]> git.lyx.org Git - dictionaries.git/blob - thes/th_el_GR_v2.dat
More updates
[dictionaries.git] / thes / th_el_GR_v2.dat
1 UTF-8
2 σκοτάδι|3
3 (ουσ)|(απουσία φωτός)|έρεβος|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος
4 (ουσ)|άγνοια
5 (αντ)|φως
6 άβαθος|1
7 -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής
8 άβαθρος|1
9 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος
10 άβαλτος|1
11 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
12 άβαρος|1
13 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος
14 άβαφος|1
15 -|άβαφος|αβερνίκωτος|αγυάλιστος|αλουστράριστος|αστίλβωτος
16 άβλαβος|2
17 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
18 -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος
19 άβλαφτος|1
20 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
21 άβραστος|2
22 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος
23 -|άβραστος|άφτιαχτος|άψητος|αμαγείρευτος|σκληρός|ωμός
24 άβρετος|1
25 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός
26 άβριστος|1
27 -|άβριστος|αβλαστήμητος
28 άβυσσος|1
29 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος
30 άγαμος|1
31 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος
32 άγαμος βίος|1
33 -|άγαμος βίος|έλλειψη συνουσιασμού|αγαμία
34 άγαρμπος|1
35 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
36 άγγελμα|2
37 -|άγγελμα|αγγελτήριο|γνωστοποίηση|ειδοποίηση|ειδοποιητήριο
38 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση
39 άγγελος|1
40 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος
41 άγευστος|1
42 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός
43 άγκιστρο|1
44 -|άγκιστρο|αγκίστρι|αρπάγη|γάντζος|τσιγκέλι
45 άγνοια|2
46 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα
47 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα
48 άγνωρος|2
49 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
50 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος
51 άγνωστος|4
52 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
53 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
54 -|άγνωστος|αγνοούμενος|αφανέρωτος|εξαφανισμένος|χαμένος
55 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος
56 άγονος|2
57 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός
58 -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος
59 άγος|1
60 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος
61 άγουρος|2
62 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος
63 -|άγουρος|έφηβος|νέος|νεανίας|νεαρός
64 άγουστος|2
65 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
66 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός
67 άγριο ζώο|1
68 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο
69 άγριος|1
70 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
71 άγρυπνος|1
72 -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός
73 άγχος|1
74 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα
75 άδεντρος|1
76 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός
77 άδετος|2
78 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος
79 -|άδετος|αδέσμευτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήρητος|ελεύθερος|λυμένος
80 άδικος|2
81 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος
82 -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος
83 άδολο|1
84 -|άδολο|ακεραιότητα|ανόθευτο|αρτιότητα|γνησιότητα|πληρότητα
85 άδολος|2
86 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
87 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
88 άδυτος|1
89 -|άδυτος|αβασίλευτος|αγέραστος|αμάραντος|ανηγεμόνιστος
90 άδω|1
91 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
92 άθαφτος|2
93 -|άθαφτος|άταφος|άψαλτος|αδιάβαστος|ακήδευτος
94 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
95 άθελος|2
96 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος
97 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός
98 άθικτος|4
99 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
100 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής
101 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
102 -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος
103 άθλημα|1
104 -|άθλημα|άμιλλα|αγώνισμα|πάλη|συναγωνισμός
105 άθληση|1
106 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
107 άθλιος|2
108 -|άθλιος|άτιμος|αισχρός
109 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος
110 άθλος|2
111 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά
112 -|άθλος|επιτυχία|θρίαμβος|κατανίκηση|μεγαλούργημα|νίκη
113 άθροισμα|1
114 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο
115 άκαιρος|1
116 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος
117 άκακος|2
118 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος
119 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
120 άκαμπτος|6
121 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
122 -|άκαμπτος|αδιάλλακτος|ανένδοτος|απόλυτος|ασυμβίβαστος
123 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος
124 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός
125 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
126 -|άκαμπτος|άτεγκτος|αμείλικτος
127 άκαρδος|1
128 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
129 άκαρπος|2
130 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός
131 -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος
132 άκεφος|2
133 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
134 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός
135 άκληρος|1
136 -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος
137 άκλητος|1
138 -|άκλητος|ακάλεστος|ακλήτευτος|απροσκάλεστος|απρόσκλητος|αυτόκλητος
139 άκομψος|2
140 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
141 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός
142 άκοπα|1
143 -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά
144 άκοπος|3
145 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
146 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
147 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
148 άκοσμος|1
149 -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος
150 άκουσμα|2
151 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη
152 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση
153 άκρα επιμέλεια|1
154 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή
155 άκρατος|1
156 -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος
157 άκρη|1
158 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
159 άκριτος|1
160 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος
161 άκρο|1
162 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
163 άκυρος|1
164 -|άκυρος|αδύναμος|αδύνατος|ανίκανος|ανίσχυρος|ασθενής
165 άκων|1
166 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος
167 άλαλος|1
168 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
169 άλειμμα|1
170 -|άλειμμα|αλοιφή
171 άλικος|1
172 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός
173 άλκιμος|2
174 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
175 -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός
176 άλλαγμα|1
177 -|άλλαγμα|αλλαγή|αλλαξιά|αντάλλαγμα|ανταλλαγή
178 άλλος|1
179 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
180 άλλοτε|1
181 -|άλλοτε|ενίοτε|κάποτε|τότε
182 άλλωστε|1
183 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
184 άλμπουρο|1
185 -|άλμπουρο|άρμπουρο|κατάρτι|στηλίδα|τουρκέτο
186 άλογο|1
187 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί
188 άλφιτα|1
189 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα
190 άμαθος|1
191 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
192 άμβλωμα|1
193 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα
194 άμβλωση|2
195 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
196 -|άμβλωση|έκτρωση
197 άμεμπτος|1
198 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
199 άμεσος|1
200 -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος
201 άμετρος|1
202 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
203 άμικτος|2
204 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
205 -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος
206 άμιλλα|3
207 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
208 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
209 -|άθλημα|άμιλλα|αγώνισμα|πάλη|συναγωνισμός
210 άμοιαστος|1
211 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
212 άμοιρος|1
213 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
214 άμπελος|1
215 -|άμπελος|αμπέλι|αμπελοφυτεία|αμπελώνας|κλήμα
216 άμυαλος|2
217 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος
218 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος
219 άναυδος|1
220 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
221 άνεση|1
222 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
223 άνετα|2
224 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
225 -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά
226 άνθιση|1
227 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
228 άνθισμα|1
229 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
230 άνθρωποι|1
231 -|άνθρωποι|ανθρωπότητα|κοινωνία|κοσμάκης|κόσμος
232 άνθρωπος αξίας|1
233 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
234 άνισος|1
235 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
236 άνοδος|2
237 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο
238 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα
239 άνοιγμα|2
240 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
241 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
242 άνοιξη|1
243 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
244 άνομος|1
245 -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος
246 άνοστος|2
247 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
248 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός
249 άντρας|2
250 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός
251 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος
252 άξαφνος|1
253 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός
254 άξεστος|2
255 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
256 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
257 άξιος|1
258 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης
259 άοκνος|1
260 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
261 άπαιδος|1
262 -|άπαιδος|άτεκνος|άτοκος
263 άπαν|1
264 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο
265 άπαντες|1
266 -|άπαντες|όλοι
267 άπαντο|1
268 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο
269 άπαρση|1
270 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
271 άπειρος|3
272 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
273 -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής
274 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος
275 άπιαστος|1
276 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
277 άπλα|1
278 -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος
279 άπλαστος|1
280 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός
281 άπλερος|1
282 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός
283 άπλετος|1
284 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
285 άπληστος|3
286 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
287 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος
288 -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς
289 άπλυτος|1
290 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
291 άπνους|1
292 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης
293 άπονος|2
294 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
295 -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός
296 άποψη|1
297 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
298 άπρεπος|2
299 -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος
300 -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος
301 άπω|1
302 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω
303 άραγμα|1
304 -|άραγμα|αγκυροβόλημα|δέσιμο|ελλιμενισμός|φουντάρισμα
305 άργητα|1
306 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα
307 άρθρο|1
308 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος
309 άριστος|1
310 -|άριστος|αναγνωρισμένος|κλασικός
311 άρμα|1
312 -|άρμα|έμβλημα|θωρακισμένο|οπλισμός|πολεμικό όχημα|τανκ
313 άρμπουρο|1
314 -|άλμπουρο|άρμπουρο|κατάρτι|στηλίδα|τουρκέτο
315 άρπαγας|1
316 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας
317 άρπαγμα|1
318 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
319 άρρην|1
320 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός
321 άρρητος|1
322 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
323 άρρωστος|1
324 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος
325 άρση|1
326 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
327 άρτιος|2
328 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός
329 -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος
330 άρτος|1
331 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί
332 άρχισμα|1
333 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
334 άρχοντας|3
335 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
336 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής
337 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος
338 άρχος|1
339 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος
340 άσβηστος|2
341 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
342 -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός
343 άσειστος|1
344 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
345 άσεμνος|1
346 -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος
347 άσημος|1
348 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός
349 άσθμα|1
350 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα
351 άσκαφτος|1
352 -|άσκαφτος|αβαθούλωτος|αγούβωτος|ακοίλαντος
353 άσκηση|1
354 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
355 άσκιαχτος|1
356 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
357 άσκοπα|1
358 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
359 άσκοπος|1
360 -|άσκοπος|άχρηστος|ανωφέλευτος|ανώφελος|αχρείαστος|αχρησίμευτος
361 άσκυφτος|1
362 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος
363 άσμα|1
364 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος
365 άσος|1
366 -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός
367 άσπερμος|1
368 -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος
369 άσπιλος|2
370 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός
371 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
372 άσπλαχνος|2
373 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
374 -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός
375 άσπονδος|1
376 -|άσπονδος|αδιάλλακτος|ασυμβίβαστος|ασυμφιλίωτος|αφίλιωτος|φανατικός
377 άσπορος|1
378 -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος
379 άσπρος|1
380 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
381 άστατος|4
382 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
383 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
384 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος
385 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος
386 άστεργος|1
387 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός
388 άστοργος|2
389 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
390 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
391 άσυλο|2
392 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
393 -|άσυλο|απαραβίαστος χώρος|ευαγές ίδρυμα|καταφύγιο|φιλανθρωπικό ίδρυμα
394 άσχετος|2
395 -|άσχετος|αδιάφορος|αμέτοχος|απέχων|ξένος|ουδέτερος
396 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος
397 άσχημος|2
398 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος
399 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός
400 άσωστος|2
401 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος
402 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
403 άσωτος|1
404 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος
405 άτακτος|1
406 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
407 άταφος|1
408 -|άθαφτος|άταφος|άψαλτος|αδιάβαστος|ακήδευτος
409 άτεγκτος|2
410 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
411 -|άκαμπτος|άτεγκτος|αμείλικτος
412 άτεκνος|1
413 -|άπαιδος|άτεκνος|άτοκος
414 άτεχνος|1
415 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
416 άτι|1
417 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί
418 άτιμος|1
419 -|άθλιος|άτιμος|αισχρός
420 άτμητο|1
421 -|άτμητο|άτομο|ατεμάχιστο|σωματίδιο ύλης
422 άτοκος|1
423 -|άπαιδος|άτεκνος|άτοκος
424 άτολμος|3
425 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης
426 -|άτολμος|δειλός|κιοτής
427 -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης
428 άτομο|1
429 -|άτμητο|άτομο|ατεμάχιστο|σωματίδιο ύλης
430 άτονος|2
431 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός
432 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
433 άτοπη πράξη|1
434 -|άτοπη πράξη|απρέπεια|ασχημοσύνη|ατόπημα|παρεκτροπή
435 άτριχος|1
436 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός
437 άτρομος|1
438 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
439 άτρωτος|2
440 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος
441 -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος
442 άτσαλος|1
443 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
444 άτυχος|3
445 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
446 -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος
447 -|άτυχος|ατυχής|δυστυχής|δυστυχισμένος|δύστυχος|κακότυχος
448 άυλη υπόσταση|1
449 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
450 άυπνος|1
451 -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός
452 άφαντος|1
453 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός
454 άφατος|1
455 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
456 άφεση|2
457 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
458 -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο
459 άφευκτος|1
460 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος
461 άφθαρτος|3
462 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
463 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός
464 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
465 άφθαστος|2
466 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός
467 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος
468 άφθονος|2
469 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός
470 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
471 άφθορος|1
472 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
473 άφιξη|1
474 -|άφιξη|έλευση|ερχομός|κόμιση
475 άφοβος|3
476 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
477 -|άφοβος|γενναίος|θαρραλέος|θαρρετός|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
478 -|άφοβος|τολμηρός
479 άφραγος|2
480 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
481 -|άφραγος|άφραχτος|ανεμπόδιστος|ανοιχτός|απεριόριστος
482 άφραστος|1
483 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
484 άφραχτο|1
485 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
486 άφραχτος|1
487 -|άφραγος|άφραχτος|ανεμπόδιστος|ανοιχτός|απεριόριστος
488 άφροντις|1
489 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος
490 άφταστος|1
491 -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός
492 άφτιαχτος|2
493 -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος
494 -|άβραστος|άφτιαχτος|άψητος|αμαγείρευτος|σκληρός|ωμός
495 άφωνος|1
496 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
497 άχαρος|3
498 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
499 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός
500 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός
501 άχολος|1
502 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
503 άχρηστος|2
504 -|άχρηστος|ακατάλληλος|απορριπτέος|απόβλητος|ελαττωματικός|σκάρτος
505 -|άσκοπος|άχρηστος|ανωφέλευτος|ανώφελος|αχρείαστος|αχρησίμευτος
506 άψαλτος|1
507 -|άθαφτος|άταφος|άψαλτος|αδιάβαστος|ακήδευτος
508 άψητος|2
509 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος
510 -|άβραστος|άφτιαχτος|άψητος|αμαγείρευτος|σκληρός|ωμός
511 άψογος|2
512 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
513 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός
514 άψυχος|1
515 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης
516 έγερση|1
517 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
518 έγκλειστος|1
519 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος
520 έγκλημα|2
521 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
522 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος
523 έγκριση|1
524 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση
525 έγκυος|1
526 -|έγκυος|βαρεμένη|βαρούμενη|γκαστρωμένη|εγκυμονούσα|εγκύμων
527 έγκυρος|1
528 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
529 έγνοια|1
530 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
531 έδαφος|1
532 -|έδαφος|γη|δάπεδο|ξηρά|φόντο|χώμα
533 έδρα|1
534 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος
535 έθιμο|1
536 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο
537 έθνος|1
538 -|έθνος|γένος|λαός|μιλέτι|ράτσα|φυλή
539 έκδημος|1
540 -|έκδημος|αποδημητής|απόδημος|μετανάστης|μισεμένος|ξενιτεμένος
541 έκδοτος|1
542 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός
543 έκθαμβος|1
544 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
545 έκθεση|1
546 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση
547 έκκληση|1
548 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι
549 έκλυτος|2
550 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος
551 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός
552 έκπληκτος|1
553 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
554 έκπληξη|1
555 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα
556 έκπτωση|1
557 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση
558 έκρηξη|1
559 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο
560 έκρυθμος|1
561 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
562 έκσταση|1
563 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
564 έκτακτος|1
565 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
566 έκτρωμα|1
567 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα
568 έκτρωση|2
569 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
570 -|άμβλωση|έκτρωση
571 έκφανση|1
572 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος
573 έκφραση|1
574 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος
575 έκφυλος|1
576 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός
577 έλαιο|1
578 -|έλαιο|λάδι
579 έλεγχος|2
580 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
581 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα
582 έλευση|1
583 -|άφιξη|έλευση|ερχομός|κόμιση
584 έλικας|1
585 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή
586 έλκος|1
587 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα
588 έλλειψη|2
589 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό
590 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα
591 έλλειψη πάθους|1
592 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
593 έλλειψη συνουσιασμού|1
594 -|άγαμος βίος|έλλειψη συνουσιασμού|αγαμία
595 έλξη|1
596 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη
597 έμβιος|1
598 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
599 έμβλημα|1
600 -|άρμα|έμβλημα|θωρακισμένο|οπλισμός|πολεμικό όχημα|τανκ
601 έμπα|1
602 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
603 έμπειρος|2
604 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
605 -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος
606 έμπιστος|1
607 -|έμπιστος|αξιόπιστος|μπιστεμένος|μπιστικός|πιστός|φερέγγυος
608 έμπνευση|1
609 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος
610 έμπορας|1
611 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής
612 έμπορος|1
613 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής
614 έμφυτος|1
615 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος
616 έμψυχος|1
617 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
618 έναντι|1
619 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα
620 έναρξη|1
621 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
622 ένας|1
623 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος
624 ένδεια|2
625 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα
626 -|ένδεια|ανέχεια|απορία|πενία|φτώχεια
627 ένδειξη|1
628 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση
629 ένδοξος|1
630 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
631 ένδυμα|1
632 -|ένδυμα|ενδυμασία|κουστούμι|περίβλημα|ρούχο|φόρεμα
633 ένθερμος|1
634 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
635 έννοια|1
636 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
637 έννομος|1
638 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος
639 ένσταση|2
640 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι
641 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία
642 ένστικτο|1
643 -|ένστικτο|ορμέμφυτο|παρόρμηση
644 ένταξη|1
645 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση
646 έντιμος|1
647 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
648 έντομο|1
649 -|έντομο|ζουζούνι|ζούδι|ζωύφιο|μαμούδι|μαμούνι
650 έντονος|2
651 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
652 -|έντονος|ηχηρός|λεφτά|παράς|σκαστός|χρήμα
653 ένωση|1
654 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
655 έξαρση του νου|1
656 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
657 έξαψη|2
658 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα
659 -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα
660 έξοχος|1
661 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
662 έξυπνη γυναίκα|1
663 -|έξυπνη γυναίκα|θηλυκό|κορίτσι|κόρη
664 έξυπνος|2
665 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
666 -|έξυπνος|μπριόζος|ξυλάκι|οινόπνευμα|πυρείο|σπίρτο
667 έξωση|1
668 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
669 έπαινος|2
670 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
671 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή
672 έπαρση|1
673 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
674 έπειτα|2
675 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα
676 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
677 έπιπλο με καθρέπτη|1
678 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα
679 έπομαι|1
680 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι
681 έποψη|1
682 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
683 έρανος|2
684 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
685 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο
686 έργο|1
687 -|έργο
688 έρεβος|1
689 -|cσκοτάδι|έρεβος|σκοτάδι|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος
690 έρευνα|3
691 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα
692 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση
693 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο
694 έρημος|1
695 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος
696 έριδα|1
697 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
698 έρμος|2
699 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος
700 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
701 έρπω|1
702 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι
703 έρχομαι|1
704 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω
705 έρχομαι κατόπι|1
706 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι
707 έρως|1
708 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
709 έρωτας|2
710 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
711 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
712 έσοδο|1
713 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
714 έσχατος|2
715 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος
716 -|έσχατος|ανώτατος σε βαθμό|απόμακρος|τελευταίος
717 έτοιμος|1
718 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος
719 έφεδρος|1
720 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα
721 έφεση|2
722 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι
723 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
724 έφηβος|1
725 -|άγουρος|έφηβος|νέος|νεανίας|νεαρός
726 έφοδος|1
727 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
728 έφορος|1
729 -|έφορος|επιβλέπων|επιστάτης|επιτηρητής|εποπτεύων διευθυντής|επόπτης
730 έχω|1
731 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
732 έχω αντοχή|1
733 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω
734 έχω σχέση|1
735 -|έχω σχέση|συνδέομαι
736 ήθος|2
737 -|ήθος|αγωγή|ηθικότητα|χαρακτήρας
738 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση
739 ήλιος|1
740 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος
741 ήμερος|2
742 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
743 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
744 ήπειρος|1
745 -|ήπειρος|γη|ξηρά|στεριά|υποδιαίρεση στερεάς γης|χέρσος
746 ήπιος|1
747 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
748 ήρεμα|1
749 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
750 ήρεμος|2
751 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
752 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
753 ήρωας|1
754 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος
755 ήσυχα|1
756 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
757 ήσυχος|1
758 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
759 ήττα|1
760 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός
761 ίζημα|2
762 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα
763 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση
764 ίλιγγος|1
765 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
766 ίμερος|1
767 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
768 ίνδαλμα|2
769 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
770 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα
