμα|αγγαρεία|ανάγκαση|βία|εξαναγκασμός|υποχρέωση εξανδραποδίζω|1 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ εξαντλώ|1 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω εξαπάτηση|1 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα εξαπατώμαι|1 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω εξαπολύω|1 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω εξαποστέλλω|1 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ εξασθένηση|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα εξασθενίζω|1 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω εξασθενώ|1 -|αδυνατώ|δεν μπορώ|είμαι ανίκανος|εξασθενώ εξασκώ|1 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω εξασφάλιση|1 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση εξασφαλίζω|1 -|ασφαλίζω|διασφαλίζω|εξασφαλίζω|θωρακίζω|κατοχυρώνω|σιγουράρω εξαφάνιση|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο εξαφανισμένος|2 -|άγνωστος|αγνοούμενος|αφανέρωτος|εξαφανισμένος|χαμένος -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός εξελιξη|1 -|Εξελιξη εξερεύνηση|1 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα εξετάζω|1 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω εξευγενισμένος|1 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος εξευρίσκω|1 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω εξευτελίζομαι|1 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι εξευτελίζω|2 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω εξευτελισμός|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος εξεύρεση|1 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα εξεύρημα|1 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο εξηγώ|3 -|αποσαφηνίζω|διευκρινίζω|εξηγώ|ξεκαθαρίζω -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω εξημερωμένος|1 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος εξημερώνω|1 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ εξηνταβελόνης|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά εξιστόρηση|2 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία εξισώνω|1 -|αντισηκώνω|αντισταθμίζω|εξισώνω|ισορροπώ|ισοσταθμίζω|ισοφαρίζω εξολοθρεύω|1 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω εξοντώνω|1 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω εξονυχίζω|1 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω εξοπλίζω|1 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ εξορίζω|1 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω εξοργίζομαι|2 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω -|αρπάζομαι|εξοργίζομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω εύκολα|συμπλέκομαι|τσακώνομαι εξοργίζω|1 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω εξοστρακίζω|1 -|αποβάλλω|αποπέμπω|απορρίπτω|διώχνω|εξοστρακίζω εξοστρακισμός|1 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός εξουσιάζω|1 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω εξοφλώ|1 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω εξτρεμιστής|1 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος εξυγίανση|1 -|απολύμανση|αποστείρωση|εξυγίανση|καθαρισμός|παστερίωση εξυγιαίνω|1 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω εξυπνότατος|1 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός εξωθώ|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ εξωραΐζω|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω εξωτερίκευση|1 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος εξωτερικό|1 -|αλλοδαπή|εξωτερικό|ξένα|ξενιτιά εξύμνηση|1 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος επάκτιος|1 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός επέκταση χρήσης λέξης|1 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση επέλαση|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα επέλευση|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα επέμβαση|1 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός επέρχομαι|2 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω επίβαση|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση επίγνωση|1 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση επίδειξη|1 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση επίθεση|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα επίκληση|1 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι επίκουρος|1 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα επίμεμπτος|1 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία επίμονος|1 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος επίνοια|1 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος επίπεδο σχήματος|1 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος επίστρωση|1 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση επίσχεση|2 -|ανάσχεση|αναχαίτιση|επίσχεση|σταμάτημα|συγκράτηση -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση επίτευγμα|1 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά επίφθονος|1 -|αγαστός|αξιοθαύμαστος|επίφθονος|θαυμαστός|καταπληκτικός επαΐω|1 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω επαΐων|1 -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος επαίρομαι|1 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι επαίσχυντος|1 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος επαίτης|1 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος επακολουθώ|1 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι επακολουθών|1 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος επακόλουθο|2 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη επαλήθευση|1 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα επανάκαμψη|1 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο επανάληψη|2 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα επανάσταση|1 -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση επαναστάτης|2 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος επαναστατικός|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός επαναφορά|1 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση επανεκτίμηση|1 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός επανεξελέγχω|1 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ επανεξετάζω|1 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ επανορθώνω|1 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ επανόρθωση|1 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση επαρίστερος|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός επαρκής|1 -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός επαρκώ|1 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω επαυξάνω|1 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω επαφή|1 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία επαχθής|1 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός επαύξηση|1 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός επείγομαι|1 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ επεκτείνω|2 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω επεξεργάζομαι|1 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ επετηρίδα|1 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο επιβαλλόμενος|1 -|αναγκαίος|απαιτούμενος|απαραίτητος|ενδεδειγμένος|επιβαλλόμενος|χρειαζούμενος επιβεβαιώνω|1 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω επιβιβάζομαι|1 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω επιβιώνω|1 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω επιβλέπων|1 -|έφορος|επιβλέπων|επιστάτης|επιτηρητής|εποπτεύων διευθυντής|επόπτης επιβλητικός|1 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος επιβουλή|1 -|επιβουλή|ζήλια|ζηλοτυπία|ζηλοφθονία|ξεσυνέρια|φθόνος επιβουλεύομαι|2 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ επιβράβευση|1 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή επιβράδυνση|1 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα επιβραδύνω|2 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ -|αργοπορώ|επιβραδύνω|καθυστερώ|τρενάρω|υπολείπομαι|υστερώ επιγραμματικός|1 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος επιγραφή|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα επιδέξιος|1 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος επιδίδομαι|1 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι επιδίωξη|1 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό επιδείνωση|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση επιδεινώνομαι|1 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω επιδημία|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση επιδιορθώνω|2 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ επιδοκιμασία|1 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση επιδρομή|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα επιεικής|1 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός επιζήμιος|2 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος επιζητώ|1 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω επιθυμητός|1 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος επιθυμώ|1 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για επικάλυψη|1 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση επικίνδυνος|2 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος επικατάρατος|1 -|αναθεματισμένος|αφορεσμένος|αφορισμένος|επικατάρατος|καταραμένος επικερδής|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων επικεφαλής|1 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος επικεφαλίδα|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα επικοινωνία|2 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία επικουρικός|1 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα επικουρώ|1 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ επικρέμομαι|1 -|αιωρούμαι|επικρέμομαι|κρέμομαι επικρίνω|1 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω επιμένω να|1 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω επιμήκυνση|1 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός επιμελημένος|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός επιμηκύνω|1 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω επιμιξία|1 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία επινοητικός|1 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος επινοώ|2 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω επινόημα|2 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη επινόηση|2 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα επιούσιος|1 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί επιπολαιότητα|1 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα επιπόλαιος|3 -|αβασάνιστος|ανεξέταστος|απαίδευτος|αταλαιπώρητος|επιπόλαιος|πρόχειρος -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος επισημοποιώ|1 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω επισκήπτω|1 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω επισκευάζω|2 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω επισκιάζομαι|1 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω επισκοτίζω|1 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω επισκόπιση|1 -|αγνάντεμα|βίγλα|βίγλισμα|επισκόπιση|παρατηρητήριο|περισκόπιση επιστάτης|1 -|έφορος|επιβλέπων|επιστάτης|επιτηρητής|εποπτεύων διευθυντής|επόπτης επιστέλλω|1 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ επιστήμη|1 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία επιστεγάζω|1 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι επιστρέφω|1 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω επιστρατεύω|1 -|επιστρατεύω|ιεραρχώ|κανονίζω|κατατάσσω|τακτοποιώ|ταξινομώ επιστροφή|1 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο επισφραγίζω|1 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω επιτήδειος|2 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης επιταχύνω|1 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω επιτείνω|1 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω επιτηρητής|1 -|έφορος|επιβλέπων|επιστάτης|επιτηρητής|εποπτεύων διευθυντής|επόπτης επιτομή|1 -|ανακεφαλαίωση|επιτομή|περίληψη|συγκεφαλαίωση|σύνοψη|σύνοψιση επιτρεπτός|1 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος επιτρεπόμενος|1 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος επιτυχής|1 -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος επιτυχία|2 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά -|άθλος|επιτυχία|θρίαμβος|κατανίκηση|μεγαλούργημα|νίκη επιφανής|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος επιχειρώ|1 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω επονειδίζω|1 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω επονομασία|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα εποπτεύων διευθυντής|1 -|έφορος|επιβλέπων|επιστάτης|επιτηρητής|εποπτεύων διευθυντής|επόπτης εποχή|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα επωνυμία|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα επωφελής|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων επόμενος|2 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος επόπτης|1 -|έφορος|επιβλέπων|επιστάτης|επιτηρητής|εποπτεύων διευθυντής|επόπτης εράσμιος|1 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος ερίζω|1 -|ερίζω|τρώγομαι|φιλονικώ ερανισμός|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη εραστής|2 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος εργένης|1 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος εργαλείο|1 -|εργαλείο|μαραφέτι|σκεύος|σύνεργο|όργανο ερεθίζομαι|3 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω -|αρπάζομαι|εξοργίζομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω εύκολα|συμπλέκομαι|τσακώνομαι ερεθίζω|1 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ ερεθισμός|2 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα ερευνώ|1 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω ερημίτης|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος ερημώνω|1 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω ερμηνεύω|1 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω ερμητικός|1 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής ερπύζω|1 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι ερρωμένος|1 -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός ερχομός|1 -|άφιξη|έλευση|ερχομός|κόμιση ερωμένη|1 -|αγαπημένη|αγαπητικιά|ερωμένη|φίλη ερωμένος|1 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος ερωτεύομαι|1 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για ερωτηματικό|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο ερωτιάρης|1 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος ερωτική αγάπη|1 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς ερωτικό αίσθημα|1 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς ερωτόληπτος|1 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος ερωτύλος|1 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος ερώτημα|1 -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση εσαεί|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε εσοχή|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος εσπευσμένη ενέργεια|1 -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια εσφαλμένος|1 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός εσχατιά|1 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο εταιρεία|1 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος εταιρικός|1 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός ετεροεθνής|1 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός ετεροειδής|1 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος ετερόμορφος|1 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος ετερότητα|1 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος ετικέτα|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα ετοιμάζω|2 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ ετοιμασμένος|1 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος ετυμηγορία|1 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα ευέξαπτος|1 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος ευαίσθητος|1 -|αισθαντικός|αισθηματίας|αισθηματικός|ευαίσθητος|ευσυγκίνητος ευαγές ίδρυμα|1 -|άσυλο|απαραβίαστος χώρος|ευαγές ίδρυμα|καταφύγιο|φιλανθρωπικό ίδρυμα ευγένεια|1 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή ευγενής|2 -|διακριτικός|ευγενής|ευγενικός|καλός -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος ευγενικός|1 -|διακριτικός|ευγενής|ευγενικός|καλός ευδία|1 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη ευδαιμονώ|1 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω ευδιάθετος|1 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος ευδοκίμηση|1 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο ευδοκιμώ|1 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω ευερέθιστος|1 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος ευεργέτης|1 -|αγαθοεργός|αγαθοποιός|δωρητής|ευεργέτης|σπλαχνικός|φιλόπτωχος ευεργεσία|1 -|αγαθοεργία|ελεημοσύνη|ευεργεσία|ευποιία|καλό|φιλανθρωπία ευζωία|1 -|ευζωία|ευημερία|ευτυχία|καλοζωία|καλοπέραση|τρυφή ευημερία|1 -|ευζωία|ευημερία|ευτυχία|καλοζωία|καλοπέραση|τρυφή ευημερώ|1 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω ευθυγράμμιση|1 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι ευθυγραμμίζω|1 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ ευθύς|4 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς ευθύτητα|1 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι ευκαιρία|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα ευκαιρώ|1 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω ευκατάστατος|1 -|ευκατάστατος|εύπορος|λεφτάς|παραδούχος|πλούσιος ευκλεής|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος ευκολόπιστος|2 -|αγαθιάρης|απλοϊκός|απονήρευτος|ευκολόπιστος|κουτούτσικος|χαζούλης -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος ευλάβεια|1 -|ευλάβεια|ευσέβεια|θεοσέβεια ευλαβής|1 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος ευλαβητικός|1 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος ευλαβικός|1 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος ευλαβούμενος|1 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος ευμενής|1 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός ευμετάβλητος|1 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος ευμετάβολος|1 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος ευνοιοκρατία|1 -|Αναξιοκρατία|Ευνοιοκρατία (καθ.)|Νεποτισμός (καθ.) ευνοούμενος|1 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος ευνοϊκός|2 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός -|αίσιος|αισιόδοξος|ευνοϊκός|ευοίωνος|οπτιμιστής ευοίωνος|1 -|αίσιος|αισιόδοξος|ευνοϊκός|ευοίωνος|οπτιμιστής ευπατρίδης|1 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος ευποιία|1 -|αγαθοεργία|ελεημοσύνη|ευεργεσία|ευποιία|καλό|φιλανθρωπία ευπρεπίζω|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω ευπροσήγορος|1 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας ευρεθέν|1 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο ευρυθμία|1 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση ευρυχωρία|1 -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος ευσέβεια|1 -|ευλάβεια|ευσέβεια|θεοσέβεια ευσεβής|1 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος ευσπλαχνικός|1 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος ευσταθής|1 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος ευσυγκίνητος|1 -|αισθαντικός|αισθηματίας|αισθηματικός|ευαίσθητος|ευσυγκίνητος ευσυνείδητος|2 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός ευσυνειδησία|1 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση ευσύνοπτος|1 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος ευτράπελος|1 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός ευτυχία|1 -|ευζωία|ευημερία|ευτυχία|καλοζωία|καλοπέραση|τρυφή ευυπόληπτος|2 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός ευφραίνομαι|2 -|αγάλλομαι|αγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι -|αγάλλομαι|αναγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι ευφροσύνη|1 -|αγαλλίαση|ευφροσύνη|κέφι|χαρά|χαρμονή|χαρμοσύνη ευφυής|2 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός ευφυολόγημα|1 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό ευχάριστα|1 -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά ευχάριστο γεγονός|1 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα ευχαρίστηση|1 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα ευόργιστος|1 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο εφαρμοστός|1 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα εφεδρικός|1 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα εφεξής|1 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον εφευρίσκω|1 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω εφευρετικός|2 -|γυναικείος|γυναικώδης|γόνιμος|δημιουργικός|εφευρετικός|θηλυκός -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος εφεύρεση|2 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα εφεύρημα|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη εφημέριος|1 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος εφοδιάζω|1 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ εφόρμηση|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα εχέφρονας|1 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος εχθρικός|2 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός εχθρός|1 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός εχθρότητα|1 -|αντιπάθεια|απέχθεια|απαρέσκεια|αποστροφή|ασυμπάθεια|εχθρότητα εύγευστος|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων εύγλωττος|1 -|αηδόνι|γλυκόφωνος|εύγλωττος|ομιλητικός|φλύαρος εύθυμος|2 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός εύπιστος|1 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος εύπορος|1 -|ευκατάστατος|εύπορος|λεφτάς|παραδούχος|πλούσιος εύρημα|1 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο εύρωστος|1 -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός εύσπλαχνος|1 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος εύτολμος|1 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός εύτονος|1 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος εύχυμος|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων ζάλο|1 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο ζάπλουτος|1 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος ζάχαρη|1 -|γλυκόζη|γλυκός|γλύκα|ζάχαρη|κάντιο|σάκχαρον ζέση|1 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη ζέστα|1 -|ζέστα|ζέστη|θερμότητα|κάψα|καύσωνας|λάβρα ζέστες|1 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη ζέστη|1 -|ζέστα|ζέστη|θερμότητα|κάψα|καύσωνας|λάβρα ζήλια|1 -|επιβουλή|ζήλια|ζηλοτυπία|ζηλοφθονία|ξεσυνέρια|φθόνος ζήλος|1 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη ζήτημα|2 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση ζαβολιά|1 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία ζαβομάτης|1 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης ζαβωμένος|1 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός ζαβός|1 -|δύστροπος|ζαβός|ιδιότροπος|λοξός|στραβός|στρεβλός ζαλίκι|1 -|αβασταγή|ζαλίκι|φορτίο|φόρτωμα ζαμάνι|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα ζαμπούνης|1 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος ζαρωματιά|1 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα ζαρώνω|1 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος ζαφουρής|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός ζεματίζω|2 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι ζεματιστός|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός ζεματώ|1 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ ζερβοκουτάλας|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός ζερβοχέρης|2 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός ζερβός|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός ζεσταίνομαι|1 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι ζεσταίνομαι πολύ|1 -|βγάζω την μπέμπελη|βράζω|ζεσταίνομαι πολύ|καίγομαι (από τη ζέστη)|ψήνομαι ζεσταίνω|2 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι -|ζεσταίνω|θερμαίνω|κοκκινίζω|πυρακτώνω|πυρώνω|φλογίζω ζεστός|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός ζευγάς|1 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης ζευγίτης|1 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης ζευγολάτης|1 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης ζηλεύω|1 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ ζηλοτυπία|1 -|επιβουλή|ζήλια|ζηλοτυπία|ζηλοφθονία|ξεσυνέρια|φθόνος ζηλοτυπώ|1 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ ζηλοφθονία|1 -|επιβουλή|ζήλια|ζηλοτυπία|ζηλοφθονία|ξεσυνέρια|φθόνος ζηλοφθονώ|1 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ ζημιά|2 -|αβαρία|ζημιά -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα ζημιώνω|2 -|αδικώ|ζημιώνω|παρανομώ|στρεψοδικώ|τιμωρώ άδικα -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ ζητιάνος|1 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος ζητωκραυγάζω|1 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω ζητώ|2 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω ζητώ επίμονα|1 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω ζητώ τα φώτα|1 -|διαβάζω|ζητώ τα φώτα|παίρνω γνώμη|συμβουλεύομαι ζοριλίδικος|1 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος ζουζούνι|1 -|έντομο|ζουζούνι|ζούδι|ζωύφιο|μαμούδι|μαμούνι ζουλάπι|1 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο ζουλεύω|1 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ ζουλώ|1 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω ζουμάτος|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων ζουμερός|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων ζουπίζω|1 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω ζουπώ|1 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω ζουρλός|1 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής ζοφερότητα|1 -|απαισιοδοξία|απελπιστικότητα|ζοφερότητα|σκεπτικισμός ζούδι|1 -|έντομο|ζουζούνι|ζούδι|ζωύφιο|μαμούδι|μαμούνι ζούλα|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση ζυγίζω|1 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ ζυγιάζω|1 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ ζυγοσταθμώ|1 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ ζυγός|1 -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος ζυγώνω|1 -|ζυγώνω|πλησιάζω|προσεγγίζω|σιμώνω ζυμώνω|1 -|ανακατεύω|διαμορφώνω|ζυμώνω|πλάθω ζω|2 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι ζωγράφημα|1 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία ζωγραφιά|1 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία ζωηρός|4 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος ζωντανός|1 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος ζωογονητικός|1 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος ζωογόνος|1 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος ζωτικός|1 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος ζωύφιο|1 -|έντομο|ζουζούνι|ζούδι|ζωύφιο|μαμούδι|μαμούνι ζόρι|1 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία ζύγισμα|1 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός ζώνη γης|1 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση ζώνη θάλασσας|1 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση ηγέτης|1 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός ηγήτορας|1 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός ηγεμονία|1 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή ηγεμόνας|1 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός ηδονή|1 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα ηδυπαθής|1 -|ηδυπαθής|λάγνος|φιλήδονος ηθικό|1 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη ηθικό έρεισμα|1 -|ανάστημα|ηθικό έρεισμα|κορμοστασιά|μπόι|ύψος ηθικό ανάστημα|1 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή ηθικός|2 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός ηθικότητα|1 -|ήθος|αγωγή|ηθικότητα|χαρακτήρας ηλίανθος|1 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος ηλίθιος|1 -|ανώφελος|ηλίθιος|μάταιος ηλεκτρική μπαταρία|1 -|ηλεκτρική μπαταρία|μέρος σελίδας|πλάκα|στήλη ηλιοτρόπιο|1 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος ηλιόφως|1 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος ημίφως|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα ημεδαπή|1 -|γενέτειρα|ημεδαπή|πατρίδα ημερήσιος|1 -|ημερήσιος|καθημερινός|καθημερνός|συνηθισμένος|συχνός|τακτικός ημερεύω|1 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ ημεροδείκτης|1 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο ημερολόγιο|1 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο ημερωμένος|1 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος ημερώνω|1 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ ηρεμία|2 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα -|ηρεμία|ησυχία|σιγή|σιγαλιά ηρεμώ|1 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω ηρωισμός|1 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά ησυχάζω|1 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι ησυχία|1 -|ηρεμία|ησυχία|σιγή|σιγαλιά ησυχαστής|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος ηχηρός|1 -|έντονος|ηχηρός|λεφτά|παράς|σκαστός|χρήμα θάλαμος|1 -|αίθουσα|δωμάτιο|θάλαμος|κάμαρα|κάμαρη θάλασσα|2 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός θάλλω|1 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω θάμβος|2 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση θάμνος|1 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο θάμπωμα|1 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση θάνατος|1 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση θάρρος|1 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη θέα|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα θέλγητρο|1 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη θέλημα|1 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση θέληση|2 -|αίτημα|αξίωση|απαίτηση|διεκδίκηση|θέληση -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα θέλω|2 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω θέμα|3 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο θέμελο|1 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο θέρμη|1 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη θέρος|1 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη θέση|2 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος θέσμιο|1 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο θέτω|1 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ θήραμα|1 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο θίγω|1 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ θαλασσομάχος|1 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης θαλασσοταραχή|1 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά θαλασσόλυκος|1 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης θαμπός|2 -|αδιόρατος|αθέατος|αμυδρός|αφανής|δυσδιάκριτος|θαμπός -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός θαμπόφωτο|1 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο θαμπώνω|1 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω θανατώνω|1 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ θαρραλέος|1 -|άφοβος|γενναίος|θαρραλέος|θαρρετός|ριψοκίνδυνος|τολμηρός θαρρετός|1 -|άφοβος|γενναίος|θαρραλέος|θαρρετός|ριψοκίνδυνος|τολμηρός θαυμάσιος|1 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός θαυμασμός|1 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση θαυμαστός|1 -|αγαστός|αξιοθαύμαστος|επίφθονος|θαυμαστός|καταπληκτικός θεατής|1 -|θεατής|μάρτυρας|μπανιστηριτζής θεατρικό έργο|1 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα θελκτικός|1 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός θεμέλιο|1 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο θεμελιώδης|1 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος θεμιτός|1 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος θεοσέβαστος|1 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος θεοσέβεια|1 -|ευλάβεια|ευσέβεια|θεοσέβεια θεοσεβής|1 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος θεοφοβούμενος|1 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος θεραπεύω|1 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω θεριακωμένος|1 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος θεριεύω|2 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω θερμαίνομαι|1 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι θερμαίνω|2 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι -|ζεσταίνω|θερμαίνω|κοκκινίζω|πυρακτώνω|πυρώνω|φλογίζω θερμός|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός θερμότητα|1 -|ζέστα|ζέστη|θερμότητα|κάψα|καύσωνας|λάβρα θεσμός|1 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο θεσπίζω|1 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω θετικός|1 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός θεωρία|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα θεωρητικός|2 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός θεωρούμαι|1 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ θεόμορφος|1 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος θεός|1 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός θηλάζω|1 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ θηλυκό|1 -|έξυπνη γυναίκα|θηλυκό|κορίτσι|κόρη θηλυκός|1 -|γυναικείος|γυναικώδης|γόνιμος|δημιουργικός|εφευρετικός|θηλυκός θηλυπρεπής|1 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός θηρίο|1 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο θηριώδης|1 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός θησαυρίζω|1 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω θησαυρός|1 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα θλίβομαι|1 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ θλίψη|2 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς θλιβερός|1 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος θολωτός|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος θράσος|1 -|αποθράσυνση|αυθάδεια|αφοβία|θράσος|τόλμη|υπερβολικό θάρρος θρήνος|1 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός θρήσκος|1 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος θρίαμβος|2 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά -|άθλος|επιτυχία|θρίαμβος|κατανίκηση|μεγαλούργημα|νίκη θρασυδειλία|1 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία θρασύς|1 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης θρασύτητα|1 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά θραύσμα|1 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα θριαμβευτής|1 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής θρονιάζομαι|1 -|εδράζομαι|θρονιάζομαι|κάθομαι|σταυροποδιάζομαι θρυλείται|1 -|διαδίδεται|διαθρυλείται|θρυλείται|λέγεται|λένε|φημολογείται θρυλικός|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος θρόνος|1 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος θρύλος|1 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη θυγατέρα|1 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη θυμάμαι|1 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω θυμητάρι|1 -|αναμνηστήριο|ενθύμημα|ενθύμιο|θυμητάρι|θύμημα|σουβενίρ θυμούμαι|1 -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι θυμωμένος|1 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος θυμωσιάρης|1 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος θυμός|1 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα θυμώνω|2 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω θυμώνω εύκολα|1 -|αρπάζομαι|εξοργίζομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω εύκολα|συμπλέκομαι|τσακώνομαι θυρίδα|1 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης θυσιάζομαι|1 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι θωπευτής|1 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή θωρακίζω|1 -|ασφαλίζω|διασφαλίζω|εξασφαλίζω|θωρακίζω|κατοχυρώνω|σιγουράρω θωρακισμένο|1 -|άρμα|έμβλημα|θωρακισμένο|οπλισμός|πολεμικό όχημα|τανκ θόρυβος|1 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία θύελλα|1 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά θύμα|1 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό θύμημα|1 -|αναμνηστήριο|ενθύμημα|ενθύμιο|θυμητάρι|θύμημα|σουβενίρ θύμηση|2 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο -|ανάμνηση|αναθύμημα|αναθύμηση|αναπόληση|ενθύμηση|θύμηση θύρα|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα θώρακας|1 -|αμυντικό περίβλημα|θώρακας|μεσαίο τμήμα εντόμων|προστατευτικό μέσο|στήθος ιατρική εξέταση|1 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση ιδέα|2 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος ιδανικό|1 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα ιδανικός|1 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός ιδεολογία|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα ιδεολογικός|1 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος ιδεολόγος|1 -|αγωνιστής|αθλητής|ιδεολόγος ιδεώδες|1 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα ιδεώδης|1 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός ιδιάζων|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός ιδιαίτερος|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός ιδιοκτήτης|2 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος ιδιοκτησία|1 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση ιδιοποιούμαι|1 -|αποκτώ|ιδιοποιούμαι|κατακτώ|κερδίζω|οικειοποιούμαι ιδιωτικός|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός ιδιόμορφος|1 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος ιδιόρρυθμος|1 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος ιδιότροπος|3 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος -|δύστροπος|ζαβός|ιδιότροπος|λοξός|στραβός|στρεβλός ιδρύω|1 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω ιερέας|1 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος ιεραρχώ|1 -|επιστρατεύω|ιεραρχώ|κανονίζω|κατατάσσω|τακτοποιώ|ταξινομώ ιερατείο|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη ιερογλυφικός|1 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός ιερομόναχος|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος ιεροσυλία|1 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία ιερουργός|1 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος ιερωμένος|1 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος ιερός|1 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός ιερόσυλος|1 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας ικανοποιητικός|1 -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός ικανός|1 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης ικανότατος|1 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός ικεσία|1 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι ιλύς|1 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα ιμιτασιόν|1 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση ιππασία|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση ιππαστί|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση ιππηλασία|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση ισιάδα|1 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι ισκιάδα|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα ισοδυναμώ|1 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω ισοδύναμος|1 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος ισορροπώ|2 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ -|αντισηκώνω|αντισταθμίζω|εξισώνω|ισορροπώ|ισοσταθμίζω|ισοφαρίζω ισοσταθμίζω|1 -|αντισηκώνω|αντισταθμίζω|εξισώνω|ισορροπώ|ισοσταθμίζω|ισοφαρίζω ισοφαρίζω|1 -|αντισηκώνω|αντισταθμίζω|εξισώνω|ισορροπώ|ισοσταθμίζω|ισοφαρίζω ιστορία|1 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία ιστορικό|1 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία ιστόρημα|1 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία ιστόρηση|1 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση ισχναίνω|1 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος ισχνότητα|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα ισχυρός|1 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός ισχύων|1 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός ισόβια|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε ιταμός|1 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης ιταμότητα|1 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος ιχνηλατώ|1 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω κάδρο|1 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία κάθισμα|1 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος κάθοδος|2 -|αποβίβαση|απόβαση|κάθοδος|κατέβασμα|ξεμπαρκάρισμα -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα κάθομαι|1 -|εδράζομαι|θρονιάζομαι|κάθομαι|σταυροποδιάζομαι κάκανο|1 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό κάλλη|1 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη κάλφας|1 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι κάμαρα|1 -|αίθουσα|δωμάτιο|θάλαμος|κάμαρα|κάμαρη κάμαρη|1 -|αίθουσα|δωμάτιο|θάλαμος|κάμαρα|κάμαρη κάμπος|1 -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος κάμποσος|1 -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός κάντιο|1 -|γλυκόζη|γλυκός|γλύκα|ζάχαρη|κάντιο|σάκχαρον κάνω|1 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω κάνω έκκληση|1 -|αναζητώ ασφάλεια|κάνω έκκληση|καταλήγω να χρησιμοποιήσω|καταφεύγω|προσφεύγω κάπου κάνω γρήγορα|1 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω κάνω καλά|1 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω κάπαρο|1 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή κάπνα|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο κάποιος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος κάποτε|1 -|άλλοτε|ενίοτε|κάποτε|τότε κάρπωση|1 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα κάστρο|1 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο κάστρο κολοσσίου|1 -|Κάστρο Κολοσσίου κάτασπρος|1 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος κάτοπτρο|1 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι κάτοχος|1 -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος κάτωχρος|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός κάψα|1 -|ζέστα|ζέστη|θερμότητα|κάψα|καύσωνας|λάβρα κάψιμο|1 -|κάψιμο|καύση κέλητας|1 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί κέντρο|1 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα κέρδισμα|1 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα κέρδος|3 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος -|αβάντα|βοήθεια|κέρδος|υποστήριξη|όφελος -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα κέφι|1 -|αγαλλίαση|ευφροσύνη|κέφι|χαρά|χαρμονή|χαρμοσύνη κήπος|1 -|ανθοκήπιο|ανθώνας|κήπος|λαχανόκηπος|μπαξές|περιβόλι κίβδηλος|1 -|ανακριβής|αναληθής|κίβδηλος|λαθεμένος|ψευδής|ψεύτικος κίτρινος|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός καίγομαι|1 -|βγάζω την μπέμπελη|βράζω|ζεσταίνομαι πολύ|καίγομαι (από τη ζέστη)|ψήνομαι καίριος|2 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος καίω|2 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι καβάλα|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση καβαλίκεμα|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση καβαλαρία|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση καβαλητά|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση καβγάς|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία καβουρντίζω|1 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι καγχάζω|1 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω καγχασμός|1 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό καδένα|1 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων καζάνιασμα|1 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο καζάντι|1 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα καζαμίας|1 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο καζανόβας|1 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής καζούρα|2 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα καημένος|2 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος καημός|1 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς καθίζημα|1 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα καθαίρεση|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα καθαρά|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα καθαρίζω|1 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ καθαρισμός|1 -|απολύμανση|αποστείρωση|εξυγίανση|καθαρισμός|παστερίωση καθαριότητα|1 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη καθαρογράφω|1 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω καθαρός|4 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος -|αβρώμιστος|ακηλίδωτος|αλέρωτος|αλίγδιαστος|αρρύπαντος|καθαρός -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός καθαρότητα|1 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη καθεστώς|1 -|αρχή|εγκατεστημένος|καθεστώς|κράτος|πολίτευμα|πολιτεία καθημερινός|1 -|ημερήσιος|καθημερινός|καθημερνός|συνηθισμένος|συχνός|τακτικός καθημερνός|1 -|ημερήσιος|καθημερινός|καθημερνός|συνηθισμένος|συχνός|τακτικός καθησυχάζω|2 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ -|καθησυχάζω|κατευνάζω καθιερωμένη συνήθεια|1 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο καθιερώνω|1 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω καθικέτευση|1 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι καθισιό|1 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση καθοδήγηση|1 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη καθοδηγώ|1 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ καθολικός|1 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός καθορμίζομαι|1 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω καθοσιώνω|1 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω καθρέφτης|1 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι καθυποτάσσω|1 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ καθυστέρηση|1 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα καθυστερώ|1 -|αργοπορώ|επιβραδύνω|καθυστερώ|τρενάρω|υπολείπομαι|υστερώ καθόλου|1 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε καινοτομία|1 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία καινοτόμος|1 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος καινουργώνω|1 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω καινούργιο|1 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία καινούργιος|1 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος καινός|1 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος καινότροπος|1 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης καιρός|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα κακά λόγια ή καλά|1 -|Κακά λόγια ή καλά (Ν/Α)|Κλάψα|Συνέστιμα για τον άλλο (Ν/Α) κακή λειτουργία|1 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα κακία|1 -|αθλιότητα|αχρειότητα|δυστυχία|κακία|ταλαιπωρία|φτώχεια κακίζω|2 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω κακοήθεια|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος κακοήθης|3 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος κακοαναθρεμμένος|1 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος κακογλωσσεύω|1 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω κακοδιαθεσία|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση κακοκάρδισμα|1 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή κακοκαιρία|2 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία κακοκαρδίζω|1 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ κακοκεφαλιά|1 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα κακολογώ|1 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω κακομαθαίνω|1 -|αποκτώ κακές συνήθειες|κακομαθαίνω|κακοσυνηθίζω κακομοίρης|2 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος κακοποιός|1 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης κακοσυνηθίζω|1 -|αποκτώ κακές συνήθειες|κακομαθαίνω|κακοσυνηθίζω κακοτέχνημα|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος κακοτυχία|1 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα κακοτυχίζω|1 -|αναθεματίζω|αποκηρύσσω|αφορίζω|κακοτυχίζω|καταριέμαι κακοτύχισμα|1 -|ανάθεμα|αποκήρυξη|αφορισμός|κακοτύχισμα|κατάρα κακουργία|1 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος κακουχίες|1 -|βάσανα|δεινά|κακουχίες|συμφορές|ταλαιπωρίες κακούργημα|1 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος κακούργος|1 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης κακόγουστος|1 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος κακόθωρος|1 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος κακόμοιρος|1 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς κακόπλασμα|1 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα κακός|1 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος κακότεχνος|1 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος κακότυχος|3 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς -|άτυχος|ατυχής|δυστυχής|δυστυχισμένος|δύστυχος|κακότυχος καλαισθησία|1 -|γούστο|καλαισθησία|φιλοκαλία καλαμπούρι|1 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό καλαμόσπιτο|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα καλαντάρι|1 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο καλιά|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα καλικάντζαρος|1 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό καλλιέργεια|1 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή καλλιγράφος|1 -|καλλιγράφος|κομψογράφος καλλιεργημένος|1 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος καλλιεργητής|1 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης καλλιεργώ|2 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω καλλιτέχνης|1 -|αριστοτέχνης|αρτίστας|δεξιοτέχνης|καλλιτέχνης|μαιτρ|μερακλής καλλονή|1 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη καλλωπίζω|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω καλλύνω|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω καλογερεύω|1 -|απομονώνομαι|καλογερεύω|μένω εργένης|μονάζω καλοδέχομαι|1 -|δεξιώνομαι|καλοδέχομαι|καλωσορίζω|υποδέχομαι καλοζωία|1 -|ευζωία|ευημερία|ευτυχία|καλοζωία|καλοπέραση|τρυφή καλοκαίρι|1 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη καλοκαιριά|1 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη καλομίλητος|1 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας καλομαθημένος|1 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός καλοπέραση|1 -|ευζωία|ευημερία|ευτυχία|καλοζωία|καλοπέραση|τρυφή καλοπόδαρος|1 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος καλορίζικος|1 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος καλοστρατιά|1 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι καλοσυνάδα|1 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη καλοσυνάτος|1 -|αγαθός|καλοσυνάτος|καλός καλοσύνη|1 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη καλοτάξιδος|1 -|καλοτάξιδος|κατευόδιο καλοτυχίσματα|1 -|καλοτυχίσματα|παίνιες|παινέματα|συγχαρητήρια|συχαρίκια|συχαριάσματα καλοφαγάς|1 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός καλούπι|1 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα καλπάζω|1 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω καλυτερεύω|1 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ καλωσορίζω|1 -|δεξιώνομαι|καλοδέχομαι|καλωσορίζω|υποδέχομαι καλό|1 -|αγαθοεργία|ελεημοσύνη|ευεργεσία|ευποιία|καλό|φιλανθρωπία καλόβολος|1 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός καλόγερος|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος καλόγνωμος|1 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός καλόκαρδος|1 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος καλός|2 -|αγαθός|καλοσυνάτος|καλός -|διακριτικός|ευγενής|ευγενικός|καλός καλύβα|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα καμάρι|1 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή καμάρωμα|1 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια καμαρωτός|1 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης καμαρώνω|1 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι καμπίσιος|1 -|καμπίσιος|πεδιαίος|πεδινός καμπινές|1 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα καμπουριάζω|1 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι καμπουριασμένος|1 -|καμπουριασμένος|καμπούρης|κυρτωμένος|κυρτός|κυφός|σγουμπός καμπουρωτός|1 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός καμπούρης|1 -|καμπουριασμένος|καμπούρης|κυρτωμένος|κυρτός|κυφός|σγουμπός καμπύλος|1 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός καμωμένος|1 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος καναρινής|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός κανονίζω|2 -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω -|επιστρατεύω|ιεραρχώ|κανονίζω|κατατάσσω|τακτοποιώ|ταξινομώ κανονικά|1 -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά κανονικότητα|1 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή κανόνας|1 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια καπάρωμα|1 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή καπάτσος|1 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης καπαρώνω|1 -|αγκαζάρω|δεσμεύω|καπαρώνω|προαγοράζω καπετάν|1 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος καπετάνιος|1 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος καπιτάλι|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα καπιταλιστές|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα καπνούρα|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο καπνός|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο καράβι|1 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό καρέκλα|1 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος καραβοκύρης|1 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος καραβόγατος|1 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης καραντί|1 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά καρβέλι|1 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί καρδιοφλόγισμα|1 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς καρδιοχτυπώ|2 -|αγωνιώ|αδημονώ|αμηχανώ|ανησυχώ|ανυπομονώ|καρδιοχτυπώ -|δονούμαι|καρδιοχτυπώ|συγκινούμαι|συγκλονίζομαι|ταράζομαι καρδιοχτύπι|2 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς καρμίρης|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά καρπός|2 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα καρτερία|1 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή κασαβέτι|1 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή κασκαρίκα|1 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα καστέλι|1 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο κατάβαση|1 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα κατάδειξη|1 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα κατάδικος|1 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος κατάδυση|1 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα κατάθεση|1 -|εναπόθεση|κατάθεση|μαρτυρία|ομολογία|παράδοση όπλων|τοποθέτηση κατάκλειστος|1 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής κατάκοιτος|1 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος κατάλληλος χρόνος|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα κατάλογος|1 -|κατάλογος|κατάσταση|λίστα|ονομαστικό|ονοματολόγιο κατάμακρα|1 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω κατάντικρυ|1 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα κατάνυξη|1 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση κατάπληκτος|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων κατάπληξη|4 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση κατάρα|1 -|ανάθεμα|αποκήρυξη|αφορισμός|κακοτύχισμα|κατάρα κατάργηση|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα κατάρριψη|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα κατάρτι|1 -|άλμπουρο|άρμπουρο|κατάρτι|στηλίδα|τουρκέτο κατάρτιση|1 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή κατάσταση|1 -|κατάλογος|κατάσταση|λίστα|ονομαστικό|ονοματολόγιο κατάστημα|1 -|εμπορικό|κατάστημα|μαγαζάκι|μαγαζί κατάστιχο|1 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο κατάσχεση|1 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση κατάταξη|2 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση κατάφαση|1 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση κατάχρηση|1 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση κατέβασμα|3 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση -|αποβίβαση|απόβαση|κάθοδος|κατέβασμα|ξεμπαρκάρισμα -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα κατέρχομαι|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω κατέχω|2 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω -|αρπάζω|κατέχω|κατακτώ|καταλαμβάνω|πιάνω|πιάνω χώρο κατήγορος|1 -|εγκαλεστής|ενάγων|κατήγορος|μηνυτής κατήφορος|1 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα καταβάλλω|3 -|εκμηδενίζω|καταβάλλω|κατανικώ|κατατροπώνω|νικώ|υπερισχύω -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω καταβίβαση|1 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα καταβροχθίζω|1 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω καταβόθρα|1 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί καταβύθιση|2 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα καταγίνομαι|1 -|απασχολούμαι|ενασχολούμαι|καταγίνομαι καταγγέλλω|1 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω καταγεμίζω|1 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω καταγράφω|1 -|αναγράφω|γράφω|εγγράφω|καταγράφω|καταχωρώ|περιγράφω καταγωγή|1 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα καταδίδω|1 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω καταδίκη|1 -|δοκιμασία|ενοχοποίηση|καταδίκη|ποινή|ταλαιπωρία καταδίωξη|1 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή καταδεικνύω|1 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω καταδεκτικός|1 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας καταδικάζω|1 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω καταδικασμένος|1 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος καταδιωγμός|1 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή καταδιώκω|1 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ καταδολιευτικός|1 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος καταδυναστεύω|1 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ καταθέτω|1 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ καταθλίβω|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι καταιγίδα|1 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός κατακάθι|1 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα κατακάθισμα|1 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση κατακλείδα|1 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο κατακλυσμός|1 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός κατακομματιάζω|1 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ κατακουράζομαι|1 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι κατακρίνω|1 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω κατακρατώ|2 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω -|αιχμαλωτίζω|κατακρατώ|πιάνω|συλλαμβάνω κατακραυγή|1 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα κατακτητής|1 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής κατακτώ|2 -|αρπάζω|κατέχω|κατακτώ|καταλαμβάνω|πιάνω|πιάνω χώρο -|αποκτώ|ιδιοποιούμαι|κατακτώ|κερδίζω|οικειοποιούμαι καταλήγω|1 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω καταλήγω να χρησιμοποιήσω|1 -|αναζητώ ασφάλεια|κάνω έκκληση|καταλήγω να χρησιμοποιήσω|καταφεύγω|προσφεύγω κάπου καταλαβαίνω|3 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω καταλαλώ|1 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω καταλαμβάνω|1 -|αρπάζω|κατέχω|κατακτώ|καταλαμβάνω|πιάνω|πιάνω χώρο καταλύω|1 -|ανατρέπω|αφανίζω|καταλύω|καταργώ|καταστρέφω|φθείρω καταμέτρηση|1 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός καταμερισμός|1 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός καταμεσήμερο|1 -|γέμα|καταμεσήμερο|μεσημέρι|μεσημβρία καταμεσής|1 -|ανάμεσα|αναμεταξύ|ενδιαμέσως|καταμεσής|μεταξύ κατανίκηση|1 -|άθλος|επιτυχία|θρίαμβος|κατανίκηση|μεγαλούργημα|νίκη καταναλωτής|1 -|αγοραστής|καταναλωτής|πελάτης|ψωνιστής καταναλώνω|1 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω κατανικώ|3 -|εκμηδενίζω|καταβάλλω|κατανικώ|κατατροπώνω|νικώ|υπερισχύω -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω κατανομή|1 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός κατανοώ|1 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω καταντώ|1 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω καταξεσχίζω|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι καταξοδεύω|1 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω καταξοδιάζω|1 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω καταπίνω|1 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω καταπιέζω|2 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ καταπλήσσω|1 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ καταπληκτικός|2 -|αγαστός|αξιοθαύμαστος|επίφθονος|θαυμαστός|καταπληκτικός -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης καταπλημμύρηση|1 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός καταπνίγω|1 -|καταπνίγω|καταστέλλω|πνίγω τελειωτικά καταποδιαστά|1 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα καταποτήρας|1 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί καταπραΰνω|1 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ καταπόδι|1 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα καταραμένος|1 -|αναθεματισμένος|αφορεσμένος|αφορισμένος|επικατάρατος|καταραμένος καταργώ|1 -|ανατρέπω|αφανίζω|καταλύω|καταργώ|καταστρέφω|φθείρω καταριέμαι|1 -|αναθεματίζω|αποκηρύσσω|αφορίζω|κακοτυχίζω|καταριέμαι καταρρίπτω|2 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω καταρτίζω|1 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ καταρχάς|1 -|αρχικά|αρχικώς (λογ.)|εν πρώτοις (λογ.)|καταρχάς (λογ.)