771 ίππος|1
772 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί
773 ίσιος δρόμος|1
774 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι
775 ίσιωμα|1
776 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι
777 ίσκιος|1
778 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
779 ίσος|1
780 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος
781 ίχνος|1
782 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
783 αέρας|1
784 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα
785 αήττητος|2
786 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
787 -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος
788 αίδιος|1
789 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
790 αίθουσα|1
791 -|αίθουσα|δωμάτιο|θάλαμος|κάμαρα|κάμαρη
792 αίθουσα καλλωπισμού|1
793 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα
794 αίνιγμα|1
795 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
796 αίνος|1
797 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
798 αίσθηση|2
799 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση
800 -|αίσθηση|αισθητήριο|απήχηση|διαίσθηση|εντύπωση|συναίσθηση
801 αίσιος|1
802 -|αίσιος|αισιόδοξος|ευνοϊκός|ευοίωνος|οπτιμιστής
803 αίσχος|1
804 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
805 αίτημα|3
806 -|αίτημα|αξίωση|απαίτηση|διεκδίκηση|θέληση
807 -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση
808 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια
809 αίτηση|1
810 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια
811 αβάντα|1
812 -|αβάντα|βοήθεια|κέρδος|υποστήριξη|όφελος
813 αβάντσα|1
814 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
815 αβάρετος|1
816 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος
817 αβάς|1
818 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος
819 αβάσιμος|1
820 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
821 αβάσιστος|1
822 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος
823 αβάσκαντος|1
824 -|αβάσκαντος|αβασκάνιστος|αμάτιαστος|αφτάρμιστος
825 αβάσταγος|1
826 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς
827 αβάτευτος|1
828 -|αβάτευτος|αμαρκάλιστος|ανεπίβατος|ανόχευτος|απήδητος|ασυνουσίαστος
829 αβάφτιστος|1
830 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος
831 αβέβαιος|3
832 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
833 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος
834 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος
835 αβέρτα|1
836 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
837 αβέρτος|1
838 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
839 αβίαστα|2
840 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
841 -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά
842 αβαθμίδωτος|1
843 -|αβαθμίδωτος|ακλιμάκωτος
844 αβαθμολόγητος|1
845 -|αβαθμολόγητος|αγραδάριστος|ακατάτακτος|μη βαθμολογημένος
846 αβαθούλωτος|1
847 -|άσκαφτος|αβαθούλωτος|αγούβωτος|ακοίλαντος
848 αβαλσάμωτος|1
849 -|αβαλσάμωτος|αταρίχευτος
850 αβαράρω|1
851 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
852 αβαρής|1
853 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος
854 αβαρία|1
855 -|αβαρία|ζημιά
856 αβαρεσιά|1
857 -|αβαρεσιά|ακουρασιά
858 αβασάνιστος|1
859 -|αβασάνιστος|ανεξέταστος|απαίδευτος|αταλαιπώρητος|επιπόλαιος|πρόχειρος
860 αβασίλευτος|2
861 -|αβασίλευτος|αβράδιαστος|αιώνιος|αμάραντος|ανύχτωτος|φωτεινός
862 -|άδυτος|αβασίλευτος|αγέραστος|αμάραντος|ανηγεμόνιστος
863 αβασκάνιστος|1
864 -|αβάσκαντος|αβασκάνιστος|αμάτιαστος|αφτάρμιστος
865 αβασταγή|1
866 -|αβασταγή|ζαλίκι|φορτίο|φόρτωμα
867 αβασταγιά|2
868 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
869 -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια
870 αβασταγό|1
871 -|αβασταγό|υποζύγιο
872 αβατσίνωτος|1
873 -|αβατσίνωτος|αβατσινάριστος|αδαμάλιστος|αμπόλιαστος|ανεμβολίαστος
874 αβατσινάριστος|1
875 -|αβατσίνωτος|αβατσινάριστος|αδαμάλιστος|αμπόλιαστος|ανεμβολίαστος
876 αβγάτισμα|1
877 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός
878 αβγατίζω|1
879 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
880 αβεβήλωτος|1
881 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός
882 αβεβαίωτος|1
883 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
884 αβεβαιότητα|2
885 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
886 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα
887 αβερνίκωτος|1
888 -|άβαφος|αβερνίκωτος|αγυάλιστος|αλουστράριστος|αστίλβωτος
889 αβλέπτημα|1
890 -|αβλέπτημα|αβλεψία|απροσεξία|λάθος|παρόραμα
891 αβλαβής|1
892 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
893 αβλαστήμητος|1
894 -|άβριστος|αβλαστήμητος
895 αβλεψία|1
896 -|αβλέπτημα|αβλεψία|απροσεξία|λάθος|παρόραμα
897 αβοήθητος|1
898 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος
899 αβοτάνιστος|1
900 -|αβοτάνιστος|ακαθάριστος|ασκάλιστος
901 αβούλητος|1
902 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος
903 αβούλιαχτος|1
904 -|αβούλιαχτος|αβύθιστος|ακαταβύθιστος|ακαταπόντιστος|αφουντάριστος
905 αβούλωτος|1
906 -|αβούλωτος|ανοιχτός|απωμάτιστος|ασφράγιστος|ατάπωτος|ξέσκεπος
907 αβράβευτος|1
908 -|αβράβευτος|αστεφάνωτος|ατίμητος
909 αβράδιαστος|1
910 -|αβασίλευτος|αβράδιαστος|αιώνιος|αμάραντος|ανύχτωτος|φωτεινός
911 αβρεξιά|1
912 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια
913 αβροδίαιτος|1
914 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός
915 αβροχιά|1
916 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια
917 αβρός|1
918 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
919 αβρότητα|1
920 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή
921 αβρώμιστος|1
922 -|αβρώμιστος|ακηλίδωτος|αλέρωτος|αλίγδιαστος|αρρύπαντος|καθαρός
923 αβυσσαλέος|2
924 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης
925 -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής
926 αβόλευτος|1
927 -|αβόλευτος|ανάποδος|ανοικονόμητος|αταχτοποίητος|δύστροπος|στριμμένος
928 αβύζαχτος|1
929 -|αβύζαχτος|αγαλούχητος|αθήλαστος|αρώγιστος
930 αβύθιστος|1
931 -|αβούλιαχτος|αβύθιστος|ακαταβύθιστος|ακαταπόντιστος|αφουντάριστος
932 αγάλια|1
933 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
934 αγάλλομαι|2
935 -|αγάλλομαι|αγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι
936 -|αγάλλομαι|αναγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι
937 αγάνωτος|1
938 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος
939 αγάπη|1
940 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία
941 αγέλαστος|1
942 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
943 αγέμιστος|2
944 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος
945 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος
946 αγένεια|1
947 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά
948 αγένειος|1
949 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός
950 αγέραστος|2
951 -|άδυτος|αβασίλευτος|αγέραστος|αμάραντος|ανηγεμόνιστος
952 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
953 αγέρωχος|1
954 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης
955 αγίνωτος|1
956 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος
957 αγαθιάρης|1
958 -|αγαθιάρης|απλοϊκός|απονήρευτος|ευκολόπιστος|κουτούτσικος|χαζούλης
959 αγαθοεργία|1
960 -|αγαθοεργία|ελεημοσύνη|ευεργεσία|ευποιία|καλό|φιλανθρωπία
961 αγαθοεργός|1
962 -|αγαθοεργός|αγαθοποιός|δωρητής|ευεργέτης|σπλαχνικός|φιλόπτωχος
963 αγαθοποιός|1
964 -|αγαθοεργός|αγαθοποιός|δωρητής|ευεργέτης|σπλαχνικός|φιλόπτωχος
965 αγαθό|1
966 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος
967 αγαθόπιστος|1
968 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος
969 αγαθός|2
970 -|αγαθός|καλοσυνάτος|καλός
971 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος
972 αγαλήνευτος|1
973 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος
974 αγαλλίαση|1
975 -|αγαλλίαση|ευφροσύνη|κέφι|χαρά|χαρμονή|χαρμοσύνη
976 αγαλλιάζω|1
977 -|αγάλλομαι|αγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι
978 αγαλούχητος|1
979 -|αβύζαχτος|αγαλούχητος|αθήλαστος|αρώγιστος
980 αγαμία|2
981 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία
982 -|άγαμος βίος|έλλειψη συνουσιασμού|αγαμία
983 αγανάκτηση|2
984 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα
985 -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα
986 αγανακτώ|1
987 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω
988 αγανός|1
989 -|αγανός|αραιοϋφασμένος|αραιός|ξέσφιχτος|χαλαρός
990 αγαπίζω|1
991 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω
992 αγαπημένη|1
993 -|αγαπημένη|αγαπητικιά|ερωμένη|φίλη
994 αγαπημένος|3
995 -|αγαπημένος|αδερφικός|αλτρουιστικός|αφίλαυτος|φιλικός
996 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος
997 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος
998 αγαπησιάρης|1
999 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος
1000 αγαπητικιά|1
1001 -|αγαπημένη|αγαπητικιά|ερωμένη|φίλη
1002 αγαπητικός|1
1003 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος
1004 αγαπητός|1
1005 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος
1006 αγαπώ|1
1007 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για
1008 αγαστός|1
1009 -|αγαστός|αξιοθαύμαστος|επίφθονος|θαυμαστός|καταπληκτικός
1010 αγγάρεμα|1
1011 -|αγγάρεμα|αγγαρεία|ανάγκαση|βία|εξαναγκασμός|υποχρέωση
1012 αγγίζω|1
1013 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ
1014 αγγαρεία|1
1015 -|αγγάρεμα|αγγαρεία|ανάγκαση|βία|εξαναγκασμός|υποχρέωση
1016 αγγείο|1
1017 -|αγγείο|βάζο|δοχείο
1018 αγγελία|1
1019 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση
1020 αγγελικός|1
1021 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος
1022 αγγελιοφόρος|1
1023 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος
1024 αγγελτήριο|1
1025 -|άγγελμα|αγγελτήριο|γνωστοποίηση|ειδοποίηση|ειδοποιητήριο
1026 αγγελόπλαστος|1
1027 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος
1028 αγγρίφι|1
1029 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
1030 αγεληδόν|1
1031 -|αγεληδόν|αθρόα|κοπαδιαστά|σωρηδόν
1032 αγενής|1
1033 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
1034 αγιάτρευτος|1
1035 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος
1036 αγιογδύτης|1
1037 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας
1038 αγκάθι|1
1039 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
1040 αγκάλη|1
1041 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
1042 αγκάλιασμα|1
1043 -|αγκάλιασμα|ασπασμός|εναγκαλισμός|περίπτυξη|περιπλοκή
1044 αγκίδα|1
1045 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
1046 αγκίστρι|1
1047 -|άγκιστρο|αγκίστρι|αρπάγη|γάντζος|τσιγκέλι
1048 αγκαζάρω|1
1049 -|αγκαζάρω|δεσμεύω|καπαρώνω|προαγοράζω
1050 αγκαθερός|1
1051 -|αγκαθερός|αγκαθιάρης|αγκαθωτός|αγκυλωτός|ακανθώδης
1052 αγκαθιάρης|1
1053 -|αγκαθερός|αγκαθιάρης|αγκαθωτός|αγκυλωτός|ακανθώδης
1054 αγκαθωτός|1
1055 -|αγκαθερός|αγκαθιάρης|αγκαθωτός|αγκυλωτός|ακανθώδης
1056 αγκαλιά|1
1057 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
1058 αγκαλιάζω|1
1059 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
1060 αγκομάχημα|1
1061 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα
1062 αγκομαχώ|1
1063 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ
1064 αγκούσα|1
1065 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα
1066 αγκυλωτός|1
1067 -|αγκαθερός|αγκαθιάρης|αγκαθωτός|αγκυλωτός|ακανθώδης
1068 αγκυλώνω|1
1069 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ
1070 αγκυροβολώ|1
1071 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω
1072 αγκυροβόλημα|1
1073 -|άραγμα|αγκυροβόλημα|δέσιμο|ελλιμενισμός|φουντάρισμα
1074 αγκυροβόλιο|1
1075 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
1076 αγκυρώνω|1
1077 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω
1078 αγκωνάρι|1
1079 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
1080 αγκωνή|1
1081 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
1082 αγκωνιά|1
1083 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
1084 αγλάισμα|1
1085 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
1086 αγλίτωτος|1
1087 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος
1088 αγλαΐζω|1
1089 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
1090 αγνάντεμα|1
1091 -|αγνάντεμα|βίγλα|βίγλισμα|επισκόπιση|παρατηρητήριο|περισκόπιση
1092 αγνάντια|1
1093 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα
1094 αγναντεύω|1
1095 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ
1096 αγνεία|1
1097 -|αγνεία|αγνότητα|παρθενία|παρθενιά
1098 αγνοούμενος|1
1099 -|άγνωστος|αγνοούμενος|αφανέρωτος|εξαφανισμένος|χαμένος
1100 αγνοών|1
1101 -|αγνοών|ακάτεχος|ανίδεος|ανυποψίαστος|ανύποπτος
1102 αγνωμοσύνη|1
1103 -|αγνωμοσύνη|αναγνωριά|ανεγνωριά|αχαριστία
1104 αγνωσία|1
1105 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα
1106 αγνό|1
1107 -|αγνό|αμόλυντο|απέριττο
1108 αγνός|1
1109 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός
1110 αγνότητα|1
1111 -|αγνεία|αγνότητα|παρθενία|παρθενιά
1112 αγνώριμος|1
1113 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
1114 αγνώριστος|1
1115 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
1116 αγονάτιστος|1
1117 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος
1118 αγονία|1
1119 -|αγονία|ακαρπία|ασπερμία|ατοκία|αφορία|στειρότητα
1120 αγοραπωλησία|1
1121 -|αγοραπωλησία|αλισβερίσι|δοσοληψία|μπίζνες|νταραβέρι|συναλλαγή
1122 αγοραστής|1
1123 -|αγοραστής|καταναλωτής|πελάτης|ψωνιστής
1124 αγορεύω|1
1125 -|αγορεύω|βγάζω λόγο|δημηγορώ|μιλώ|ρητορεύω
1126 αγορητής|1
1127 -|αγορητής|ομιλητής|ρήτορας
1128 αγούβωτος|1
1129 -|άσκαφτος|αβαθούλωτος|αγούβωτος|ακοίλαντος
1130 αγράμματος|2
1131 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
1132 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο
1133 αγρίκητος|1
1134 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
1135 αγρίμι|1
1136 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο
1137 αγραδάριστος|1
1138 -|αβαθμολόγητος|αγραδάριστος|ακατάτακτος|μη βαθμολογημένος
1139 αγριάδα|1
1140 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος
1141 αγριεύω|1
1142 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
1143 αγρικώ|1
1144 -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω
1145 αγριοκαίρι|1
1146 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος
1147 αγριότητα|1
1148 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος
1149 αγροίκος|4
1150 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
1151 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
1152 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος
1153 -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός
1154 αγρύπνια|1
1155 -|αγρύπνια|ακοιμησιά|αϋπνία|ξενύχτημα|ολονυκτία
1156 αγυάλιστος|1
1157 -|άβαφος|αβερνίκωτος|αγυάλιστος|αλουστράριστος|αστίλβωτος
1158 αγχίαλος|1
1159 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός
1160 αγχόνη|1
1161 -|αγχόνη|απαγχονισμός|βρόχος|κρεμάλα|φούρκα|φούρκισμα
1162 αγωγή|2
1163 -|ήθος|αγωγή|ηθικότητα|χαρακτήρας
1164 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση
1165 αγωγός|1
1166 -|αγωγός|διοχετευτής|μεταδότης|μεταφορέας|οδηγός
1167 αγωνία|1
1168 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα
1169 αγωνίζομαι|3
1170 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
1171 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι
1172 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση
1173 αγωνιστής|1
1174 -|αγωνιστής|αθλητής|ιδεολόγος
1175 αγωνιώ|1
1176 -|αγωνιώ|αδημονώ|αμηχανώ|ανησυχώ|ανυπομονώ|καρδιοχτυπώ
1177 αγόρευση|1
1178 -|αγόρευση|δημηγορία|διάλεξη|εκφώνηση λόγου|λόγος|ομιλία
1179 αγόρι|2
1180 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος
1181 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός
1182 αγύμνι|1
1183 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί
1184 αγύρτης|1
1185 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος
1186 αγώνας|2
1187 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
1188 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
1189 αγώνισμα|1
1190 -|άθλημα|άμιλλα|αγώνισμα|πάλη|συναγωνισμός
1191 αδάκρυτος|2
1192 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
1193 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
1194 αδάμαστος|1
1195 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
1196 αδέκαστος|4
1197 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
1198 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|αμερόληπτος
1199 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος
1200 -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
1201 αδέξιος|3
1202 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος
1203 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
1204 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία
1205 αδέσμευτος|3
1206 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος
1207 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος
1208 -|άδετος|αδέσμευτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήρητος|ελεύθερος|λυμένος
1209 αδίδακτος|1
1210 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος
1211 αδίδαχτος|1
1212 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο
1213 αδίκημα|2
1214 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα
1215 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
1216 αδαημοσύνη|1
1217 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα
1218 αδαμάλιστος|1
1219 -|αβατσίνωτος|αβατσινάριστος|αδαμάλιστος|αμπόλιαστος|ανεμβολίαστος
1220 αδαμάντινος|1
1221 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
1222 αδαπάνητος|1
1223 -|αδαπάνητος|αδιάθετος|ακατανάλωτος|ανεξάντλητος|αξόδευτος|αξόδιαστος
1224 αδαπάνως|1
1225 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
1226 αδασκάλευτος|1
1227 -|αδασκάλευτος|ακαθοδήγητος|ανοδήγητος|ανορμήνευτος|ανουθέτητος|ασυμβούλευτος
1228 αδείλιαστος|1
1229 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
1230 αδειάζω|1
1231 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω
1232 αδειλία|1
1233 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
1234 αδελέαστος|3
1235 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
1236 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|αμερόληπτος
1237 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος
1238 αδελφός|1
1239 -|αδελφός|κοιλαδερφός|ομογάλακτος|ομογάστριος|ομομήτριος|σύγγονος
1240 αδελφότητα|1
1241 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία
1242 αδερφικός|1
1243 -|αγαπημένος|αδερφικός|αλτρουιστικός|αφίλαυτος|φιλικός
1244 αδερφοσύνη|1
1245 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία
1246 αδερφώνω|1
1247 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω
1248 αδημονία|2
1249 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
1250 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα
1251 αδημονώ|1
1252 -|αγωνιώ|αδημονώ|αμηχανώ|ανησυχώ|ανυπομονώ|καρδιοχτυπώ
1253 αδηφάγος|3
1254 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
1255 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος
1256 -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς
1257 αδηφαγία|1
1258 -|αδηφαγία|γαστριμαργία|κοιλιοδουλία|πολυφαγία
1259 αδιάβαστος|1
1260 -|άθαφτος|άταφος|άψαλτος|αδιάβαστος|ακήδευτος
1261 αδιάβατος|1
1262 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός
1263 αδιάβροχος|1
1264 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής
1265 αδιάθετος|1
1266 -|αδαπάνητος|αδιάθετος|ακατανάλωτος|ανεξάντλητος|αξόδευτος|αξόδιαστος
1267 αδιάκοπα|2
1268 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
1269 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
1270 αδιάκοποι|1
1271 -|αδιάκοποι|αλλεπάλληλοι|αλληλοδιάδοχοι|απανωτοί|συνεχείς|συχνοί
1272 αδιάκοπος|2
1273 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
1274 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός
1275 αδιάκριτος|1
1276 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
1277 αδιάλειπτος|1
1278 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
1279 αδιάλεχτος|1
1280 -|αδιάλεχτος|αξεδιάλεχτος|αξεκαθάριστος|αξεχώριστος
1281 αδιάλλακτος|2
1282 -|άκαμπτος|αδιάλλακτος|ανένδοτος|απόλυτος|ασυμβίβαστος
1283 -|άσπονδος|αδιάλλακτος|ασυμβίβαστος|ασυμφιλίωτος|αφίλιωτος|φανατικός
1284 αδιάντροπος|1
1285 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος
1286 αδιάπλαστος|1
1287 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός
1288 αδιάπλευστος|1
1289 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός
1290 αδιάπτωτος|1
1291 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής
1292 αδιάρπαστος|1
1293 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος
1294 αδιάσειστος|1
1295 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
1296 αδιάφευκτος|1
1297 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος
1298 αδιάφθορος|3
1299 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
1300 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|αμερόληπτος
1301 -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
1302 αδιάφορος|5
1303 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
1304 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος
1305 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
1306 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
1307 -|άσχετος|αδιάφορος|αμέτοχος|απέχων|ξένος|ουδέτερος
1308 αδιέξοδο|1
1309 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
1310 αδιέξοδος|1
1311 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός
1312 αδιαίρετος|1
1313 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
1314 αδιαγούμιστος|1
1315 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος
1316 αδιαθεσία|1
1317 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια
1318 αδιακρισία|2
1319 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά
1320 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά
1321 αδιακόσμητος|1
1322 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός
1323 αδιακώλυτος|1
1324 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος
1325 αδιαλείπτως|2
1326 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
1327 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
1328 αδιαμέλιστος|1
1329 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
1330 αδιαμέριστος|1
1331 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
1332 αδιαμόρφωτος|1
1333 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός
1334 αδιαντροπιά|1
1335 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά
1336 αδιανόητος|1
1337 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
1338 αδιαπέραστος|2
1339 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός
1340 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής
1341 αδιαπαιδαγώγητος|1
1342 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
1343 αδιαπόρευτος|1
1344 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός
1345 αδιαπότιστος|1
1346 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής
1347 αδιατάρακτη λειτουργία|1
1348 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή
1349 αδιαφορία|2
1350 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά
1351 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
1352 αδιαφορώ|1
1353 -|αδιαφορώ|αμελώ|αμεριμνώ|δε σκοτίζομαι|δεν ενδιαφέρομαι
1354 αδιαφόρετα|1
1355 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
1356 αδιευθέτητος|1
1357 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
1358 αδικία|1
1359 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα
1360 αδικαιολόγητος|1
1361 -|αδικαιολόγητος|ανεπίτρεπτος|ασυγχώρητος|ασύγγνωστος|φταίχτης
1362 αδικητής|1
1363 -|αδικητής|αμαρτωλός|ανήθικος|κολασμένος|κριματισμένος|παραβάτης
1364 αδικοπραγία|1
1365 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα
1366 αδικώ|1
1367 -|αδικώ|ζημιώνω|παρανομώ|στρεψοδικώ|τιμωρώ άδικα
1368 αδιόρατος|1
1369 -|αδιόρατος|αθέατος|αμυδρός|αφανής|δυσδιάκριτος|θαμπός
1370 αδιόρθωτος|1
1371 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
1372 αδοκίμαστος|1
1373 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
1374 αδούλωτος|1
1375 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος
1376 αδράνεια|1
1377 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα
1378 αδράχνω|1
1379 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω
1380 αδρανής|1
1381 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης
1382 αδρανώ|1
1383 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ
1384 αδρός|1
1385 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
1386 αδρότητα|1
1387 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος
1388 αδυναμία|2
1389 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
1390 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα
1391 αδυνατίζω|1
1392 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος
1393 αδυνατώ|1
1394 -|αδυνατώ|δεν μπορώ|είμαι ανίκανος|εξασθενώ
1395 αδυσώπητος|1
1396 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός
1397 αδόκητος|1
1398 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός
1399 αδόνητος|1
1400 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
1401 αδύναμος|2
1402 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός
1403 -|άκυρος|αδύναμος|αδύνατος|ανίκανος|ανίσχυρος|ασθενής
1404 αδύνατος|3
1405 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός
1406 -|άκυρος|αδύναμος|αδύνατος|ανίκανος|ανίσχυρος|ασθενής
1407 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός
1408 αεί|2
1409 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
1410 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
1411 αείποτε|2
1412 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
1413 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
1414 αεικίνητος|1
1415 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
1416 αερολογήματα|1
1417 -|αερολογήματα|ανοησίες|αρλούμπες|κουροφέξαλα|κουταμάρες|σαχλαμάρες
1418 αεροστεγής|1
1419 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής
1420 αζήμιος|1
1421 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
1422 αζευγάριστος|1
1423 -|αζευγάριστος|ακαλλιέργητος|ανόργωτος
1424 αζευγάρωτος|1
1425 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος
1426 αζημίωτος|1
1427 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
1428 αηδιάζω|3
1429 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι
1430 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι
1431 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ
1432 αηδόνι|1
1433 -|αηδόνι|γλυκόφωνος|εύγλωττος|ομιλητικός|φλύαρος
1434 αθάνατος|2
1435 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός
1436 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
1437 αθέατος|1
1438 -|αδιόρατος|αθέατος|αμυδρός|αφανής|δυσδιάκριτος|θαμπός
1439 αθέλητος|1
1440 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος
1441 αθέμιτος|1
1442 -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος
1443 αθήλαστος|1
1444 -|αβύζαχτος|αγαλούχητος|αθήλαστος|αρώγιστος
1445 αθεΐα|1
1446 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία
1447 αθεμελίωτος|2
1448 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
1449 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος
1450 αθεράπευτος|2
1451 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος
1452 -|αθεράπευτος|ανήκεστος|ανίατος|ανεπανόρθωτος|καταστρεπτικός|φοβερός
1453 αθλητής|1
1454 -|αγωνιστής|αθλητής|ιδεολόγος
1455 αθλητική συνάντηση|1
1456 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
1457 αθλιότητα|1
1458 -|αθλιότητα|αχρειότητα|δυστυχία|κακία|ταλαιπωρία|φτώχεια
1459 αθλούμαι|1
1460 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση
1461 αθροίζω|1
1462 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω
1463 αθρόα|1
1464 -|αγεληδόν|αθρόα|κοπαδιαστά|σωρηδόν
1465 αθυμία|1
1466 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια
1467 αθυμώ|1
1468 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ
1469 αθυροστομία|1
1470 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά
1471 αθυρόστομος|1
1472 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης
1473 αθωώνω|1
1474 -|αθωώνω|απαλλάσσω|αφήνω ατιμώρητο
1475 αθώος|2
1476 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος
1477 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
1478 αθώρητος|1
1479 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός
1480 αθώωση|1
1481 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
1482 αιδοίο|1
1483 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
1484 αιθέρας|1
1485 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα
1486 αιθρία|1
1487 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα
1488 αιθυλαιθέρας|1
1489 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα
1490 αιρετικός|1
1491 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής
1492 αισθάνομαι|1
1493 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
1494 αισθαντικός|1
1495 -|αισθαντικός|αισθηματίας|αισθηματικός|ευαίσθητος|ευσυγκίνητος
1496 αισθηματίας|1
1497 -|αισθαντικός|αισθηματίας|αισθηματικός|ευαίσθητος|ευσυγκίνητος
1498 αισθηματικός|1
1499 -|αισθαντικός|αισθηματίας|αισθηματικός|ευαίσθητος|ευσυγκίνητος
1500 αισθητήριο|1
1501 -|αίσθηση|αισθητήριο|απήχηση|διαίσθηση|εντύπωση|συναίσθηση
1502 αισιοδοξία|1
1503 -|αισιοδοξία|αισιοφροσύνη|οπτιμισμός
1504 αισιοδοξώ|1
1505 -|αισιοδοξώ|ελπίζω
1506 αισιοφροσύνη|1
1507 -|αισιοδοξία|αισιοφροσύνη|οπτιμισμός
1508 αισιόδοξος|1
1509 -|αίσιος|αισιόδοξος|ευνοϊκός|ευοίωνος|οπτιμιστής
1510 αισχροκερδής|1
1511 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας
1512 αισχρός|4
1513 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος
1514 -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος
1515 -|άθλιος|άτιμος|αισχρός
1516 -|αισχρός|ανίερος|ανόσιος|βέβηλος
1517 αισχύνη|1
1518 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
1519 αιτιολογία|1
1520 -|αιτιολογία|αναγωγή|δικαιολογία|εξήγηση|πρόφαση
1521 αιφνίδια εκδήλωση|1
1522 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο
1523 αιφνίδιος|2
1524 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός
1525 -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος
1526 αιφνιδιάζω|1
1527 -|αιφνιδιάζω|ξαφνιάζω
1528 αιφνιδιασμός|1
1529 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα
1530 αιφνιδιαστική επιθεώρηση|1
1531 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
1532 αιχμάλωτος|1
1533 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος
1534 αιχμή|2
1535 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
1536 -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια
1537 αιχμαλωτίζω|1
1538 -|αιχμαλωτίζω|κατακρατώ|πιάνω|συλλαμβάνω
1539 αιωνίως|2
1540 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
1541 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
1542 αιωρούμαι|1
1543 -|αιωρούμαι|επικρέμομαι|κρέμομαι
1544 αιώνιος|4
1545 -|αβασίλευτος|αβράδιαστος|αιώνιος|αμάραντος|ανύχτωτος|φωτεινός
1546 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
1547 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός
1548 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
1549 αιώρηση|1
1550 -|αιώρηση|κούνημα|μετεώρισμα|ταλάντευση|τραμπάλισμα
1551 ακάθαρτος|1
1552 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
1553 ακάθιστος|1
1554 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
1555 ακάλεστος|1
1556 -|άκλητος|ακάλεστος|ακλήτευτος|απροσκάλεστος|απρόσκλητος|αυτόκλητος
1557 ακάλυπτος|1
1558 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
1559 ακάματης|1
1560 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
1561 ακάματος|1
1562 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
1563 ακάμωτος|2
1564 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος
1565 -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος
1566 ακάτεχος|1
1567 -|αγνοών|ακάτεχος|ανίδεος|ανυποψίαστος|ανύποπτος
1568 ακένωτος|1
1569 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
1570 ακέραιος|3
1571 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
1572 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
1573 -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
1574 ακέριος|2
1575 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
1576 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής
1577 ακέφαλος|1
1578 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος
1579 ακήδευτος|1
1580 -|άθαφτος|άταφος|άψαλτος|αδιάβαστος|ακήδευτος
1581 ακήρατος|1
1582 -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος
1583 ακίδα|1
1584 -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια
1585 ακίνδυνος|1
1586 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
1587 ακαθάριστος|2
1588 -|αβοτάνιστος|ακαθάριστος|ασκάλιστος
1589 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
1590 ακαθαρσία|1
1591 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
1592 ακαθησύχαστος|1
1593 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος
1594 ακαθοδήγητος|1
1595 -|αδασκάλευτος|ακαθοδήγητος|ανοδήγητος|ανορμήνευτος|ανουθέτητος|ασυμβούλευτος
1596 ακαθόριστος|1
1597 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
1598 ακαλάιστος|1
1599 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος
1600 ακαλαίσθητος|1
1601 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
1602 ακαλλιέργητος|3
1603 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
1604 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
1605 -|αζευγάριστος|ακαλλιέργητος|ανόργωτος
1606 ακαλλώπιστος|1
1607 -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος
1608 ακαλμάριστος|1
1609 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος
1610 ακανθώδης|1
1611 -|αγκαθερός|αγκαθιάρης|αγκαθωτός|αγκυλωτός|ακανθώδης
1612 ακανόνιστος|1
1613 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
1614 ακαπάκωτος|1
1615 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
1616 ακαριαία|1
1617 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς
1618 ακαριαίος|1
1619 -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος
1620 ακαρπία|1
1621 -|αγονία|ακαρπία|ασπερμία|ατοκία|αφορία|στειρότητα
1622 ακαρτέρητος|1
1623 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός
1624 ακασσιτέρωτος|1
1625 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος
1626 ακατάβλητος|2
1627 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
1628 -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος
1629 ακατάδεκτος|1
1630 -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός
1631 ακατάδεχτος|1
1632 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης
1633 ακατάληπτος|1
1634 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
1635 ακατάλληλος|3
1636 -|άχρηστος|ακατάλληλος|απορριπτέος|απόβλητος|ελαττωματικός|σκάρτος
1637 -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος
1638 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος
1639 ακατάλυτος|2
1640 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός
1641 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
1642 ακατάπαυστα|2
1643 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
1644 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
1645 ακατάπαυστος|1
1646 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
1647 ακατάργητος|1
1648 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός
1649 ακατάρτιστος|2
1650 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
1651 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο
1652 ακατάστατος|1
1653 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
1654 ακατάτακτος|1
1655 -|αβαθμολόγητος|αγραδάριστος|ακατάτακτος|μη βαθμολογημένος
1656 ακατέργαστος|2
1657 -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός
1658 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
1659 ακατήχητος|1
1660 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος
1661 ακαταβύθιστος|1
1662 -|αβούλιαχτος|αβύθιστος|ακαταβύθιστος|ακαταπόντιστος|αφουντάριστος
1663 ακαταγώνιστος|2
1664 -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος
1665 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
1666 ακαταδάμαστος|1
1667 -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος
1668 ακαταδεξία|1
1669 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
1670 ακαταλάγιαστος|1
1671 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος
1672 ακαταλαβίστικος|1
1673 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
1674 ακαταμάχητος|2
1675 -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος
1676 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
1677 ακαταμέριστος|1
1678 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
1679 ακατανάλωτος|1
1680 -|αδαπάνητος|αδιάθετος|ακατανάλωτος|ανεξάντλητος|αξόδευτος|αξόδιαστος
1681 ακατανίκητος|2
1682 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
1683 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
1684 ακατανοησία|1
1685 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
1686 ακατανόητος|2
1687 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
1688 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
1689 ακαταπράυντος|1
1690 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος
1691 ακαταπόνητος|1
1692 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
1693 ακαταπόντιστος|1
1694 -|αβούλιαχτος|αβύθιστος|ακαταβύθιστος|ακαταπόντιστος|αφουντάριστος
1695 ακατασίγαστος|1
1696 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος
1697 ακατασκεύαστος|1
1698 -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος
1699 ακαταστασία|1
1700 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
1701 ακατατόπιστος|2
1702 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος
1703 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος
1704 ακατόρθωτος|2
1705 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος
1706 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός
1707 ακεραιότητα|1
1708 -|άδολο|ακεραιότητα|ανόθευτο|αρτιότητα|γνησιότητα|πληρότητα
1709 ακεφιά|1
1710 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια
1711 ακηδία|1
1712 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά
1713 ακηλίδωτος|1
1714 -|αβρώμιστος|ακηλίδωτος|αλέρωτος|αλίγδιαστος|αρρύπαντος|καθαρός
1715 ακινησία|1
1716 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα
1717 ακινητοποιώ|1
1718 -|ακινητοποιώ|δεσμεύω|παροπλίζω|σταθεροποιώ|σταματώ|στερεώνω
1719 ακλήτευτος|1
1720 -|άκλητος|ακάλεστος|ακλήτευτος|απροσκάλεστος|απρόσκλητος|αυτόκλητος
1721 ακλιμάκωτος|1
1722 -|αβαθμίδωτος|ακλιμάκωτος
1723 ακλόνητος|3
1724 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
1725 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
1726 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
1727 ακμάζω|1
1728 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω
1729 ακμή|1
1730 -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια
1731 ακμαίος|1
1732 -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός
1733 ακοίλαντος|1
1734 -|άσκαφτος|αβαθούλωτος|αγούβωτος|ακοίλαντος
1735 ακοίμητος|1
1736 -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός
1737 ακοιμησιά|1
1738 -|αγρύπνια|ακοιμησιά|αϋπνία|ξενύχτημα|ολονυκτία
1739 ακοινωνησία|1
1740 -|ακοινωνησία|ανεπιμιξία|απομονωτήριο|απομόνωση|αποξένωση|ξεμονάχιασμα
1741 ακοινώνητος|1
1742 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο
1743 ακολασία|1
1744 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση
1745 ακολουθία|3
1746 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
1747 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση
1748 -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος
1749 ακολουθώ|1
1750 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι
1751 ακολούθως|2
1752 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα
1753 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
1754 ακομμάτιαστος|1
1755 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
1756 ακομπανιάρω|1
1757 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
1758 ακονίζω|1
1759 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω
1760 ακουκούλωτος|1
1761 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
1762 ακουμπώ|3
1763 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ
1764 -|ακουμπώ|βασίζομαι|ποντάρω|στηρίζομαι|υπολογίζω
1765 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ
1766 ακουρασιά|1
1767 -|αβαρεσιά|ακουρασιά
1768 ακουστική παρακολούθηση|1
1769 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση
1770 ακούνητος|1
1771 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
1772 ακούραστος|4
1773 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος
1774 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
1775 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
1776 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
1777 ακούσιος|1
1778 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος
1779 ακούω|3
1780 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
1781 -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω
1782 -|ακούω|αφουγκράζομαι
1783 ακράδαντος|1
1784 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
1785 ακράτητος|1
1786 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς
1787 ακρίβεια|2
1788 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή
1789 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
1790 ακραίος|1
1791 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος
1792 ακραιφνής|1
1793 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
1794 ακρατής|1
1795 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς
1796 ακριανός|1
1797 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος
1798 ακριβής|1
1799 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός
1800 ακριβαίνω|2
1801 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
1802 -|ακριβαίνω|ανατιμούμαι|υπερτιμώ
1803 ακριβοθώρητος|1
1804 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός
1805 ακριβός|1
1806 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
1807 ακρινός|1
1808 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος
1809 ακρογιαλιά|1
1810 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα
1811 ακροθαλάσσιος|1
1812 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός
1813 ακροθαλασσιά|1
1814 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα
1815 ακρολίθι|1
1816 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
1817 ακρωτηριασμένος|1
1818 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος
1819 ακρόαση|1
1820 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση
1821 ακρόγιαλος|1
1822 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός
1823 ακτή|1
1824 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα
1825 ακταίος|1
1826 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός
1827 ακτινοβολία|1
1828 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος
1829 ακτινοβόλος|1
1830 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός
1831 ακωκή|2
1832 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
1833 -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια
1834 ακόλαστος|2
1835 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος
1836 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός
1837 ακόλουθος|2
1838 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
1839 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος
1840 ακόρεστος|1
1841 -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς
1842 ακόσμητος|1
1843 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός
1844 ακύρωση|1
1845 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
1846 ακώλυτος|1
1847 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος
1848 αλάβωτος|1
1849 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος
1850 αλάθευτος|1
1851 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός
1852 αλάνης|1
1853 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι
1854 αλάνθαστος|1
1855 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός
1856 αλάνι|1
1857 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι
1858 αλάργα|1
1859 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω
1860 αλέγρος|1
1861 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός
1862 αλέθω|1
1863 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω
1864 αλέρωτος|1
1865 -|αβρώμιστος|ακηλίδωτος|αλέρωτος|αλίγδιαστος|αρρύπαντος|καθαρός
1866 αλήθεια|1
1867 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
1868 αλήστευτος|1
1869 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος
1870 αλήτης|1
1871 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι
1872 αλίγδιαστος|1
1873 -|αβρώμιστος|ακηλίδωτος|αλέρωτος|αλίγδιαστος|αρρύπαντος|καθαρός
1874 αλαζονεία|1
1875 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
1876 αλαζόνας|2
1877 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης
1878 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
1879 αλαλάζω|1
1880 -|αλαλάζω|ενθουσιάζομαι|κραυγάζω|φωνάζω δυνατά
1881 αλαμπουρνέζικος|2
1882 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
1883 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
1884 αλαργεύω|1
1885 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
1886 αλατίζω|1
1887 -|αλατίζω|αρμυρίζω|νοστιμίζω|ξυλοκοπώ|παστώνω
1888 αλαφρόκαρδος|1
1889 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος
1890 αλαφυραγώγητος|1
1891 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος
1892 αλείαντος|1
1893 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
1894 αλεηλάτητος|1
1895 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος
1896 αλευρικό|1
1897 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα
1898 αλευροποιώ|1
1899 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω
1900 αληθινά|1
1901 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
1902 αληθινός|1
1903 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός
1904 αληθοσύνη|1
1905 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
1906 αληθώς|1
1907 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
1908 αλησμόνητος|1
1909 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
1910 αλητεία|1
1911 -|αλητεία|μποεμισμός|περιπλάνηση|ρεμπέλεμα|σουρτούκεμα
1912 αλητόπαιδο|1
1913 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι
1914 αλιγόστευτος|1
1915 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής
1916 αλισβερίσι|1
1917 -|αγοραπωλησία|αλισβερίσι|δοσοληψία|μπίζνες|νταραβέρι|συναλλαγή
1918 αλιτήριος|1
1919 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι
1920 αλλάζω|3
1921 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ
1922 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
1923 -|αλλάζω|αναπληρώνω|ανταλλάσσω|αντικαθιστώ|υποκαθιστώ
1924 αλλάζω κατεύθυνση|1
1925 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
1926 αλλήθωρος|1
1927 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης
1928 αλλαγή|1
1929 -|άλλαγμα|αλλαγή|αλλαξιά|αντάλλαγμα|ανταλλαγή
1930 αλλαγμένος|1
1931 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
1932 αλλαξιά|1
1933 -|άλλαγμα|αλλαγή|αλλαξιά|αντάλλαγμα|ανταλλαγή
1934 αλλαξόπιστος|1
1935 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής
1936 αλλεπάλληλοι|1
1937 -|αδιάκοποι|αλλεπάλληλοι|αλληλοδιάδοχοι|απανωτοί|συνεχείς|συχνοί
1938 αλληλεγγύη|2
1939 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία
1940 -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία
1941 αλληλογραφία|1
1942 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία
1943 αλληλοδιάδοχα|1
1944 -|αλληλοδιάδοχα|εναλλάξ
1945 αλληλοδιάδοχοι|1
1946 -|αδιάκοποι|αλλεπάλληλοι|αλληλοδιάδοχοι|απανωτοί|συνεχείς|συχνοί
1947 αλληλουχία|3
1948 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων
1949 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
1950 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση
1951 αλληλοφάγωμα|1
1952 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
1953 αλλιώτικος|2
1954 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
1955 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
1956 αλλοίωση|1
1957 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
1958 αλλοδαπή|1
1959 -|αλλοδαπή|εξωτερικό|ξένα|ξενιτιά
1960 αλλοδαπός|1
1961 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός
1962 αλλοεθνής|2
1963 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός
1964 -|αλλοεθνής|αλλόγλωσσος|αλλόφυλος|απολίτιστος|βάρβαρος|ξενόγλωσσος
1965 αλλοιώνομαι|1
1966 -|αλλοιώνομαι|ξινίζω|σαπίζω|χαλώ
1967 αλλοιώνω|1
1968 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ
1969 αλλοπρόσαλλος|1
1970 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος
1971 αλλοτινός|1
1972 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
1973 αλλοτρίωση|1
1974 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο
1975 αλλόγλωσσος|1
1976 -|αλλοεθνής|αλλόγλωσσος|αλλόφυλος|απολίτιστος|βάρβαρος|ξενόγλωσσος
1977 αλλόκοτος|2
1978 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
1979 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
1980 αλλόμορφος|1
1981 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
1982 αλλότριος|1
1983 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος
1984 αλλότροπος|1
1985 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
1986 αλλότυπος|1
1987 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
1988 αλλόφυλος|2
1989 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός
1990 -|αλλοεθνής|αλλόγλωσσος|αλλόφυλος|απολίτιστος|βάρβαρος|ξενόγλωσσος
1991 αλμανάκ|1
1992 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο
1993 αλματικός|1
1994 -|αλματικός|αλματώδης|απότομος|γρήγορος
1995 αλματώδης|1
1996 -|αλματικός|αλματώδης|απότομος|γρήγορος
1997 αλμυρή|1
1998 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός
1999 αλογάριαστος|1
2000 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
2001 αλοιφή|1
2002 -|άλειμμα|αλοιφή
2003 αλουσιά|1
2004 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
2005 αλουστράριστος|1
2006 -|άβαφος|αβερνίκωτος|αγυάλιστος|αλουστράριστος|αστίλβωτος
2007 αλτρουισμός|1
2008 -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία
2009 αλτρουιστικός|1
2010 -|αγαπημένος|αδερφικός|αλτρουιστικός|αφίλαυτος|φιλικός
2011 αλυπησιά|1
2012 -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία
2013 αλυσίδα|1
2014 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων
2015 αλφάδι|1
2016 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη
2017 αλύγιστος|2
2018 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος
2019 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
2020 αλύπητος|1
2021 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός
2022 αλύτρωτος|1
2023 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος
2024 αλώβητος|1
2025 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής
2026 αμάθεια|1
2027 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα
2028 αμάθητος|2
2029 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
2030 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος
2031 αμάξι|1
2032 -|αμάξι|αυτοκίνητο|κούρσα|τροχοφόρο|όχημα
2033 αμάραντος|3
2034 -|αβασίλευτος|αβράδιαστος|αιώνιος|αμάραντος|ανύχτωτος|φωτεινός
2035 -|άδυτος|αβασίλευτος|αγέραστος|αμάραντος|ανηγεμόνιστος
2036 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
2037 αμάρτημα|1
2038 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
2039 αμάτιαστος|1
2040 -|αβάσκαντος|αβασκάνιστος|αμάτιαστος|αφτάρμιστος
2041 αμέλεια|1
2042 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά
2043 αμέρευτος|1
2044 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος
2045 αμέριμνος|2
2046 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος
2047 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος
2048 αμέρωτος|1
2049 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος
2050 αμέστωτος|2
2051 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός
2052 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος
2053 αμέσως|2
2054 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς
2055 -|αμέσως|αμελλητί|ανυπερθέτως|εξάπαντος|οπωσδήποτε
2056 αμέτοχος|1
2057 -|άσχετος|αδιάφορος|αμέτοχος|απέχων|ξένος|ουδέτερος
2058 αμέτρητος|1
2059 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
2060 αμίαντος|1
2061 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός
2062 αμίμητος|1
2063 -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός
2064 αμαγάριστος|1
2065 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός
2066 αμαγείρευτος|1
2067 -|άβραστος|άφτιαχτος|άψητος|αμαγείρευτος|σκληρός|ωμός
2068 αμαθής|1
2069 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο
2070 αμαρκάλιστος|1
2071 -|αβάτευτος|αμαρκάλιστος|ανεπίβατος|ανόχευτος|απήδητος|ασυνουσίαστος
2072 αμαρτία|1
2073 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
2074 αμαρτωλός|1
2075 -|αδικητής|αμαρτωλός|ανήθικος|κολασμένος|κριματισμένος|παραβάτης
2076 αμαρτύρητος|1
2077 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
2078 αμαυρώνω|1
2079 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω
2080 αμβλύνω|1
2081 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος
2082 αμείλικτος|2
2083 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός
2084 -|άκαμπτος|άτεγκτος|αμείλικτος
2085 αμείωτος|1
2086 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής
2087 αμεθοδία|1
2088 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
2089 αμελής|1
2090 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος
2091 αμελλητί|1
2092 -|αμέσως|αμελλητί|ανυπερθέτως|εξάπαντος|οπωσδήποτε
2093 αμελώ|1
2094 -|αδιαφορώ|αμελώ|αμεριμνώ|δε σκοτίζομαι|δεν ενδιαφέρομαι
2095 αμεριμνησία|1
2096 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά
2097 αμεριμνώ|1
2098 -|αδιαφορώ|αμελώ|αμεριμνώ|δε σκοτίζομαι|δεν ενδιαφέρομαι
2099 αμερόληπτος|2
2100 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|αμερόληπτος
2101 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος
2102 αμετάβλητος|2
2103 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
2104 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
2105 αμετάβολος|1
2106 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
2107 αμετάκλητος|1
2108 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος
2109 αμετάπειστος|1
2110 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός
2111 αμετάτρεπτος|2
2112 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
2113 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος
2114 αμετακίνητος|3
2115 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
2116 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
2117 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος
2118 αμεταμόρφωτος|1
2119 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
2120 αμεταποίητος|1
2121 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
2122 αμεταρρύθμιστος|1
2123 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
2124 αμεταχείριστος|1
2125 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
2126 αμηχανία|1
2127 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
2128 αμηχανώ|1
2129 -|αγωνιώ|αδημονώ|αμηχανώ|ανησυχώ|ανυπομονώ|καρδιοχτυπώ
2130 αμιγής|2
2131 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
2132 -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος
2133 αμιλλώμαι|2
2134 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση
2135 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω
2136 αμμουδιά|1
2137 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα
2138 αμνήστευση|1
2139 -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο
2140 αμοίραστος|1
2141 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
2142 αμοιβή|2
2143 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων
2144 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή
2145 αμοιβαία σχέση|1
2146 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία
2147 αμολάρω|1
2148 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
2149 αμολάω|1
2150 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω
2151 αμολητός|1
2152 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος
2153 αμολιέμαι|1
2154 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
2155 αμολόγητος|1
2156 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
2157 αμπάρι|1
2158 -|αμπάρι|ανήλιο|αποθήκη|κελάρι|κρασοβόλι
2159 αμπέλι|1
2160 -|άμπελος|αμπέλι|αμπελοφυτεία|αμπελώνας|κλήμα
2161 αμπαρώνω|1
2162 -|αμπαρώνω|ασφαλίζω|κλείνω|κλειδώνω|μανταλώνω|συρταρώνω
2163 αμπελολόγια|1
2164 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια
2165 αμπελοφυτεία|1
2166 -|άμπελος|αμπέλι|αμπελοφυτεία|αμπελώνας|κλήμα
2167 αμπελώνας|1
2168 -|άμπελος|αμπέλι|αμπελοφυτεία|αμπελώνας|κλήμα
2169 αμπόδιστος|1
2170 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος
2171 αμπόλιαστος|1
2172 -|αβατσίνωτος|αβατσινάριστος|αδαμάλιστος|αμπόλιαστος|ανεμβολίαστος
2173 αμπώθω|1
2174 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
2175 αμπώχνω|1
2176 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
2177 αμυαλιά|1
2178 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα
2179 αμυδρός|1
2180 -|αδιόρατος|αθέατος|αμυδρός|αφανής|δυσδιάκριτος|θαμπός
2181 αμυντικό περίβλημα|1
2182 -|αμυντικό περίβλημα|θώρακας|μεσαίο τμήμα εντόμων|προστατευτικό μέσο|στήθος
2183 αμυχή|1
2184 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα
2185 αμφίβολος|2
2186 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
2187 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος
2188 αμφιβάλλω|2
2189 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ
2190 -|αμφιβάλλω|αμφιρρέπω|αμφιταλαντεύομαι|διστάζω|διχογνωμώ|δυσπιστώ
2191 αμφιβολία|3
2192 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα
2193 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
2194 -|αμφιβολία|απιστία|δυσπιστία
2195 αμφιλύκη|2
2196 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο
2197 -|αμφιλύκη|λυκόφως|σκιόφως
2198 αμφιρρέπω|1
2199 -|αμφιβάλλω|αμφιρρέπω|αμφιταλαντεύομαι|διστάζω|διχογνωμώ|δυσπιστώ
2200 αμφισβήτηση|2
2201 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
2202 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία
2203 αμφισβητώ|1
2204 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ
2205 αμφιταλάντευση|2
2206 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα
2207 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
2208 αμφιταλαντευόμενος|1
2209 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος
2210 αμφιταλαντεύομαι|1
2211 -|αμφιβάλλω|αμφιρρέπω|αμφιταλαντεύομαι|διστάζω|διχογνωμώ|δυσπιστώ
2212 αμόλυντο|1
2213 -|αγνό|αμόλυντο|απέριττο
2214 αμόλυντος|1
2215 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός
2216 αμόργη|1
2217 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα
2218 αμόρφωτος|4
2219 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
2220 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
2221 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος
2222 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο
2223 αμύητος|1
2224 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος
2225 αμύνομαι|2
2226 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
2227 -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι
2228 ανάβαση|1
2229 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα
2230 ανάβω|1
2231 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
2232 ανάγκαση|2
2233 -|αγγάρεμα|αγγαρεία|ανάγκαση|βία|εξαναγκασμός|υποχρέωση
2234 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
2235 ανάγκη|1
2236 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
2237 ανάγλυφος|1
2238 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
2239 ανάγνωση|1
2240 -|ανάγνωση|διάβασμα|εκφώνηση
2241 ανάγωγος|1
2242 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
2243 ανάδειξη|1
2244 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο
2245 ανάδιπλα|1
2246 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά
2247 ανάδοχος|1
2248 -|ανάδοχος|εγγυητής|κουμπάρος|νουνός|ονοματοθέτης|σύντεκνος
2249 ανάδρομα|1
2250 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά
2251 ανάζερβος|1
2252 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