|πρώτα- πρώτα (καθ.) κατασκευάζω|1 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω κατασπαράζω|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι κατασπατάληση|1 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση κατασπιλώνω|1 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω καταστάλαγμα|1 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα καταστέλλω|1 -|καταπνίγω|καταστέλλω|πνίγω τελειωτικά κατασταλάζω|1 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω καταστενοχωρώ|1 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ καταστηματάρχης|1 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής καταστρέφω|2 -|ανατρέπω|αφανίζω|καταλύω|καταργώ|καταστρέφω|φθείρω -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω καταστρεπτικός|1 -|αθεράπευτος|ανήκεστος|ανίατος|ανεπανόρθωτος|καταστρεπτικός|φοβερός καταστροφή|2 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός καταστρώνω|1 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ κατατάσσω|1 -|επιστρατεύω|ιεραρχώ|κανονίζω|κατατάσσω|τακτοποιώ|ταξινομώ κατατοπίζω|1 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ κατατοπισμός|1 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι κατατρέχω|1 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ κατατρίβω|1 -|ασχολούμαι|γίνομαι έμπειρος|κατατρίβω|τρίβομαι κατατρεγμός|1 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή κατατροπώνω|1 -|εκμηδενίζω|καταβάλλω|κατανικώ|κατατροπώνω|νικώ|υπερισχύω κατατρώγω|1 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω κατατόπιση|1 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι καταυλισμός|1 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα καταφέρνω|1 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω καταφεύγω|1 -|αναζητώ ασφάλεια|κάνω έκκληση|καταλήγω να χρησιμοποιήσω|καταφεύγω|προσφεύγω κάπου καταφρονώ|1 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ καταφύγιο|2 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος -|άσυλο|απαραβίαστος χώρος|ευαγές ίδρυμα|καταφύγιο|φιλανθρωπικό ίδρυμα καταχεριά|2 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι καταχθόνιος|1 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης καταχνιά|1 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία καταχωνιάζω|1 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω καταχωρώ|1 -|αναγράφω|γράφω|εγγράφω|καταγράφω|καταχωρώ|περιγράφω καταχώνιασμα|1 -|αποσκέπασμα|απόκρυψη|καταχώνιασμα|κρύψιμο|παράχωμα|συγκάλυψη καταψύχω|1 -|αποξυλιάζω|καταψύχω|κρυσταλλιάζω|παγώνω|υπερψύχω|ψυχραίνω κατεβάζω|1 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω κατεβαίνω|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω κατεδάφιση|1 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο κατεδαφίζω|1 -|γκρεμίζω|κατεδαφίζω|ξεθεμελιώνω|ρίχνω|χαλώ κατελώ|1 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω κατεργάρης|1 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος κατεργάρικος|1 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος κατευθύνομαι|1 -|αποβλέπω|διευθύνομαι|κατευθύνομαι|πορεύομαι κατευνάζω|1 -|καθησυχάζω|κατευνάζω κατευοδώνω|1 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω κατευόδιο|1 -|καλοτάξιδος|κατευόδιο κατεύθυνση|1 -|κατεύθυνση|πορεία κατηγορηματικός|1 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός κατηγοριοποίηση|1 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση κατηγορώ|4 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω κατηφής|1 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος κατηφορίζω|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω κατηφοριά|1 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα κατηφόρισμα|1 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα κατοικία|1 -|κατοικία|οίκος|οικεία|πολυκατοικία|σπίτι κατοικίδιος|1 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος κατοικώ|1 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω κατολίσθηση|1 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα κατοπινός|2 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος κατορθώνω|1 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω κατοχή|1 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση κατοχυρώνω|1 -|ασφαλίζω|διασφαλίζω|εξασφαλίζω|θωρακίζω|κατοχυρώνω|σιγουράρω κατρακυλώ|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω κατσιπόδης|1 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό κατσουφιασμένος|1 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος κατσούφης|1 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος κατωφέρεια|1 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα κατόπι|1 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα κατόπιν|1 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον κατόρθωμα|1 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά καυτερός|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός καυτηριάζω|2 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω καυτός|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός καυχησιά|1 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή καυχησιάρης|1 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος καυχιέμαι|1 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι καφέα|1 -|αφέψημα|καφέα|καφές|καφεόδεντρο|μαυροζούμι καφές|1 -|αφέψημα|καφέα|καφές|καφεόδεντρο|μαυροζούμι καφεόδεντρο|1 -|αφέψημα|καφέα|καφές|καφεόδεντρο|μαυροζούμι καχεκτικός|1 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός καψαλίζω|2 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι καψερός|2 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος καψώνω|1 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι καύση|1 -|κάψιμο|καύση καύσωνας|1 -|ζέστα|ζέστη|θερμότητα|κάψα|καύσωνας|λάβρα καύχημα|1 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή κελάηδημα|1 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος κελάρι|1 -|αμπάρι|ανήλιο|αποθήκη|κελάρι|κρασοβόλι κελαηδισμός|1 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος κελαηδώ|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω κελεπούρι|1 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο κελιώτης|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος κεντίδι|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα κεντρί|1 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα κεντρίζω|1 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ κεντώ|1 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ κενότητα|1 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα κεραυνός|1 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα κεραυνώνω|1 -|αποσβολώνω|αποστομώνω|αφοπλίζω|βουβαίνω|κεραυνώνω|φιμώνω κερδίζω|1 -|αποκτώ|ιδιοποιούμαι|κατακτώ|κερδίζω|οικειοποιούμαι κερνώ|1 -|κερνώ|οινοχοώ|προσφέρω|τρατάρω|φιλεύω κεφάλαιο|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα κεφαλίδα|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα κεφαλόπονος|1 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα κεχριμπαρένιος|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός κηλίδα|1 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος κηλιδώνω|2 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω κηπευτός|1 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος κηρύττω|1 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω κηφήνας|2 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης κινηματογραφικό έργο|1 -|κινηματογραφικό έργο|λουρίδα|ταινία κινητός|1 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος κιοτής|1 -|άτολμος|δειλός|κιοτής κιτρίνισμα|1 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα κιότεμα|1 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία κλάδος|1 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο κλάσμα|1 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα κλάψα|1 -|Κακά λόγια ή καλά (Ν/Α)|Κλάψα|Συνέστιμα για τον άλλο (Ν/Α) κλάψιμο|1 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός κλέφτης|2 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας κλέψιμο|1 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία κλήμα|1 -|άμπελος|αμπέλι|αμπελοφυτεία|αμπελώνας|κλήμα κλήρος|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη κλήρωση|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη κλίμα|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα κλίμακα|1 -|διαβάθμιση|κλίμακα|σκάλα|σκαλοπάτια κλίση|1 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς κλαίω|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι κλαμός|1 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός κλασικός|1 -|άριστος|αναγνωρισμένος|κλασικός κλασματικός αριθμός|1 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα κλείδωση|1 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος κλείνω|2 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω -|αμπαρώνω|ασφαλίζω|κλείνω|κλειδώνω|μανταλώνω|συρταρώνω κλείσιμο|1 -|αποκλεισμός|κλείσιμο κλειδώνω|1 -|αμπαρώνω|ασφαλίζω|κλείνω|κλειδώνω|μανταλώνω|συρταρώνω κλειστός|2 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής κλεφτός|1 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης κλεψιά|1 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία κληρικός|1 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος κληρονομιά|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη κληρονομικός|1 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος κληρουχία|1 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός κλονιζόμενος|1 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής κλωθογυρίζω|1 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ κλύδωνας|1 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά κοίλωμα|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος κοίτασμα|1 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση κοιλαδερφός|1 -|αδελφός|κοιλαδερφός|ομογάλακτος|ομογάστριος|ομομήτριος|σύγγονος κοιλιοδουλία|1 -|αδηφαγία|γαστριμαργία|κοιλιοδουλία|πολυφαγία κοιλότητα|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος κοιμάμαι|1 -|κοιμάμαι|πεθαίνω κοινοβιάτης|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος κοινολογώ|1 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ κοινοποίηση|1 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση κοινοποιώ|1 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ κοινοπρακτώ|1 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ κοινωνία|1 -|άνθρωποι|ανθρωπότητα|κοινωνία|κοσμάκης|κόσμος κοινωνός|1 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος κοινός|1 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός κοιτάζω|1 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω κοιτάζω ολόγυρα|1 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου κοκκινίζω|1 -|ζεσταίνω|θερμαίνω|κοκκινίζω|πυρακτώνω|πυρώνω|φλογίζω κοκορεύομαι|1 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι κολίγας|1 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος κολακεύω|1 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι κολασμένος|1 -|αδικητής|αμαρτωλός|ανήθικος|κολασμένος|κριματισμένος|παραβάτης κολεός|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος κολιγιακός|1 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός κολικιάζω|1 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ κολλητά|1 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά κολοσσιαίος|1 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος κολοσσός|1 -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός κομεντί|1 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα κομμάτι|3 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο -|κομμάτι|κόμμα|μέρος όλου|πολιτική μερίδα|σημείο στίξης|τεμάχιο κομματιάζω|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι κομμουνιστής|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός κομπίνα|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη κομπανία|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά κομπασμός|1 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια κομπαστής|1 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος κομπλιμενταδόρος|1 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή κομπλιμεντόζος|1 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή κομπογιαννίτης|1 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος κομψογράφος|1 -|καλλιγράφος|κομψογράφος κονάκι|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα κονιοποιώ|1 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω κονιορτός|1 -|κονιορτός|κόνις|ξηρίο|πούλβερη|σκονάκι|σκόνη κοντά|1 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά κοντοβασίλεμα|1 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο κοντράστο|1 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο κοπή|1 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων κοπαδιαστά|1 -|αγεληδόν|αθρόα|κοπαδιαστά|σωρηδόν κοπελιά|1 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη κοπιάζω|2 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση κοπιάρω|1 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω κοπριά|1 -|κοπριά|λίπασμα κοπρόσκυλο|1 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος κοράσι|1 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη κορίτσι|1 -|έξυπνη γυναίκα|θηλυκό|κορίτσι|κόρη κορακίστικος|1 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός κορδωμένος|1 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος κορδωτός|1 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης κορδώνομαι|2 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι κορμοστασιά|1 -|ανάστημα|ηθικό έρεισμα|κορμοστασιά|μπόι|ύψος κοροϊδία|1 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη κοροϊδίστικα|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι κοροϊδεύω|1 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω κοσμάκης|1 -|άνθρωποι|ανθρωπότητα|κοινωνία|κοσμάκης|κόσμος κοσμοαγάπητος|1 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός κοσμοναύτης|1 -|αστροναύτης|διαστημάνθρωπος|κοσμοναύτης κοσμοπλημμύρα|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση κοσμοσυρροή|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση κοσμώ|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω κοστιστικός|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά κουβέντα|1 -|διάλογος|κουβέντα|συζήτηση|συνομιλία κουβαλιέμαι|1 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω κουβεντιάζω|1 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι κουλουριάζω|1 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ κουλουριασμένος|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος κουλούρα|1 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι κουλτούρα|1 -|κουλτούρα|πολιτισμός κουμπάρος|1 -|ανάδοχος|εγγυητής|κουμπάρος|νουνός|ονοματοθέτης|σύντεκνος κουμπούρας|2 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο κουνάβι|1 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός κουνώ|1 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω κουνώ βίαια|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω κουνώ δυνατά|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω κουπόνι|1 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα κουράγιο|1 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη κουράρω|1 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω κουραμάνα|1 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί κουραστικός|1 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός κουρνιάζω|1 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω κουροφέξαλα|1 -|αερολογήματα|ανοησίες|αρλούμπες|κουροφέξαλα|κουταμάρες|σαχλαμάρες κουσούρι|2 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό κουστούμι|1 -|ένδυμα|ενδυμασία|κουστούμι|περίβλημα|ρούχο|φόρεμα κουστωδία|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά κουταμάρες|1 -|αερολογήματα|ανοησίες|αρλούμπες|κουροφέξαλα|κουταμάρες|σαχλαμάρες κουτούτσικος|1 -|αγαθιάρης|απλοϊκός|απονήρευτος|ευκολόπιστος|κουτούτσικος|χαζούλης κουτρουβαλώ|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω κουτσομπολεύω|1 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω κουφάρι|1 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός κοχλίας|1 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή κούκλος|1 -|γοητευτικός|κούκλος|ωραίος|όμορφος κούνημα|1 -|αιώρηση|κούνημα|μετεώρισμα|ταλάντευση|τραμπάλισμα κούρσα|1 -|αμάξι|αυτοκίνητο|κούρσα|τροχοφόρο|όχημα κούτσουρο|2 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο κούφιος|1 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης κράζω|1 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω κράτηση|1 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση κράτος|1 -|αρχή|εγκατεστημένος|καθεστώς|κράτος|πολίτευμα|πολιτεία κρέμομαι|1 -|αιωρούμαι|επικρέμομαι|κρέμομαι κρίκος|1 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι κρίμα|1 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα κρίνω ορθά|1 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω κρίση|1 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα κραδαίνω|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω κρασοβόλι|1 -|αμπάρι|ανήλιο|αποθήκη|κελάρι|κρασοβόλι κρασοκανάτας|1 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής κραταιός|2 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός κρατητά|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ κρατιέμαι|1 -|κρατιέμαι|συγκρατούμαι κρατούμενος|1 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος κρατώ|2 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ κραυγάζω|2 -|αλαλάζω|ενθουσιάζομαι|κραυγάζω|φωνάζω δυνατά -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω κρεβατωμένος|1 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος κρεμάλα|1 -|αγχόνη|απαγχονισμός|βρόχος|κρεμάλα|φούρκα|φούρκισμα κρηπίδα|1 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο κρηπίδωμα|1 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο κρησάρα|1 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα κρησφύγετο|1 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος κριματισμένος|1 -|αδικητής|αμαρτωλός|ανήθικος|κολασμένος|κριματισμένος|παραβάτης κριτικάρω|1 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω κροίσος|1 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος κροκάτος|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός κροκής|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός κρυπτός|1 -|κρυπτός|κρυφός|λαθραίος|μυστικός κρυσταλλιάζω|1 -|αποξυλιάζω|καταψύχω|κρυσταλλιάζω|παγώνω|υπερψύχω|ψυχραίνω κρυφάκουσμα|1 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση κρυφός|2 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός -|κρυπτός|κρυφός|λαθραίος|μυστικός κρυψώνας|1 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος κρύβω|1 -|αποκρύπτω|αποσιωπώ|αποσκεπάζω|κρύβω|παραλείπω|συγκαλύπτω κρύος|2 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός κρύψιμο|1 -|αποσκέπασμα|απόκρυψη|καταχώνιασμα|κρύψιμο|παράχωμα|συγκάλυψη κτήση|1 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση κυανό χρώμα|1 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός κυβερνήτης|2 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος κυβερνώ|1 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω κυκλικός|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος κυκλοτερής|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος κυκλώνω|1 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου κυκλώπειος|1 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος κυνήγημα|1 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή κυνήγι|1 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή κυνηγητό|1 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή κυνηγώ|1 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ κυνισμός|1 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά κυοφορία|1 -|γκάστρι|γκαστριά|εγκυμοσύνη|κυοφορία|κύηση κυρίαρχος|3 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος κυριεύω|1 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω κυριότητα|1 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση κυρτωμένος|2 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός -|καμπουριασμένος|καμπούρης|κυρτωμένος|κυρτός|κυφός|σγουμπός κυρτός|2 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός -|καμπουριασμένος|καμπούρης|κυρτωμένος|κυρτός|κυφός|σγουμπός κυρτώνω|1 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι κυφός|1 -|καμπουριασμένος|καμπούρης|κυρτωμένος|κυρτός|κυφός|σγουμπός κωλύω|1 -|εμποδίζω|κωλύω κωμικός|1 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός κωμωδία|1 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα κόβομαι|1 -|κόβομαι|σκίζομαι|σχάζομαι|χωρίζομαι κόκαλα|1 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός κόκκινος|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός κόκκος|1 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο κόλακας|1 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή κόλαφος|1 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι κόλπο|2 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία κόλπος|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος κόλπωση|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος κόμιση|1 -|άφιξη|έλευση|ερχομός|κόμιση κόμμα|1 -|κομμάτι|κόμμα|μέρος όλου|πολιτική μερίδα|σημείο στίξης|τεμάχιο κόμπιασμα|1 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα κόνις|1 -|κονιορτός|κόνις|ξηρίο|πούλβερη|σκονάκι|σκόνη κόπια|1 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση κόρδα|1 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή κόρδωμα|2 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια κόρη|2 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη -|έξυπνη γυναίκα|θηλυκό|κορίτσι|κόρη κόρφος|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος κόσκινο|1 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα κόσμημα|2 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα κόσμος|1 -|άνθρωποι|ανθρωπότητα|κοινωνία|κοσμάκης|κόσμος κότημα|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο κόφτης|1 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής κόψιμο|1 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων κύηση|1 -|γκάστρι|γκαστριά|εγκυμοσύνη|κυοφορία|κύηση κύκλος|1 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι κύρης|1 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής κύριο μέρος|1 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο κύριος|3 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος κύρτωμα|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος λάβρα|1 -|ζέστα|ζέστη|θερμότητα|κάψα|καύσωνας|λάβρα λάβρος|2 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος λάγνος|1 -|ηδυπαθής|λάγνος|φιλήδονος λάδι|1 -|έλαιο|λάδι λάθος|4 -|αβλέπτημα|αβλεψία|απροσεξία|λάθος|παρόραμα -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα -|ανακρίβεια|αναλήθεια|λάθος|παραδρομή|σφάλμα|ψέμα -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός λάκκος|1 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί λέγεται|1 -|διαδίδεται|διαθρυλείται|θρυλείται|λέγεται|λένε|φημολογείται λένε|1 -|διαδίδεται|διαθρυλείται|θρυλείται|λέγεται|λένε|φημολογείται λέρα|2 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος λήμμα|1 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα λήξη|1 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο λίγο-λίγο|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ λίγος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος λίμνη|1 -|λίμνη|λιμνούλα λίπασμα|1 -|κοπριά|λίπασμα λίστα|1 -|κατάλογος|κατάσταση|λίστα|ονομαστικό|ονοματολόγιο λαίλαπα|1 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά λαίμαργος|1 -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς λαβωματιά|1 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα λαβύρινθος|1 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία λαβώνομαι|1 -|λαβώνομαι|πληγώνομαι|τραυματίζομαι λαβώνω|1 -|λαβώνω|πληγώνω|τραυματίζω λαγάνα|1 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί λαδιά|1 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος λαθεμένος|1 -|ανακριβής|αναληθής|κίβδηλος|λαθεμένος|ψευδής|ψεύτικος λαθεύω|1 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω λαθραίος|1 -|κρυπτός|κρυφός|λαθραίος|μυστικός λακωνικός|1 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος λαλώ|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω λαμπάδα|1 -|δάδα|δαυλί|λαμπάδα λαμπίκος|1 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος λαμπικάρισμα|1 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο λαμπρός|2 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός λανθασμένος|1 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός λανσάρω|1 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω λαοφιλής|1 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός λασπιά|1 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό λασπουριά|1 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό λατρευτός|1 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος λατρεύω|1 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για λαυρίτης|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος λαχάνιασμα|1 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα λαχαίνει|1 -|γίνεται|λαχαίνει|συμβαίνει|συντελείται|τρέχει|τυχαίνει λαχανιάζω|1 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ λαχανόκηπος|1 -|ανθοκήπιο|ανθώνας|κήπος|λαχανόκηπος|μπαξές|περιβόλι λαχείο|1 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο λαχνός|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη λαχταρά|2 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς λαός|1 -|έθνος|γένος|λαός|μιλέτι|ράτσα|φυλή λείος|1 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός λείπω|1 -|απουσιάζω|δε συμμετέχω|δεν παραβρίσκομαι|δεν υπάρχω|είμαι απών|λείπω λεβέντης|1 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος λεγάμενος|1 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος λειψάδα|1 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα λειψός|2 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος λεκές|1 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος λεκιά|1 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος λεκιασμένος|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός λεκτικός τρόπος|1 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος λεμονής|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός λεπτότητα τρόπων|1 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή λερωμένος|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός λερός|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός λευΐτης|1 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος λευκάτος|1 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος λευκόχρωμος|1 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος λευτέρωμα|1 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία λευτερώνω|1 -|απελευθερώνω|ελευθερώνω|λευτερώνω λεφούσι|1 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο λεφτά|1 -|έντονος|ηχηρός|λεφτά|παράς|σκαστός|χρήμα λεφτάς|1 -|ευκατάστατος|εύπορος|λεφτάς|παραδούχος|πλούσιος λεύτερος|1 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος λημέρι|1 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος λημεριάζω|1 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω λησμονώ|1 -|απαρνιέμαι|αποκηρύσσω|απορρίπτω|αρνιέμαι|εγκαταλείπω|λησμονώ λιακάδα|1 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος λιβανίζω|1 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι λιβανιστής|1 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή λιγοστός|1 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός λιγοψυχιά|1 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία λιγόποσος|1 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός λιμάνι|1 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος λιμενίζομαι|1 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω λιμενίζω|1 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω λιμνούλα|1 -|λίμνη|λιμνούλα λιοντάρι|1 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος λιονταρόψυχος|1 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός λιπόθριξ|1 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός λιτός|3 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός λιόβγαλμα|1 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη λογάρι|1 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα λογίζομαι|1 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ λογαριάζω|2 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ λογιάζω|1 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω λογισμικό|1 -|λογισμικό|πρόγραμμα (καθ.) λογομαχία|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία λοξομάτης|1 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης λοξός|2 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός -|δύστροπος|ζαβός|ιδιότροπος|λοξός|στραβός|στρεβλός λοξόφθαλμος|1 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης λουρίδα|1 -|κινηματογραφικό έργο|λουρίδα|ταινία λουστραρισμένος|1 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός λουστραριστός|1 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός λούσο|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα λυγισμένος|1 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός λυκόφως|2 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο -|αμφιλύκη|λυκόφως|σκιόφως λυμένος|2 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος -|άδετος|αδέσμευτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήρητος|ελεύθερος|λυμένος λυπάμαι|2 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ -|λυπάμαι|οικτίρω|σπλαχνίζομαι|σπλαχνιέμαι|συμπονώ|ψυχοπονώ λυπηρός|1 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος λυπησιά|1 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή λυπητερός|1 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος λυσιτελής|1 -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος λυτό|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο λόγιο|1 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό λόγος|3 -|αγόρευση|δημηγορία|διάλεξη|εκφώνηση λόγου|λόγος|ομιλία -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό λύνω|1 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω λύπη|2 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς λύπηση|1 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή λύτρωση|1 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία μάγκας|1 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι μάζεμα|2 -|ελάττωση|μάζεμα|μίκρεμα|περιορισμός|συστολή|σύμπτυξη -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη μάζωμα|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη μάθηση|1 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι μάκενα|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη μάκρος|1 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος μάλωμα|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία μάνα|1 -|μάνα|μαμά|μανούλα|μητέρα μάντεμα|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο μάρτυρας|1 -|θεατής|μάρτυρας|μπανιστηριτζής μάστορας|1 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος μάστορης|1 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος μάταιος|1 -|ανώφελος|ηλίθιος|μάταιος μάχη|1 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός μάχομαι|1 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση μέγαρο|1 -|ανάκτορο|βασιλόσπιτο|μέγαρο|μέλαθρο|παλάτι|σεράι μέγας|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος μέγας πλούτος|1 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα μέγιστος|1 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος μέθυσος|1 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής μέλαθρο|1 -|ανάκτορο|βασιλόσπιτο|μέγαρο|μέλαθρο|παλάτι|σεράι μέλημα|1 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα μέλπω|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω μέμφομαι|2 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω μένω|1 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω μένω εργένης|1 -|απομονώνομαι|καλογερεύω|μένω εργένης|μονάζω μέριμνα|1 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα μέρος|3 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο μέρος αυτιού|1 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή μέρος πρύμνης|1 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι μέρος πόρτας|1 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι μέρος σελίδας|1 -|ηλεκτρική μπαταρία|μέρος σελίδας|πλάκα|στήλη μέρος σώματος|1 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος μέρος όλου|1 -|κομμάτι|κόμμα|μέρος όλου|πολιτική μερίδα|σημείο στίξης|τεμάχιο μέτοχος|1 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος μήνας|1 -|μήνας|τριακονθήμερο μήτρα|1 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα μίασμα|1 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό μίκρεμα|1 -|ελάττωση|μάζεμα|μίκρεμα|περιορισμός|συστολή|σύμπτυξη μαέστρος|1 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος μαγάρα|1 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό μαγαζάκι|1 -|εμπορικό|κατάστημα|μαγαζάκι|μαγαζί μαγαζί|1 -|εμπορικό|κατάστημα|μαγαζάκι|μαγαζί μαγαρισιά|1 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό μαγεία|1 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη μαγευτικός|1 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός μαγνήτης|1 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη μαζεμένος|1 -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης μαζεύομαι|1 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω μαζεύω|1 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω μαζικός|1 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός μαθαίνω|2 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω μαιτρ|1 -|αριστοτέχνης|αρτίστας|δεξιοτέχνης|καλλιτέχνης|μαιτρ|μερακλής μακάριος|1 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος μακαρίζω|1 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ μακριά|1 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω μακροβούτι|1 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα μακροοικονομία|1 -|μακροοικονομία|οικονομία μαλαγάνας|1 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή μαλακός|2 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός μαλθακός|1 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός μαλθακότητα|1 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή μαλλιοτράβηγμα|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία μαμά|1 -|μάνα|μαμά|μανούλα|μητέρα μαμούδι|1 -|έντομο|ζουζούνι|ζούδι|ζωύφιο|μαμούδι|μαμούνι μαμούνι|1 -|έντομο|ζουζούνι|ζούδι|ζωύφιο|μαμούδι|μαμούνι μανούβρα|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη μανούλα|1 -|μάνα|μαμά|μανούλα|μητέρα μαντάτο|1 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι μανταλώνω|1 -|αμπαρώνω|ασφαλίζω|κλείνω|κλειδώνω|μανταλώνω|συρταρώνω μαντατεύω|1 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω μαντατοφόρος|1 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος μαράζι|2 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς μαραφέτι|1 -|εργαλείο|μαραφέτι|σκεύος|σύνεργο|όργανο