2253 ανάθελος|1
2254 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος
2255 ανάθεμα|1
2256 -|ανάθεμα|αποκήρυξη|αφορισμός|κακοτύχισμα|κατάρα
2257 ανάκουστος|1
2258 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
2259 ανάκριση|1
2260 -|ανάκριση|διερεύνηση|εξέταση
2261 ανάκτορο|1
2262 -|ανάκτορο|βασιλόσπιτο|μέγαρο|μέλαθρο|παλάτι|σεράι
2263 ανάλαφρος|1
2264 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος
2265 ανάλγητος|3
2266 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
2267 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
2268 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
2269 ανάληψη|1
2270 -|ανάληψη|ανάρρωση|γέρεμα|γιάτρεμα|ξαναδυνάμωμα|ορθοπόδιση
2271 ανάλλαγος|2
2272 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
2273 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος
2274 ανάλογος|2
2275 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
2276 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος
2277 ανάλυση|1
2278 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση
2279 ανάμεσα|1
2280 -|ανάμεσα|αναμεταξύ|ενδιαμέσως|καταμεσής|μεταξύ
2281 ανάμιξη|1
2282 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός
2283 ανάμνηση|1
2284 -|ανάμνηση|αναθύμημα|αναθύμηση|αναπόληση|ενθύμηση|θύμηση
2285 ανάμπαιγμα|1
2286 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη
2287 ανάξιος|1
2288 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία
2289 ανάπαυλα|1
2290 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση
2291 ανάπαυση|1
2292 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση
2293 ανάπηρος|1
2294 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος
2295 ανάπλαση|1
2296 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο
2297 ανάποδα|1
2298 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά
2299 ανάποδος|3
2300 -|αβόλευτος|ανάποδος|ανοικονόμητος|αταχτοποίητος|δύστροπος|στριμμένος
2301 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
2302 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
2303 ανάπτυξη|1
2304 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση
2305 ανάρμοστος|1
2306 -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος
2307 ανάρρηση|2
2308 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο
2309 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα
2310 ανάρρωση|1
2311 -|ανάληψη|ανάρρωση|γέρεμα|γιάτρεμα|ξαναδυνάμωμα|ορθοπόδιση
2312 ανάσα|1
2313 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση
2314 ανάσασμα|1
2315 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση
2316 ανάσκελα|1
2317 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά
2318 ανάσταση|1
2319 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
2320 ανάστημα|1
2321 -|ανάστημα|ηθικό έρεισμα|κορμοστασιά|μπόι|ύψος
2322 ανάστροφα|1
2323 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά
2324 ανάσχεση|1
2325 -|ανάσχεση|αναχαίτιση|επίσχεση|σταμάτημα|συγκράτηση
2326 ανάτριχα|1
2327 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά
2328 ανάφλογος|1
2329 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
2330 ανέβασμα|2
2331 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία
2332 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα
2333 ανέγγιχτος|2
2334 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
2335 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
2336 ανέγερση|1
2337 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
2338 ανέγνοιαστος|2
2339 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
2340 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος
2341 ανέγνωρος|1
2342 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
2343 ανέκαθεν|1
2344 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
2345 ανέκκλητος|1
2346 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος
2347 ανέκφραστος|1
2348 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
2349 ανέλπιστο αγαθό|1
2350 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
2351 ανέλπιστος|1
2352 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός
2353 ανέμελος|1
2354 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος
2355 ανένδοτος|1
2356 -|άκαμπτος|αδιάλλακτος|ανένδοτος|απόλυτος|ασυμβίβαστος
2357 ανέξοδα|1
2358 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
2359 ανέπαφος|1
2360 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής
2361 ανέρχομαι|1
2362 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω
2363 ανέρωτος|1
2364 -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος
2365 ανέσωστος|1
2366 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
2367 ανέτοιμος|1
2368 -|ανέτοιμος|απροετοίμαστος|απροπαράσκευος|απροπαρασκεύαστος
2369 ανέφικτος|1
2370 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός
2371 ανέχεια|1
2372 -|ένδεια|ανέχεια|απορία|πενία|φτώχεια
2373 ανέχομαι|1
2374 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω
2375 ανήθικος|6
2376 -|αδικητής|αμαρτωλός|ανήθικος|κολασμένος|κριματισμένος|παραβάτης
2377 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος
2378 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός
2379 -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος
2380 -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος
2381 -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος
2382 ανήκεστος|1
2383 -|αθεράπευτος|ανήκεστος|ανίατος|ανεπανόρθωτος|καταστρεπτικός|φοβερός
2384 ανήκουστος|1
2385 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
2386 ανήκω|1
2387 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω
2388 ανήλεος|1
2389 -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός
2390 ανήλιο|1
2391 -|αμπάρι|ανήλιο|αποθήκη|κελάρι|κρασοβόλι
2392 ανήμερος|1
2393 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
2394 ανήμπορος|1
2395 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος
2396 ανήσυχος|1
2397 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
2398 ανήφορος|1
2399 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία
2400 ανίατος|2
2401 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος
2402 -|αθεράπευτος|ανήκεστος|ανίατος|ανεπανόρθωτος|καταστρεπτικός|φοβερός
2403 ανίδεος|1
2404 -|αγνοών|ακάτεχος|ανίδεος|ανυποψίαστος|ανύποπτος
2405 ανίερος|1
2406 -|αισχρός|ανίερος|ανόσιος|βέβηλος
2407 ανίκανος|3
2408 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος
2409 -|άκυρος|αδύναμος|αδύνατος|ανίκανος|ανίσχυρος|ασθενής
2410 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία
2411 ανίκητος|5
2412 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος
2413 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
2414 -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος
2415 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
2416 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος
2417 ανίσχυρος|1
2418 -|άκυρος|αδύναμος|αδύνατος|ανίκανος|ανίσχυρος|ασθενής
2419 ανίχνευση|1
2420 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα
2421 αναίδεια|1
2422 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά
2423 αναίσθητος|3
2424 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
2425 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος
2426 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
2427 αναίσχυντος|1
2428 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος
2429 αναβαίνω|1
2430 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω
2431 αναβιβάζω|1
2432 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
2433 αναβιώνω|1
2434 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι
2435 αναβλύζω|1
2436 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι
2437 αναβολή|1
2438 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα
2439 αναβοώ|1
2440 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
2441 αναβρασμός|1
2442 -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα
2443 αναβροχιά|1
2444 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια
2445 αναβρύζω|1
2446 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι
2447 αναγάπητος|1
2448 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός
2449 αναγέλασμα|1
2450 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη
2451 αναγέννηση|1
2452 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο
2453 αναγαλλιάζω|1
2454 -|αγάλλομαι|αναγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι
2455 αναγγέλλω|2
2456 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω
2457 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ
2458 αναγγελία|1
2459 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση
2460 αναγελώ|1
2461 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
2462 αναγεννιέμαι|1
2463 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι
2464 αναγεννώ|1
2465 -|αναγεννώ|αναδημιουργώ|ξαναγίνομαι|ξαναγεννώ
2466 αναγερτά|1
2467 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά
2468 αναγκαίος|1
2469 -|αναγκαίος|απαιτούμενος|απαραίτητος|ενδεδειγμένος|επιβαλλόμενος|χρειαζούμενος
2470 αναγκασμό|1
2471 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
2472 αναγκαστικός|1
2473 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος
2474 αναγκεμένος|1
2475 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος
2476 αναγνωρίζω|1
2477 -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι
2478 αναγνωριά|1
2479 -|αγνωμοσύνη|αναγνωριά|ανεγνωριά|αχαριστία
2480 αναγνωρισμένος|1
2481 -|άριστος|αναγνωρισμένος|κλασικός
2482 αναγουλιάζω|2
2483 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι
2484 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι
2485 αναγράφω|1
2486 -|αναγράφω|γράφω|εγγράφω|καταγράφω|καταχωρώ|περιγράφω
2487 αναγυρίζω|2
2488 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω
2489 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω
2490 αναγωγή|2
2491 -|αιτιολογία|αναγωγή|δικαιολογία|εξήγηση|πρόφαση
2492 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
2493 αναγωγία|1
2494 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά
2495 αναγόρευση|1
2496 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο
2497 αναδίνω|1
2498 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ
2499 αναδίφηση|1
2500 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα
2501 αναδεχτός|1
2502 -|αναδεχτός|βαφτισιμιός|βαφτιστήρι|βαφτιστικός
2503 αναδεύω|1
2504 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω
2505 αναδημιουργία|1
2506 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο
2507 αναδημιουργώ|1
2508 -|αναγεννώ|αναδημιουργώ|ξαναγίνομαι|ξαναγεννώ
2509 αναδιφώ|1
2510 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
2511 αναδρομή|1
2512 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο
2513 αναζήτηση|2
2514 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα
2515 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο
2516 αναζητώ ασφάλεια|1
2517 -|αναζητώ ασφάλεια|κάνω έκκληση|καταλήγω να χρησιμοποιήσω|καταφεύγω|προσφεύγω κάπου
2518 αναζωογονούμαι|1
2519 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι
2520 αναζωπυρώνομαι|1
2521 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι
2522 αναθεματίζω|2
2523 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
2524 -|αναθεματίζω|αποκηρύσσω|αφορίζω|κακοτυχίζω|καταριέμαι
2525 αναθεματισμένος|1
2526 -|αναθεματισμένος|αφορεσμένος|αφορισμένος|επικατάρατος|καταραμένος
2527 αναθεωρώ|1
2528 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ
2529 αναθυμάμαι|1
2530 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω
2531 αναθύμημα|1
2532 -|ανάμνηση|αναθύμημα|αναθύμηση|αναπόληση|ενθύμηση|θύμηση
2533 αναθύμηση|1
2534 -|ανάμνηση|αναθύμημα|αναθύμηση|αναπόληση|ενθύμηση|θύμηση
2535 αναιδής|2
2536 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος
2537 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος
2538 αναισθησία|2
2539 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά
2540 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
2541 αναισχυντία|1
2542 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά
2543 ανακάθισμα|1
2544 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
2545 ανακάλυψη|2
2546 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
2547 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα
2548 ανακάτευτος|1
2549 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
2550 ανακάτωμα|1
2551 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός
2552 ανακάτωση|1
2553 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
2554 ανακήρυξη|1
2555 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο
2556 ανακαίνιση|2
2557 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο
2558 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα
2559 ανακαινίζω|1
2560 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
2561 ανακαινιστής|1
2562 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος
2563 ανακαλύπτω|1
2564 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω
2565 ανακατεύω|2
2566 -|ανακατεύω|διαμορφώνω|ζυμώνω|πλάθω
2567 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω
2568 ανακατωσούρα|1
2569 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
2570 ανακεφαλαίωση|1
2571 -|ανακεφαλαίωση|επιτομή|περίληψη|συγκεφαλαίωση|σύνοψη|σύνοψιση
2572 ανακινώ|1
2573 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω
2574 ανακοίνωση|1
2575 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση
2576 ανακοινώνω|1
2577 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ
2578 ανακολουθία|1
2579 -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία
2580 ανακουφίζομαι|1
2581 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι
2582 ανακουφίζω|1
2583 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ
2584 ανακούρκουδα|1
2585 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά
2586 ανακούφιση|1
2587 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση
2588 ανακρίβεια|1
2589 -|ανακρίβεια|αναλήθεια|λάθος|παραδρομή|σφάλμα|ψέμα
2590 ανακριβής|1
2591 -|ανακριβής|αναληθής|κίβδηλος|λαθεμένος|ψευδής|ψεύτικος
2592 ανακόλουθο σχήμα|1
2593 -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία
2594 ανακόπτω|1
2595 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ
2596 αναλήθεια|1
2597 -|ανακρίβεια|αναλήθεια|λάθος|παραδρομή|σφάλμα|ψέμα
2598 αναλίσκω|1
2599 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω
2600 αναλαμπή|1
2601 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
2602 αναλγησία|3
2603 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά
2604 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
2605 -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία
2606 αναληθής|1
2607 -|ανακριβής|αναληθής|κίβδηλος|λαθεμένος|ψευδής|ψεύτικος
2608 αναλλοίωτος|1
2609 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
2610 αναλογίζομαι|3
2611 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
2612 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω
2613 -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι
2614 αναλογώ|1
2615 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω
2616 αναλφάβητος|1
2617 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο
2618 αναλόγηση|1
2619 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός
2620 αναλύω|1
2621 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
2622 αναλώνω|1
2623 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω
2624 αναμέλπω|1
2625 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
2626 αναμέτρηση|1
2627 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
2628 αναμελιά|1
2629 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά
2630 αναμεστώνω|1
2631 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
2632 αναμεταξύ|1
2633 -|ανάμεσα|αναμεταξύ|ενδιαμέσως|καταμεσής|μεταξύ
2634 αναμετρώ|1
2635 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ
2636 αναμετρώμαι|1
2637 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω
2638 αναμιμνήσκομαι|1
2639 -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι
2640 αναμμένος|1
2641 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
2642 αναμνηστήριο|1
2643 -|αναμνηστήριο|ενθύμημα|ενθύμιο|θυμητάρι|θύμημα|σουβενίρ
2644 αναμνιάζω|1
2645 -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι
2646 αναμονή|1
2647 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
2648 αναμορφωτής|1
2649 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος
2650 αναμορφώνω|2
2651 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ
2652 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
2653 αναμόρφωση|1
2654 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο
2655 ανανέωση|1
2656 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα
2657 ανανήφω|1
2658 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω
2659 ανανδρία|1
2660 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία
2661 ανανεωτής|1
2662 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος
2663 ανανεώνω|2
2664 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ
2665 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
2666 αναξιοκρατία|1
2667 -|Αναξιοκρατία|Ευνοιοκρατία (καθ.)|Νεποτισμός (καθ.)
2668 αναπάντεχος|2
2669 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός
2670 -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος
2671 αναπαμός|1
2672 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση
2673 αναπαράσταση|1
2674 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση
2675 αναπελευθέρωτος|1
2676 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος
2677 αναπηρία|1
2678 -|αναπηρία|δυσμορφία|ελαττωματικότητα|σακατιλίκι
2679 αναπληρώνω|2
2680 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
2681 -|αλλάζω|αναπληρώνω|ανταλλάσσω|αντικαθιστώ|υποκαθιστώ
2682 αναπνέω|1
2683 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι
2684 αναποδιά|1
2685 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα
2686 αναποδογυρίζω|1
2687 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω
2688 αναποδογύρισμα|1
2689 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
2690 αναπολώ|2
2691 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω
2692 -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι
2693 αναποφάσιστος|1
2694 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος
2695 αναπτύσσομαι|1
2696 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω
2697 αναπτύσσομαι ραγδαία|1
2698 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
2699 αναπτύσσω|1
2700 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
2701 αναπόδραστος|1
2702 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος
2703 αναπόληση|1
2704 -|ανάμνηση|αναθύμημα|αναθύμηση|αναπόληση|ενθύμηση|θύμηση
2705 αναπότρεπτος|1
2706 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος
2707 αναπόφευκτος|1
2708 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος
2709 αναρίθμηση|1
2710 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
2711 αναρίθμητος|1
2712 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
2713 αναρμόδιος|1
2714 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος
2715 αναρρίχηση|1
2716 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα
2717 αναρριχώμαι|1
2718 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω
2719 αναρρωννύω|1
2720 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ
2721 αναρρωνύω|1
2722 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι
2723 αναρχία|1
2724 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
2725 ανασέρνω|1
2726 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
2727 ανασήκωμα|1
2728 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
2729 ανασαίνω|1
2730 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι
2731 ανασαίνω δύσκολα|1
2732 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ
2733 ανασηκώνω|1
2734 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
2735 ανασκαλεύω|2
2736 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
2737 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω
2738 ανασκαφή|1
2739 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο
2740 ανασκελάς|1
2741 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό
2742 ανασκελιάζω|1
2743 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω
2744 ανασκησία|1
2745 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα
2746 αναστάτωση|4
2747 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
2748 -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα
2749 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα
2750 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
2751 αναστέλλω|1
2752 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ
2753 αναστενάζω βαριά|1
2754 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ
2755 αναστηλώνω|1
2756 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
2757 αναστολή|2
2758 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα
2759 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα
2760 αναστομώνω|1
2761 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω
2762 αναστροφή|1
2763 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
2764 ανασυγκρότηση|1
2765 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο
2766 ανασχηματισμός|1
2767 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο
2768 ανατίμηση|2
2769 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία
2770 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα
2771 ανατίναγμα|1
2772 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο
2773 ανατίναξη|1
2774 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο
2775 αναταράζω|1
2776 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω
2777 αναταραχή|2
2778 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
2779 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
2780 ανατιμούμαι|1
2781 -|ακριβαίνω|ανατιμούμαι|υπερτιμώ
2782 ανατιμώ|1
2783 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
2784 ανατινάζω|1
2785 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
2786 ανατολή|1
2787 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
2788 ανατρέπω|2
2789 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω
2790 -|ανατρέπω|αφανίζω|καταλύω|καταργώ|καταστρέφω|φθείρω
2791 ανατριχιάζω|1
2792 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
2793 ανατροπή|1
2794 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
2795 ανατροφή|1
2796 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση
2797 αναφέρω|1
2798 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω
2799 αναφιλητό|1
2800 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός
2801 αναφορά|1
2802 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση
2803 αναφωνώ|1
2804 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
2805 αναχαίτιση|1
2806 -|ανάσχεση|αναχαίτιση|επίσχεση|σταμάτημα|συγκράτηση
2807 αναχαιτίζω|1
2808 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ
2809 αναχωρητής|1
2810 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
2811 αναχωρώ|2
2812 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω
2813 -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς
2814 αναχώρηση|1
2815 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό
2816 αναψυχή|1
2817 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση
2818 ανδραγάθημα|1
2819 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά
2820 ανδραγαθία|1
2821 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά
2822 ανδρικής ηλικίας|1
2823 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος
2824 ανείπωτος|1
2825 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
2826 ανεβάζω|1
2827 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
2828 ανεβαίνω|1
2829 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω
2830 ανεβόλεμα|1
2831 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία
2832 ανεβόλιασμα|1
2833 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία
2834 ανεγείρω|1
2835 -|ανεγείρω|ανιδρύω|ανοικοδομώ|ξαναχτίζω|οικοδομώ|χτίζω
2836 ανεγνωριά|1
2837 -|αγνωμοσύνη|αναγνωριά|ανεγνωριά|αχαριστία
2838 ανεγνώριστος|1
2839 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
2840 ανεδαφικός|1
2841 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
2842 ανεδαφικότητα|1
2843 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
2844 ανεκδήλωτος|1
2845 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
2846 ανεκδιήγητος|1
2847 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
2848 ανεκλάλητος|1
2849 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
2850 ανεκτέλεστος|2
2851 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος
2852 -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος
2853 ανελέητος|1
2854 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός
2855 ανελεήμονας|1
2856 -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός
2857 ανελεύθερος|1
2858 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος
2859 ανελκύω|1
2860 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
2861 ανελπισιά|1
2862 -|ανελπισιά|απαρηγορησιά|απελπισία|απελπισμός|απογοήτευση|απόγνωση
2863 ανεμβολίαστος|1
2864 -|αβατσίνωτος|αβατσινάριστος|αδαμάλιστος|αμπόλιαστος|ανεμβολίαστος
2865 ανεμελιά|1
2866 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά
2867 ανεμοζάλη|1
2868 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
2869 ανεμπόδιστα|1
2870 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
2871 ανεμπόδιστος|5
2872 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος
2873 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
2874 -|άδετος|αδέσμευτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήρητος|ελεύθερος|λυμένος
2875 -|ανεμπόδιστος|ανοιχτός
2876 -|άφραγος|άφραχτος|ανεμπόδιστος|ανοιχτός|απεριόριστος
2877 ανεμόμυλος|1
2878 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής
2879 ανεξάλειπτος|1
2880 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
2881 ανεξάντλητος|2
2882 -|αδαπάνητος|αδιάθετος|ακατανάλωτος|ανεξάντλητος|αξόδευτος|αξόδιαστος
2883 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
2884 ανεξάρτητος|1
2885 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος
2886 ανεξέλεγκτος|1
2887 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος
2888 ανεξέταστος|1
2889 -|αβασάνιστος|ανεξέταστος|απαίδευτος|αταλαιπώρητος|επιπόλαιος|πρόχειρος
2890 ανεξήγητος|1
2891 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
2892 ανεξίτηλος|1
2893 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
2894 ανεξακρίβωτος|1
2895 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
2896 ανεξευγένιστος|1
2897 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
2898 ανεξιλέωτος|1
2899 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός
2900 ανεξιχνίαστος|1
2901 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης
2902 ανεπάρκεια|2
2903 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό
2904 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα
2905 ανεπίβατος|1
2906 -|αβάτευτος|αμαρκάλιστος|ανεπίβατος|ανόχευτος|απήδητος|ασυνουσίαστος
2907 ανεπίγνωστος|1
2908 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος
2909 ανεπίτευκτος|1
2910 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός
2911 ανεπίτρεπτος|1
2912 -|αδικαιολόγητος|ανεπίτρεπτος|ασυγχώρητος|ασύγγνωστος|φταίχτης
2913 ανεπανόρθωτος|1
2914 -|αθεράπευτος|ανήκεστος|ανίατος|ανεπανόρθωτος|καταστρεπτικός|φοβερός
2915 ανεπηρέαστος|1
2916 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
2917 ανεπικούρητος|1
2918 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος
2919 ανεπιμιξία|1
2920 -|ακοινωνησία|ανεπιμιξία|απομονωτήριο|απομόνωση|αποξένωση|ξεμονάχιασμα
2921 ανεπιτήδειος|2
2922 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος
2923 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος
2924 ανεπιτήδευτος|3
2925 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος
2926 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία
2927 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
2928 ανεπιτήρητος|2
2929 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος
2930 -|άδετος|αδέσμευτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήρητος|ελεύθερος|λυμένος
2931 ανεπρόκοπος|1
2932 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης
2933 ανερευνώ|1
2934 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
2935 ανερεύνηση|1
2936 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα
2937 ανερμάτιστος|1
2938 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος
2939 ανερμήνευτος|1
2940 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
2941 ανευδοκίμητος|1
2942 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης
2943 ανευλάβεια|1
2944 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία
2945 ανευλαβής|1
2946 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης
2947 ανευρίσκω|1
2948 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω
2949 ανεχόρταγος|1
2950 -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς
2951 ανεύρεση|1
2952 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα
2953 ανηγεμόνιστος|1
2954 -|άδυτος|αβασίλευτος|αγέραστος|αμάραντος|ανηγεμόνιστος
2955 ανηλεής|2
2956 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
2957 -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός
2958 ανημέρευτος|2
2959 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος
2960 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
2961 ανημποριά|3
2962 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια
2963 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
2964 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα
2965 ανηξεριά|1
2966 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα
2967 ανησυχία|3
2968 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
2969 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα
2970 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
2971 ανησυχώ|1
2972 -|αγωνιώ|αδημονώ|αμηχανώ|ανησυχώ|ανυπομονώ|καρδιοχτυπώ
2973 ανηφορίζω|1
2974 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω
2975 ανηφοριά|1
2976 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία
2977 ανηφόρα|1
2978 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία
2979 ανηφόρισμα|1
2980 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα
2981 ανθεκτικός|3
2982 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός
2983 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος
2984 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
2985 ανθοκήπιο|1
2986 -|ανθοκήπιο|ανθώνας|κήπος|λαχανόκηπος|μπαξές|περιβόλι
2987 ανθολογία|1
2988 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
2989 ανθρωπεύω|2
2990 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
2991 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ
2992 ανθρωποθάλασσα|1
2993 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
2994 ανθρωπομάνι|1
2995 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
2996 ανθρωπότητα|1
2997 -|άνθρωποι|ανθρωπότητα|κοινωνία|κοσμάκης|κόσμος
2998 ανθώ|1
2999 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω
3000 ανθώνας|1
3001 -|ανθοκήπιο|ανθώνας|κήπος|λαχανόκηπος|μπαξές|περιβόλι
3002 ανιαρός|1
3003 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός
3004 ανιδρύω|1
3005 -|ανεγείρω|ανιδρύω|ανοικοδομώ|ξαναχτίζω|οικοδομώ|χτίζω
3006 ανιθαγενής|1
3007 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός
3008 ανικανοποίητος|2
3009 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος
3010 -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς
3011 ανικανότητα|1
3012 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία
3013 ανισομέρεια|1
3014 -|ανισομέρεια|ανισομετρία|αρρυθμία|ασυμμετρία|δυσαναλογία|δυσαρμονία
3015 ανισομετρία|1
3016 -|ανισομέρεια|ανισομετρία|αρρυθμία|ασυμμετρία|δυσαναλογία|δυσαρμονία
3017 ανισορροπία|1
3018 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα
3019 ανισχυρία|2
3020 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
3021 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα
3022 ανισόρροπος|1
3023 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής
3024 ανιχνεύω|1
3025 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
3026 ανοίγω|2
3027 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
3028 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
3029 ανοίκειος|1
3030 -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος
3031 ανοδήγητος|1
3032 -|αδασκάλευτος|ακαθοδήγητος|ανοδήγητος|ανορμήνευτος|ανουθέτητος|ασυμβούλευτος
3033 ανοησίες|1
3034 -|αερολογήματα|ανοησίες|αρλούμπες|κουροφέξαλα|κουταμάρες|σαχλαμάρες
3035 ανοικοδομώ|1
3036 -|ανεγείρω|ανιδρύω|ανοικοδομώ|ξαναχτίζω|οικοδομώ|χτίζω
3037 ανοικονόμητος|1
3038 -|αβόλευτος|ανάποδος|ανοικονόμητος|αταχτοποίητος|δύστροπος|στριμμένος
3039 ανοικτίρμονας|1
3040 -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός
3041 ανοιξιάτικος|1
3042 -|ανοιξιάτικος|εαρινός
3043 ανοιχτά|1
3044 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
3045 ανοιχτομάτης|1
3046 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
3047 ανοιχτόκαρδος|1
3048 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
3049 ανοιχτός|5
3050 -|αβούλωτος|ανοιχτός|απωμάτιστος|ασφράγιστος|ατάπωτος|ξέσκεπος
3051 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
3052 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
3053 -|ανεμπόδιστος|ανοιχτός
3054 -|άφραγος|άφραχτος|ανεμπόδιστος|ανοιχτός|απεριόριστος
3055 ανολοκλήρωτος|1
3056 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος
3057 ανομία|2
3058 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα
3059 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
3060 ανομβρία|1
3061 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια
3062 ανομοιογενής|1
3063 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
3064 ανομοιόμορφος|1
3065 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
3066 ανομολόγητος|1
3067 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
3068 ανοργάνωτος|1
3069 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
3070 ανορεξία|1
3071 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια
3072 ανορθώνω|2
3073 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
3074 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
3075 ανορμήνευτος|1
3076 -|αδασκάλευτος|ακαθοδήγητος|ανοδήγητος|ανορμήνευτος|ανουθέτητος|ασυμβούλευτος
3077 ανοσιούργημα|2
3078 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
3079 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος
3080 ανουθέτητος|1
3081 -|αδασκάλευτος|ακαθοδήγητος|ανοδήγητος|ανορμήνευτος|ανουθέτητος|ασυμβούλευτος
3082 ανοχή|1
3083 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση
3084 ανούσιος|1
3085 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός
3086 αντάλλαγμα|1
3087 -|άλλαγμα|αλλαγή|αλλαξιά|αντάλλαγμα|ανταλλαγή
3088 αντάμειψη|1
3089 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή
3090 αντάμωμα|1
3091 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
3092 αντάρα|1
3093 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
3094 αντάρτης|1
3095 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής
3096 αντέτι|1
3097 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο
3098 αντέχω|1
3099 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω
3100 αντίβαλμα|1
3101 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
3102 αντίβαρο|1
3103 -|αντίβαρο|αντίρροπο|αντιζύγι|αντισήκωμα|αντιστάθμισμα
3104 αντίγραφο|1
3105 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση
3106 αντίδραση|1
3107 -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα
3108 αντίθεση|1
3109 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
3110 αντίθετος|1
3111 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
3112 αντίκρυ|1
3113 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα
3114 αντίληψη|2
3115 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση
3116 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
3117 αντίλογος|1
3118 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία
3119 αντίνομος|1
3120 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
3121 αντίξοα|1
3122 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά
3123 αντίξοος|2
3124 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος
3125 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
3126 αντίπαλος|1
3127 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
3128 αντίπερα|1
3129 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα
3130 αντίπραξη|3
3131 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
3132 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
3133 -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα
3134 αντίρρηση|1
3135 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία
3136 αντίρροπο|1
3137 -|αντίβαρο|αντίρροπο|αντιζύγι|αντισήκωμα|αντιστάθμισμα
3138 αντίσκηνο|1
3139 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι
3140 αντίσκομμα|1
3141 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία
3142 αντίσταση|1
3143 -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα
3144 αντίστοιχος|1
3145 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος
3146 αντίστροφα|1
3147 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά
3148 αντίστροφος|1
3149 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
3150 αντίφαση|2
3151 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
3152 -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία
3153 ανταγωνίζομαι|2
3154 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω
3155 -|ανταγωνίζομαι|αντιμετωπίζω|παλεύω|συγκρούομαι|συναγωνίζομαι|συναντιέμαι
3156 ανταγωνισμός|2
3157 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
3158 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
3159 ανταλλάσσω|1
3160 -|αλλάζω|αναπληρώνω|ανταλλάσσω|αντικαθιστώ|υποκαθιστώ
3161 ανταλλαγή|1
3162 -|άλλαγμα|αλλαγή|αλλαξιά|αντάλλαγμα|ανταλλαγή
3163 ανταμικός|1
3164 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός
3165 ανταμοιβή|1
3166 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή
3167 ανταμώνω|1
3168 -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι
3169 ανταπάντηση|1
3170 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία
3171 ανταποκρίνομαι|1
3172 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω
3173 ανταπόδοση|1
3174 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία
3175 ανταπόκριση|1
3176 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία
3177 ανταρσία|1
3178 -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση
3179 ανταρτοσύνη|1
3180 -|ανταρτοσύνη|ανυπακοή|ανυποταγή|ανυποταξία|απείθεια|απειθαρχία
3181 αντενέργεια|2
3182 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
3183 -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα
3184 αντενεργώ|1
3185 -|αντενεργώ|αντιδρώ|αντιπράττω|αντιστέκομαι|εναντιώνομαι
3186 αντεπεξέρχομαι|1
3187 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
3188 αντηχώ|1
3189 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ
3190 αντιαισθητικός|1
3191 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
3192 αντιβγαίνω|2
3193 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω
3194 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
3195 αντιβογγώ|1
3196 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ
3197 αντιβουίζω|1
3198 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ
3199 αντιγνωμία|1
3200 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
3201 αντιγράφω|1
3202 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω
3203 αντιγραφή|1
3204 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση
3205 αντιδρώ|1
3206 -|αντενεργώ|αντιδρώ|αντιπράττω|αντιστέκομαι|εναντιώνομαι
3207 αντιζύγι|1
3208 -|αντίβαρο|αντίρροπο|αντιζύγι|αντισήκωμα|αντιστάθμισμα
3209 αντιθωρώ|1
3210 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ
3211 αντικέφαλα|1
3212 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά
3213 αντικαθιστώ|1
3214 -|αλλάζω|αναπληρώνω|ανταλλάσσω|αντικαθιστώ|υποκαθιστώ
3215 αντικανονικός|2
3216 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
3217 -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος
3218 αντικανονικότητα|1
3219 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα
3220 αντικατάσταση|1
3221 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα
3222 αντικείμενο|1
3223 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
3224 αντικειμενικός|1
3225 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος
3226 αντικοιτώ|1
3227 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ
3228 αντικρίζω|1
3229 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ
3230 αντικρουόμενος|1
3231 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
3232 αντικρύζω|1
3233 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
3234 αντιλέγω|1
3235 -|αντιλέγω|αντιτείνω
3236 αντιλαλώ|1
3237 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ
3238 αντιλαμβάνομαι|2
3239 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
3240 -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω
3241 αντιλογία|1
3242 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία
3243 αντιμάχομαι|2
3244 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω
3245 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
3246 αντιμέτρηση|1
3247 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
3248 αντιμίλημα|2
3249 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία
3250 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία
3251 αντιμετωπίζω|2
3252 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
3253 -|ανταγωνίζομαι|αντιμετωπίζω|παλεύω|συγκρούομαι|συναγωνίζομαι|συναντιέμαι
3254 αντιμιλιά|1
3255 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία
3256 αντιμισθία|1
3257 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή
3258 αντινομία|1
3259 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
3260 αντιξοότητα|1
3261 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα
3262 αντιπάθεια|1
3263 -|αντιπάθεια|απέχθεια|απαρέσκεια|αποστροφή|ασυμπάθεια|εχθρότητα
3264 αντιπαθητικός|1
3265 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός
3266 αντιπαθώ|3
3267 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι
3268 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι
3269 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ
3270 αντιπαλεύω|2
3271 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω
3272 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
3273 αντιπαράθεση|2
3274 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
3275 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα
3276 αντιπαραβολή|1
3277 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα
3278 αντιπαραθέτω|1
3279 -|αντιπαραθέτω|παραβάλλω|παραθέτω|συγκρίνω|συνδυάζω|συσχετίζω
3280 αντιπαρατάσσομαι|1
3281 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
3282 αντιπολεμώ|1
3283 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
3284 αντιπράττω|1
3285 -|αντενεργώ|αντιδρώ|αντιπράττω|αντιστέκομαι|εναντιώνομαι
3286 αντισήκωμα|1
3287 -|αντίβαρο|αντίρροπο|αντιζύγι|αντισήκωμα|αντιστάθμισμα
3288 αντισηκώνω|1
3289 -|αντισηκώνω|αντισταθμίζω|εξισώνω|ισορροπώ|ισοσταθμίζω|ισοφαρίζω
3290 αντιστάθμιση|1
3291 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία
3292 αντιστάθμισμα|1
3293 -|αντίβαρο|αντίρροπο|αντιζύγι|αντισήκωμα|αντιστάθμισμα
3294 αντιστέκομαι|3
3295 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω
3296 -|αντενεργώ|αντιδρώ|αντιπράττω|αντιστέκομαι|εναντιώνομαι
3297 -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι
3298 αντισταθμίζω|1
3299 -|αντισηκώνω|αντισταθμίζω|εξισώνω|ισορροπώ|ισοσταθμίζω|ισοφαρίζω
3300 αντιστοιχώ|1
3301 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω
3302 αντιστρέφω|1
3303 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω
3304 αντιτάσσομαι|1
3305 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
3306 αντιτίθεμαι|1
3307 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ
3308 αντιτείνω|1
3309 -|αντιλέγω|αντιτείνω
3310 αντιτιθέμενος|1
3311 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
3312 αντιφατικός|1
3313 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
3314 αντιφατικότητα|1
3315 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
3316 αντιφρονών|1
3317 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
3318 αντιφωνώ|1
3319 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ
3320 αντρεία|1
3321 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
3322 αντρείος|3
3323 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
3324 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος
3325 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος
3326 αντρειοσύνη|1
3327 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
3328 ανυπέρβλητος|2
3329 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος
3330 -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός
3331 ανυπακοή|2
3332 -|ανταρτοσύνη|ανυπακοή|ανυποταγή|ανυποταξία|απείθεια|απειθαρχία
3333 -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση
3334 ανυπαρξία|1
3335 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα
3336 ανυπεράσπιστος|1
3337 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος
3338 ανυπερθέτως|1
3339 -|αμέσως|αμελλητί|ανυπερθέτως|εξάπαντος|οπωσδήποτε
3340 ανυποληψία|1
3341 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
3342 ανυπολόγιστος|1
3343 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
3344 ανυπομονησία|3
3345 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
3346 -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια
3347 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα
3348 ανυπομονώ|1
3349 -|αγωνιώ|αδημονώ|αμηχανώ|ανησυχώ|ανυπομονώ|καρδιοχτυπώ
3350 ανυποστήριχτος|1
3351 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος
3352 ανυποταγή|1
3353 -|ανταρτοσύνη|ανυπακοή|ανυποταγή|ανυποταξία|απείθεια|απειθαρχία
3354 ανυποταξία|1
3355 -|ανταρτοσύνη|ανυπακοή|ανυποταγή|ανυποταξία|απείθεια|απειθαρχία
3356 ανυποψίαστος|1
3357 -|αγνοών|ακάτεχος|ανίδεος|ανυποψίαστος|ανύποπτος
3358 ανυπόκριτος|1
3359 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
3360 ανυπόμονος|1
3361 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς
3362 ανυπόστατος|2
3363 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
3364 -|ανυπόστατος|ανύπαρκτος|πλαστός|φανταστικός|χιμαιρικός
3365 ανυπόταχτος|1
3366 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
3367 ανυπόφορος|1
3368 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς
3369 ανυψώνομαι|1
3370 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω
3371 ανυψώνω|1
3372 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
3373 ανωμαλία|1
3374 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα
3375 ανωμεριά|1
3376 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία
3377 ανωτερότητα|1
3378 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή
3379 ανωφέλευτος|1
3380 -|άσκοπος|άχρηστος|ανωφέλευτος|ανώφελος|αχρείαστος|αχρησίμευτος
3381 ανωφέρεια|1
3382 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία
3383 ανόθευτο|1
3384 -|άδολο|ακεραιότητα|ανόθευτο|αρτιότητα|γνησιότητα|πληρότητα
3385 ανόθευτος|2
3386 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
3387 -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος
3388 ανόμημα|1
3389 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
3390 ανόμοιος|2
3391 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
3392 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος
3393 ανόργωτος|1
3394 -|αζευγάριστος|ακαλλιέργητος|ανόργωτος
3395 ανόρθωση|1
3396 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
3397 ανόσιος|1
3398 -|αισχρός|ανίερος|ανόσιος|βέβηλος
3399 ανόχευτος|1
3400 -|αβάτευτος|αμαρκάλιστος|ανεπίβατος|ανόχευτος|απήδητος|ασυνουσίαστος
3401 ανύπαντρος|1
3402 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος
3403 ανύπαρκτος|1
3404 -|ανυπόστατος|ανύπαρκτος|πλαστός|φανταστικός|χιμαιρικός
3405 ανύποπτος|1
3406 -|αγνοών|ακάτεχος|ανίδεος|ανυποψίαστος|ανύποπτος
3407 ανύφαντος|1
3408 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός
3409 ανύχτωτος|1
3410 -|αβασίλευτος|αβράδιαστος|αιώνιος|αμάραντος|ανύχτωτος|φωτεινός
3411 ανύψωση|2
3412 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
3413 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα
3414 ανώμαλος|3
3415 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
3416 -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός
3417 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
3418 ανώνυμος|1
3419 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος
3420 ανώριμος|1
3421 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος
3422 ανώτατος σε βαθμό|1
3423 -|έσχατος|ανώτατος σε βαθμό|απόμακρος|τελευταίος
3424 ανώφελα|1
3425 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
3426 ανώφελος|3
3427 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος
3428 -|άσκοπος|άχρηστος|ανωφέλευτος|ανώφελος|αχρείαστος|αχρησίμευτος
3429 -|ανώφελος|ηλίθιος|μάταιος
3430 αξέβγαλτος|1
3431 -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης
3432 αξέφευγος|1
3433 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος
3434 αξέχαστος|1
3435 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
3436 αξίωμα|3
3437 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
3438 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
3439 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια
3440 αξίωμα καθηγητού|1
3441 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος
3442 αξίωση|1
3443 -|αίτημα|αξίωση|απαίτηση|διεκδίκηση|θέληση
3444 αξεδιάλεχτος|1
3445 -|αδιάλεχτος|αξεδιάλεχτος|αξεκαθάριστος|αξεχώριστος
3446 αξεκαθάριστος|2
3447 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
3448 -|αδιάλεχτος|αξεδιάλεχτος|αξεκαθάριστος|αξεχώριστος
3449 αξελέκιαστος|1
3450 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
3451 αξεπάστρευτος|1
3452 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
3453 αξεπέραστος|1
3454 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος
3455 αξεσκόνιστος|1
3456 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
3457 αξεχώριστος|1
3458 -|αδιάλεχτος|αξεδιάλεχτος|αξεκαθάριστος|αξεχώριστος
3459 αξιέραστος|1
3460 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος
3461 αξιαγάπητος|2
3462 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος
3463 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός
3464 αξιοθαύμαστος|1
3465 -|αγαστός|αξιοθαύμαστος|επίφθονος|θαυμαστός|καταπληκτικός
3466 αξιοθρήνητος|1
3467 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος
3468 αξιολύπητος|1
3469 -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος
3470 αξιοπερίεργος|1
3471 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
3472 αξιοτίμητος|2
3473 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
3474 -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
3475 αξιωματικός|1
3476 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
3477 αξιόλογος|1
3478 -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός
3479 αξιόπιστος|1
3480 -|έμπιστος|αξιόπιστος|μπιστεμένος|μπιστικός|πιστός|φερέγγυος
3481 αξιώ|1
3482 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
3483 αξιώνω|1
3484 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
3485 αξόδευτος|1
3486 -|αδαπάνητος|αδιάθετος|ακατανάλωτος|ανεξάντλητος|αξόδευτος|αξόδιαστος
3487 αξόδιαστος|1
3488 -|αδαπάνητος|αδιάθετος|ακατανάλωτος|ανεξάντλητος|αξόδευτος|αξόδιαστος
3489 αοριστία|1
3490 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα
3491 απάθεια|1
3492 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
3493 απάλιωτος|1
3494 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
3495 απάνθισμα|1
3496 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
3497 απάνθρωπος|5
3498 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
3499 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
3500 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
3501 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός
3502 -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός
3503 απάντηση|1
3504 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία
3505 απάτη|1
3506 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία
3507 απέθαντος|1
3508 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
3509 απέναντι|1
3510 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα
3511 απέραντος|1
3512 -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής
3513 απέραστος|2
3514 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός
3515 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος
3516 απέριττο|1
3517 -|αγνό|αμόλυντο|απέριττο
3518 απέριττος|3
3519 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός
3520 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός
3521 -|απέριττος|απλός
3522 απέρχομαι|1
3523 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω
3524 απέχθεια|1
3525 -|αντιπάθεια|απέχθεια|απαρέσκεια|αποστροφή|ασυμπάθεια|εχθρότητα
3526 απέχων|1
3527 -|άσχετος|αδιάφορος|αμέτοχος|απέχων|ξένος|ουδέτερος
3528 απήδητος|1
3529 -|αβάτευτος|αμαρκάλιστος|ανεπίβατος|ανόχευτος|απήδητος|ασυνουσίαστος
3530 απήχηση|1
3531 -|αίσθηση|αισθητήριο|απήχηση|διαίσθηση|εντύπωση|συναίσθηση
3532 απίκο|1
3533 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος
3534 απίστευτος|1
3535 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
3536 απαίδευτος|3
3537 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
3538 -|αβασάνιστος|ανεξέταστος|απαίδευτος|αταλαιπώρητος|επιπόλαιος|πρόχειρος
3539 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
3540 απαίσιος|1
3541 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος
3542 απαίτηση|2
3543 -|αίτημα|αξίωση|απαίτηση|διεκδίκηση|θέληση
3544 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια
3545 απαγγέλλω|1
3546 -|απαγγέλλω|διαβάζω δυνατά|διατυπώνω κατηγορία|εκφράζω
3547 απαγορευτικός|1
3548 -|απαγορευτικός|αποφατικός|αρνητικός
3549 απαγορεύω|1
3550 -|απαγορεύω|αποτρέπω|δεσμεύω|εμποδίζω|παρακωλύω|παρεμποδίζω
3551 απαγχονισμός|1
3552 -|αγχόνη|απαγχονισμός|βρόχος|κρεμάλα|φούρκα|φούρκισμα
3553 απαθής|4
3554 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
3555 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
3556 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
3557 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος
3558 απαιδαγώγητος|1
3559 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
3560 απαισιοδοξία|1
3561 -|απαισιοδοξία|απελπιστικότητα|ζοφερότητα|σκεπτικισμός
3562 απαισιοδοξώ|1
3563 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
3564 απαισιόδοξος|1
3565 -|απαισιόδοξος|απελπισιάρης|πεσιμιστής|πικραντέρης
3566 απαιτούμενος|1
3567 -|αναγκαίος|απαιτούμενος|απαραίτητος|ενδεδειγμένος|επιβαλλόμενος|χρειαζούμενος
3568 απαιτώ|1
3569 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
3570 απαλλάσσομαι|1
3571 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι
3572 απαλλάσσω|1
3573 -|αθωώνω|απαλλάσσω|αφήνω ατιμώρητο
3574 απαλλαγή|2
3575 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
3576 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία
3577 απαλλοτρίωση|1
3578 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο
3579 απαλότητα|1
3580 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή
3581 απαντέχω|1
3582 -|απαντέχω|προσμένω
3583 απαντοχή|1
3584 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
3585 απαντώ|2
3586 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
3587 -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι
3588 απανωτοί|1
3589 -|αδιάκοποι|αλλεπάλληλοι|αλληλοδιάδοχοι|απανωτοί|συνεχείς|συχνοί
3590 απαράμιλλος|2
3591 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος
3592 -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός
3593 απαράχωτος|1
3594 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
3595 απαρέσκεια|1
3596 -|αντιπάθεια|απέχθεια|απαρέσκεια|αποστροφή|ασυμπάθεια|εχθρότητα
3597 απαραίτητος|2
3598 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
3599 -|αναγκαίος|απαιτούμενος|απαραίτητος|ενδεδειγμένος|επιβαλλόμενος|χρειαζούμενος
3600 απαραβίαστο|1
3601 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
3602 απαραβίαστος|1
3603 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος
3604 απαραβίαστος χώρος|1
3605 -|άσυλο|απαραβίαστος χώρος|ευαγές ίδρυμα|καταφύγιο|φιλανθρωπικό ίδρυμα
3606 απαρασάλευτος|1
3607 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
3608 απαρηγορησιά|1
3609 -|ανελπισιά|απαρηγορησιά|απελπισία|απελπισμός|απογοήτευση|απόγνωση
3610 απαρνητής|1
3611 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής
3612 απαρνιέμαι|2
3613 -|απαρνιέμαι|αποκηρύσσω|απορρίπτω|αρνιέμαι|εγκαταλείπω|λησμονώ
3614 -|απαρνιέμαι|αποστερούμαι|παραιτούμαι|στερούμαι|χάνω
3615 απαρτίζω|2
3616 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
3617 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ
3618 απαρχή|1
3619 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
3620 απαστράπτων|1
3621 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός
3622 απαστριά|1
3623 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
3624 απασχολούμαι|1
3625 -|απασχολούμαι|ενασχολούμαι|καταγίνομαι
3626 απασχολώ|1
3627 -|απασχολώ|αποσπώ την προσοχή|ενασχολώ
3628 απασχόληση|1
3629 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα
3630 απατεώνας|1
3631 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος
3632 απατηλός|1
3633 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
3634 απατώμαι|1
3635 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω
3636 απαυδώ|1
3637 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω
3638 απείθεια|1
3639 -|ανταρτοσύνη|ανυπακοή|ανυποταγή|ανυποταξία|απείθεια|απειθαρχία
3640 απείραχτος|3
3641 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός
3642 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
3643 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
3644 απειθαρχία|2
3645 -|ανταρτοσύνη|ανυπακοή|ανυποταγή|ανυποταξία|απείθεια|απειθαρχία
3646 -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση
3647 απεικαστό|1
3648 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
3649 απειλή|1
3650 -|απειλή|εκφοβισμός|φοβέρα|φοβέρισμα|φόβισμα
3651 απειράριθμος|1
3652 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
3653 απειρία|1
3654 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα
3655 απειροπληθής|1
3656 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
3657 απειρόκαλος|1
3658 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
3659 απελέκητος|3
3660 -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός
3661 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο
3662 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
3663 απελευθέρωση|2
3664 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
3665 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία
3666 απελευθερώνω|1
3667 -|απελευθερώνω|ελευθερώνω|λευτερώνω
3668 απελπίζομαι|1
3669 -|απελπίζομαι|απελπίζω|απογοητεύω|αποθαρρύνω
3670 απελπίζω|1
3671 -|απελπίζομαι|απελπίζω|απογοητεύω|αποθαρρύνω
3672 απελπισία|1
3673 -|ανελπισιά|απαρηγορησιά|απελπισία|απελπισμός|απογοήτευση|απόγνωση
3674 απελπισιάρης|1
3675 -|απαισιόδοξος|απελπισιάρης|πεσιμιστής|πικραντέρης
3676 απελπισμός|1
3677 -|ανελπισιά|απαρηγορησιά|απελπισία|απελπισμός|απογοήτευση|απόγνωση
3678 απελπιστικότητα|1
3679 -|απαισιοδοξία|απελπιστικότητα|ζοφερότητα|σκεπτικισμός
3680 απερίγραπτος|1
3681 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
3682 απερίσκεπτος|2
3683 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
3684 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος
3685 απερίφραστος|1
3686 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
3687 απεργία|1
3688 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα
3689 απερηφάνευτος|1
3690 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας
3691 απερισκεψία|2
3692 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα
3693 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος
3694 απεριόριστα|1
3695 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
3696 απεριόριστος|3
3697 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος
3698 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
3699 -|άφραγος|άφραχτος|ανεμπόδιστος|ανοιχτός|απεριόριστος
3700 απερπάτητος|1
3701 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός
3702 απεσταλμένος|1
3703 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος
3704 απευθύνω|1
3705 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
3706 απεχθάνομαι|3
3707 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι
3708 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι
3709 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ
3710 απεχθής|1
3711 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός
3712 απηνής|1
3713 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
3714 απηχώ|1
3715 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ
3716 απιστία|2
3717 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία
3718 -|αμφιβολία|απιστία|δυσπιστία
3719 απλάδα|2
3720 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι
3721 -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος
3722 απλήγωτος|1
3723 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος
3724 απληροφόρητος|1
3725 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος
3726 απλησίαστος|3
3727 -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός
3728 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός
3729 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος
3730 απλοποίηση|1
3731 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση
3732 απλοϊκός|2
3733 -|αγαθιάρης|απλοϊκός|απονήρευτος|ευκολόπιστος|κουτούτσικος|χαζούλης
3734 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος
3735 απλούμιστος|1
3736 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός
3737 απλυσιά|1
3738 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
3739 απλωσιά|1
3740 -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος
3741 απλός|6
3742 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος
3743 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός
3744 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός
3745 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
3746 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας
3747 -|απέριττος|απλός
3748 απλόχερα|1
3749 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
3750 απλώνω|2
3751 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
3752 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
3753 αποίκιλτος|2
3754 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός
3755 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
3756 αποβάλλω|1
3757 -|αποβάλλω|αποπέμπω|απορρίπτω|διώχνω|εξοστρακίζω
3758 αποβίβαση|1
3759 -|αποβίβαση|απόβαση|κάθοδος|κατέβασμα|ξεμπαρκάρισμα
3760 αποβαίνω|1
3761 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω
3762 αποβλέπω|1
3763 -|αποβλέπω|διευθύνομαι|κατευθύνομαι|πορεύομαι
3764 αποβολή|1
3765 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
3766 απογίνομαι|1
3767 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω
3768 απογαλακτισμός|1
3769 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων
3770 απογαλουχισμός|1
3771 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων
3772 απογείωση|1
3773 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό
3774 απογεμίζω|1
3775 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
3776 απογοήτευση|1
3777 -|ανελπισιά|απαρηγορησιά|απελπισία|απελπισμός|απογοήτευση|απόγνωση
3778 απογοητεύω|1
3779 -|απελπίζομαι|απελπίζω|απογοητεύω|αποθαρρύνω
3780 αποδέσμευση|1
3781 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία
3782 αποδίδω|1
3783 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω
3784 αποδίωξη|1
3785 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
3786 αποδεικνύω|1
3787 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω
3788 αποδημία|1
3789 -|αποδημία|εκπατρισμός|μετανάστευση|μισεμός|ξενίτεμα|ξενιτεμός
3790 αποδημητής|1
3791 -|έκδημος|αποδημητής|απόδημος|μετανάστης|μισεμένος|ξενιτεμένος
3792 αποδημώ|1
3793 -|αποδημώ|εκδημώ|εκπατρίζομαι|μεταναστεύω|μισεύω|ξενιτεύομαι
3794 αποδιώξιμο|1
3795 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
3796 αποδοκιμάζω|2
3797 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
3798 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
3799 αποδοτικός|1
3800 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
3801 αποδοχή|1
3802 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση
3803 αποζημίωση|1
3804 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή
3805 αποθέτω|1
3806 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ
3807 αποθήκη|1
3808 -|αμπάρι|ανήλιο|αποθήκη|κελάρι|κρασοβόλι
3809 αποθαρρύνω|1
3810 -|απελπίζομαι|απελπίζω|απογοητεύω|αποθαρρύνω
3811 αποθαυμάζω|1
3812 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
3813 αποθεματικός|1
3814 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα
3815 αποθηλασμός|1
3816 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων
3817 αποθησαύριση|1
3818 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
3819 αποθράσυνση|1
3820 -|αποθράσυνση|αυθάδεια|αφοβία|θράσος|τόλμη|υπερβολικό θάρρος
3821 αποκάλυψη|1
3822 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα
3823 αποκάνω|1
3824 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω
3825 αποκήρυξη|1
3826 -|ανάθεμα|αποκήρυξη|αφορισμός|κακοτύχισμα|κατάρα
3827 αποκαθίδι|1
3828 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα
3829 αποκαλύπτω|1
3830 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω
3831 αποκατάσταση|1
3832 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση
3833 αποκηρύσσω|2
3834 -|απαρνιέμαι|αποκηρύσσω|απορρίπτω|αρνιέμαι|εγκαταλείπω|λησμονώ
3835 -|αναθεματίζω|αποκηρύσσω|αφορίζω|κακοτυχίζω|καταριέμαι
3836 αποκλεισμός|1
3837 -|αποκλεισμός|κλείσιμο
3838 αποκοιμιστικός|1
3839 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός
3840 αποκομίζω|1
3841 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
3842 αποκοπή|2
3843 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
3844 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων
3845 αποκούμπι|1
3846 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
3847 αποκρουστικός|1
3848 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός
3849 αποκρούω|3
3850 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ
3851 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
3852 -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι
3853 αποκρύπτω|1
3854 -|αποκρύπτω|αποσιωπώ|αποσκεπάζω|κρύβω|παραλείπω|συγκαλύπτω
3855 αποκτώ|1
3856 -|αποκτώ|ιδιοποιούμαι|κατακτώ|κερδίζω|οικειοποιούμαι
3857 αποκτώ κακές συνήθειες|1
3858 -|αποκτώ κακές συνήθειες|κακομαθαίνω|κακοσυνηθίζω
3859 απολήγω|1
3860 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω
3861 απολίτιστος|1
3862 -|αλλοεθνής|αλλόγλωσσος|αλλόφυλος|απολίτιστος|βάρβαρος|ξενόγλωσσος
3863 απολαβή|2
3864 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος
3865 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
3866 απολογία|1
3867 -|απολογία|υπεράσπιση
3868 απολυταρχία|1
3869 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα
3870 απολυταρχικός|1
3871 -|απολυταρχικός|αυθαίρετος|αυταρχικός|δεσποτικός
3872 απολυτρώνω|1
3873 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ
3874 απολύμανση|1
3875 -|απολύμανση|αποστείρωση|εξυγίανση|καθαρισμός|παστερίωση
3876 απολύτρωση|1
3877 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία
3878 απολύω|2
3879 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
3880 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω
3881 απομάκρυνση|3
3882 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
3883 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
3884 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό
3885 απομάσσω|1
3886 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ
3887 απομίμημα|1
3888 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση
3889 απομίμηση|1
3890 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση
3891 απομακρύνομαι|2
3892 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω
3893 -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω
3894 απομακρύνω|2
3895 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
3896 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
3897 απομεινάρι|2
3898 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός
3899 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
3900 απομεσήμερο|1
3901 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο
3902 απομιμούμαι|1
3903 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω
3904 απομνημονεύω|1
3905 -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι
3906 απομονωμένος|1
3907 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος
3908 απομονωτήριο|1
3909 -|ακοινωνησία|ανεπιμιξία|απομονωτήριο|απομόνωση|αποξένωση|ξεμονάχιασμα
3910 απομονώνομαι|1
3911 -|απομονώνομαι|καλογερεύω|μένω εργένης|μονάζω
3912 απομονώνω|1
3913 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω
3914 απομυζώ|1
3915 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ
3916 απομόνωση|1
3917 -|ακοινωνησία|ανεπιμιξία|απομονωτήριο|απομόνωση|αποξένωση|ξεμονάχιασμα
3918 απονέμω|1
3919 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω
3920 απονήρευτος|2
3921 -|αγαθιάρης|απλοϊκός|απονήρευτος|ευκολόπιστος|κουτούτσικος|χαζούλης
3922 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος
3923 απονιά|2
3924 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά
3925 -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία
3926 αποξένωση|2
3927 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο
3928 -|ακοινωνησία|ανεπιμιξία|απομονωτήριο|απομόνωση|αποξένωση|ξεμονάχιασμα
3929 αποξενώνω|1
3930 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω
3931 αποξυλιάζω|1
3932 -|αποξυλιάζω|καταψύχω|κρυσταλλιάζω|παγώνω|υπερψύχω|ψυχραίνω
3933 αποπάτηση|1
3934 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
3935 αποπέμπω|3
3936 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
3937 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
3938 -|αποβάλλω|αποπέμπω|απορρίπτω|διώχνω|εξοστρακίζω
3939 αποπερατώνω|2
3940 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
3941 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
3942 αποπλέω|1
3943 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω
3944 αποπλανώ|1
3945 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω
3946 αποπληξία|1
3947 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα
3948 αποπνικτικός|1
3949 -|αποπνικτικός|ασφυκτικός|πνιγηρός|πνικτικός
3950 αποποιούμαι|1
3951 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ
3952 αποπομπή|2
3953 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
3954 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
3955 απορία|2
3956 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
3957 -|ένδεια|ανέχεια|απορία|πενία|φτώχεια
3958 απορρέω|1
3959 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι
3960 απορρίπτομαι|1
3961 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ
3962 απορρίπτω|3
3963 -|απαρνιέμαι|αποκηρύσσω|απορρίπτω|αρνιέμαι|εγκαταλείπω|λησμονώ
3964 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ
3965 -|αποβάλλω|αποπέμπω|απορρίπτω|διώχνω|εξοστρακίζω
3966 απορριξιμιό|1
3967 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα
3968 απορριπτέος|1
3969 -|άχρηστος|ακατάλληλος|απορριπτέος|απόβλητος|ελαττωματικός|σκάρτος
3970 αποσαφηνίζω|1
3971 -|αποσαφηνίζω|διευκρινίζω|εξηγώ|ξεκαθαρίζω
3972 αποσβολωμένος|1
3973 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
3974 αποσβολώνω|1
3975 -|αποσβολώνω|αποστομώνω|αφοπλίζω|βουβαίνω|κεραυνώνω|φιμώνω
3976 αποσβόλωμα|1
3977 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα
3978 αποσιωπώ|1
3979 -|αποκρύπτω|αποσιωπώ|αποσκεπάζω|κρύβω|παραλείπω|συγκαλύπτω
3980 αποσιώπηση φθόγγου|1
3981 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση
3982 αποσκέπασμα|1
3983 -|αποσκέπασμα|απόκρυψη|καταχώνιασμα|κρύψιμο|παράχωμα|συγκάλυψη
3984 αποσκεπάζω|1
3985 -|αποκρύπτω|αποσιωπώ|αποσκεπάζω|κρύβω|παραλείπω|συγκαλύπτω
3986 αποσκευή|1
3987 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα
3988 αποσκιρτώ|1
3989 -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω
3990 αποσοβώ|1
3991 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
3992 αποσπασμένος|1
3993 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
3994 αποσπώ την προσοχή|1
3995 -|απασχολώ|αποσπώ την προσοχή|ενασχολώ
3996 αποστάλαγμα|1
3997 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα
3998 αποστάλαξη|1
3999 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο
4000 αποστάτης|1
4001 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής
4002 αποστάφυλα|1
4003 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια
4004 αποστέλλω|1
4005 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
4006 αποστέργω|2
4007 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι
4008 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ
4009 αποστασία|1
4010 -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση
4011 αποστείρωση|1
4012 -|απολύμανση|αποστείρωση|εξυγίανση|καθαρισμός|παστερίωση
4013 αποστερούμαι|1
4014 -|απαρνιέμαι|αποστερούμαι|παραιτούμαι|στερούμαι|χάνω
4015 αποστολή|2
4016 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
4017 -|αποστολή|σκοπός|στάλσιμο
4018 αποστομώνω|1
4019 -|αποσβολώνω|αποστομώνω|αφοπλίζω|βουβαίνω|κεραυνώνω|φιμώνω
4020 αποστράτευση|1
4021 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
4022 αποστρέφομαι|3
4023 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι
4024 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι
4025 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ
4026 αποστροφή|1
4027 -|αντιπάθεια|απέχθεια|απαρέσκεια|αποστροφή|ασυμπάθεια|εχθρότητα
4028 αποσυγκεντρώνω|1
4029 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ
4030 αποσυνθέτω|1
4031 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ
4032 αποσόβηση|1
4033 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
4034 αποσύνθεση|1
4035 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
4036 αποσύρομαι|2
4037 -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς
4038 -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω
4039 αποσύρω|1
4040 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
4041 αποσώνω|1
4042 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
4043 αποτέλεσμα|1
4044 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
4045 αποτελειώνω|2
4046 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
4047 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
4048 αποτελεσματικός|1
4049 -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος
4050 αποτελμάτωση|1
4051 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα
4052 αποτελώ|1
4053 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ
4054 αποτεφρώνω|1
4055 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
4056 αποτρέπω|1
4057 -|απαγορεύω|αποτρέπω|δεσμεύω|εμποδίζω|παρακωλύω|παρεμποδίζω
4058 αποτραβιέμαι|1
4059 -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω
4060 αποτρυγίδια|1
4061 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια
4062 αποτσιπωσιά|1
4063 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά
4064 αποτυγχάνω|1
4065 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ
4066 αποτυχία|1
4067 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός
4068 αποτύπωμα|1
4069 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
4070 απουσία|1
4071 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα
4072 απουσιάζω|1
4073 -|απουσιάζω|δε συμμετέχω|δεν παραβρίσκομαι|δεν υπάρχω|είμαι απών|λείπω
4074 αποφασισμένος|1
4075 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος
4076 αποφασιστικότητα|1
4077 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
4078 αποφατικός|1
4079 -|απαγορευτικός|αποφατικός|αρνητικός
4080 αποφεύγω|1
4081 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ
4082 αποφθεγματικός|1
4083 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος
4084 αποφυλακίζω|1
4085 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω
4086 αποχή από εργασία|1
4087 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα
4088 αποχαιρετώ|1
4089 -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς
4090 αποχετεύω|1
4091 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
4092 αποχωρίζομαι|1
4093 -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς
4094 αποχωρητήριο|1
4095 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα
4096 αποχωρισμός|1
4097 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
4098 αποχωρώ|2
4099 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω
4100 -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω
4101 αποχώρηση|2
4102 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό
4103 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων
4104 αποψιλωμένος|1
4105 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός
4106 απράγμονας|1
4107 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος
4108 απρέπεια|2
4109 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά
4110 -|άτοπη πράξη|απρέπεια|ασχημοσύνη|ατόπημα|παρεκτροπή
4111 απραγία|1
4112 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα
4113 απραγματοποίητος|1
4114 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός
4115 απραξία|1
4116 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα
4117 απροετοίμαστος|1
4118 -|ανέτοιμος|απροετοίμαστος|απροπαράσκευος|απροπαρασκεύαστος
4119 απροκάλυπτα|1
4120 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
4121 απροκάλυπτος|1
4122 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
4123 απροπαράσκευος|1
4124 -|ανέτοιμος|απροετοίμαστος|απροπαράσκευος|απροπαρασκεύαστος
4125 απροπαρασκεύαστος|1
4126 -|ανέτοιμος|απροετοίμαστος|απροπαράσκευος|απροπαρασκεύαστος
4127 απροσδόκητος|1
4128 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός
4129 απροσεξία|1
4130 -|αβλέπτημα|αβλεψία|απροσεξία|λάθος|παρόραμα
4131 απροσκάλεστος|1
4132 -|άκλητος|ακάλεστος|ακλήτευτος|απροσκάλεστος|απρόσκλητος|αυτόκλητος
4133 απροσκύνητος|2
4134 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος
4135 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
4136 απροσπέλαστος|2
4137 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
4138 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός
4139 απροσπέραστος|1
4140 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος
4141 απροσποίητα|1
4142 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
4143 απροσποίητος|3
4144 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
4145 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός
4146 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
4147 απροστάτευτος|1
4148 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος
4149 απροσωπόληπτος|1
4150 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος
4151 απροφύλαχτος|1
4152 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
4153 απρόβλεπτος|2
4154 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός
4155 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
4156 απρόθυμος|1
4157 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός
4158 απρόκοπος|1
4159 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης
4160 απρόκοφτος|1
4161 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
4162 απρόοπτος|1
4163 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός
4164 απρόσβλητος|1
4165 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος
4166 απρόσεχτος|1
4167 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος
4168 απρόσιτος|2
4169 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
4170 -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός
4171 απρόσκλητος|1
4172 -|άκλητος|ακάλεστος|ακλήτευτος|απροσκάλεστος|απρόσκλητος|αυτόκλητος
4173 απρόσκοπτος|1
4174 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος
4175 απρόσμενος|1
4176 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός
4177 απρόσμικτος|1
4178 -|άκρατος|άμικτος|ακήρατος|αμιγής|ανέρωτος|ανόθευτος|απρόσμικτος
4179 απρόσφορος|1
4180 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος
4181 απρόφταστος|1
4182 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος
4183 απτόητος|1
4184 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
4185 απτός|1
4186 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός
4187 απωθώ|1
4188 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
4189 απωμάτιστος|1
4190 -|αβούλωτος|ανοιχτός|απωμάτιστος|ασφράγιστος|ατάπωτος|ξέσκεπος
4191 απόβαλμα|2
4192 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
4193 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα
4194 απόβαση|1
4195 -|αποβίβαση|απόβαση|κάθοδος|κατέβασμα|ξεμπαρκάρισμα
4196 απόβλητος|1
4197 -|άχρηστος|ακατάλληλος|απορριπτέος|απόβλητος|ελαττωματικός|σκάρτος
4198 απόγεμα|1
4199 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο
4200 απόγευμα|1
4201 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο
4202 απόγιομα|1
4203 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο
4204 απόγνωση|1
4205 -|ανελπισιά|απαρηγορησιά|απελπισία|απελπισμός|απογοήτευση|απόγνωση
4206 απόδειξη|2
4207 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα
4208 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα
4209 απόδημος|1
4210 -|έκδημος|αποδημητής|απόδημος|μετανάστης|μισεμένος|ξενιτεμένος
4211 απόκομμα|1
4212 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
4213 απόκρυψη|1
4214 -|αποσκέπασμα|απόκρυψη|καταχώνιασμα|κρύψιμο|παράχωμα|συγκάλυψη
4215 απόλαυση|1
4216 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα
4217 απόλειψη|1
4218 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα
4219 απόλυση|1
4220 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
4221 απόλυτος|2
4222 -|άκαμπτος|αδιάλλακτος|ανένδοτος|απόλυτος|ασυμβίβαστος
4223 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος
4224 απόμακρα|1
4225 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω
4226 απόμακρος|2
4227 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος
4228 -|έσχατος|ανώτατος σε βαθμό|απόμακρος|τελευταίος
4229 απόμαχος|1
4230 -|απόμαχος|απόστρατος|απότακτος|βετεράνος|παλαίμαχος|συνταξιούχος
4231 απόνηρος|1
4232 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος
4233 απόπατος|1
4234 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα
4235 απόπειρα|2
4236 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
4237 -|απόπειρα|δοκιμή|εγχείρημα|προσπάθεια|τεστ|τόλμημα
4238 απόπεμψη|1
4239 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
4240 απόπλους|1
4241 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό
4242 απόρθωση|1
4243 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
4244 απόρριγμα|1
4245 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα
4246 απόρροια|1
4247 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
4248 απόσπαση|1
4249 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
4250 απόσπασμα|2
4251 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
4252 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο
4253 απόσταξη|1
4254 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο
4255 απόσταση|1
4256 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος
4257 απόστολος|1
4258 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος
4259 απόστρατος|1
4260 -|απόμαχος|απόστρατος|απότακτος|βετεράνος|παλαίμαχος|συνταξιούχος
4261 απόσχιση|1
4262 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
4263 απότακτος|1
4264 -|απόμαχος|απόστρατος|απότακτος|βετεράνος|παλαίμαχος|συνταξιούχος
4265 απότμηση|1
4266 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων
4267 απότομος|1
4268 -|αλματικός|αλματώδης|απότομος|γρήγορος
4269 απότσαμπα|1
4270 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια
4271 απόφαση|1
4272 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα
4273 απόφθεγμα|1
4274 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό
4275 απύθμενος|1
4276 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης
4277 απώθηση|1
4278 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
4279 απώλεια|2
4280 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο
4281 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός
4282 απώλεια υπόληψης|1
4283 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση
4284 αράδα|1
4285 -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος
4286 αράζω|1
4287 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω
4288 αράθυμος|1
4289 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος
4290 αρέσκεια|1
4291 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα
4292 αρέσκομαι|1
4293 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για
4294 αρίφνητος|1
4295 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
4296 αραιοϋφασμένος|1
4297 -|αγανός|αραιοϋφασμένος|αραιός|ξέσφιχτος|χαλαρός
4298 αραιός|2
4299 -|αγανός|αραιοϋφασμένος|αραιός|ξέσφιχτος|χαλαρός
4300 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός
4301 αραξοβολώ|1
4302 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω
4303 αραξοβόλι|1
4304 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
4305 αργά|2
4306 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
4307 -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά
4308 αργία|1
4309 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα
4310 αργοπορία|1
4311 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα
4312 αργοπορώ|1
4313 -|αργοπορώ|επιβραδύνω|καθυστερώ|τρενάρω|υπολείπομαι|υστερώ
4314 αργόσχολος|1
4315 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
4316 αργότερα|1
4317 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
4318 αριβάρω|1
4319 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω
4320 αριθμός|1
4321 -|αριθμός|νούμερο|ποσότητα
4322 αριολόγος|1
4323 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα
4324 αριστεία|1
4325 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή
4326 αριστεροχέρης|1
4327 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
4328 αριστερός|1
4329 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
4330 αριστερόχειρας|1
4331 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
4332 αριστερόχερος|1
4333 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
4334 αριστοκράτης|1
4335 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος
4336 αριστοτέχνης|1
4337 -|αριστοτέχνης|αρτίστας|δεξιοτέχνης|καλλιτέχνης|μαιτρ|μερακλής
4338 αριστούργημα|1
4339 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα
4340 αριόσιτα|1
4341 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα
4342 αρκετός|1
4343 -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός
4344 αρλούμπες|1
4345 -|αερολογήματα|ανοησίες|αρλούμπες|κουροφέξαλα|κουταμάρες|σαχλαμάρες
4346 αρμονία|1
4347 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
4348 αρμονικός|1
4349 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος
4350 αρμονικότητα|1
4351 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
4352 αρμυρίζω|1
4353 -|αλατίζω|αρμυρίζω|νοστιμίζω|ξυλοκοπώ|παστώνω
4354 αρμυρός|1
4355 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
4356 αρμός|2
4357 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
4358 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος
4359 αρνησίκοσμος|1
4360 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
4361 αρνητικός|1
4362 -|απαγορευτικός|αποφατικός|αρνητικός
4363 αρνιέμαι|2
4364 -|απαρνιέμαι|αποκηρύσσω|απορρίπτω|αρνιέμαι|εγκαταλείπω|λησμονώ
4365 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ
4366 αρνούμαι|1
4367 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ
4368 αρπάγη|2
4369 -|άγκιστρο|αγκίστρι|αρπάγη|γάντζος|τσιγκέλι
4370 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
4371 αρπάζομαι|1
4372 -|αρπάζομαι|εξοργίζομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω εύκολα|συμπλέκομαι|τσακώνομαι
4373 αρπάζω|2
4374 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω
4375 -|αρπάζω|κατέχω|κατακτώ|καταλαμβάνω|πιάνω|πιάνω χώρο
4376 αρραβωνίσια|1
4377 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή
4378 αρραβώνας|1
4379 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή
4380 αρραβώνες|1
4381 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή
4382 αρραβώνιασμα|1
4383 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή
4384 αρρυθμία|1
4385 -|ανισομέρεια|ανισομετρία|αρρυθμία|ασυμμετρία|δυσαναλογία|δυσαρμονία
4386 αρρωστιάρης|1
4387 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος
4388 αρρωστιάρικος|1
4389 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος
4390 αρρύπαντος|1
4391 -|αβρώμιστος|ακηλίδωτος|αλέρωτος|αλίγδιαστος|αρρύπαντος|καθαρός
4392 αρρώστημα|1
4393 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
4394 αρρώστια|2
4395 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
4396 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
4397 αρσενικός|1
4398 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός
4399 αρτίστας|1
4400 -|αριστοτέχνης|αρτίστας|δεξιοτέχνης|καλλιτέχνης|μαιτρ|μερακλής
4401 αρτιγέννητος|1
4402 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
4403 αρτιότητα|1
4404 -|άδολο|ακεραιότητα|ανόθευτο|αρτιότητα|γνησιότητα|πληρότητα
4405 αρτιώνω|1
4406 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
4407 αρχή|3
4408 -|αρχή|εγκατεστημένος|καθεστώς|κράτος|πολίτευμα|πολιτεία
4409 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
4410 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια
4411 αρχίνισμα|1
4412 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
4413 αρχαίος|1
4414 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
4415 αρχαϊκός|1
4416 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
4417 αρχηγός|3
4418 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
4419 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος
4420 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
4421 αρχικά|2
4422 -|αρχικά|αρχικώς (λογ.)|εν πρώτοις (λογ.)|καταρχάς (λογ.)|πρώτα- πρώτα (καθ.)