μαρινάριος|1 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης μαρμαρένιος|1 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος μαρνέρος|1 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης μαρτυρία|1 -|εναπόθεση|κατάθεση|μαρτυρία|ομολογία|παράδοση όπλων|τοποθέτηση μασκαραλίκι|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος μαστίζομαι|1 -|βασανίζομαι|μαστίζομαι|ταλανίζομαι μαστοράτζα|1 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος μαστορεύω|1 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω μασώ|1 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω ματαίωση|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα ματαιόφρονος|1 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος μαυρίζω|1 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω μαυρίλα|1 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή μαυροζούμι|1 -|αφέψημα|καφέα|καφές|καφεόδεντρο|μαυροζούμι μαϊτάπι|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη μείωση|1 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση μεγάλη προσπάθεια|1 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός μεγάλο πλήθος|1 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα μεγάλωμα|1 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός μεγαλαυχία|1 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια μεγαλοφυής|1 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος μεγαλούργημα|2 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά -|άθλος|επιτυχία|θρίαμβος|κατανίκηση|μεγαλούργημα|νίκη μεγαλόπρεπος|1 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος μεγαλόσωμος|1 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος μεγαλώνω|3 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω μεγεθύνω|1 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω μεθοκόπος|1 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής μειλίχιος|1 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός μειονέκτημα|1 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό μελέτη|1 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα μελαγχολία|1 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή μελαγχολώ|1 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ μελανάδα|1 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος μελανιά|1 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος μελετώ|2 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ μελωδία|1 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος μελωδικότητα|1 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση μελωδώ|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω μεμονωμένος|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός μεράκι|1 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς μερέντι|1 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο μερίδα|2 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα μερίδιο|2 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα μερακλής|1 -|αριστοτέχνης|αρτίστας|δεξιοτέχνης|καλλιτέχνης|μαιτρ|μερακλής μερεύω|1 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ μερμήγκι|1 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος μερμήγκια|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση μερτικό|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη μερώνω|1 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ μεσαίο τμήμα εντόμων|1 -|αμυντικό περίβλημα|θώρακας|μεσαίο τμήμα εντόμων|προστατευτικό μέσο|στήθος μεσημέρι|1 -|γέμα|καταμεσήμερο|μεσημέρι|μεσημβρία μεσημβρία|1 -|γέμα|καταμεσήμερο|μεσημέρι|μεσημβρία μεσολάβηση|1 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός μεσουρανώ|1 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω μεστός|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων μετά|2 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον μετέπειτα|1 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον μεταβάλλω|1 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ μεταβιβάζω|1 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ μεταβολή|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση μεταγενέστερα|2 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον μεταγράφω|1 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω μεταδότης|1 -|αγωγός|διοχετευτής|μεταδότης|μεταφορέας|οδηγός μετακινώ|1 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω μετακόμιση|1 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα μεταμορφωμένος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος μεταμορφώνω|1 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ μεταμόρφωση|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση μετανάστευση|1 -|αποδημία|εκπατρισμός|μετανάστευση|μισεμός|ξενίτεμα|ξενιτεμός μετανάστης|1 -|έκδημος|αποδημητής|απόδημος|μετανάστης|μισεμένος|ξενιτεμένος μεταναστεύω|1 -|αποδημώ|εκδημώ|εκπατρίζομαι|μεταναστεύω|μισεύω|ξενιτεύομαι μετανοώ|1 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω μεταξύ|1 -|ανάμεσα|αναμεταξύ|ενδιαμέσως|καταμεσής|μεταξύ μεταπράτης|1 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής μεταρρυθμίζω|1 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω μεταρρυθμιστής|1 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος μεταρρύθμιση|2 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία μεταρσίωση|1 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση μετατοπίζω|1 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω μετατροπή|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση μεταφορά|1 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα μεταφορέας|1 -|αγωγός|διοχετευτής|μεταδότης|μεταφορέας|οδηγός μεταφράζω|1 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω μετεξετάζω|1 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ μετεώρισμα|1 -|αιώρηση|κούνημα|μετεώρισμα|ταλάντευση|τραμπάλισμα μετοχάρης|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος μετριοπαθής|1 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος μετρώ|1 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω μη βαθμολογημένος|1 -|αβαθμολόγητος|αγραδάριστος|ακατάτακτος|μη βαθμολογημένος μη διαιρέσιμος|1 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος μη μόνιμος|1 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός μη προβλεπόμενος|1 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός μηνιαία επιχορήγηση|1 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση μηνυτής|1 -|εγκαλεστής|ενάγων|κατήγορος|μηνυτής μηνύω|1 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω μητέρα|1 -|μάνα|μαμά|μανούλα|μητέρα μηχανικός|1 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος μικροπωλητής|1 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής μικροψυχία|1 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία μικροψυχώ|1 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ μικρός|1 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία μικρότητα|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος μιλέτι|1 -|έθνος|γένος|λαός|μιλέτι|ράτσα|φυλή μιλώ|1 -|αγορεύω|βγάζω λόγο|δημηγορώ|μιλώ|ρητορεύω μιμητής|1 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι μιμούμαι|1 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω μισεμένος|1 -|έκδημος|αποδημητής|απόδημος|μετανάστης|μισεμένος|ξενιτεμένος μισεμός|1 -|αποδημία|εκπατρισμός|μετανάστευση|μισεμός|ξενίτεμα|ξενιτεμός μισερός|1 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος μισεύω|2 -|αποδημώ|εκδημώ|εκπατρίζομαι|μεταναστεύω|μισεύω|ξενιτεύομαι -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω μισητός|1 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός μισθός|1 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή μισιακός|1 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός μισοτιμής|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι μισός|1 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος μισώ|1 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι μνήστευση|1 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή μνηστεία|1 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή μοίρα|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη μοίρασμα|1 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός μοιράδι|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη μοιραίος|1 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος μοιρασιά|1 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός μολόγημα|1 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία μονάζω|1 -|απομονώνομαι|καλογερεύω|μένω εργένης|μονάζω μοναδικός|2 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός μοναρχία|1 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα μοναστής|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος μοναχικός|2 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος -|μονάχος|μοναχικός|μόνος μοναχός|3 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος -|μονάχος|μοναχικός|μόνος μονοιάζω|1 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω μονοκοπανιά|1 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς μονοκρατορία|1 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα μονομιάς|1 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς μοντέρνος|1 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος μοντερνισμός|1 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία μοντερνιστής|1 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος μονωδώ|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω μονωμένος|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός μονότονος|1 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός μονώνω|1 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω μορμολύκειο|1 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα μορφή|1 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα μορφώνομαι|1 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ μορφώνω|1 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ μου αρέσει|1 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για μουγκός|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων μουντζαλιά|1 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος μουντζουρωμένος|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός μουντζούρα|2 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος μουντός|1 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός μουσικότητα|1 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση μουστέλα|1 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός μουτρωμένος|1 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος μουχρός|1 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός μούργα|1 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα μούσα|1 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος μούτος|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων μούτσος|1 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης μούχρωμα|1 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο μπάζα|1 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα μπάτσος|2 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι μπέκρος|1 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής μπίζνες|1 -|αγοραπωλησία|αλισβερίσι|δοσοληψία|μπίζνες|νταραβέρι|συναλλαγή μπίλμετζες|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο μπαγκάζια|1 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα μπαμπάκας|1 -|μπαμπάκας|μπαμπάς|πατέρας|πατερούλης μπαμπάς|2 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής -|μπαμπάκας|μπαμπάς|πατέρας|πατερούλης μπαμπέσικος|1 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος μπαμπεσιά|1 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία μπανιστηριτζής|1 -|θεατής|μάρτυρας|μπανιστηριτζής μπαξές|1 -|ανθοκήπιο|ανθώνας|κήπος|λαχανόκηπος|μπαξές|περιβόλι μπατάλικος|1 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος μπατάρω|1 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω μπεκιάρης|1 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος μπεκρής|1 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής μπεκροκανάτας|1 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής μπεκρούλιακας|1 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής μπεκρόμουτρο|1 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής μπελάς|2 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα μπερεκετλίδικος|1 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς μπιζού|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα μπιστεμένος|1 -|έμπιστος|αξιόπιστος|μπιστεμένος|μπιστικός|πιστός|φερέγγυος μπιστικός|1 -|έμπιστος|αξιόπιστος|μπιστεμένος|μπιστικός|πιστός|φερέγγυος μπιχλιμπίδι|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα μπλόφα|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη μποέμ|1 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος μποεμισμός|1 -|αλητεία|μποεμισμός|περιπλάνηση|ρεμπέλεμα|σουρτούκεμα μπολιασμένος|1 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος μπουκαπόρτα|1 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης μπουλούκι|1 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο μπουρζουαζία|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα μπουχτίζω|1 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι μπούρτζι|1 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο μπράβος|1 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι μπριόζος|1 -|έξυπνος|μπριόζος|ξυλάκι|οινόπνευμα|πυρείο|σπίρτο μπροστάρης|1 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός μπόι|1 -|ανάστημα|ηθικό έρεισμα|κορμοστασιά|μπόι|ύψος μπόλικος|2 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός μπόρα|1 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός μυαλωμένος|1 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος μυζώ|1 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ μυθικός|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος μυριόπλουτος|1 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος μυστήριο|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο μυστηριώδης|2 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος μυστικοπάθεια|1 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση μυστικός|1 -|κρυπτός|κρυφός|λαθραίος|μυστικός μυτερή άκρη|1 -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια μυτερώνω|1 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω μυχός|1 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος μόνιμος|3 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος μόνος|2 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος -|μονάχος|μοναχικός|μόνος μόριο|2 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο μόρτης|1 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι μόρφωση|2 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση μύθος|1 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη μύτη|2 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια νέο|1 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι νέος|2 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος -|άγουρος|έφηβος|νέος|νεανίας|νεαρός νίκη|2 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά -|άθλος|επιτυχία|θρίαμβος|κατανίκηση|μεγαλούργημα|νίκη νίλα|2 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα ναρκισσεύομαι|1 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι ναυαγώ|1 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ ναυπήγημα|1 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό ναυς|1 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό ναυτίλος|1 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης ναυτικός|1 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης ναυτιλλόμενος|1 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης ναύαρχος|1 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος ναύτης|1 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης νεανίας|1 -|άγουρος|έφηβος|νέος|νεανίας|νεαρός νεαρός|1 -|άγουρος|έφηβος|νέος|νεανίας|νεαρός νεκρός|1 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης νεκρώνω|1 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι νεοφανής|1 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος νεποτισμός|1 -|Αναξιοκρατία|Ευνοιοκρατία (καθ.)|Νεποτισμός (καθ.) νεροποντή|1 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός νερόβραστος|1 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός νευρώδης|1 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος νεωτερισμός|1 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία νεωτεριστής|1 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος νεότατος|1 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος νηφαλιότητα|1 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα νικημός|1 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός νικητής|1 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής νικοτιανή|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο νικώ|3 -|εκμηδενίζω|καταβάλλω|κατανικώ|κατατροπώνω|νικώ|υπερισχύω -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω νιώθω|1 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω νοήμονας|1 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος νοητός|1 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός νοθεύω|1 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ νοιάσιμο|1 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα νοικοκυρεύω|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω νομή|1 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα νοσηλεύω|1 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω νοστιμίζω|1 -|αλατίζω|αρμυρίζω|νοστιμίζω|ξυλοκοπώ|παστώνω νοστιμούλης|1 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός νοσών|1 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος νουθέτηση|1 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη νουθεσία|1 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη νουθετώ|1 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ νουνός|1 -|ανάδοχος|εγγυητής|κουμπάρος|νουνός|ονοματοθέτης|σύντεκνος νούμερο|1 -|αριθμός|νούμερο|ποσότητα ντέρτι|1 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς νταραβέρι|1 -|αγοραπωλησία|αλισβερίσι|δοσοληψία|μπίζνες|νταραβέρι|συναλλαγή ντεμοντέ|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος ντεμπούτο|1 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη ντεραπάρισμα|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα ντερλικώνω|1 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω ντουμάνι|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο ντρέτος|1 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός ντροπή|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος ντροπαλός|1 -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης ντροπιάζω|1 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω ντρόπιασμα|1 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος ντόρος|2 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο νωθρός|1 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός νωθρότητα|1 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα νωπός|1 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος νωχέλεια|1 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα νόθευση|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση νόμιμος|1 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος νόμος|1 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια νόσημα|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση νόσος|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση νόστιμος|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων ξάστερα|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα ξάφνιασμα|2 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση ξένα|1 -|αλλοδαπή|εξωτερικό|ξένα|ξενιτιά ξένοιαστος|2 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος ξένος|4 -|άσχετος|αδιάφορος|αμέτοχος|απέχων|ξένος|ουδέτερος -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος ξέπεσμα|1 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση ξέρω|1 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω ξέσκεπος|2 -|αβούλωτος|ανοιχτός|απωμάτιστος|ασφράγιστος|ατάπωτος|ξέσκεπος -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα ξέσπασμα|1 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο ξέσφιχτος|2 -|αγανός|αραιοϋφασμένος|αραιός|ξέσφιχτος|χαλαρός -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός ξέχωμα|1 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο ξέχωρος|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός ξακουσμένος|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος ξακουστός|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος ξακρίζω|1 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω ξαλαφρώνω|2 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ ξαμολώ|2 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω ξανάνιωμα|1 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα ξαναβλέπω|1 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ ξαναβλασταίνω|1 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι ξαναγίνομαι|1 -|αναγεννώ|αναδημιουργώ|ξαναγίνομαι|ξαναγεννώ ξαναγεννώ|1 -|αναγεννώ|αναδημιουργώ|ξαναγίνομαι|ξαναγεννώ ξαναδυνάμωμα|1 -|ανάληψη|ανάρρωση|γέρεμα|γιάτρεμα|ξαναδυνάμωμα|ορθοπόδιση ξαναεξετάζω|1 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ ξαναζωντανεύω|1 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι ξανακαινουργώνω|1 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω ξανακοιτάζω|1 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ ξαναμέτρημα|1 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός ξαναπλάθω|1 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ ξαναπλάσιμο|1 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο ξανασυλλογιέμαι|1 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω ξαναχτίζω|1 -|ανεγείρω|ανιδρύω|ανοικοδομώ|ξαναχτίζω|οικοδομώ|χτίζω ξανοίγω|1 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ ξαπλωταριά|1 -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος ξαπλώνομαι|1 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι ξαπλώνω|3 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω ξαρρωστώ|1 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω ξαστεριά|1 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα ξαστοχώ|1 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω ξαφνιάζω|1 -|αιφνιδιάζω|ξαφνιάζω ξαφνικός|2 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος ξεγελιέμαι|1 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω ξεγεμίζω|1 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω ξεδιάντροπος|1 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος ξεδιαντροπιά|1 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά ξεδιπλώνω|1 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω ξεζουμίζω|1 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω ξεθεμελίωμα|1 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο ξεθεμελιώνω|1 -|γκρεμίζω|κατεδαφίζω|ξεθεμελιώνω|ρίχνω|χαλώ ξεθυμαίνω|1 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ ξεκάπιστρος|1 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος ξεκίνημα|4 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη ξεκαθαρίζω|1 -|αποσαφηνίζω|διευκρινίζω|εξηγώ|ξεκαθαρίζω ξεκαινούργωμα|1 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα ξεκινώ|1 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω ξεκινώντας|1 -|αρχικά|ξεκινώντας (Ν/Α)|στην αρχή (Ν/Α) ξεκουράζομαι|1 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι ξεκουράζω|1 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ ξεκούραση|1 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση ξεκόλλημα|1 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή ξελιποθυμώ|1 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω ξεμακραίνω|1 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω ξεμονάχιασμα|1 -|ακοινωνησία|ανεπιμιξία|απομονωτήριο|απομόνωση|αποξένωση|ξεμονάχιασμα ξεμοναχιάζω|1 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω ξεμπαρκάρισμα|1 -|αποβίβαση|απόβαση|κάθοδος|κατέβασμα|ξεμπαρκάρισμα ξεμπερδεύω|1 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι ξεμπλέκω|1 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι ξενίτεμα|1 -|αποδημία|εκπατρισμός|μετανάστευση|μισεμός|ξενίτεμα|ξενιτεμός ξενικός|1 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός ξενιτεμένος|1 -|έκδημος|αποδημητής|απόδημος|μετανάστης|μισεμένος|ξενιτεμένος ξενιτεμός|1 -|αποδημία|εκπατρισμός|μετανάστευση|μισεμός|ξενίτεμα|ξενιτεμός ξενιτεύομαι|1 -|αποδημώ|εκδημώ|εκπατρίζομαι|μεταναστεύω|μισεύω|ξενιτεύομαι ξενιτιά|1 -|αλλοδαπή|εξωτερικό|ξένα|ξενιτιά ξενοιάζω|1 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι ξενοιασιά|1 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά ξενομερίτης|1 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός ξενόγλωσσος|1 -|αλλοεθνής|αλλόγλωσσος|αλλόφυλος|απολίτιστος|βάρβαρος|ξενόγλωσσος ξενότροπος|1 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος ξενύχτημα|1 -|αγρύπνια|ακοιμησιά|αϋπνία|ξενύχτημα|ολονυκτία ξεπαράχωμα|1 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα ξεπαρθενεύω|1 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω ξεπαρμός|1 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή ξεπατίκωμα|1 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση ξεπατικώνω|1 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω ξεπεζεύω|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω ξεπεσμός|1 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση ξεπετιέμαι|1 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι ξεπούλημα|1 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο ξερίζωμα|1 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή ξεραΐλα|1 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια ξεροκαιριά|1 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια ξεσήκωμα|1 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση ξεσηκώνω|1 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω ξεσκέπασμα|1 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα ξεσκέπαστος|1 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα ξεσκαλίζω|1 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω ξεσκεπάζω|1 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω ξεσκοτίζομαι|1 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι ξεσκούφωτος|1 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα ξεσυνέρια|1 -|επιβουλή|ζήλια|ζηλοτυπία|ζηλοφθονία|ξεσυνέρια|φθόνος ξεσυνερίζομαι|1 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ ξετρυπώνω|1 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω ξετρύπωμα|1 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα ξετσίπωμα|1 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά ξετσίπωτος|1 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος ξετσιπωσιά|1 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά ξετυλίγω|1 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω ξεφεύγω|1 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ ξεφορτώνομαι|1 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι ξεφτέρι|1 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος ξεφωνίζω|1 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω ξεχωρίζω|1 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω ξεχωρισμένος|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός ξεχωριστός|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός ξηρά|2 -|έδαφος|γη|δάπεδο|ξηρά|φόντο|χώμα -|ήπειρος|γη|ξηρά|στεριά|υποδιαίρεση στερεάς γης|χέρσος ξηρίο|1 -|κονιορτός|κόνις|ξηρίο|πούλβερη|σκονάκι|σκόνη ξηρασία|1 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια ξινίζω|1 -|αλλοιώνομαι|ξινίζω|σαπίζω|χαλώ ξιπασιά|2 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια ξιπασμένος|2 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος ξοδεύω|1 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω ξοδιάζω|1 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω ξυλάκι|1 -|έξυπνος|μπριόζος|ξυλάκι|οινόπνευμα|πυρείο|σπίρτο ξυλοκοπώ|1 -|αλατίζω|αρμυρίζω|νοστιμίζω|ξυλοκοπώ|παστώνω ξυλόσπιτο|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα ξυπνητός|2 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός ξωμάχος|1 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης ξωμερίτης|1 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός ξόανο|1 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο ξόμπλι|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα ξύπνιος|2 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός ο εν εφεδρεία|1 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα οίηση|1 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια οίκος|1 -|κατοικία|οίκος|οικεία|πολυκατοικία|σπίτι οίστρος|1 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος οδηγία|1 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη οδηγητής|1 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός οδηγός|1 -|αγωγός|διοχετευτής|μεταδότης|μεταφορέας|οδηγός οδηγώ|1 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ οδισά|1 -|Οδισά οδυρμός|1 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός οδύρομαι|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι οιηματίας|1 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος οικεία|1 -|κατοικία|οίκος|οικεία|πολυκατοικία|σπίτι οικείο περιβάλλον|1 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα οικείος|1 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος οικειοποιούμαι|1 -|αποκτώ|ιδιοποιούμαι|κατακτώ|κερδίζω|οικειοποιούμαι οικειότητα|1 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη οικοδεσπότης|1 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής οικοδομώ|1 -|ανεγείρω|ανιδρύω|ανοικοδομώ|ξαναχτίζω|οικοδομώ|χτίζω οικονομία|1 -|μακροοικονομία|οικονομία οικονομική δυσχέρεια|1 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία οικοσκευή|1 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα οικουμενικός|1 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός οικτίρμονας|1 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος οικτίρω|2 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ -|λυπάμαι|οικτίρω|σπλαχνίζομαι|σπλαχνιέμαι|συμπονώ|ψυχοπονώ οικτρός|2 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος οιμωγή|1 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός οινοχοώ|1 -|κερνώ|οινοχοώ|προσφέρω|τρατάρω|φιλεύω οινόπνευμα|1 -|έξυπνος|μπριόζος|ξυλάκι|οινόπνευμα|πυρείο|σπίρτο οκνηρία|1 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα οκνηρός|2 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος οκνός|2 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης ολάκερος|1 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος ολιγάριθμος|1 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός ολιγωρία|1 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα ολοΰστερος|1 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος ολοκληρία|1 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο ολοκληρώνω|2 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω ολολυγή|1 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός ολονυκτία|1 -|αγρύπνια|ακοιμησιά|αϋπνία|ξενύχτημα|ολονυκτία ολοστρούμπουλος|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος ολοφυρμός|1 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός ολόγυρος|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος ολόκληρος|3 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος ολόκοντα|1 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά ολότελα|1 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε ολότητα|1 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο ομάλυνση|1 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι ομίχλη|1 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία ομαλιά|1 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι ομιλία|1 -|αγόρευση|δημηγορία|διάλεξη|εκφώνηση λόγου|λόγος|ομιλία ομιλητής|1 -|αγορητής|ομιλητής|ρήτορας ομιλητικός|1 -|αηδόνι|γλυκόφωνος|εύγλωττος|ομιλητικός|φλύαρος ομοίωμα|2 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση ομογάλακτος|1 -|αδελφός|κοιλαδερφός|ομογάλακτος|ομογάστριος|ομομήτριος|σύγγονος ομογάστριος|1 -|αδελφός|κοιλαδερφός|ομογάλακτος|ομογάστριος|ομομήτριος|σύγγονος ομολογία|1 -|εναπόθεση|κατάθεση|μαρτυρία|ομολογία|παράδοση όπλων|τοποθέτηση ομομήτριος|1 -|αδελφός|κοιλαδερφός|ομογάλακτος|ομογάστριος|ομομήτριος|σύγγονος ομορφαίνω|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω ομορφιά|1 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη ομοτονία|1 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση ομοφωνία|1 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση ομόλογος|1 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος ονειδίζω|1 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω ονομασία|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα ονομαστικό|1 -|κατάλογος|κατάσταση|λίστα|ονομαστικό|ονοματολόγιο ονομαστός|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος ονοματοθέτης|1 -|ανάδοχος|εγγυητής|κουμπάρος|νουνός|ονοματοθέτης|σύντεκνος ονοματολόγιο|1 -|κατάλογος|κατάσταση|λίστα|ονομαστικό|ονοματολόγιο οξύθυμος|1 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος οξύνους|1 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος οξύς|1 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος οπαδός|1 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι οπλίτης|1 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος οπλαρχηγός|1 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος οπλισμός|1 -|άρμα|έμβλημα|θωρακισμένο|οπλισμός|πολεμικό όχημα|τανκ οποτεδήποτε|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε οπτασία|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα οπτική|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα οπτιμισμός|1 -|αισιοδοξία|αισιοφροσύνη|οπτιμισμός οπτιμιστής|1 -|αίσιος|αισιόδοξος|ευνοϊκός|ευοίωνος|οπτιμιστής οπωσδήποτε|1 -|αμέσως|αμελλητί|ανυπερθέτως|εξάπαντος|οπωσδήποτε ορίζω|1 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω οργάνωση|1 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος οργή|1 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα οργίζομαι|2 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω οργανισμός|1 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος οργανώνω|2 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ ορθάνοιχτα|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα ορθοπόδιση|1 -|ανάληψη|ανάρρωση|γέρεμα|γιάτρεμα|ξαναδυνάμωμα|ορθοπόδιση ορθός|1 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός ορθότητα|2 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως ορισμένος|1 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός οριστικός|1 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος ορμέμφυτο|1 -|ένστικτο|ορμέμφυτο|παρόρμηση ορμή|1 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη ορμήνεμα|1 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη ορμήνια|1 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη ορμηνεύω|1 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ οροθέσιο|1 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο ορτάκης|1 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος ορφνός|1 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός ορχήστρα|1 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι ορόσημο|2 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο οσκρός|1 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα οστά|1 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός ουδέτερος|1 -|άσχετος|αδιάφορος|αμέτοχος|απέχων|ξένος|ουδέτερος ουδαμώς|1 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε ουδόλως|1 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε ουράνιος|1 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος ουράνιος θόλος|1 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα ουρανιο|1 -|Ουρανιο ουρανός|1 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα ουρλιάζω|1 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω ουσιαστικός|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων ουτιδανός|1 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία ουτοπία|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο ουτοπικός|1 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός οφίκιο|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα οχεία|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση οχετός|1 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί οχλοβοή|1 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία πάγιος|1 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος πάθηση|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση πάθος|1 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη πάλη|1 -|άθλημα|άμιλλα|αγώνισμα|πάλη|συναγωνισμός πάμπλουτος|1 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος πάμφθηνα|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι πάνδημος|1 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός πάντα|1 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε πάντοτε|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε πάραυτα|1 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς πάρσιμο|1 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή πάρτι|1 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση πάρωρα|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ πάστρα|1 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη πάτημα|2 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο πέλαγα|1 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός πέλαγος|1 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός πέμπω|1 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ πένθιμος|1 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος πένθος|2 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς πέρα|1 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω πέρας|1 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο πέτρωμα|1 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση πέφτω|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω πήδημα|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση πίκρα|1 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή πίνακας|1 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία παίνεμα|2 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος παίνιες|1 -|καλοτυχίσματα|παίνιες|παινέματα|συγχαρητήρια|συχαρίκια|συχαριάσματα παίρνω αίσθηση|1 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω παίρνω γνώμη|1 -|διαβάζω|ζητώ τα φώτα|παίρνω γνώμη|συμβουλεύομαι παγανό|1 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό παγερός|1 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός παγκόσμιος|1 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός παγόνι|1 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος παγώνω|1 -|αποξυλιάζω|καταψύχω|κρυσταλλιάζω|παγώνω|υπερψύχω|ψυχραίνω παθιάρης|1 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος παθιασμένος|1 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος παθών|1 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό παιγνίδι|1 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα παιδεύω|1 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω παινέματα|1 -|καλοτυχίσματα|παίνιες|παινέματα|συγχαρητήρια|συχαρίκια|συχαριάσματα παινεσιάρης|1 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος παλάντζας|1 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής παλάτι|1 -|ανάκτορο|βασιλόσπιτο|μέγαρο|μέλαθρο|παλάτι|σεράι παλαίμαχος|1 -|απόμαχος|απόστρατος|απότακτος|βετεράνος|παλαίμαχος|συνταξιούχος παλαβιάρης|1 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής παλαβός|1 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής παλαμίζω|1 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω παλαμιά|2 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι παλεύω|2 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση -|ανταγωνίζομαι|αντιμετωπίζω|παλεύω|συγκρούομαι|συναγωνίζομαι|συναντιέμαι παλικάρι|2 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός παλικαριά|1 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά παλινδρομή|1 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο παλιός|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος παλλαϊκός|1 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός παμβουπρασιακός α.ο. βάρδας|1 -|Παμβουπρασιακός Α.Ο. Βάρδας παμπάλαιος|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος παν|1 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο πανέμορφος|2 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος πανένδοξος|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος πανδέκτης|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη πανούργος|1 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός παντατίφ|1 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων παντοδύναμος|1 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός παντοτινά|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε παντοτινός|3 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός παντρειά|1 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση παντρεύομαι|1 -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι πανώγραμμα|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα παπάς|1 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος παπικός|1 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός παράγκα|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα παράγοντας|1 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα παράγω|1 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω παράδοξος|1 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος παράδοση|1 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο παράδοση όπλων|1 -|εναπόθεση|κατάθεση|μαρτυρία|ομολογία|παράδοση όπλων|τοποθέτηση παράκληση|2 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια παράκουλο|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο παράκτιος|1 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός παράλειψη γραμμάτων|1 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων παράλιος|1 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός παράλληλος|2 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος παράλογος|1 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής παράνομος|1 -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος παράξενος|1 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος παράπηγμα|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα παράπτωμα|2 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα παράς|1 -|έντονος|ηχηρός|λεφτά|παράς|σκαστός|χρήμα παράταιρος|1 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος παράταξη|2 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος παράταση προθεσμίας|1 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα παράτημα|1 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση παράτυπος|1 -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος παράχωμα|1 -|αποσκέπασμα|απόκρυψη|καταχώνιασμα|κρύψιμο|παράχωμα|συγκάλυψη παρέα|2 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά παρέμβαση|1 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός παρέπομαι|1 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι παρέχω τα μέσα για σπουδές|1 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ παραίνεση|1 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη παραβάλλω|1 -|αντιπαραθέτω|παραβάλλω|παραθέτω|συγκρίνω|συνδυάζω|συσχετίζω παραβάτης|1 -|αδικητής|αμαρτωλός|ανήθικος|κολασμένος|κριματισμένος|παραβάτης παραβγαίνω|1 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω παραβλέπω|1 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω παραβολή|1 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα παραβροντάκι|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο παραδοχή|1 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση παραδούχος|1 -|ευκατάστατος|εύπορος|λεφτάς|παραδούχος|πλούσιος παραδρομή|1 -|ανακρίβεια|αναλήθεια|λάθος|παραδρομή|σφάλμα|ψέμα παραθέτω|1 -|αντιπαραθέτω|παραβάλλω|παραθέτω|συγκρίνω|συνδυάζω|συσχετίζω παραθαλάσσιος|1 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός παραθυράκι|1 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης παραιτούμαι|2 -|απαρνιέμαι|αποστερούμαι|παραιτούμαι|στερούμαι|χάνω -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω παρακάλι|1 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι παρακάλια|1 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια παρακάμπτω|1 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ παρακινώ|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ παρακολουθώ|1 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω παρακολούθημα|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά παρακωλύω|1 -|απαγορεύω|αποτρέπω|δεσμεύω|εμποδίζω|παρακωλύω|παρεμποδίζω παραλία|1 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα παραλείπω|1 -|αποκρύπτω|αποσιωπώ|αποσκεπάζω|κρύβω|παραλείπω|συγκαλύπτω παραλιακός|1 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός παραλλαγμένος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος παραλληλισμός|1 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα παραμάντεμα|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο παραμορφώνω|1 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ παραμύθι|1 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία παρανομία|1 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα παρανομώ|1 -|αδικώ|ζημιώνω|παρανομώ|στρεψοδικώ|τιμωρώ άδικα παραξένεμα|1 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση παραξενιά|1 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα παραπλανητικός|1 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος παραποίηση|2 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση παραποιώ|1 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ παραπουλητό|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο παραπόρτι|1 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης παρασιτικά|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι παρασκευάζω|1 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ παρασκευασμένος|1 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος παραστατικός|1 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος παρατάσσω|1 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ παρατημένος|1 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος παρατηρητήριο|1 -|αγνάντεμα|βίγλα|βίγλισμα|επισκόπιση|παρατηρητήριο|περισκόπιση παρατηρητής|1 -|βιγλάτορας|παρατηρητής|σκοπός|φρουρός|φύλακας παραφράζω|1 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω παραφροσύνη|1 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος παραχρήμα|1 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς παρεκτροπή|1 -|άτοπη πράξη|απρέπεια|ασχημοσύνη|ατόπημα|παρεκτροπή παρελθόν|1 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία παρεμποδίζω|2 -|απαγορεύω|αποτρέπω|δεσμεύω|εμποδίζω|παρακωλύω|παρεμποδίζω -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ παρεμφερής|2 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος παρενοχλώ|1 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ παρεπόμενο|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά παρευθύς|1 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς παρηγορώ|1 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ παρθενιά|1 -|αγνεία|αγνότητα|παρθενία|παρθενιά παροιμία|1 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό παροπλίζω|1 -|ακινητοποιώ|δεσμεύω|παροπλίζω|σταθεροποιώ|σταματώ|στερεώνω παρορμώ|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ παροτρύνω|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ παρουσίαση|1 -|διαφήμιση|παρουσίαση|προέκταση|προβολή παρρησία|1 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη παρτέντζα|1 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό παρωρίτης|1 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό παρόμοιος|1 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος παρόραμα|1 -|αβλέπτημα|αβλεψία|απροσεξία|λάθος|παρόραμα παρόρμηση|1 -|ένστικτο|ορμέμφυτο|παρόρμηση πασκίζω|1 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι παστερίωση|1 -|απολύμανση|αποστείρωση|εξυγίανση|καθαρισμός|παστερίωση παστράδα|1 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη παστρεύω|1 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ παστρικάδα|1 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη παστρικοσύνη|1 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη παστώνω|1 -|αλατίζω|αρμυρίζω|νοστιμίζω|ξυλοκοπώ|παστώνω πασχίζω|1 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση πατέρας|2 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής -|μπαμπάκας|μπαμπάς|πατέρας|πατερούλης πατερούλης|1 -|μπαμπάκας|μπαμπάς|πατέρας|πατερούλης πατημασιά|1 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο πατικώνω|1 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω πατρίδα|2 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα -|γενέτειρα|ημεδαπή|πατρίδα πατρογονικός|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος πατώ|1 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω παχυλός|1 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς παχύδερμος|1 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος παχύς|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος παύση|1 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα παύω|2 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω πείθομαι|1 -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω πείθω|1 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω πείραγμα|2 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια πεδιαίος|1 -|καμπίσιος|πεδιαίος|πεδινός πεδινός|1 -|καμπίσιος|πεδιαίος|πεδινός πεζεύω|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω πεθαίνω|2 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι -|κοιμάμαι|πεθαίνω πεθαμένος|1 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης πειράζω|2 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω πελάτης|1 -|αγοραστής|καταναλωτής|πελάτης|ψωνιστής πελιδνός|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός πελώριος|1 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος πενία|1 -|ένδεια|ανέχεια|απορία|πενία|φτώχεια πεντάμορφος|1 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος πεποίθηση|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα περήφανος|1 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος περίβλημα|2 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός -|ένδυμα|ενδυμασία|κουστούμι|περίβλημα|ρούχο|φόρεμα περίγραμμα|1 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι περίδοξος|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος περίεργος|1 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος περίληψη|1 -|ανακεφαλαίωση|επιτομή|περίληψη|συγκεφαλαίωση|σύνοψη|σύνοψιση περίλυπος|1 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος περίμετρος|1 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι περίοδος|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα περίπαιγμα|1 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη περίπολος|1 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο περίπτυξη|1 -|αγκάλιασμα|ασπασμός|εναγκαλισμός|περίπτυξη|περιπλοκή περίφημος|1 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός περασμένα|1 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία περασμένος|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος περγαμηνή|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα περηφάνια|1 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή περηφανεύομαι|2 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι περιέρχομαι|1 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω περιέχω|1 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω περιαρπάζω|1 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω περιβόλι|1 -|ανθοκήπιο|ανθώνας|κήπος|λαχανόκηπος|μπαξές|περιβόλι περιγέλασμα|1 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη περιγελώ|1 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω περιγιάλι|1 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα περιγράφω|1 -|αναγράφω|γράφω|εγγράφω|καταγράφω|καταχωρώ|περιγράφω περιγραφή προσώπου|1 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία περιεκτικός|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων περιζώνω|1 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου περιθάλπω|1 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω περικαίω|1 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω περικαλύπτω|1 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω περικλαδώνω|1 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου περιλαμπάζω|1 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου περιληπτικός|1 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος περιορισμός|1 -|ελάττωση|μάζεμα|μίκρεμα|περιορισμός|συστολή|σύμπτυξη περιουσία|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα περιπαίζω|1 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω περιπλάνηση|1 -|αλητεία|μποεμισμός|περιπλάνηση|ρεμπέλεμα|σουρτούκεμα περιπλοκή|1 -|αγκάλιασμα|ασπασμός|εναγκαλισμός|περίπτυξη|περιπλοκή περιποιέμαι|1 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω περιποιούμαι|1 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω περιπτύσσομαι|1 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου περισαίνω|1 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι περισκοπώ|2 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ περισκόπιση|1 -|αγνάντεμα|βίγλα|βίγλισμα|επισκόπιση|παρατηρητήριο|περισκόπιση περισπασμός|1 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα περισσός|1 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς περιστάσεις|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα περιστατικός|1 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός περιστρέφω|1 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ περιτείχισμα|1 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο περιφέρεια|1 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι περιφανής|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος περιφερικός|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος περιφρονώ|2 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ πεσιμιστής|1 -|απαισιόδοξος|απελπισιάρης|πεσιμιστής|πικραντέρης πεταχτούλης|1 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός πετσοκόβω|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι πετυχαίνω|1 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω πηγάζω|1 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι πηγή|1 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα πηλαλώ|1 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω πιάνω|3 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω -|αιχμαλωτίζω|κατακρατώ|πιάνω|συλλαμβάνω -|αρπάζω|κατέχω|κατακτώ|καταλαμβάνω|πιάνω|πιάνω χώρο πιάνω χώρο|1 -|αρπάζω|κατέχω|κατακτώ|καταλαμβάνω|πιάνω|πιάνω χώρο πιέζω|1 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω πικραντέρης|1 -|απαισιόδοξος|απελπισιάρης|πεσιμιστής|πικραντέρης πικροαίματος|1 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός πιλατεύω|1 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ πινακίδα|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα πιστοποιητικό|1 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα πιστός|2 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός -|έμπιστος|αξιόπιστος|μπιστεμένος|μπιστικός|πιστός|φερέγγυος πιστότητα|1 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή πισωγύρισμα|1 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο πιτσιλιά|1 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος πλάθω|2 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω -|ανακατεύω|διαμορφώνω|ζυμώνω|πλάθω πλάι|1 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά πλάκα|1 -|ηλεκτρική μπαταρία|μέρος σελίδας|πλάκα|στήλη πλάνος|2 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος πλάτωμα|1 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι πλήγμα|1 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα πλήθεμα|1 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός πλήθος|1 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο πλήρης|2 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος πλήττω|1 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω πλαγιά|1 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα πλαγιάζω|1 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι πλαγιομάτης|1 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης πλαγιόμματος|1 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης πλαζ|1 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα πλακωσιά|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση πλανερός|1 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος πλανευτής|1 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή πλαστουργώ|1 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω πλαστός|1 -|ανυπόστατος|ανύπαρκτος|πλαστός|φανταστικός|χιμαιρικός πλατωσιά|1 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι πλεονέκτημα|2 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα πλεονέκτης|1 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος πλεονεκτικότητα|1 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή πλεούμενο|1 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό πλευρά|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα πλεόνασμα|1 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός πληγή|1 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα πληγώνομαι|1 -|λαβώνομαι|πληγώνομαι|τραυματίζομαι πληγώνω|1 -|λαβώνω|πληγώνω|τραυματίζω πληγώνω ψυχικά|1 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ πληθαίνω|1 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω πληκτικός|1 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός πλημμύρα|1 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός πλημμύρισμα|1 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός πληροφορία|2 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία πληροφορώ|1 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ πληρωμή|1 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή πληρότητα|1 -|άδολο|ακεραιότητα|ανόθευτο|αρτιότητα|γνησιότητα|πληρότητα πληρώνω|1 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω πλησίον|1 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά πλησιάζω|2 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ -|ζυγώνω|πλησιάζω|προσεγγίζω|σιμώνω πλοίαρχος|1 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος πλοίο|1 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό πλοκή λέξεων|1 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση πλουμί|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα πλουμίδι|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα πλουσιότατος|1 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος πλουτοκρατία|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα πλούμισμα|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα πλούσιος|2 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς -|ευκατάστατος|εύπορος|λεφτάς|παραδούχος|πλούσιος πλούτισμα|1 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα πλούτος|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα πλωτό|1 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό πνίγω τελειωτικά|1 -|καταπνίγω|καταστέλλω|πνίγω τελειωτικά πνίξιμο|1 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα πνεούμενος|1 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος πνευματικός|1 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός πνευματώδης|1 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος πνευστίαση|1 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα πνευστιώ|1 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ πνεύμα|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα πνιγηρός|1 -|αποπνικτικός|ασφυκτικός|πνιγηρός|πνικτικός πνιγμονή|1 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα πνικτικός|1 -|αποπνικτικός|ασφυκτικός|πνιγηρός|πνικτικός πνοή|1 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος ποίκιλμα|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα ποδηγετώ|1 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ ποθητός|1 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος ποθώ|2 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω ποιητικός οίστρος|1 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος ποινή|1 -|δοκιμασία|ενοχοποίηση|καταδίκη|ποινή|ταλαιπωρία πολέμαρχος|1 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος πολίτευμα|1 -|αρχή|εγκατεστημένος|καθεστώς|κράτος|πολίτευμα|πολιτεία πολεμικό όχημα|1 -|άρμα|έμβλημα|θωρακισμένο|οπλισμός|πολεμικό όχημα|τανκ πολεμώ|1 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση πολισμάνος|1 -|αστυνομικός|αστυνόμος|αστυφύλακας|πολισμάνος|πόλισμαν πολιτεία|1 -|αρχή|εγκατεστημένος|καθεστώς|κράτος|πολίτευμα|πολιτεία πολιτική μερίδα|1 -|κομμάτι|κόμμα|μέρος όλου|πολιτική μερίδα|σημείο στίξης|τεμάχιο πολιτισμός|1 -|κουλτούρα|πολιτισμός πολλαπλασιάζω|1 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω πολλαπλασιασμός|1 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός πολυέξοδος|2 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος πολυδάπανος|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά πολυδόξαστος|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος πολυθρόνα|1 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος πολυθρύλητος|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος πολυκατοικία|1 -|κατοικία|οίκος|οικεία|πολυκατοικία|σπίτι πολυπληθής|1 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς πολυπόθητος|1 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος πολυτέλεια|1 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή πολυφαγία|1 -|αδηφαγία|γαστριμαργία|κοιλιοδουλία|πολυφαγία πολύ γρήγορα|1 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα πολύδοξος|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος πολύζουμος|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων πολύκροτος|1 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος πολύπλοκος|1 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός πολύς|2 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς πολύχυμος|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων πομπή|2 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος πονεσιάρης|1 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος πονηρός|1 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός ποντάρω|1 -|ακουμπώ|βασίζομαι|ποντάρω|στηρίζομαι|υπολογίζω πονόδοντος|1 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς πονόκαρδος|1 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος πορεία|1 -|κατεύθυνση|πορεία πορεύομαι|1 -|αποβλέπω|διευθύνομαι|κατευθύνομαι|πορεύομαι πορθητής|1 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής πορτάκι|1 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης πορτέλο|1 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης ποσοστό|1 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα ποσότητα|2 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα -|αριθμός|νούμερο|ποσότητα ποσώς|1 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε πούλβερη|1 -|κονιορτός|κόνις|ξηρίο|πούλβερη|σκονάκι|σκόνη πούλημα|1 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο πράγμα|1 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό πράγματα|1 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα πράγματι|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως πράος|2 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός πρίγκιπας|1 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός πρίσμα|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα πραγματικά|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως πραγματικός|1 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός πραγματικότητα|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως πρακτικός|1 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός πραματευτής|1 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής πρανές|1 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα πρεμούρα|1 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή πρεσάρω|1 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω πρεσβύτερος|1 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος προέκταση|1 -|διαφήμιση|παρουσίαση|προέκταση|προβολή προέλευση|1 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα προέρχομαι|2 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω προαγοράζω|1 -|αγκαζάρω|δεσμεύω|καπαρώνω|προαγοράζω προαγωγή|1 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή προβάλλω|1 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω προβιβασμός|1 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο προβολή|1 -|διαφήμιση|παρουσίαση|προέκταση|προβολή προγενέστερος|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος προγράφω|2 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ προγραφή|1 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή προδικάζω|1 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω προδρομος|1 -|προδρομος προεξάρχων|1 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός προθυμία|1 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη προκαταβολή|1 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή προκατακλυσμιαίος|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος προκινδυνεύω|1 -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι προκομμένος|1 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης προκοπή|1 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο προκόβω|2 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω προμελετώ|1 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω προοδευτικός|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός προοδεύω|3 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω προορισμός|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη προπέλα|1 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή προπέμπω|1 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω προπαρασκευάζω|1 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ προπετής|1 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης προπηλακίζω|1 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ προπόνηση|1 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή προσέρχομαι|1 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω προσέχω|2 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω προσήλωση|1 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς προσανατολίζω|1 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ προσβάλλω|1 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ προσβολή|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα προσγείωση|1 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα προσγειώνομαι|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω προσδοκία|1 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή προσεγγίζω|2 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ -|ζυγώνω|πλησιάζω|προσεγγίζω|σιμώνω προσεδάφιση|1 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα προσεκτικός|1 -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός προσεχής|1 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι προσθέτω|1 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω προσθαλάσσωση|1 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα προσθαλασσώνομαι|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω προσκήνιο|1 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι προσκυνώ|1 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι προσκόλληση|1 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς προσμένω|1 -|απαντέχω|προσμένω προσμονή|1 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή προσομοιάζω|1 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω προσορμίζομαι|1 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω προσπάθεια|1 -|απόπειρα|δοκιμή|εγχείρημα|προσπάθεια|τεστ|τόλμημα προσπαθώ|2 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω προσπερνώ|1 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ προσσεληνώνομαι|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω προστάτης|1 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός προστασία|1 -|αφοσίωση|προστασία|στοργή|στοργικότητα|τρυφερότητα προστατευτικό μέσο|1 -|αμυντικό περίβλημα|θώρακας|μεσαίο τμήμα εντόμων|προστατευτικό μέσο|στήθος προστατεύω|2 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι προστιμάρω|1 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω προστρέχω|1 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω προσφέρω|1 -|κερνώ|οινοχοώ|προσφέρω|τρατάρω|φιλεύω προσφεύγω κάπου|1 -|αναζητώ ασφάλεια|κάνω έκκληση|καταλήγω να χρησιμοποιήσω|καταφεύγω|προσφεύγω κάπου προσφιλής|1 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος προσχεδιάζω|1 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω προσωπικός|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός προσωρινή μετάθεση|1 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή προσωρινός|1 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός προτίθεμαι|1 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω προτείνω|1 -|προτείνω|συνιστώ (λογ.)