4423 -|αρχικά|ξεκινώντας (Ν/Α)|στην αρχή (Ν/Α)
4424 αρχικό ποσό|1
4425 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
4426 αρχικώς|1
4427 -|αρχικά|αρχικώς (λογ.)|εν πρώτοις (λογ.)|καταρχάς (λογ.)|πρώτα- πρώτα (καθ.)
4428 αρχοντολόι|1
4429 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
4430 αρωγή|1
4431 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο
4432 αρώγιστος|1
4433 -|αβύζαχτος|αγαλούχητος|αθήλαστος|αρώγιστος
4434 ασάλευτος|1
4435 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
4436 ασάφεια|2
4437 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα
4438 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
4439 ασέβεια|1
4440 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία
4441 ασέβημα|2
4442 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
4443 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία
4444 ασήκωτος|1
4445 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς
4446 ασήμαντος|1
4447 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία
4448 ασίγαστος|1
4449 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
4450 ασαφήνιστος|1
4451 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
4452 ασαφής|2
4453 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
4454 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος
4455 ασεβής|2
4456 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης
4457 -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος
4458 ασθένεια|1
4459 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
4460 ασθενής|1
4461 -|άκυρος|αδύναμος|αδύνατος|ανίκανος|ανίσχυρος|ασθενής
4462 ασθενικός|1
4463 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός
4464 ασθμαίνω|1
4465 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ
4466 ασκάλιστος|1
4467 -|αβοτάνιστος|ακαθάριστος|ασκάλιστος
4468 ασκέπαστος|1
4469 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
4470 ασκέρι|1
4471 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο
4472 ασκητής|1
4473 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
4474 ασκληραγώγητος|1
4475 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός
4476 ασκούπιστος|1
4477 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
4478 ασκύλευτος|1
4479 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος
4480 ασορτιμέντο|1
4481 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο
4482 ασπάζομαι|1
4483 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
4484 ασπαίρω|1
4485 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
4486 ασπασμός|1
4487 -|αγκάλιασμα|ασπασμός|εναγκαλισμός|περίπτυξη|περιπλοκή
4488 ασπερμία|1
4489 -|αγονία|ακαρπία|ασπερμία|ατοκία|αφορία|στειρότητα
4490 ασπλαχνία|1
4491 -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία
4492 αστάθεια|2
4493 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
4494 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα
4495 αστήρικτος|1
4496 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος
4497 αστήριχτος|1
4498 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
4499 αστίλβωτος|1
4500 -|άβαφος|αβερνίκωτος|αγυάλιστος|αλουστράριστος|αστίλβωτος
4501 ασταθής|4
4502 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
4503 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος
4504 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος
4505 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής
4506 αστείο|1
4507 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό
4508 αστείος|1
4509 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός
4510 αστείρευτος|2
4511 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
4512 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
4513 αστειολόγημα|1
4514 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό
4515 αστεφάνωτος|1
4516 -|αβράβευτος|αστεφάνωτος|ατίμητος
4517 αστεϊσμός|2
4518 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα
4519 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό
4520 αστοιχείωτος|1
4521 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
4522 αστοργία|1
4523 -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία
4524 αστοχασιά|1
4525 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά
4526 αστοχώ|1
4527 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ
4528 αστραπή|1
4529 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
4530 αστραποπύρι|1
4531 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
4532 αστραποφεγγιά|1
4533 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
4534 αστραπόβροντο|1
4535 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
4536 αστραπόφεγγο|1
4537 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
4538 αστραφτερός|1
4539 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός
4540 αστροναύτης|1
4541 -|αστροναύτης|διαστημάνθρωπος|κοσμοναύτης
4542 αστροπελέκι|1
4543 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
4544 αστυνομία|1
4545 -|αστυνομία|τμήμα|χωροφυλακή
4546 αστυνομικός|1
4547 -|αστυνομικός|αστυνόμος|αστυφύλακας|πολισμάνος|πόλισμαν
4548 αστυνόμος|2
4549 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
4550 -|αστυνομικός|αστυνόμος|αστυφύλακας|πολισμάνος|πόλισμαν
4551 αστυφύλακας|1
4552 -|αστυνομικός|αστυνόμος|αστυφύλακας|πολισμάνος|πόλισμαν
4553 αστόλιστος|1
4554 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός
4555 αστόχαστος|1
4556 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος
4557 ασυγκίνητος|3
4558 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
4559 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
4560 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
4561 ασυγκινησία|1
4562 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
4563 ασυγκράτητος|1
4564 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς
4565 ασυγυρισιά|1
4566 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
4567 ασυγχώρητος|1
4568 -|αδικαιολόγητος|ανεπίτρεπτος|ασυγχώρητος|ασύγγνωστος|φταίχτης
4569 ασυγύριστος|1
4570 -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος
4571 ασυλλόγιστος|2
4572 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
4573 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος
4574 ασυμβίβαστος|2
4575 -|άκαμπτος|αδιάλλακτος|ανένδοτος|απόλυτος|ασυμβίβαστος
4576 -|άσπονδος|αδιάλλακτος|ασυμβίβαστος|ασυμφιλίωτος|αφίλιωτος|φανατικός
4577 ασυμβούλευτος|1
4578 -|αδασκάλευτος|ακαθοδήγητος|ανοδήγητος|ανορμήνευτος|ανουθέτητος|ασυμβούλευτος
4579 ασυμμάζευτος|1
4580 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
4581 ασυμμετρία|1
4582 -|ανισομέρεια|ανισομετρία|αρρυθμία|ασυμμετρία|δυσαναλογία|δυσαρμονία
4583 ασυμπάθεια|1
4584 -|αντιπάθεια|απέχθεια|απαρέσκεια|αποστροφή|ασυμπάθεια|εχθρότητα
4585 ασυμπάθητος|1
4586 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός
4587 ασυμπαθής|1
4588 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός
4589 ασυμπλήρωτος|1
4590 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος
4591 ασυμφιλίωτος|1
4592 -|άσπονδος|αδιάλλακτος|ασυμβίβαστος|ασυμφιλίωτος|αφίλιωτος|φανατικός
4593 ασυμφωνία|2
4594 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
4595 -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία
4596 ασυνάρτητος|1
4597 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος
4598 ασυνέπεια|1
4599 -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία
4600 ασυνέχιστος|1
4601 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος
4602 ασυνήθης|1
4603 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
4604 ασυνήθιστος|4
4605 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
4606 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
4607 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
4608 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
4609 ασυναίσθητος|1
4610 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος
4611 ασυναγώνιστος|1
4612 -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός
4613 ασυναρτησία|1
4614 -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία
4615 ασυναφής|1
4616 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος
4617 ασυνείδητος|1
4618 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος
4619 ασυνουσίαστος|1
4620 -|αβάτευτος|αμαρκάλιστος|ανεπίβατος|ανόχευτος|απήδητος|ασυνουσίαστος
4621 ασφάλεια|1
4622 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
4623 ασφαλής|1
4624 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός
4625 ασφαλίζω|2
4626 -|ασφαλίζω|διασφαλίζω|εξασφαλίζω|θωρακίζω|κατοχυρώνω|σιγουράρω
4627 -|αμπαρώνω|ασφαλίζω|κλείνω|κλειδώνω|μανταλώνω|συρταρώνω
4628 ασφαλισμένος|1
4629 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής
4630 ασφουγγάριστος|1
4631 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
4632 ασφράγιστος|1
4633 -|αβούλωτος|ανοιχτός|απωμάτιστος|ασφράγιστος|ατάπωτος|ξέσκεπος
4634 ασφυγμία|1
4635 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα
4636 ασφυκτικός|1
4637 -|αποπνικτικός|ασφυκτικός|πνιγηρός|πνικτικός
4638 ασφυξία|1
4639 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα
4640 ασχέτιστος|1
4641 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος
4642 ασχήμια|1
4643 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
4644 ασχεσία|1
4645 -|ανακολουθία|ανακόλουθο σχήμα|αντίφαση|ασυμφωνία|ασυνέπεια|ασυναρτησία|ασχεσία
4646 ασχημάτιστος|1
4647 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός
4648 ασχημοσύνη|1
4649 -|άτοπη πράξη|απρέπεια|ασχημοσύνη|ατόπημα|παρεκτροπή
4650 ασχολία|2
4651 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα
4652 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
4653 ασχολούμαι|1
4654 -|ασχολούμαι|γίνομαι έμπειρος|κατατρίβω|τρίβομαι
4655 ασχόλημα|1
4656 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα
4657 ασωτία|1
4658 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση
4659 ασύγγνωστος|1
4660 -|αδικαιολόγητος|ανεπίτρεπτος|ασυγχώρητος|ασύγγνωστος|φταίχτης
4661 ασύγκριτος|2
4662 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος
4663 -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός
4664 ασύγχυστος|1
4665 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
4666 ασύζευκτος|1
4667 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος
4668 ασύλητος|1
4669 -|αδιάρπαστος|αδιαγούμιστος|αλήστευτος|αλαφυραγώγητος|αλεηλάτητος|απαραβίαστος|ασκύλευτος|ασύλητος
4670 ασύλληπτος|1
4671 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
4672 ασύμμετρος|1
4673 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
4674 ασύμφορος|1
4675 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος
4676 ασύμφωνος|1
4677 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
4678 ασύνετος|1
4679 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος
4680 ασύνηθες|1
4681 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία
4682 ασύντρεχτος|1
4683 -|αβοήθητος|αγιάτρευτος|αθεράπευτος|ανίατος|ανεπικούρητος|ανυπεράσπιστος|ανυποστήριχτος|απροστάτευτος|ασύντρεχτος
4684 ασύστατος|1
4685 -|άγνωστος|άστατος|αβάσιμος|αβέβαιος|αβεβαίωτος|αθεμελίωτος|ακαθόριστος|αμαρτύρητος|αμφίβολος|ανεδαφικός|ανυπόστατος|ασαφήνιστος|ασαφής|αστήριχτος|ασταθής|ασύστατος
4686 ασύστολος|1
4687 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος
4688 ατάπωτος|1
4689 -|αβούλωτος|ανοιχτός|απωμάτιστος|ασφράγιστος|ατάπωτος|ξέσκεπος
4690 ατάραχος|1
4691 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
4692 ατάραχτος|1
4693 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
4694 ατέλεια|1
4695 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό
4696 ατέλειωτος|5
4697 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
4698 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
4699 -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής
4700 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος
4701 -|άφτιαχτος|ακάμωτος|ακαλλώπιστος|ακατασκεύαστος|ανεκτέλεστος|ασυγύριστος|ατέλειωτος
4702 ατίθασος|2
4703 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο
4704 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
4705 ατίμητος|1
4706 -|αβράβευτος|αστεφάνωτος|ατίμητος
4707 ατίμωση|1
4708 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
4709 αταίριαστος|2
4710 -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος
4711 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος
4712 ατακτοποίητος|1
4713 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
4714 αταλάντευτος|1
4715 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
4716 αταλαιπώρητος|1
4717 -|αβασάνιστος|ανεξέταστος|απαίδευτος|αταλαιπώρητος|επιπόλαιος|πρόχειρος
4718 αταξία|2
4719 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
4720 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα
4721 αταπείνωτος|1
4722 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής
4723 αταρίχευτος|1
4724 -|αβαλσάμωτος|αταρίχευτος
4725 αταραξία|1
4726 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
4727 αταχτοποίητος|1
4728 -|αβόλευτος|ανάποδος|ανοικονόμητος|αταχτοποίητος|δύστροπος|στριμμένος
4729 ατείχιστος|1
4730 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
4731 ατελής|1
4732 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος
4733 ατελεύτητος|1
4734 -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής
4735 ατεμάχιστο|1
4736 -|άτμητο|άτομο|ατεμάχιστο|σωματίδιο ύλης
4737 ατεμάχιστος|1
4738 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
4739 ατενίζω|1
4740 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ
4741 ατζέντα|1
4742 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο
4743 ατζαμής|2
4744 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος
4745 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία
4746 ατζαμοσύνη|1
4747 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα
4748 ατημέλεια|1
4749 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
4750 ατημέλητος|1
4751 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός
4752 ατιμάζω|1
4753 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω
4754 ατιμία|1
4755 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
4756 ατμόσφαιρα|1
4757 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
4758 ατοκία|1
4759 -|αγονία|ακαρπία|ασπερμία|ατοκία|αφορία|στειρότητα
4760 ατολμία|1
4761 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία
4762 ατομικός|1
4763 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
4764 ατονία|2
4765 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
4766 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα
4767 ατράνταχτος|3
4768 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
4769 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
4770 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο
4771 ατραυμάτιστος|1
4772 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος
4773 ατρόμητος|1
4774 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
4775 ατσάλινος|1
4776 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος
4777 ατσίδα|2
4778 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
4779 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
4780 ατσίδας|1
4781 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός
4782 ατσαλένιος|3
4783 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
4784 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος
4785 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
4786 ατσαλιά|2
4787 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
4788 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
4789 ατσαλοσύνη|1
4790 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
4791 ατυχής|2
4792 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
4793 -|άτυχος|ατυχής|δυστυχής|δυστυχισμένος|δύστυχος|κακότυχος
4794 ατυχία|1
4795 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα
4796 ατυχώ|1
4797 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ
4798 ατόπημα|1
4799 -|άτοπη πράξη|απρέπεια|ασχημοσύνη|ατόπημα|παρεκτροπή
4800 ατόφιος|1
4801 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
4802 ατύχημα|1
4803 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα
4804 αυγή|1
4805 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
4806 αυθάδεια|1
4807 -|αποθράσυνση|αυθάδεια|αφοβία|θράσος|τόλμη|υπερβολικό θάρρος
4808 αυθάδης|1
4809 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης
4810 αυθαίρετος|1
4811 -|απολυταρχικός|αυθαίρετος|αυταρχικός|δεσποτικός
4812 αυθωρεί|1
4813 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς
4814 αυξάνω|2
4815 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
4816 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
4817 αυξομείωση μουσικού φθόγγου|1
4818 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
4819 αυταπάρνηση|1
4820 -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία
4821 αυταρχία|1
4822 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα
4823 αυταρχικός|1
4824 -|απολυταρχικός|αυθαίρετος|αυταρχικός|δεσποτικός
4825 αυτεπίγνωση|1
4826 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση
4827 αυτοέλεγχος|1
4828 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση
4829 αυτοθυσία|1
4830 -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία
4831 αυτοκίνητο|1
4832 -|αμάξι|αυτοκίνητο|κούρσα|τροχοφόρο|όχημα
4833 αυτοκράτορας|1
4834 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
4835 αυτοκριτική|1
4836 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση
4837 αυτοκτονώ|1
4838 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι
4839 αυτοπεποίθηση|1
4840 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
4841 αυτοστιγμεί|1
4842 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς
4843 αυτουργός|1
4844 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος
4845 αυτοχειριάζομαι|1
4846 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι
4847 αυτόκλητος|1
4848 -|άκλητος|ακάλεστος|ακλήτευτος|απροσκάλεστος|απρόσκλητος|αυτόκλητος
4849 αφάγωτος|1
4850 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός
4851 αφέντης|3
4852 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
4853 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής
4854 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος
4855 αφέψημα|1
4856 -|αφέψημα|καφέα|καφές|καφεόδεντρο|μαυροζούμι
4857 αφήγηση|2
4858 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση
4859 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
4860 αφήνω|1
4861 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω
4862 αφήνω ατιμώρητο|1
4863 -|αθωώνω|απαλλάσσω|αφήνω ατιμώρητο
4864 αφήνω γεια|1
4865 -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς
4866 αφίλαυτος|1
4867 -|αγαπημένος|αδερφικός|αλτρουιστικός|αφίλαυτος|φιλικός
4868 αφίλιωτος|1
4869 -|άσπονδος|αδιάλλακτος|ασυμβίβαστος|ασυμφιλίωτος|αφίλιωτος|φανατικός
4870 αφαίρεση|2
4871 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
4872 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
4873 αφαιρώ τη γόμωση|1
4874 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω
4875 αφανέρωτος|2
4876 -|άγνωστος|αγνοούμενος|αφανέρωτος|εξαφανισμένος|χαμένος
4877 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
4878 αφανής|2
4879 -|αδιόρατος|αθέατος|αμυδρός|αφανής|δυσδιάκριτος|θαμπός
4880 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός
4881 αφανίζω|2
4882 -|ανατρέπω|αφανίζω|καταλύω|καταργώ|καταστρέφω|φθείρω
4883 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
4884 αφατρίαστος|1
4885 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος
4886 αφελής|1
4887 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος
4888 αφεντικό|2
4889 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής
4890 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος
4891 αφετηρία|3
4892 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα
4893 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
4894 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
4895 αφηρημένος|1
4896 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος
4897 αφθονία|2
4898 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα
4899 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός
4900 αφιερώνω στο θεό|1
4901 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω
4902 αφικνούμαι|1
4903 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω
4904 αφιλτράριστος|1
4905 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
4906 αφιλότιμος|1
4907 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος
4908 αφοβία|2
4909 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
4910 -|αποθράσυνση|αυθάδεια|αφοβία|θράσος|τόλμη|υπερβολικό θάρρος
4911 αφοπλίζω|1
4912 -|αποσβολώνω|αποστομώνω|αφοπλίζω|βουβαίνω|κεραυνώνω|φιμώνω
4913 αφορία|1
4914 -|αγονία|ακαρπία|ασπερμία|ατοκία|αφορία|στειρότητα
4915 αφορίζω|1
4916 -|αναθεματίζω|αποκηρύσσω|αφορίζω|κακοτυχίζω|καταριέμαι
4917 αφορεσμένος|1
4918 -|αναθεματισμένος|αφορεσμένος|αφορισμένος|επικατάρατος|καταραμένος
4919 αφορισμένος|1
4920 -|αναθεματισμένος|αφορεσμένος|αφορισμένος|επικατάρατος|καταραμένος
4921 αφορισμός|1
4922 -|ανάθεμα|αποκήρυξη|αφορισμός|κακοτύχισμα|κατάρα
4923 αφοσίωση|3
4924 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
4925 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
4926 -|αφοσίωση|προστασία|στοργή|στοργικότητα|τρυφερότητα
4927 αφοσιώνομαι|1
4928 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι
4929 αφουγκράζομαι|1
4930 -|ακούω|αφουγκράζομαι
4931 αφουντάριστος|1
4932 -|αβούλιαχτος|αβύθιστος|ακαταβύθιστος|ακαταπόντιστος|αφουντάριστος
4933 αφούγκρασμα|1
4934 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση
4935 αφροντισιά|1
4936 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά
4937 αφροσύνη|2
4938 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα
4939 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος
4940 αφτάρμιστος|1
4941 -|αβάσκαντος|αβασκάνιστος|αμάτιαστος|αφτάρμιστος
4942 αφυπηρέτηση|1
4943 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
4944 αφυπνισμένος|1
4945 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
4946 αφόρετος|1
4947 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
4948 αφόρητος|1
4949 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς
4950 αφύσικος|2
4951 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
4952 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
4953 αφώτιστος|1
4954 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος
4955 αχαΐρευτος|1
4956 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης
4957 αχαμναίνω|1
4958 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος
4959 αχανής|1
4960 -|άβαθος|άπειρος|αβυσσαλέος|απέραντος|ατέλειωτος|ατελεύτητος|αχανής
4961 αχαριστία|1
4962 -|αγνωμοσύνη|αναγνωριά|ανεγνωριά|αχαριστία
4963 αχερής|1
4964 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
4965 αχνάρι|1
4966 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
4967 αχολογώ|1
4968 -|αντηχώ|αντιβογγώ|αντιβουίζω|αντιλαλώ|αντιφωνώ|απηχώ|αχολογώ
4969 αχρείαστος|1
4970 -|άσκοπος|άχρηστος|ανωφέλευτος|ανώφελος|αχρείαστος|αχρησίμευτος
4971 αχρειότητα|1
4972 -|αθλιότητα|αχρειότητα|δυστυχία|κακία|ταλαιπωρία|φτώχεια
4973 αχρησίμευτος|1
4974 -|άσκοπος|άχρηστος|ανωφέλευτος|ανώφελος|αχρείαστος|αχρησίμευτος
4975 αχρησιμοποίητος|1
4976 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
4977 αχτύπητος|1
4978 -|άτρωτος|αβάρετος|αλάβωτος|απλήγωτος|απρόσβλητος|ατραυμάτιστος|αχτύπητος
4979 αχόλιαστος|1
4980 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
4981 αχόρταγος|3
4982 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
4983 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος
4984 -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς
4985 αχώνευτος|1
4986 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός
4987 αχώνι|1
4988 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
4989 αψάδα|1
4990 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος
4991 αψίθυμος|1
4992 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος
4993 αψηφισιά|1
4994 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία
4995 αψηφώ|1
4996 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ
4997 αψιδώνω|1
4998 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
4999 αψυχιά|1
5000 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία
5001 αψύς|1
5002 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος
5003 αψώμωτος|1
5004 -|άβραστος|άγουρος|άψητος|αγίνωτος|ακάμωτος|ακατόρθωτος|αμέστωτος|ανεκτέλεστος|ανώριμος|αψώμωτος
5005 αϋπνία|1
5006 -|αγρύπνια|ακοιμησιά|αϋπνία|ξενύχτημα|ολονυκτία
5007 αόρατος|1
5008 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός
5009 αύξηση|2
5010 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός
5011 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα
5012 βάγια|1
5013 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη
5014 βάζο|1
5015 -|αγγείο|βάζο|δοχείο
5016 βάζω|1
5017 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ
5018 βάθος|1
5019 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
5020 βάθρο|1
5021 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
5022 βάναυσος|3
5023 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
5024 -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός
5025 -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός
5026 βάρβαρος|2
5027 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
5028 -|αλλοεθνής|αλλόγλωσσος|αλλόφυλος|απολίτιστος|βάρβαρος|ξενόγλωσσος
5029 βάσανα|1
5030 -|βάσανα|δεινά|κακουχίες|συμφορές|ταλαιπωρίες
5031 βάση|2
5032 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα
5033 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
5034 βάσιμος|1
5035 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός
5036 βάτεμα|1
5037 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
5038 βάτος|1
5039 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο
5040 βέβαιος|1
5041 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός
5042 βέβηλος|2
5043 -|άπειρος|αβάφτιστος|αδίδακτος|ακατήχητος|ακατατόπιστος|αμάθητος|αμύητος|ανερμάτιστος|απληροφόρητος|αφώτιστος|βέβηλος
5044 -|αισχρός|ανίερος|ανόσιος|βέβηλος
5045 βέρα|1
5046 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή
5047 βέρος|1
5048 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
5049 βία|2
5050 -|αγγάρεμα|αγγαρεία|ανάγκαση|βία|εξαναγκασμός|υποχρέωση
5051 -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια
5052 βίγλα|1
5053 -|αγνάντεμα|βίγλα|βίγλισμα|επισκόπιση|παρατηρητήριο|περισκόπιση
5054 βίγλισμα|1
5055 -|αγνάντεμα|βίγλα|βίγλισμα|επισκόπιση|παρατηρητήριο|περισκόπιση
5056 βίραγγας|1
5057 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
5058 βαθαίνω|1
5059 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
5060 βαθμηδόν|1
5061 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
5062 βαθμιαία|1
5063 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
5064 βαθούλωμα|1
5065 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
5066 βαθύπλουτος|1
5067 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος
5068 βαθύτατος|1
5069 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης
5070 βαθύχρωμος|1
5071 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός
5072 βαλίτσες|1
5073 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα
5074 βαπόρι|1
5075 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό
5076 βαρβαρότητα|1
5077 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος
5078 βαρεμένη|1
5079 -|έγκυος|βαρεμένη|βαρούμενη|γκαστρωμένη|εγκυμονούσα|εγκύμων
5080 βαρεματιά|1
5081 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα
5082 βαρετός|1
5083 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός
5084 βαριέμαι|1
5085 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι
5086 βαριόμοιρος|2
5087 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
5088 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
5089 βαρούμενη|1
5090 -|έγκυος|βαρεμένη|βαρούμενη|γκαστρωμένη|εγκυμονούσα|εγκύμων
5091 βαρυθυμία|1
5092 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
5093 βαρύς|1
5094 -|αβάσταγος|ακράτητος|ακρατής|ανυπόμονος|ανυπόφορος|ασήκωτος|ασυγκράτητος|αφόρητος|βαρύς
5095 βασάνισμα|1
5096 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
5097 βασίζομαι|1
5098 -|ακουμπώ|βασίζομαι|ποντάρω|στηρίζομαι|υπολογίζω
5099 βασανίζομαι|1
5100 -|βασανίζομαι|μαστίζομαι|ταλανίζομαι
5101 βασανίζω|3
5102 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ
5103 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ
5104 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
5105 βασικός|1
5106 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
5107 βασιλιάς|1
5108 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
5109 βασιλόσπιτο|1
5110 -|ανάκτορο|βασιλόσπιτο|μέγαρο|μέλαθρο|παλάτι|σεράι
5111 βαστώ|3
5112 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω
5113 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
5114 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω
5115 βαφτισιμιός|1
5116 -|αναδεχτός|βαφτισιμιός|βαφτιστήρι|βαφτιστικός
5117 βαφτιστήρι|1
5118 -|αναδεχτός|βαφτισιμιός|βαφτιστήρι|βαφτιστικός
5119 βαφτιστικός|1
5120 -|αναδεχτός|βαφτισιμιός|βαφτιστήρι|βαφτιστικός
5121 βγάζω|1
5122 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ
5123 βγάζω λόγο|1
5124 -|αγορεύω|βγάζω λόγο|δημηγορώ|μιλώ|ρητορεύω
5125 βγάζω την μπέμπελη|1
5126 -|βγάζω την μπέμπελη|βράζω|ζεσταίνομαι πολύ|καίγομαι (από τη ζέστη)|ψήνομαι
5127 βγάλσιμο|2
5128 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
5129 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