|συστήνω (καθ.) προτιμώ|1 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για προτρέπω|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ προφυλάγω|1 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω προωθώ|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ προϊστάμενος|1 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός προϊστορικός|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος προϋποθέτω|1 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω πρωτάκουστος|1 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης πρωτάρχισμα|1 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη πρωτάτο|1 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή πρωταίτιος|1 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος πρωταγωνιστής|1 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος πρωταρχικός|1 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος πρωτεία|1 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή πρωτιά|1 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη πρωτινός|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος πρωτοβλέπω|1 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω πρωτοκαθεδρία|1 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή πρωτοπαλίκαρο|1 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος πρωτοπόρος|1 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος πρωτοτυπία|1 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία πρωτοφανής|2 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός πρωτότυπος|1 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης πρόβλημα|1 -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση πρόγονος|1 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος πρόγραμμα|1 -|λογισμικό|πρόγραμμα (καθ.) πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου|1 -|πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου (χυδ.) πρόδειπνο|1 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο πρόθεση|1 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό πρόθυμος|2 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος πρόοδος|1 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα πρόσοδος|1 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα πρόστυχος|1 -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος πρόσφατος|1 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος πρόσχαρος|1 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός πρότυπο|2 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα πρόφαση|1 -|αιτιολογία|αναγωγή|δικαιολογία|εξήγηση|πρόφαση πρόχειρος|1 -|αβασάνιστος|ανεξέταστος|απαίδευτος|αταλαιπώρητος|επιπόλαιος|πρόχειρος πρώτα- πρώτα|1 -|αρχικά|αρχικώς (λογ.)|εν πρώτοις (λογ.)|καταρχάς (λογ.)|πρώτα- πρώτα (καθ.) πταίσμα|2 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα πτυχή|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα πτώση|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα πυρακτωμένος|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός πυρακτώνω|1 -|ζεσταίνω|θερμαίνω|κοκκινίζω|πυρακτώνω|πυρώνω|φλογίζω πυρείο|1 -|έξυπνος|μπριόζος|ξυλάκι|οινόπνευμα|πυρείο|σπίρτο πυρρός|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός πυρωμένος|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός πυρώνω|1 -|ζεσταίνω|θερμαίνω|κοκκινίζω|πυρακτώνω|πυρώνω|φλογίζω πωρωμένος|1 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος πόζα|1 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια πόθος|1 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς πόλεμος|1 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός πόλισμαν|1 -|αστυνομικός|αστυνόμος|αστυφύλακας|πολισμάνος|πόλισμαν πόμωμα|1 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα πόντιση|1 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα πόντος|1 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός πόρος|1 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα πόρρω|1 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω πόρτα|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα πύργος|1 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο πύρινος|1 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός ράθυμος|2 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος ράμπα|1 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι ράπισμα|2 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι ράτσα|2 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα -|έθνος|γένος|λαός|μιλέτι|ράτσα|φυλή ρέκτης|2 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος ρέστος|1 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα ρήγμα|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα ρήση|1 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό ρήτορας|1 -|αγορητής|ομιλητής|ρήτορας ρήτρα|1 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος ρίζα|3 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο ρίξιμο|1 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση ρίχνω|1 -|γκρεμίζω|κατεδαφίζω|ξεθεμελιώνω|ρίχνω|χαλώ ρίχνω κάτω|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω ραδιουργικός|1 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος ραπόρτο|1 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση ρασοφόρος|2 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος ραψωδία|1 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος ραψωδώ|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω ρεαλιστικός|1 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός ρεγουλάρω|1 -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω ρεζέρβα|1 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα ρεμπέλεμα|1 -|αλητεία|μποεμισμός|περιπλάνηση|ρεμπέλεμα|σουρτούκεμα ρεμπεσκές|1 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος ρεσάλτο|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα ρετζιπέρης|1 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης ρευστός|1 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος ρηξικέλευθος|1 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος ρητορεύω|1 -|αγορεύω|βγάζω λόγο|δημηγορώ|μιλώ|ρητορεύω ρητό|1 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό ριζικάρης|1 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος ριζικό|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη ριζοσπαστικός|1 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός ρικνότητα|1 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα ριψοκίνδυνος|2 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός -|άφοβος|γενναίος|θαρραλέος|θαρρετός|ριψοκίνδυνος|τολμηρός ροβολώ|2 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω ροβόλημα|1 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα ρουπώνω|1 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω ρουτινιάρικος|1 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός ρούφουλας|1 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά ρούχο|1 -|ένδυμα|ενδυμασία|κουστούμι|περίβλημα|ρούχο|φόρεμα ρυπαίνω|1 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω ρυπαρός|1 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός ρυπαρότητα|1 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό ρωγμή|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα ρωγολογίδια|1 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια ρωμαλέος|2 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός ρόδα|1 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι ρύπος|2 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος σάκχαρον|1 -|γλυκόζη|γλυκός|γλύκα|ζάχαρη|κάντιο|σάκχαρον σάλος|3 -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά σάπιος|1 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός σάπισμα|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση σάστισμα|2 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση σέα|1 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα σέμνωμα|1 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή σέμπρος|1 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος σέρνομαι|1 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι σήκωμα|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση σήμα|1 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση σήστρο|1 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα σίτα|1 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα σίφουνας|1 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά σαββατογεννημένος|1 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος σαγήνη|1 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη σαγηνευτικός|1 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός σακάτης|1 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος σακατεμένος|1 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος σακατιλίκι|1 -|αναπηρία|δυσμορφία|ελαττωματικότητα|σακατιλίκι σαλεύω|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω σαλιγκάρι|1 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή σαλπάρισμα|2 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα σαλπάρω|1 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω σαπίζω|1 -|αλλοιώνομαι|ξινίζω|σαπίζω|χαλώ σαπρός|1 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός σαράκι|2 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς σαρκάζω|1 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω σαρκασμός|1 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη σαρώνω|1 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ σαστισμάρα|1 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση σατανικός|2 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος σατραπισμός|1 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα σαχλαμάρες|1 -|αερολογήματα|ανοησίες|αρλούμπες|κουροφέξαλα|κουταμάρες|σαχλαμάρες σαχλός|1 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός σβέλτος|1 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός σβελτάδα|2 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης σβελτοσύνη|1 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης σγουμπός|1 -|καμπουριασμένος|καμπούρης|κυρτωμένος|κυρτός|κυφός|σγουμπός σείω|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω σεβαστικός|1 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος σεβντάς|2 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς σειρά|3 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος σεκλέτι|1 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή σεμνός|1 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας σεξαπίλ|1 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη σεράι|1 -|ανάκτορο|βασιλόσπιτο|μέγαρο|μέλαθρο|παλάτι|σεράι σερετιά|1 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία σερνικός|1 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός σεφτές|1 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη σηκώνω|3 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω σημάδι|2 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο σημαδεμένος|1 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος σημαδιακός|1 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος σημαντικός|2 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός σημείο|1 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση σημείο στίξης|1 -|κομμάτι|κόμμα|μέρος όλου|πολιτική μερίδα|σημείο στίξης|τεμάχιο σημειωμένος|1 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος σθένος|1 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη σθεναρός|2 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός σθεναρότητα|1 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη σιάδι|1 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι σιάζω|1 -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω σιάχνομαι|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω σιάχνω|1 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ σιβυλλικός|1 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός σιγή|1 -|ηρεμία|ησυχία|σιγή|σιγαλιά σιγαλιά|1 -|ηρεμία|ησυχία|σιγή|σιγαλιά σιγαλός|1 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης σιγανά|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ σιγανός|1 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης σιγουράρω|1 -|ασφαλίζω|διασφαλίζω|εξασφαλίζω|θωρακίζω|κατοχυρώνω|σιγουράρω σιλουέτα|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα σιμά|1 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά σιμώνω|1 -|ζυγώνω|πλησιάζω|προσεγγίζω|σιμώνω σιτία|1 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα σιχαίνομαι|3 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ σιχαμερός|1 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός σκάλα|2 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος -|διαβάθμιση|κλίμακα|σκάλα|σκαλοπάτια σκάλισμα|1 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο σκάρτος|1 -|άχρηστος|ακατάλληλος|απορριπτέος|απόβλητος|ελαττωματικός|σκάρτος σκάρωμα|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη σκάσιμο|1 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο σκάψιμο|1 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο σκάω|1 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι σκέλεθρο|1 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός σκέπτομαι|1 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω σκέτος|1 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός σκέφτομαι|1 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω σκέψη|1 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα σκίζομαι|2 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι -|κόβομαι|σκίζομαι|σχάζομαι|χωρίζομαι σκίζω|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι σκαιός|1 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος σκαλοπάτια|1 -|διαβάθμιση|κλίμακα|σκάλα|σκαλοπάτια σκαμνί|1 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος σκαμπίλι|2 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι σκαπουλάρω|1 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ σκαρφάλωμα|1 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα σκαρφαλώνω|1 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω σκαστός|1 -|έντονος|ηχηρός|λεφτά|παράς|σκαστός|χρήμα σκεβρός|1 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός σκελετωμένος|1 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός σκελετός|1 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός σκεμπές|1 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος σκεπάζω|1 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω σκεπτικισμός|1 -|απαισιοδοξία|απελπιστικότητα|ζοφερότητα|σκεπτικισμός σκεύος|1 -|εργαλείο|μαραφέτι|σκεύος|σύνεργο|όργανο σκηνή|1 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι σκιά|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα σκιάζομαι|1 -|σκιάζομαι|φοβάμαι σκιάξιμο|1 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα σκιόφως|2 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο -|αμφιλύκη|λυκόφως|σκιόφως σκλάβος|1 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος σκληροκαρδία|1 -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία σκληροψυχία|1 -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία σκληρόκαρδος|4 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός σκληρός|7 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός -|άβραστος|άφτιαχτος|άψητος|αμαγείρευτος|σκληρός|ωμός -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός σκονάκι|1 -|κονιορτός|κόνις|ξηρίο|πούλβερη|σκονάκι|σκόνη σκοπεύω|1 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω σκοπεύω να|1 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω σκοπιά|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα σκοπός|3 -|βιγλάτορας|παρατηρητής|σκοπός|φρουρός|φύλακας -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό -|αποστολή|σκοπός|στάλσιμο σκορπίζω|2 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ -|γονιμοποιώ γυναίκα|διασκορπίζω|σκορπίζω|σπέρνω|φυτεύω σκορπιστής|1 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος σκορποχέρης|1 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος σκορπώ|1 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ σκοτάδι|1 -|cσκοτάδι|έρεβος|σκοτάδι|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος σκοτείνιασμα|1 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο σκοτεινάδα|1 -|cσκοτάδι|έρεβος|σκοτάδι|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος σκοτεινιά|1 -|cσκοτάδι|έρεβος|σκοτάδι|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|1 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος σκοτεινός|3 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος σκοτεινότητα|1 -|cσκοτάδι|έρεβος|σκοτάδι|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος σκοτεινόχρωμος|1 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός σκοτούρα|1 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα σκοτωμός|1 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος σκοτώνομαι|1 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι σκοτώνω|1 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω σκουληκομηρμυγκοτρυπα|1 -|σκουληκομηρμυγκοτρυπα σκουντούφλης|1 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος σκουντώ|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ σκουπίζω|1 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ σκουπιδαριό|1 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό σκούζω|1 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω σκούξιμο|1 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός σκούρος|1 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός σκράπας|1 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι σκυθρωπός|1 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος σκυλί|1 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος σκόνη|1 -|κονιορτός|κόνις|ξηρίο|πούλβερη|σκονάκι|σκόνη σκόντο|1 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση σκόπιμος|1 -|σκόπιμος|συμφεροντολόγος σκότος|1 -|cσκοτάδι|έρεβος|σκοτάδι|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος σκότωμα|1 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος σκύβω|1 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι σκώπτω|1 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω σμίγω|2 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι σμίξιμο|2 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος σοβαρά|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως σοβαρολογώ|1 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ σοβαρός|1 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος σοκάρισμα|1 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα σοκακόπαιδο|1 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι σουβενίρ|1 -|αναμνηστήριο|ενθύμημα|ενθύμιο|θυμητάρι|θύμημα|σουβενίρ σουβλί|1 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα σουβλερώνω|1 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω σουμάρω|1 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω σουρούπωμα|1 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο σουρτούκεμα|1 -|αλητεία|μποεμισμός|περιπλάνηση|ρεμπέλεμα|σουρτούκεμα σουρώνω|1 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος σουσουρεύω|1 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω σοφία|1 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι σούβλα|1 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα σούμα|1 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο σούρνομαι|1 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι σούρουπο|1 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο σπάνιος|1 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός σπάταλα|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα σπάταλος|1 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος σπέρνω|1 -|γονιμοποιώ γυναίκα|διασκορπίζω|σκορπίζω|σπέρνω|φυτεύω σπίθα|1 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος σπίλος|1 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος σπίρτο|1 -|έξυπνος|μπριόζος|ξυλάκι|οινόπνευμα|πυρείο|σπίρτο σπίτι|1 -|κατοικία|οίκος|οικεία|πολυκατοικία|σπίτι σπανός|1 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός σπαράζω|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι σπαρταρώ|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι σπείρα|1 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή σπειροειδής γραμμή|1 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή σπερμολογία|1 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη σπεύδω|2 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω σπιάντζα|1 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα σπιρτόζος|1 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος σπλαχνίζομαι|1 -|λυπάμαι|οικτίρω|σπλαχνίζομαι|σπλαχνιέμαι|συμπονώ|ψυχοπονώ σπλαχνιέμαι|1 -|λυπάμαι|οικτίρω|σπλαχνίζομαι|σπλαχνιέμαι|συμπονώ|ψυχοπονώ σπλαχνικός|1 -|αγαθοεργός|αγαθοποιός|δωρητής|ευεργέτης|σπλαχνικός|φιλόπτωχος σποδός|1 -|σποδός|στάχτη|τέφρα σποραδικός|1 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός σπουδάζω|1 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ σπουδή|1 -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια σπουδαίος|1 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος σπρώχνω|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ στάθμευση|1 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα στάθμη|1 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη στάθμιση|1 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός στάλαγμα|1 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο στάλσιμο|1 -|αποστολή|σκοπός|στάλσιμο στάμενο|1 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί στάξιμο|1 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο στάση|3 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση στάφνη|1 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη στάχτη|1 -|σποδός|στάχτη|τέφρα στέγνια|1 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια στέλνω|1 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ στέρηση|3 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση στέρξιμο|1 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση στέρφος|1 -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος στήθος|2 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος -|αμυντικό περίβλημα|θώρακας|μεσαίο τμήμα εντόμων|προστατευτικό μέσο|στήθος στήλη|1 -|ηλεκτρική μπαταρία|μέρος σελίδας|πλάκα|στήλη στήριγμα|2 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο στήσιμο|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση στίγμα|2 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο στίλβων|1 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός στίμη|1 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης στίφος|1 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης στίχος|1 -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος σταδιακά|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ σταθεροποιώ|1 -|ακινητοποιώ|δεσμεύω|παροπλίζω|σταθεροποιώ|σταματώ|στερεώνω σταθερό|1 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός σταθερός|5 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος σταθμίζω|1 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ σταθμός|1 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα σταμάτημα|3 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα -|ανάσχεση|αναχαίτιση|επίσχεση|σταμάτημα|συγκράτηση σταματημένος|1 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος σταματώ|2 -|ακινητοποιώ|δεσμεύω|παροπλίζω|σταθεροποιώ|σταματώ|στερεώνω -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ σταράτα|1 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα στασιαστής|1 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής στασιμότητα|1 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα στατούτο|1 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο σταυροποδιάζομαι|1 -|εδράζομαι|θρονιάζομαι|κάθομαι|σταυροποδιάζομαι σταυροχέρης|1 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος σταυρώνω|1 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ σταχτοπόδης|1 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό στείρος|1 -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος στεγανός|1 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής στεγνώνω|1 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος στειρότητα|1 -|αγονία|ακαρπία|ασπερμία|ατοκία|αφορία|στειρότητα στενοχώρια|2 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα στενότητα|1 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα στερέωμα|1 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα στερεός|2 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός στερεώνω|1 -|ακινητοποιώ|δεσμεύω|παροπλίζω|σταθεροποιώ|σταματώ|στερεώνω στεριά|1 -|ήπειρος|γη|ξηρά|στεριά|υποδιαίρεση στερεάς γης|χέρσος στεριώνω|1 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω στερνά|1 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον στερνός|1 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος στερούμαι|1 -|απαρνιέμαι|αποστερούμαι|παραιτούμαι|στερούμαι|χάνω στεφάνι|1 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι στηθοδαρμός|1 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός στηθοσκόπηση|1 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση στηλίδα|1 -|άλμπουρο|άρμπουρο|κατάρτι|στηλίδα|τουρκέτο στηλιτεύω|2 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω στην αρχή|1 -|αρχικά|ξεκινώντας (Ν/Α)|στην αρχή (Ν/Α) στηρίζομαι|1 -|ακουμπώ|βασίζομαι|ποντάρω|στηρίζομαι|υπολογίζω στιβαρός|2 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός στιγμή|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα στιγματίζω|2 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω στιγμιαίος|1 -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος στιλπνός|1 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός στοίχος|1 -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος στοιχείο|1 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα στοιχώ|1 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ στολίδι|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα στολίζω|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω στοργή|1 -|αφοσίωση|προστασία|στοργή|στοργικότητα|τρυφερότητα στοργικότητα|1 -|αφοσίωση|προστασία|στοργή|στοργικότητα|τρυφερότητα στουρνάρι|1 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι στοχάζομαι|1 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω στράτευμα|1 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο στρέγω|1 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω στρέφω|1 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ στρίβω|1 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ στρίμωγμα|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση στραβά|1 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά στραβομάτης|1 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης στραβωμένος|1 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός στραβός|2 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός -|δύστροπος|ζαβός|ιδιότροπος|λοξός|στραβός|στρεβλός στραγγίζω|1 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω στρατήγημα|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη στρατιά|1 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο στρατός|1 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο στρεβλωμένος|1 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός στρεβλός|2 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός -|δύστροπος|ζαβός|ιδιότροπος|λοξός|στραβός|στρεβλός στρεψοδικία|1 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία στρεψοδικώ|1 -|αδικώ|ζημιώνω|παρανομώ|στρεψοδικώ|τιμωρώ άδικα στριμμένος|1 -|αβόλευτος|ανάποδος|ανοικονόμητος|αταχτοποίητος|δύστροπος|στριμμένος στριμωξίδι|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση στριμώχνω|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ στρογγυλός|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος στρουμπουλός|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος στρυφνότητα|1 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα στρωμνή|1 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση στρώμα|1 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση στρώνομαι|1 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι στρώση|1 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση στυλ|1 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος στυλίτης|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος στυλοβάτης|1 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο στυλοπάτι|1 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο στυφάδα|1 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος στωικός|1 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος στωικότητα|1 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα στόλισμα|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα στόμιο|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα στόρισμα|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα στόχος|1 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό στύβω|1 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω συγγένεια|1 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία συγγενής|1 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος συγγενικός|1 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος συγγενολόι|1 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος συγγνώμη|2 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο συγγραφή|1 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση συγκάλυψη|1 -|αποσκέπασμα|απόκρυψη|καταχώνιασμα|κρύψιμο|παράχωμα|συγκάλυψη συγκέντρωση|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη συγκίνηση|1 -|διέγερση|συγκίνηση|συγκλονισμός|χαρά συγκαλύπτω|1 -|αποκρύπτω|αποσιωπώ|αποσκεπάζω|κρύβω|παραλείπω|συγκαλύπτω συγκατάθεση|1 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση συγκατάνευση|1 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση συγκαταβατικός|2 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας συγκεκριμένος|1 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός συγκεντρώνομαι|1 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω συγκεντρώνω|1 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω συγκεφαλαίωση|1 -|ανακεφαλαίωση|επιτομή|περίληψη|συγκεφαλαίωση|σύνοψη|σύνοψιση συγκεφαλαιωτικός|1 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος συγκινητικός|1 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός συγκινούμαι|1 -|δονούμαι|καρδιοχτυπώ|συγκινούμαι|συγκλονίζομαι|ταράζομαι συγκινώ|1 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ συγκλονίζομαι|1 -|δονούμαι|καρδιοχτυπώ|συγκινούμαι|συγκλονίζομαι|ταράζομαι συγκλονίζω|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω συγκλονισμός|1 -|διέγερση|συγκίνηση|συγκλονισμός|χαρά συγκλονιστικός|1 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός συγκομιδή|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη συγκράτηση|4 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση -|ανάσχεση|αναχαίτιση|επίσχεση|σταμάτημα|συγκράτηση -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση συγκρίνω|1 -|αντιπαραθέτω|παραβάλλω|παραθέτω|συγκρίνω|συνδυάζω|συσχετίζω συγκρατούμαι|1 -|κρατιέμαι|συγκρατούμαι συγκρατώ|1 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ συγκροτώ|1 -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ συγκρούομαι|2 -|ανταγωνίζομαι|αντιμετωπίζω|παλεύω|συγκρούομαι|συναγωνίζομαι|συναντιέμαι -|συγκρούομαι|συναντώ τυχαία|τρακάρω|χτυπώ συγκυρία|1 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο συγυρίζω|2 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω συγχαρητήρια|1 -|καλοτυχίσματα|παίνιες|παινέματα|συγχαρητήρια|συχαρίκια|συχαριάσματα συγχορδία|1 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση συγχρωτισμός|1 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση συγχωρώ|1 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω συγχώνευση|2 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος συγχώρεση|1 -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο συγχώρηση|2 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο συγύρισμα|1 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση συδαυλίζω|1 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω συζήτηση|1 -|διάλογος|κουβέντα|συζήτηση|συνομιλία συζητώ|1 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι συκοφαντώ|2 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ συλλέγω|1 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω συλλαμβάνω|1 -|αιχμαλωτίζω|κατακρατώ|πιάνω|συλλαμβάνω συλλογή|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη συλλογίζομαι|1 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω συλλογιέμαι|1 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω συλλογικός|1 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός συμβάλλομαι|1 -|συμβάλλομαι|συμφωνώ συμβάλλω|1 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ συμβαίνει|1 -|γίνεται|λαχαίνει|συμβαίνει|συντελείται|τρέχει|τυχαίνει συμβαίνω|1 -|γίνομαι|συμβαίνω|συντελούμαι συμβαδίζω|1 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω συμβιβάζω|1 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω συμβολή|1 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος συμβουλή|1 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη συμβουλεύομαι|1 -|διαβάζω|ζητώ τα φώτα|παίρνω γνώμη|συμβουλεύομαι συμβουλεύω|1 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ συμμάχομαι|1 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ συμμαζεύω|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω συμμετοχή|1 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός συμμετρία|1 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση συμμετρικός|1 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος συμμορφώνομαι|1 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι συμπάθεια|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα συμπάθιο|1 -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο συμπαγής|1 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός συμπαθής|1 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός συμπαθητικός|1 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός συμπαθώ|1 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για συμπαρακολουθώ|1 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω συμπηγνύω|1 -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ συμπιέζω|1 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω συμπλέκομαι|1 -|αρπάζομαι|εξοργίζομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω εύκολα|συμπλέκομαι|τσακώνομαι συμπληρώνομαι|1 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω συμπληρώνω|1 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω συμπλοκή|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία συμπολεμώ|1 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ συμπολιτεύομαι|1 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ συμπονώ|1 -|λυπάμαι|οικτίρω|σπλαχνίζομαι|σπλαχνιέμαι|συμπονώ|ψυχοπονώ συμπράττω|1 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ συμπτώματα|1 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο συμφέρον|1 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος συμφέρων|1 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων συμφεροντολόγος|1 -|σκόπιμος|συμφεροντολόγος συμφιλιώνω|1 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω συμφορά|1 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός συμφορές|1 -|βάσανα|δεινά|κακουχίες|συμφορές|ταλαιπωρίες συμφυής|1 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος συμφυρμός|1 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός συμφωνία|1 -|συμφωνία συμφωνώ|1 -|συμβάλλομαι|συμφωνώ συμφόρηση|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση συνάζω|1 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω συνάθροιση|1 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση συνάθροισμα|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη συνάρμοση|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση συνάφεια|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση συνένωση|2 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος συνέπεια|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά συνέρχομαι|2 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω συνέστιμα για τον άλλο|1 -|Κακά λόγια ή καλά (Ν/Α)|Κλάψα|Συνέστιμα για τον άλλο (Ν/Α) συνέταιρος|1 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος συνέχεια|1 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων συνέχω|1 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ συνήθειο|1 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο συνίσταμαι|1 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ συναίνεση|1 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση συναίσθηση|2 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση -|αίσθηση|αισθητήριο|απήχηση|διαίσθηση|εντύπωση|συναίσθηση συναγελασμός|1 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση συναγωγή|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη συναγωνίζομαι|3 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση -|ανταγωνίζομαι|αντιμετωπίζω|παλεύω|συγκρούομαι|συναγωνίζομαι|συναντιέμαι -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ συναγωνισμός|3 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός -|άθλημα|άμιλλα|αγώνισμα|πάλη|συναγωνισμός συναθροίζομαι|1 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω συναισθάνομαι|1 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω συνακόλουθο ονομάτων|1 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος συναλλαγή|1 -|αγοραπωλησία|αλισβερίσι|δοσοληψία|μπίζνες|νταραβέρι|συναλλαγή συναναστροφή|1 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση συναντιέμαι|1 -|ανταγωνίζομαι|αντιμετωπίζω|παλεύω|συγκρούομαι|συναγωνίζομαι|συναντιέμαι συναντώ|2 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι συναντώ τυχαία|2 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ -|συγκρούομαι|συναντώ τυχαία|τρακάρω|χτυπώ συναπαντώ|1 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ συναπαρτίζω|2 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ συναποτελώ|2 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ συναρμογή|2 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος συναρμολόγηση|1 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση συναρμονίζω|1 -|συναρμονίζω|συναρμόζω|συνδυάζω|ταιριάζω συναρμόζω|1 -|συναρμονίζω|συναρμόζω|συνδυάζω|ταιριάζω συναρπαστικός|1 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός συνασπίζω|1 -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι συναφής|1 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος συνδέομαι|1 -|έχω σχέση|συνδέομαι συνδέτης|1 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων συνδέω|1 -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι συνδιαλέγομαι|1 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι συνδιαλλάσσω|1 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω συνδιασκέπτομαι|1 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι συνδρομή|1 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο συνδυάζω|2 -|αντιπαραθέτω|παραβάλλω|παραθέτω|συγκρίνω|συνδυάζω|συσχετίζω -|συναρμονίζω|συναρμόζω|συνδυάζω|ταιριάζω συνδυασμός|1 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση συνείδηση|1 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση συνειρμός|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση συνεισφέρω|1 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ συνενώνομαι|1 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ συνενώνω|1 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ συνεπάγομαι|1 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι συνεπής|2 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός συνεπικουρώ|1 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ συνερίζομαι|1 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ συνεργάζομαι|1 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ συνεργός|1 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος συνεργώ|2 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ συνεσταλμένος|2 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης συνεταιρικός|1 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός συνεταιρισμός|1 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος συνετός|1 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος συνεφέρνομαι|1 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω συνεχής|1 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής συνεχής ενασχόληση|1 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή συνεχείς|1 -|αδιάκοποι|αλλεπάλληλοι|αλληλοδιάδοχοι|απανωτοί|συνεχείς|συχνοί συνεχώς|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε συνηθισμένος|1 -|ημερήσιος|καθημερινός|καθημερνός|συνηθισμένος|συχνός|τακτικός συνθέτω|2 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ συνθήκες|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα συνθλίβω|2 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω συνιδρύω|1 -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ συνιστώ|2 -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ -|προτείνω|συνιστώ (λογ.)|συστήνω (καθ.) συννεφιά|1 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία συνοδεία|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά συνοδεύω|1 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω συνοδοιπορώ|1 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω συνοδός|1 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι συνολικά|1 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε συνολικός|1 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός συνομιλία|1 -|διάλογος|κουβέντα|συζήτηση|συνομιλία συνομιλώ|1 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι συνοπτικός|1 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος συνουσία|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση συνουσιάζομαι|1 -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι συνοφρυωμένος|1 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος συνοχή|1 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση συντάκτες εντύπου|1 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση συνταίριασμα|1 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση συνταξιούχος|1 -|απόμαχος|απόστρατος|απότακτος|βετεράνος|παλαίμαχος|συνταξιούχος συνταράζω|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω συνταράσσω|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω συντείνω|1 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ συντελείται|1 -|γίνεται|λαχαίνει|συμβαίνει|συντελείται|τρέχει|τυχαίνει συντελεστής|1 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα συντελούμαι|1 -|γίνομαι|συμβαίνω|συντελούμαι συντελώ|1 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ συντηρώ|1 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω συντονισμός|1 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση συντρίβω|1 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω συντριβή|1 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή συντροφεύω|1 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω συντροφιά|2 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά συντροφικός|1 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός συνωστισμός|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση συνώθηση|1 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση συρρέω|1 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω συρταρώνω|1 -|αμπαρώνω|ασφαλίζω|κλείνω|κλειδώνω|μανταλώνω|συρταρώνω συρτό|1 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί συρφετός|1 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης συσκέπτομαι|1 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι συσσωρεύω|1 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω συσσώρευση|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη συστήνω|1 -|προτείνω|συνιστώ (λογ.)|συστήνω (καθ.) συστατικό|1 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα συστολή|1 -|ελάττωση|μάζεμα|μίκρεμα|περιορισμός|συστολή|σύμπτυξη συστρέφομαι|1 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ συστρέφω|1 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ συσχετίζω|1 -|αντιπαραθέτω|παραβάλλω|παραθέτω|συγκρίνω|συνδυάζω|συσχετίζω συχαρίκια|1 -|καλοτυχίσματα|παίνιες|παινέματα|συγχαρητήρια|συχαρίκια|συχαριάσματα συχαριάσματα|1 -|καλοτυχίσματα|παίνιες|παινέματα|συγχαρητήρια|συχαρίκια|συχαριάσματα συχνοί|1 -|αδιάκοποι|αλλεπάλληλοι|αλληλοδιάδοχοι|απανωτοί|συνεχείς|συχνοί συχνός|1 -|ημερήσιος|καθημερινός|καθημερνός|συνηθισμένος|συχνός|τακτικός συχώριο|1 -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο σφάλλω|1 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω σφάλμα|2 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα -|ανακρίβεια|αναλήθεια|λάθος|παραδρομή|σφάλμα|ψέμα σφήκα|1 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος σφήνα|1 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα σφίγγω στο στήθος μου|1 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου σφίξη|1 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία σφαδάζω|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι σφαιρικός|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος σφαιροειδής|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος σφαιρωτός|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος σφαλιάρα|2 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι σφετερισμός|1 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση σφιχτοχέρης|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά σφοδρός|1 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος σφραγισμένος|1 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής σφριγηλός|2 -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος σφόρτσο|1 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία σχάζομαι|1 -|κόβομαι|σκίζομαι|σχάζομαι|χωρίζομαι σχέδιο|1 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία σχεδίασμα|1 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία σχεδιάζω|1 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω σχετικός|2 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος σχισμή|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα σχόλιο|1 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος σωματίδιο ύλης|1 -|άτμητο|άτομο|ατεμάχιστο|σωματίδιο ύλης σωματειακός|1 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός σωρηδόν|1 -|αγεληδόν|αθρόα|κοπαδιαστά|σωρηδόν σωστά|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως σωστάδα|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως σωστός|1 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός σωτηρία|1 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία σόι|2 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα σόλοικος|1 -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος σύγγονος|1 -|αδελφός|κοιλαδερφός|ομογάλακτος|ομογάστριος|ομομήτριος|σύγγονος σύγκριση|1 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα σύγχυση|2 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα σύζυγος|1 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος σύθαμπο|1 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο σύμμετρος|1 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος σύμπνοια|1 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία σύμπτυξη|1 -|ελάττωση|μάζεμα|μίκρεμα|περιορισμός|συστολή|σύμπτυξη σύμπτωση|1 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο σύμφυτος|2 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος σύμφωνος|1 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι σύναγμα|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη σύναξη|1 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη σύναψη|1 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος σύνδεμα|1 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων σύνδεση|3 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος σύνδεσμος|3 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος σύνδρομο|1 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο σύνεργο|1 -|εργαλείο|μαραφέτι|σκεύος|σύνεργο|όργανο σύνευνος|1 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος σύνθεση|1 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση σύννομος|1 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος σύνολο|1 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο σύνορο|1 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο σύνοψη|1 -|ανακεφαλαίωση|επιτομή|περίληψη|συγκεφαλαίωση|σύνοψη|σύνοψιση σύνοψιση|1 -|ανακεφαλαίωση|επιτομή|περίληψη|συγκεφαλαίωση|σύνοψη|σύνοψιση σύνταξη|1 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση σύντεκνος|1 -|ανάδοχος|εγγυητής|κουμπάρος|νουνός|ονοματοθέτης|σύντεκνος σύντομος|2 -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος σύντονος|1 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος σύντριμμα|1 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα σύντροφος|1 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος σύνωρος|1 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος σύσταση|1 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη σύστημα ενώσεων|1 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων σύστοιχος|1 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος σώος|2 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος σώφρονος|1 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος τάχος|1 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης τέλειο|1 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή τέλειος|2 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος τέντα|1 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι τέρας|1 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα τέρμα|2 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο τέρμονας|1 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο τέρπομαι|1 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για τέρψη|1 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα τέφρα|1 -|σποδός|στάχτη|τέφρα τέχνασμα|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη τέχνη|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη τίμιος|2 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός τίποτε|1 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε τίτλος|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα ταβερνογυριστής|1 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής ταγός|1 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός ταινία|1 -|κινηματογραφικό έργο|λουρίδα|ταινία ταιριάζω|1 -|συναρμονίζω|συναρμόζω|συνδυάζω|ταιριάζω τακτικός|2 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός -|ημερήσιος|καθημερινός|καθημερνός|συνηθισμένος|συχνός|τακτικός τακτοποίηση|3 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση τακτοποιώ|3 -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ -|επιστρατεύω|ιεραρχώ|κανονίζω|κατατάσσω|τακτοποιώ|ταξινομώ ταλάντευση|1 -|αιώρηση|κούνημα|μετεώρισμα|ταλάντευση|τραμπάλισμα ταλέντο|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα ταλαίπωρος|3 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος ταλαιπωρία|2 -|αθλιότητα|αχρειότητα|δυστυχία|κακία|ταλαιπωρία|φτώχεια -|δοκιμασία|ενοχοποίηση|καταδίκη|ποινή|ταλαιπωρία ταλαιπωρίες|1 -|βάσανα|δεινά|κακουχίες|συμφορές|ταλαιπωρίες ταλαιπωρώ|1 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ ταλανίζομαι|1 -|βασανίζομαι|μαστίζομαι|ταλανίζομαι ταλαντευόμενος|1 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος ταλαντούχος|1 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης ταμείο|1 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα ταμπάκο|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο ταμπέλα|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα τανκ|1 -|άρμα|έμβλημα|θωρακισμένο|οπλισμός|πολεμικό όχημα|τανκ τανύζω|1 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω ταξινομώ|2 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ -|επιστρατεύω|ιεραρχώ|κανονίζω|κατατάσσω|τακτοποιώ|ταξινομώ ταξινόμηση|1 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση ταπεινός|2 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας ταπεινόφρονας|1 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας ταπεινώνομαι|2 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι ταπεινώνω|1 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω ταράζομαι|1 -|δονούμαι|καρδιοχτυπώ|συγκινούμαι|συγκλονίζομαι|ταράζομαι ταράζω|1 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω ταραγμένος|1 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος ταρακουνώ|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω ταραχή|2 -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία ταρναρίζω|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω τασάκι|1 -|τασάκι ταχυδρομώ|1 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ ταχύτατα|1 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα ταχύτατος|1 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος ταχύτητα|1 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης τείνω|1 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω τείχος|1 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο τεζάρω|1 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω τεκμήριο|1 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα τεκμηρίωση|1 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα τεκμηριώνω|1 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω τελειοποιώ|3 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω τελειωμένος|1 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος τελειωτικός|1 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος τελειώνω|3 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω τελεσίδικος|1 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος τελεσφόρος|1 -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος τελευτή|1 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο τελευταίος|3 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος -|έσχατος|ανώτατος σε βαθμό|απόμακρος|τελευταίος τελική γνώμη|1 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα τελικός|1 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος τεμάχιο|3 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο -|κομμάτι|κόμμα|μέρος όλου|πολιτική μερίδα|σημείο στίξης|τεμάχιο τεμενατζής|1 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή τεμπέλης|2 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης τεμπελιά|1 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα τεμπελχανάς|1 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος τεντωμένος|1 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος τεντώνομαι|1 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω τεντώνω|1 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω τεράστιος|1 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος τερατούργημα|1 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα τερατώδης|1 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης τερματίζω|1 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω τερπνός|1 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός τεστ|1 -|απόπειρα|δοκιμή|εγχείρημα|προσπάθεια|τεστ|τόλμημα τετραπέρατος|1 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος τεχνητη|1 -|τεχνητη τεχνητος|1 -|τεχνητος τεχνουργός|1 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος τζάμπα|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι τηλογυάλι|1 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι τηρώ|1 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω τιθασευμένος|1 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος τιθασεύω|1 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ τιμή|1 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή τιμαλφή|1 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα τιμημένος|2 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός τιμητική προσηγορία|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα τιμωρώ|2 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω τιμωρώ άδικα|1 -|αδικώ|ζημιώνω|παρανομώ|στρεψοδικώ|τιμωρώ άδικα τιποτένιος|2 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία τιτάνας|1 -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός τμήμα|4 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα -|αστυνομία|τμήμα|χωροφυλακή -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο τμήμα στρατού|1 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο τμήμα χωροφυλακής|1 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο το βράδυ|1 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ το δέον|1 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία το παιδί|1 -|γιόκας|γιός|το παιδί|υιός το πρέπον|1 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία τοκογλύφος|1 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας τολμηρός|3 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός -|άφοβος|γενναίος|θαρραλέος|θαρρετός|ριψοκίνδυνος|τολμηρός -|άφοβος|τολμηρός τονίζω|1 -|δίνω έμφαση|τονίζω|υπογραμμίζω τοποθέτηση|2 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση -|εναπόθεση|κατάθεση|μαρτυρία|ομολογία|παράδοση όπλων|τοποθέτηση τοποθετώ|1 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ τορπιλισμός|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα τουαλέτα|1 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα τουμπάρισμα|1 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα τουμπάρω|1 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω τουμπεκί|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο τουρκέτο|1 -|άλμπουρο|άρμπουρο|κατάρτι|στηλίδα|τουρκέτο τουτούνι|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο τράκος|1 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα τρέξιμο|1 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο τρέχει|1 -|γίνεται|λαχαίνει|συμβαίνει|συντελείται|τρέχει|τυχαίνει τρέχω|2 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω τρίβομαι|1 -|ασχολούμαι|γίνομαι έμπειρος|κατατρίβω|τρίβομαι τραβιέμαι|1 -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω τραβώ επάνω|1 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω τραγουδώ|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω τραγούδι|1 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος τρακάρω|1 -|συγκρούομαι|συναντώ τυχαία|τρακάρω|χτυπώ τραμπάλισμα|1 -|αιώρηση|κούνημα|μετεώρισμα|ταλάντευση|τραμπάλισμα τραντάζω|1 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω τρατάρω|1 -|κερνώ|οινοχοώ|προσφέρω|τρατάρω|φιλεύω τραυματίζομαι|1 -|λαβώνομαι|πληγώνομαι|τραυματίζομαι τραυματίζω|1 -|λαβώνω|πληγώνω|τραυματίζω τραχύς|3 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς τραχύτητα|2 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα τραύμα|1 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα τρελαίνομαι για|1 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για τρελός|1 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής τρενάρισμα|1 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα τρενάρω|1 -|αργοπορώ|επιβραδύνω|καθυστερώ|τρενάρω|υπολείπομαι|υστερώ τριακονθήμερο|1 -|μήνας|τριακονθήμερο τριβή|1 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή τριζύγι|1 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί τρικυμία|1 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά τρικυμιώδης|1 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος τριποδίζω|1 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω τρομάζω|1 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω τρομάρα|1 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα τροποποίηση|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση τροποποιώ|2 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ τροφή|1 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα τροχάζω|1 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω τροχίζω|1 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω τροχοφόρο|1 -|αμάξι|αυτοκίνητο|κούρσα|τροχοφόρο|όχημα τρυκ|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη τρυφή|2 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα -|ευζωία|ευημερία|ευτυχία|καλοζωία|καλοπέραση|τρυφή τρυφερόκαρδος|1 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος τρυφερότητα|2 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή -|αφοσίωση|προστασία|στοργή|στοργικότητα|τρυφερότητα τρυφηλός|1 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός τρωτό|1 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό τρόμος|1 