5130 βγαίνω|2
5131 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω
5132 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι
5133 βδελύσσομαι|1
5134 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι
5135 βεβαίωση|1
5136 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα
5137 βεβαιώνω|1
5138 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω
5139 βελτιωμένος|1
5140 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
5141 βελτιώνομαι|1
5142 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ
5143 βελτιώνω|2
5144 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ
5145 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
5146 βελόνα|1
5147 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
5148 βελόνι|1
5149 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
5150 βετεράνος|1
5151 -|απόμαχος|απόστρατος|απότακτος|βετεράνος|παλαίμαχος|συνταξιούχος
5152 βιάζομαι|2
5153 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
5154 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ
5155 βιάζω|1
5156 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω
5157 βιάση|1
5158 -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια
5159 βιασύνη|2
5160 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
5161 -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια
5162 βιγλάτορας|1
5163 -|βιγλάτορας|παρατηρητής|σκοπός|φρουρός|φύλακας
5164 βιγλίζω|1
5165 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ
5166 βιος|1
5167 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
5168 βιρτουόζος|1
5169 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
5170 βλάβη|1
5171 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα
5172 βλάκας|1
5173 -|βλάκας|βλήμα|βολίδα|βόλι
5174 βλάφτω|1
5175 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ
5176 βλέπω|3
5177 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
5178 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ
5179 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
5180 βλέψη|1
5181 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
5182 βλήμα|1
5183 -|βλάκας|βλήμα|βολίδα|βόλι
5184 βλαβερός|1
5185 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης
5186 βλαπτικός|1
5187 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης
5188 βοήθεια|2
5189 -|αβάντα|βοήθεια|κέρδος|υποστήριξη|όφελος
5190 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο
5191 βοηθητικός|1
5192 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα
5193 βοηθός|1
5194 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
5195 βοηθώ|1
5196 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ
5197 βολίδα|1
5198 -|βλάκας|βλήμα|βολίδα|βόλι
5199 βολεύω|1
5200 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω
5201 βολιδοσκόπηση|1
5202 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα
5203 βορά|1
5204 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα
5205 βουβαίνω|1
5206 -|αποσβολώνω|αποστομώνω|αφοπλίζω|βουβαίνω|κεραυνώνω|φιμώνω
5207 βουβός|1
5208 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
5209 βουητό|1
5210 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
5211 βουκέντρα|1
5212 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
5213 βουλή|1
5214 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα
5215 βουλιάζω|1
5216 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
5217 βουτιά|1
5218 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα
5219 βούθουνας|1
5220 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
5221 βούλευμα|1
5222 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα
5223 βούτημα|1
5224 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα
5225 βράδιασμα|1
5226 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο
5227 βράζω|1
5228 -|βγάζω την μπέμπελη|βράζω|ζεσταίνομαι πολύ|καίγομαι (από τη ζέστη)|ψήνομαι
5229 βράχος|2
5230 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
5231 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος
5232 βρέμα|1
5233 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
5234 βρέσιμο|1
5235 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
5236 βρίσκω|2
5237 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω
5238 -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι
5239 βραδέως|1
5240 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
5241 βραδύτερον|1
5242 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
5243 βρασμένος|1
5244 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
5245 βραστός|1
5246 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
5247 βραχμάνος|1
5248 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος
5249 βραχυλογικός|1
5250 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος
5251 βραχύς|1
5252 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος
5253 βραχώδης|1
5254 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
5255 βρεσίδι|1
5256 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
5257 βρετό|1
5258 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
5259 βροντοφωνάζω|1
5260 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
5261 βρυσίζω|1
5262 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι
5263 βρωμιά|1
5264 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
5265 βρωμιάρης|1
5266 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
5267 βρόχος|1
5268 -|αγχόνη|απαγχονισμός|βρόχος|κρεμάλα|φούρκα|φούρκισμα
5269 βρώμα|1
5270 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
5271 βρώμικος|1
5272 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
5273 βρώσις|1
5274 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα
5275 βυζαίνω|1
5276 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ
5277 βόθρος|1
5278 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
5279 βόλι|1
5280 -|βλάκας|βλήμα|βολίδα|βόλι
5281 βύθιση|1
5282 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα
5283 βύθισμα|1
5284 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα
5285 γάντζος|1
5286 -|άγκιστρο|αγκίστρι|αρπάγη|γάντζος|τσιγκέλι
5287 γάτα|1
5288 -|γάτα|γαλή
5289 γέλιο|1
5290 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό
5291 γέλως|1
5292 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό
5293 γέμα|1
5294 -|γέμα|καταμεσήμερο|μεσημέρι|μεσημβρία
5295 γένος|2
5296 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
5297 -|έθνος|γένος|λαός|μιλέτι|ράτσα|φυλή
5298 γέρεμα|1
5299 -|ανάληψη|ανάρρωση|γέρεμα|γιάτρεμα|ξαναδυνάμωμα|ορθοπόδιση
5300 γίγαντας|2
5301 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
5302 -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός
5303 γίνεται|1
5304 -|γίνεται|λαχαίνει|συμβαίνει|συντελείται|τρέχει|τυχαίνει
5305 γίνομαι|1
5306 -|γίνομαι|συμβαίνω|συντελούμαι
5307 γίνομαι έμπειρος|1
5308 -|ασχολούμαι|γίνομαι έμπειρος|κατατρίβω|τρίβομαι
5309 γαβριάς|1
5310 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι
5311 γαζής|1
5312 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής
5313 γαλάτος|1
5314 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
5315 γαλή|1
5316 -|γάτα|γαλή
5317 γαλήνιος|1
5318 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
5319 γαλίφης|1
5320 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
5321 γαλατένιος|1
5322 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
5323 γαλουχούμαι|1
5324 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ
5325 γαλουχώ|1
5326 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ
5327 γαμοσ|2
5328 -|ΓΑΜΟΣ|γαμοσ
5329 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση
5330 γαντζονούρης|1
5331 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό
5332 γαστριμαργία|1
5333 -|αδηφαγία|γαστριμαργία|κοιλιοδουλία|πολυφαγία
5334 γαϊδουριά|1
5335 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά
5336 γαϊδούρι|1
5337 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
5338 γδάρσιμο|1
5339 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα
5340 γελαστικός|1
5341 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός
5342 γελοιοποίηση|1
5343 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα
5344 γελοιοποιώ|1
5345 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω
5346 γελώ δυνατά|1
5347 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
5348 γεμάτος|1
5349 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
5350 γεμίζω|1
5351 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
5352 γεμιτζής|1
5353 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης
5354 γενέτειρα|1
5355 -|γενέτειρα|ημεδαπή|πατρίδα
5356 γενεαλογία|1
5357 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
5358 γενιά|1
5359 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
5360 γενικός|1
5361 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός
5362 γενικώς|1
5363 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε
5364 γενναίος|3
5365 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
5366 -|άφοβος|γενναίος|θαρραλέος|θαρρετός|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
5367 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος
5368 γεννώ|1
5369 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
5370 γεντέκι|1
5371 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί
5372 γερός|3
5373 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο
5374 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
5375 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος
5376 γευστικός|1
5377 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
5378 γεωργός|1
5379 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης
5380 γεύομαι|1
5381 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ
5382 γεύση καλη|1
5383 -|γεύση καλη
5384 γη|2
5385 -|έδαφος|γη|δάπεδο|ξηρά|φόντο|χώμα
5386 -|ήπειρος|γη|ξηρά|στεριά|υποδιαίρεση στερεάς γης|χέρσος
5387 γιάτρεμα|1
5388 -|ανάληψη|ανάρρωση|γέρεμα|γιάτρεμα|ξαναδυνάμωμα|ορθοπόδιση
5389 γιαλός|1
5390 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός
5391 γιατάκι|1
5392 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
5393 γιατρεύω|1
5394 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
5395 γιατροκομώ|1
5396 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
5397 γιγάντιος|1
5398 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
5399 γιγαντιαίος|1
5400 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
5401 γιγαντόσωμος|1
5402 -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός
5403 γιορντάνι|1
5404 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
5405 γιουρούσι|1
5406 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
5407 γιούρα|1
5408 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
5409 γιόκας|1
5410 -|γιόκας|γιός|το παιδί|υιός
5411 γιός|1
5412 -|γιόκας|γιός|το παιδί|υιός
5413 γκάστρι|1
5414 -|γκάστρι|γκαστριά|εγκυμοσύνη|κυοφορία|κύηση
5415 γκαστριά|1
5416 -|γκάστρι|γκαστριά|εγκυμοσύνη|κυοφορία|κύηση
5417 γκαστρωμένη|1
5418 -|έγκυος|βαρεμένη|βαρούμενη|γκαστρωμένη|εγκυμονούσα|εγκύμων
5419 γκισέ|1
5420 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης
5421 γκρεμίζω|3
5422 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω
5423 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
5424 -|γκρεμίζω|κατεδαφίζω|ξεθεμελιώνω|ρίχνω|χαλώ
5425 γκόμενος|1
5426 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος
5427 γλείφτης|1
5428 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
5429 γλείφω|1
5430 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι
5431 γλεντοκόπος|1
5432 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος
5433 γλισχρότητα|1
5434 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα
5435 γλιτωμός|1
5436 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία
5437 γλιτώνω|1
5438 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι
5439 γλυκανάλατος|1
5440 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός
5441 γλυκοαίματος|1
5442 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός
5443 γλυκούλης|1
5444 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός
5445 γλυκόζη|1
5446 -|γλυκόζη|γλυκός|γλύκα|ζάχαρη|κάντιο|σάκχαρον
5447 γλυκός|3
5448 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
5449 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός
5450 -|γλυκόζη|γλυκός|γλύκα|ζάχαρη|κάντιο|σάκχαρον
5451 γλυκόφωνος|1
5452 -|αηδόνι|γλυκόφωνος|εύγλωττος|ομιλητικός|φλύαρος
5453 γλυκύτητα|1
5454 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή
5455 γλωσσοτρώγω|1
5456 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
5457 γλύκα|1
5458 -|γλυκόζη|γλυκός|γλύκα|ζάχαρη|κάντιο|σάκχαρον
5459 γνήσιος|1
5460 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
5461 γνησιότητα|1
5462 -|άδολο|ακεραιότητα|ανόθευτο|αρτιότητα|γνησιότητα|πληρότητα
5463 γνωμάτευμα|1
5464 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό
5465 γνωμάτευση|2
5466 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση
5467 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα
5468 γνωματοδότηση|1
5469 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα
5470 γνωμικό|1
5471 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό
5472 γνωρίζω|2
5473 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
5474 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
5475 γνωστικός|1
5476 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος
5477 γνωστοποίηση|2
5478 -|άγγελμα|αγγελτήριο|γνωστοποίηση|ειδοποίηση|ειδοποιητήριο
5479 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση
5480 γνωστοποιώ|1
5481 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ
5482 γνώμη|1
5483 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
5484 γνώμονας|1
5485 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη
5486 γνώσεις|1
5487 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
5488 γνώση|1
5489 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
5490 γνώστης|1
5491 -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος
5492 γοητεία|1
5493 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη
5494 γοητευτικούς|1
5495 -|γοητευτικούς
5496 γοητευτικός|2
5497 -|γοητευτικός|κούκλος|ωραίος|όμορφος
5498 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός
5499 γολιάθ|1
5500 -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός
5501 γονάτισμα|1
5502 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός
5503 γονατίζω|1
5504 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι
5505 γονιμοποιώ γυναίκα|1
5506 -|γονιμοποιώ γυναίκα|διασκορπίζω|σκορπίζω|σπέρνω|φυτεύω
5507 γορίλας|1
5508 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
5509 γοργάδα|1
5510 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης
5511 γοργοποδίζω|1
5512 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
5513 γοργότητα|1
5514 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
5515 γοργώνω|1
5516 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
5517 γουρλής|1
5518 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
5519 γουρλίδικος|1
5520 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
5521 γούστο|1
5522 -|γούστο|καλαισθησία|φιλοκαλία
5523 γράμμα|1
5524 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα
5525 γράφω|1
5526 -|αναγράφω|γράφω|εγγράφω|καταγράφω|καταχωρώ|περιγράφω
5527 γρήγορος|2
5528 -|αλματικός|αλματώδης|απότομος|γρήγορος
5529 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος
5530 γρίφος|1
5531 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
5532 γραμμή|2
5533 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων
5534 -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος
5535 γραμματέας|1
5536 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
5537 γραφτό|1
5538 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
5539 γρηγοράδα|1
5540 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης
5541 γρηγορεύω|1
5542 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
5543 γρηγοροσύνη|1
5544 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης
5545 γριφώδης|1
5546 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
5547 γυαλί|1
5548 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι
5549 γυαλιστερός|1
5550 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός
5551 γυλιός|1
5552 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα
5553 γυμνάζω|1
5554 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω
5555 γυμνός|2
5556 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός
5557 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
5558 γυναικάς|2
5559 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος
5560 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής
5561 γυναικείος|1
5562 -|γυναικείος|γυναικώδης|γόνιμος|δημιουργικός|εφευρετικός|θηλυκός
5563 γυναικώδης|1
5564 -|γυναικείος|γυναικώδης|γόνιμος|δημιουργικός|εφευρετικός|θηλυκός
5565 γυρίζω|1
5566 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
5567 γυρίζω ανάποδα|1
5568 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω
5569 γυρεύω|2
5570 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
5571 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
5572 γυρισμός|1
5573 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο
5574 γυρολόγος|1
5575 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής
5576 γωνιά|3
5577 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
5578 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
5579 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη
5580 γωνιόλιθος|1
5581 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
5582 γωνιόμετρο|1
5583 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη
5584 γόης|1
5585 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής
5586 γόητρο|1
5587 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη
5588 γόνιμος|1
5589 -|γυναικείος|γυναικώδης|γόνιμος|δημιουργικός|εφευρετικός|θηλυκός
5590 γόος|1
5591 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός
5592 γύρος|1
5593 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι
5594 δάδα|1
5595 -|δάδα|δαυλί|λαμπάδα
5596 δάκτυλος|1
5597 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός
5598 δάπεδο|1
5599 -|έδαφος|γη|δάπεδο|ξηρά|φόντο|χώμα
5600 δάσκαλος|1
5601 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
5602 δέκτης ενεργείας|1
5603 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
5604 δέξιμο|1
5605 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση
5606 δέος|1
5607 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα
5608 δέσιμο|2
5609 -|άραγμα|αγκυροβόλημα|δέσιμο|ελλιμενισμός|φουντάρισμα
5610 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση
5611 δέσμευση|1
5612 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή
5613 δέσμιος|2
5614 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος
5615 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος
5616 δέχομαι|1
5617 -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω
5618 δίκαιος|2
5619 -|αδέκαστος|αδελέαστος|αμερόληπτος|αντικειμενικός|απροσωπόληπτος|αφατρίαστος|δίκαιος
5620 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος
5621 δίλημμα|1
5622 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα
5623 δίνω έμφαση|1
5624 -|δίνω έμφαση|τονίζω|υπογραμμίζω
5625 δίνω τη χαριστική βολή|1
5626 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
5627 δίπλα|1
5628 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά
5629 δαίμονας|1
5630 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
5631 δαιμόνιος|1
5632 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
5633 δακτύλιος|1
5634 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι
5635 δαμάζω|1
5636 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ
5637 δαμασμένος|1
5638 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
5639 δαπανηρός|1
5640 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
5641 δαπανώ|1
5642 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω
5643 δαυλί|1
5644 -|δάδα|δαυλί|λαμπάδα
5645 δαχτυλίδι|1
5646 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή
5647 δαψιλής|1
5648 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
5649 δε λογαριάζω|1
5650 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ
5651 δε λυγίζω|1
5652 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω
5653 δε σκοτίζομαι|1
5654 -|αδιαφορώ|αμελώ|αμεριμνώ|δε σκοτίζομαι|δεν ενδιαφέρομαι
5655 δε συμμετέχω|1
5656 -|απουσιάζω|δε συμμετέχω|δεν παραβρίσκομαι|δεν υπάρχω|είμαι απών|λείπω
5657 δείλι|1
5658 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο
5659 δείξη|1
5660 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση
5661 δείξιμο|1
5662 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση
5663 δειλία|1
5664 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία
5665 δειλινό|1
5666 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο
5667 δειλός|4
5668 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης
5669 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος
5670 -|άτολμος|δειλός|κιοτής
5671 -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης
5672 δεινά|1
5673 -|βάσανα|δεινά|κακουχίες|συμφορές|ταλαιπωρίες
5674 δεν εκλέγομαι|1
5675 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ
5676 δεν ενδιαφέρομαι|1
5677 -|αδιαφορώ|αμελώ|αμεριμνώ|δε σκοτίζομαι|δεν ενδιαφέρομαι
5678 δεν ευδοκιμώ|1
5679 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ
5680 δεν μπορώ|1
5681 -|αδυνατώ|δεν μπορώ|είμαι ανίκανος|εξασθενώ
5682 δεν παραβρίσκομαι|1
5683 -|απουσιάζω|δε συμμετέχω|δεν παραβρίσκομαι|δεν υπάρχω|είμαι απών|λείπω
5684 δεν παραδέχομαι|1
5685 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ
5686 δεν υπάρχω|1
5687 -|απουσιάζω|δε συμμετέχω|δεν παραβρίσκομαι|δεν υπάρχω|είμαι απών|λείπω
5688 δεν υπολογίζω|1
5689 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ
5690 δενδρύλλιο|1
5691 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο
5692 δεντράκι|1
5693 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο
5694 δεξίωση|1
5695 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση
5696 δεξιοτέχνης|2
5697 -|αριστοτέχνης|αρτίστας|δεξιοτέχνης|καλλιτέχνης|μαιτρ|μερακλής
5698 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
5699 δεξιώνομαι|1
5700 -|δεξιώνομαι|καλοδέχομαι|καλωσορίζω|υποδέχομαι
5701 δερμόνι|1
5702 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα
5703 δεσμεύω|3
5704 -|αγκαζάρω|δεσμεύω|καπαρώνω|προαγοράζω
5705 -|ακινητοποιώ|δεσμεύω|παροπλίζω|σταθεροποιώ|σταματώ|στερεώνω
5706 -|απαγορεύω|αποτρέπω|δεσμεύω|εμποδίζω|παρακωλύω|παρεμποδίζω
5707 δεσμός|2
5708 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων
5709 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
5710 δεσμώτης|2
5711 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος
5712 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος
5713 δεσποτεία|1
5714 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα
5715 δεσποτικός|1
5716 -|απολυταρχικός|αυθαίρετος|αυταρχικός|δεσποτικός
5717 δεσποτισμός|1
5718 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα
5719 δεσπότης|2
5720 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
5721 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής
5722 δευτερογενής|1
5723 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
5724 δηλοποίηση|1
5725 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση
5726 δηλοποιώ|1
5727 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ
5728 δημηγορία|1
5729 -|αγόρευση|δημηγορία|διάλεξη|εκφώνηση λόγου|λόγος|ομιλία
5730 δημηγορώ|1
5731 -|αγορεύω|βγάζω λόγο|δημηγορώ|μιλώ|ρητορεύω
5732 δημιουργία|1
5733 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
5734 δημιουργικός|1
5735 -|γυναικείος|γυναικώδης|γόνιμος|δημιουργικός|εφευρετικός|θηλυκός
5736 δημιουργώ|1
5737 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
5738 δημοσίευμα|1
5739 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος
5740 δημοσιεύω|1
5741 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ
5742 διάβασμα|1
5743 -|ανάγνωση|διάβασμα|εκφώνηση
5744 διάδοση|1
5745 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη
5746 διάθεση|1
5747 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
5748 διάλεξη|1
5749 -|αγόρευση|δημηγορία|διάλεξη|εκφώνηση λόγου|λόγος|ομιλία
5750 διάλογος|1
5751 -|διάλογος|κουβέντα|συζήτηση|συνομιλία
5752 διάλυση|1
5753 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση
5754 διάολος|1
5755 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
5756 διάπλαση|1
5757 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση
5758 διάπλατα|1
5759 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
5760 διάπυρος|1
5761 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
5762 διάρρηξη|1
5763 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο
5764 διάσταση|1
5765 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος
5766 διάστημα|1
5767 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος
5768 διάταξη|3
5769 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος
5770 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση
5771 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
5772 διάφορο|1
5773 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
5774 διάφορος|1
5775 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
5776 διέγερση|1
5777 -|διέγερση|συγκίνηση|συγκλονισμός|χαρά
5778 διένεξη|1
5779 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
5780 διήγηση|2
5781 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση
5782 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
5783 διαίρεση|2
5784 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός
5785 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση
5786 διαίσθηση|1
5787 -|αίσθηση|αισθητήριο|απήχηση|διαίσθηση|εντύπωση|συναίσθηση
5788 διαβάζω|1
5789 -|διαβάζω|ζητώ τα φώτα|παίρνω γνώμη|συμβουλεύομαι
5790 διαβάζω δυνατά|1
5791 -|απαγγέλλω|διαβάζω δυνατά|διατυπώνω κατηγορία|εκφράζω
5792 διαβάθμιση|1
5793 -|διαβάθμιση|κλίμακα|σκάλα|σκαλοπάτια
5794 διαβάλλω|1
5795 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
5796 διαβεβαίωση|1
5797 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα
5798 διαβιβάζω|1
5799 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
5800 διαβιώ|1
5801 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω
5802 διαβολιά|1
5803 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
5804 διαγγέλλω|1
5805 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ
5806 διαγγελέας|1
5807 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος
5808 διαγκωνίζομαι|1
5809 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
5810 διαγκωνισμός|1
5811 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
5812 διαγωγή|1
5813 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση
5814 διαγωνίζομαι|1
5815 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση
5816 διαγωνισμός|1
5817 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
5818 διαδίδεται|1
5819 -|διαδίδεται|διαθρυλείται|θρυλείται|λέγεται|λένε|φημολογείται
5820 διαδίδω|1
5821 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω
5822 διαθέσιμος χρόνος|1
5823 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
5824 διαθρυλείται|1
5825 -|διαδίδεται|διαθρυλείται|θρυλείται|λέγεται|λένε|φημολογείται
5826 διακήρυξη|1
5827 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση
5828 διακηρύσσω|1
5829 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ
5830 διακοινώνω|1
5831 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ
5832 διακορεύω|1
5833 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω
5834 διακοσμώ|2
5835 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
5836 -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω
5837 διακριτικός|1
5838 -|διακριτικός|ευγενής|ευγενικός|καλός
5839 διαλάλημα|1
5840 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη
5841 διαλογίζομαι|2
5842 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
5843 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω
5844 διαλύω|1
5845 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ
5846 διαλύω συμφωνία|1
5847 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω
5848 διαμάχη|1
5849 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
5850 διαμάχομαι|1
5851 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω
5852 διαμένω|1
5853 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω
5854 διαμελίζω|1
5855 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
5856 διαμοιρασμός|1
5857 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός
5858 διαμορφώνω|1
5859 -|ανακατεύω|διαμορφώνω|ζυμώνω|πλάθω
5860 διανοίγω|1
5861 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
5862 διανομή|1
5863 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός
5864 διανοούμαι|1
5865 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
5866 διαπάλη|1
5867 -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα
5868 διαπαιδαγώγηση|1
5869 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση
5870 διαπληκτισμός|1
5871 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
5872 διαπραγματεύομαι|1
5873 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι
5874 διαρκής|1
5875 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
5876 διαρκώ|1
5877 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω
5878 διαρκώς|2
5879 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
5880 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
5881 διαρμίζω|1
5882 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ
5883 διαρρύθμιση