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα τρόφιμα|1 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα τρύπα|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα τρώγομαι|1 -|ερίζω|τρώγομαι|φιλονικώ τσάμπουρα|1 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια τσάφαρο|1 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο τσέρκι|1 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι τσίπρας|1 -|Τσίπρας τσακωμός|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία τσακώνομαι|1 -|αρπάζομαι|εξοργίζομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω εύκολα|συμπλέκομαι|τσακώνομαι τσακώνω|1 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω τσαλί|1 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο τσαμπουρίδια|1 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια τσαντίρι|1 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι τσαπατσούλης|1 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης τσαπράγκαλα|1 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα τσαπράζια|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα τσαρδάκι|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα τσαρλατάνος|1 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος τσεκάρισμα|1 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα τσεκουρώνω|1 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω τσελικώνω|1 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω τσιγκέλι|1 -|άγκιστρο|αγκίστρι|αρπάγη|γάντζος|τσιγκέλι τσιγκούνης|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά τσιλικρωτό|1 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό τσιμπώ|1 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ τσιράκι|1 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι τσιρίζω|1 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω τσιτώνω|1 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω τσουρουφλίζω|1 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι τσουχτερός|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά τσούπα|1 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη τσούπρα|1 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη τυραννίδα|1 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα τυραννώ|1 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ τυφλός|1 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός τυφώνας|1 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά τυχαίνει|1 -|γίνεται|λαχαίνει|συμβαίνει|συντελείται|τρέχει|τυχαίνει τόλμη|3 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα -|αποθράσυνση|αυθάδεια|αφοβία|θράσος|τόλμη|υπερβολικό θάρρος τόλμημα|1 -|απόπειρα|δοκιμή|εγχείρημα|προσπάθεια|τεστ|τόλμημα τόπος|2 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος τόπος δράσης|1 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος τότε|1 -|άλλοτε|ενίοτε|κάποτε|τότε τύπος|1 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα τύρβη|1 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία τύχη|1 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη υγιής|1 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής υδατοστεγής|1 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής υδροστάθμη|1 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη υιός|1 -|γιόκας|γιός|το παιδί|υιός υλικό|1 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό υμνολογία|1 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος υμνώ|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω υπάρχοντα|1 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα υπέρμετρη χρήση|1 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση υπέρπλουτος|1 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος υπακούω|1 -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω υπαναχωρώ|1 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ υπεράνθρωπος|2 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός υπεράσπιση|1 -|απολογία|υπεράσπιση υπερήφανος|1 -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός υπεραμύνομαι|1 -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι υπερασπίζομαι|1 -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι υπερβολικό θάρρος|1 -|αποθράσυνση|αυθάδεια|αφοβία|θράσος|τόλμη|υπερβολικό θάρρος υπερισχύω|2 -|εκμηδενίζω|καταβάλλω|κατανικώ|κατατροπώνω|νικώ|υπερισχύω -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω υπερμεγέθης|1 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος υπεροπτικός|1 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης υπεροχή|1 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή υπεροψία|1 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια υπερπηδώ|1 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ υπερτιμώ|1 -|ακριβαίνω|ανατιμούμαι|υπερτιμώ υπερτιμώμαι|1 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω υπερφίαλος|2 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος υπερφυσικός|2 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός υπερψύχω|1 -|αποξυλιάζω|καταψύχω|κρυσταλλιάζω|παγώνω|υπερψύχω|ψυχραίνω υπερόπτης|4 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος υπηρέτρια|1 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη υπηρετώ|1 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω υποβίβαση|1 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση υπογραμμίζω|1 -|δίνω έμφαση|τονίζω|υπογραμμίζω υποδέχομαι|1 -|δεξιώνομαι|καλοδέχομαι|καλωσορίζω|υποδέχομαι υποδήλωση|1 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση υποδειγματικός|1 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός υποδιαίρεση στερεάς γης|1 -|ήπειρος|γη|ξηρά|στεριά|υποδιαίρεση στερεάς γης|χέρσος υποδομή|1 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο υποδουλώνομαι|1 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι υποζύγιο|1 -|αβασταγό|υποζύγιο υποθάλπω|1 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω υποθετικός|1 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος υποκαθιστώ|1 -|αλλάζω|αναπληρώνω|ανταλλάσσω|αντικαθιστώ|υποκαθιστώ υποκρισία|1 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα υπολείπομαι|1 -|αργοπορώ|επιβραδύνω|καθυστερώ|τρενάρω|υπολείπομαι|υστερώ υπολογίζω|2 -|ακουμπώ|βασίζομαι|ποντάρω|στηρίζομαι|υπολογίζω -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω υπολογίσιμος|1 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος υπολογισμός|1 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός υπομένω|1 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω υποσκίασμα|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα υποστήριξη|1 -|αβάντα|βοήθεια|κέρδος|υποστήριξη|όφελος υποστηρίζω υπόθεση|1 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση υποτάσσομαι|1 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι υποτάσσω|1 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ υποτιμώ|1 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ υποφέρω|2 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι υποχρέωση|1 -|αγγάρεμα|αγγαρεία|ανάγκαση|βία|εξαναγκασμός|υποχρέωση υποχωρητικός|1 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης υποχωρητικότητα|1 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα υποχώρηση|1 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός υποψία|1 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία υπόβαθρο|1 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο υπόβαθρο καθίσματος|1 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος υπόδειγμα|2 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα υπόδειξη|1 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη υπόθεση|1 -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση υπόκυψη|1 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός υπόλειμμα|1 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο υπόνοια|1 -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια υστερότερα|1 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον υστερώ|1 -|αργοπορώ|επιβραδύνω|καθυστερώ|τρενάρω|υπολείπομαι|υστερώ υφαρπαγή|1 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή υψώνω|1 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω φάπα|2 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι φάρσα|2 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα φάτσα|1 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα φέξη|1 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη φέτα|1 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα φήμη|1 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη φίλεργος|1 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος φίλη|1 -|αγαπημένη|αγαπητικιά|ερωμένη|φίλη φίλος|2 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος φίλτατος|1 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος φίρμα|1 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα φαγάς|2 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς φαιδρολογία|1 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό φαιδρός|2 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός φαιός|1 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός φαλίρω|1 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ φαλτσάρω|1 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω φαμπρικάρω|1 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω φανέρωμα|3 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα φανέρωση|1 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση φανατικός|1 -|άσπονδος|αδιάλλακτος|ασυμβίβαστος|ασυμφιλίωτος|αφίλιωτος|φανατικός φανατισμός|1 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη φανερώνω|2 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω φαντασία|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα φαντασμένος|1 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος φανταστικός|3 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος -|ανυπόστατος|ανύπαρκτος|πλαστός|φανταστικός|χιμαιρικός -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός φαρί|1 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί φαρμακείο|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά φασαρία|2 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία φαταούλας|1 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας φαύλος|2 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος φεγγίτης|1 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης φεγγαριασμένος|1 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής φεγγαροπρόσωπος|1 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος φεγγοβόλημα|1 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα φερέγγυος|1 -|έμπιστος|αξιόπιστος|μπιστεμένος|μπιστικός|πιστός|φερέγγυος φερτός|1 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός φευγιό|1 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό φεύγω|3 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω φημολογείται|1 -|διαδίδεται|διαθρυλείται|θρυλείται|λέγεται|λένε|φημολογείται φθείρω|1 -|ανατρέπω|αφανίζω|καταλύω|καταργώ|καταστρέφω|φθείρω φθονώ|1 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ φθορά|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση φθόνος|1 -|επιβουλή|ζήλια|ζηλοτυπία|ζηλοφθονία|ξεσυνέρια|φθόνος φιγουράτος|1 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος φιλάργυρος|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά φιλήδονος|2 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος -|ηδυπαθής|λάγνος|φιλήδονος φιλία|1 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία φιλαλήθεια|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως φιλαλληλία|1 -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία φιλανθρωπία|2 -|αγαθοεργία|ελεημοσύνη|ευεργεσία|ευποιία|καλό|φιλανθρωπία -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία φιλανθρωπικό ίδρυμα|1 -|άσυλο|απαραβίαστος χώρος|ευαγές ίδρυμα|καταφύγιο|φιλανθρωπικό ίδρυμα φιλεύω|1 -|κερνώ|οινοχοώ|προσφέρω|τρατάρω|φιλεύω φιλική συγκέντρωση|1 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση φιλικός|1 -|αγαπημένος|αδερφικός|αλτρουιστικός|αφίλαυτος|φιλικός φιλιώνω|1 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω φιλοκαλία|1 -|γούστο|καλαισθησία|φιλοκαλία φιλομαθής|1 -|φιλομαθής φιλονικία|1 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία φιλονικώ|1 -|ερίζω|τρώγομαι|φιλονικώ φιλοτεχνώ|1 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω φιλοτιμία|1 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη φιλοχρήματος|1 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος φιλόθεος|1 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος φιλόθρησκος|1 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος φιλόπονος|1 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος φιλόπτωχος|1 -|αγαθοεργός|αγαθοποιός|δωρητής|ευεργέτης|σπλαχνικός|φιλόπτωχος φιλότεχνος|1 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος φιμώνω|1 -|αποσβολώνω|αποστομώνω|αφοπλίζω|βουβαίνω|κεραυνώνω|φιμώνω φιοριτούρα|1 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα φλέγμα|1 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα φλεγματικός|1 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος φλογίζω|1 -|ζεσταίνω|θερμαίνω|κοκκινίζω|πυρακτώνω|πυρώνω|φλογίζω φλογερός|2 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός φλογώνω|1 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι φλόγα|1 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη φλύαρος|1 -|αηδόνι|γλυκόφωνος|εύγλωττος|ομιλητικός|φλύαρος φοβάμαι|1 -|σκιάζομαι|φοβάμαι φοβέρα|1 -|απειλή|εκφοβισμός|φοβέρα|φοβέρισμα|φόβισμα φοβέρισμα|1 -|απειλή|εκφοβισμός|φοβέρα|φοβέρισμα|φόβισμα φοβίζω|1 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω φοβερός|1 -|αθεράπευτος|ανήκεστος|ανίατος|ανεπανόρθωτος|καταστρεπτικός|φοβερός φοβητσιάρης|2 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης φοιτώ|1 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ φονεύομαι|1 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι φονικό|1 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος φορτέτσα|1 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο φορτίο|1 -|αβασταγή|ζαλίκι|φορτίο|φόρτωμα φορτικός|1 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός φουκαράς|1 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς φουμάδα|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο φουντάρισμα|2 -|άραγμα|αγκυροβόλημα|δέσιμο|ελλιμενισμός|φουντάρισμα -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα φουντάρω|1 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω φουριόζος|1 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος φουρτουνιασμένος|1 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος φουρτούνα|1 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά φουσάτο|1 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο φουσκοθαλασσιά|1 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά φουσκωμένος|1 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος φουσκώνω|2 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι φούμαρα|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο φούρια|1 -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια φούρκα|1 -|αγχόνη|απαγχονισμός|βρόχος|κρεμάλα|φούρκα|φούρκισμα φούρκισμα|1 -|αγχόνη|απαγχονισμός|βρόχος|κρεμάλα|φούρκα|φούρκισμα φούσκωμα|1 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια φράση|1 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος φρένιασμα|1 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα φρέσκος|1 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος φραντζόλα|1 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί φρενιάζω|1 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω φρενοβλαβής|1 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής φρεσκάρισμα|1 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα φρεσκάρω|1 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω φρικαλέος|1 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος φροκαλίζω|1 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ φροκαλώ|1 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ φροντίδα|3 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα φροντίζω|2 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω φροντισμένος|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός φρουρός|1 -|βιγλάτορας|παρατηρητής|σκοπός|φρουρός|φύλακας φρούριο|1 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο φρόνημα|1 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα φρόνιμος|1 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος φρύγανο|1 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο φτάνω|3 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω φτάσιμο|1 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο φταίχτης|1 -|αδικαιολόγητος|ανεπίτρεπτος|ασυγχώρητος|ασύγγνωστος|φταίχτης φτηνά|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι φτιάνω|2 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω φτιάξη|1 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη φτιάχνομαι|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω φτιαγμένος|1 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος φτιασιδώνω|1 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω φτωχικό|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα φτωχόσπιτο|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα φτώχεια|3 -|αθλιότητα|αχρειότητα|δυστυχία|κακία|ταλαιπωρία|φτώχεια -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία -|ένδεια|ανέχεια|απορία|πενία|φτώχεια φυγόπονος|1 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος φυλή|1 -|έθνος|γένος|λαός|μιλέτι|ράτσα|φυλή φυλακισμένος|1 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος φυσικά|1 -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά φυσικός|2 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός φυσιογνωμία|1 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία φυτευμένος|1 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος φυτεύω|1 -|γονιμοποιώ γυναίκα|διασκορπίζω|σκορπίζω|σπέρνω|φυτεύω φυτό|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο φωλιά|1 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος φωλιάζω|1 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω φωνάζω|1 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω φωνάζω δυνατά|1 -|αλαλάζω|ενθουσιάζομαι|κραυγάζω|φωνάζω δυνατά φωνασκώ|1 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω φωτίζω|1 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ φωτεινός|2 -|αβασίλευτος|αβράδιαστος|αιώνιος|αμάραντος|ανύχτωτος|φωτεινός -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος φωτιά|1 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά φωτόσφαιρα|1 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος φόβισμα|1 -|απειλή|εκφοβισμός|φοβέρα|φοβέρισμα|φόβισμα φόβος|2 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα φόνος|1 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος φόντο|1 -|έδαφος|γη|δάπεδο|ξηρά|φόντο|χώμα φόρεμα|2 -|ένδυμα|ενδυμασία|κουστούμι|περίβλημα|ρούχο|φόρεμα -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα φόρμα|1 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα φόρτωμα|1 -|αβασταγή|ζαλίκι|φορτίο|φόρτωμα φύλακας|1 -|βιγλάτορας|παρατηρητής|σκοπός|φρουρός|φύλακας φύτρα|1 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα χάλασμα|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση χάνω|1 -|απαρνιέμαι|αποστερούμαι|παραιτούμαι|στερούμαι|χάνω χάνω βάρος|1 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος χάνω οριστικώς|1 -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς χάρη|2 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη χάρισμα|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι χάρμα|1 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα χάσιμο|1 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο χάσκων|1 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων χάσμα|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα χάχανο|1 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό χέρσος|2 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός -|ήπειρος|γη|ξηρά|στεριά|υποδιαίρεση στερεάς γης|χέρσος χέσιμο|1 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία χαίρομαι|3 -|αγάλλομαι|αγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι -|αγάλλομαι|αναγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι χαζούλης|1 -|αγαθιάρης|απλοϊκός|απονήρευτος|ευκολόπιστος|κουτούτσικος|χαζούλης χαλαρωμένος|1 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός χαλαρός|2 -|αγανός|αραιοϋφασμένος|αραιός|ξέσφιχτος|χαλαρός -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός χαλαρώνω|1 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω χαλεύω|1 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω χαλιναγωγώ|1 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ χαλκέντερος|1 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος χαλύβδινος|1 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος χαλώ|3 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ -|αλλοιώνομαι|ξινίζω|σαπίζω|χαλώ -|γκρεμίζω|κατεδαφίζω|ξεθεμελιώνω|ρίχνω|χαλώ χαμένος|1 -|άγνωστος|αγνοούμενος|αφανέρωτος|εξαφανισμένος|χαμένος χαμίνι|1 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι χαμηλώνω|1 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω χαμοκέλα|1 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα χαμπάρι|1 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι χαμπέρι|1 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι χαμόδεντρο|1 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο χαμόκλαρο|1 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο χαμός|1 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός χαρά|2 -|αγαλλίαση|ευφροσύνη|κέφι|χαρά|χαρμονή|χαρμοσύνη -|διέγερση|συγκίνηση|συγκλονισμός|χαρά χαράμι|1 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι χαρακτήρας|1 -|ήθος|αγωγή|ηθικότητα|χαρακτήρας χαραμάδα|1 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα χαραμής|1 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης χαραμοφάης|1 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης χαριτολογία|1 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό χαρμονή|1 -|αγαλλίαση|ευφροσύνη|κέφι|χαρά|χαρμονή|χαρμοσύνη χαρμοσύνη|1 -|αγαλλίαση|ευφροσύνη|κέφι|χαρά|χαρμονή|χαρμοσύνη χαροπάλεμα|1 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα χαροπαλεύω|1 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ χαστούκι|2 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι χαχάνισμα|1 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό χαχανίζω|1 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω χαχανητό|1 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό χαώδης|1 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης χαώδης κατάσταση|1 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση χείμαρρος|1 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός χειραγωγώ|2 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ χειροπιαστός|1 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός χειροτέρευση|1 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση χειροτερεύω|1 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω χηρεύω|1 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω χιμαιρικός|1 -|ανυπόστατος|ανύπαρκτος|πλαστός|φανταστικός|χιμαιρικός χιονάτος|1 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος χιουμοριστικός|1 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός χλεμπονιάρης|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός χλευάζω|1 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω χλεύη|1 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη χλιαρός|1 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός χλιδή|1 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή χλομός|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός χλόμιασμα|1 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα χνάρι|1 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο χοντράνθρωπος|1 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος χοντροκαμωμένος|1 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος χοντροκοπιά|1 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά χοντρόπετσος|1 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος χουγιάζω|1 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω χουζούρεμα|1 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα χουφτώνω|1 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω χούνη|1 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί χρήμα|1 -|έντονος|ηχηρός|λεφτά|παράς|σκαστός|χρήμα χρήματα|1 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα χρεία|1 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία χρειαζούμενος|1 -|αναγκαίος|απαιτούμενος|απαραίτητος|ενδεδειγμένος|επιβαλλόμενος|χρειαζούμενος χρεοκοπώ|1 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ χρεωμένος|1 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα χρηστός|2 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός χρονική περίοδος|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα χρυσαλοιφή|1 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή χρυσοχέρης|1 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης χτίζω|2 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω -|ανεγείρω|ανιδρύω|ανοικοδομώ|ξαναχτίζω|οικοδομώ|χτίζω χτίσιμο|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση χτυπιέμαι|1 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι χτυπώ|1 -|συγκρούομαι|συναντώ τυχαία|τρακάρω|χτυπώ χτύπημα|2 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα χυδαίος|2 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος χυδαιότητα|1 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά χωνί|1 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί χωνεύω|1 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω χωρίζομαι|1 -|κόβομαι|σκίζομαι|σχάζομαι|χωρίζομαι χωρίζω|1 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω χωρίο|1 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο χωρίς αντίκρισμα|1 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα χωρίς αξία|1 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία χωρατό|1 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό χωριατιά|1 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά χωρισμός|1 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός χωριστός|1 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός χωροφυλακή|1 -|αστυνομία|τμήμα|χωροφυλακή χόχλασμα|1 -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα χύνομαι|1 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι χύνω|1 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω χώμα|1 -|έδαφος|γη|δάπεδο|ξηρά|φόντο|χώμα ψάλλω|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω ψάξιμο|2 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο ψάχνω|1 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω ψέγω|2 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω ψέλνω|1 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω ψέμα|1 -|ανακρίβεια|αναλήθεια|λάθος|παραδρομή|σφάλμα|ψέμα ψήνομαι|2 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι -|βγάζω την μπέμπελη|βράζω|ζεσταίνομαι πολύ|καίγομαι (από τη ζέστη)|ψήνομαι ψήφισμα|1 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα ψαλμός|1 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος ψαχούλεμα|1 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα ψαύω|2 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω ψεγαδιάζω|1 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω ψευδής|1 -|ανακριβής|αναληθής|κίβδηλος|λαθεμένος|ψευδής|ψεύτικος ψευτοπερηφάνια|1 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια ψεύτικος|2 -|ανακριβής|αναληθής|κίβδηλος|λαθεμένος|ψευδής|ψεύτικος -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος ψηλή τιμή|1 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή ψηλαφώ|1 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ ψηλομύτης|3 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος ψηλώνω|1 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω ψιλός|1 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός ψιχίο|1 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο ψυχή|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα ψυχαναθρεφτής|1 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής ψυχική ανάταση|1 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση ψυχοκόρη|1 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη ψυχομάχημα|1 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα ψυχομαχητό|1 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα ψυχομαχώ|1 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ ψυχοπαθής|1 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής ψυχοπαραδίνω|1 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ ψυχοπονώ|1 -|λυπάμαι|οικτίρω|σπλαχνίζομαι|σπλαχνιέμαι|συμπονώ|ψυχοπονώ ψυχορράγημα|2 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα ψυχορραγώ|1 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ ψυχραίνω|1 -|αποξυλιάζω|καταψύχω|κρυσταλλιάζω|παγώνω|υπερψύχω|ψυχραίνω ψυχραιμία|1 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα ψυχρός|2 -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός ψυχρότητα|1 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα ψυχωμένος|1 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος ψωμί|1 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί ψωνιστής|1 -|αγοραστής|καταναλωτής|πελάτης|ψωνιστής ψωροπερήφανος|1 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος ψύχραιμος|1 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος ωδή|1 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος ωθώ|1 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ ωκεανός|2 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός ωκύτης|1 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης ωμός|3 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός -|άβραστος|άφτιαχτος|άψητος|αμαγείρευτος|σκληρός|ωμός ωραίος|2 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος -|γοητευτικός|κούκλος|ωραίος|όμορφος ωραιότατος|2 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός ωριμότητα|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα ωφέλεια|1 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος ωφέλημα|2 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα ωχρός|1 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός όαση|1 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος όλο|1 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο όλοι|1 -|άπαντες|όλοι όμορφος|2 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος -|γοητευτικός|κούκλος|ωραίος|όμορφος όνειδος|2 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος όνειρο|1 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο όντως|1 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως όποτε|2 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε όραμα|1 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα όργανο|1 -|εργαλείο|μαραφέτι|σκεύος|σύνεργο|όργανο όρεξη|1 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη όρθωση|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση όριο|1 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο όρμος|2 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος όρος|1 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος όσιος|1 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος όφελος|2 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος -|αβάντα|βοήθεια|κέρδος|υποστήριξη|όφελος όχευση|1 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση όχημα|1 -|αμάξι|αυτοκίνητο|κούρσα|τροχοφόρο|όχημα όχι τακτικός|1 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός ύδωρ|1 -|ύδωρ ύμνηση|1 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος ύμνος|2 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος ύστατος|1 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος ύστερα|2 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον ύστερον|1 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον ύστερος|1 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος ύφος|1 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος ύψιστος|1 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος ύψος|1 -|ανάστημα|ηθικό έρεισμα|κορμοστασιά|μπόι|ύψος ύψωση|1 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση ώρα|1 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα ώριμος|1 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος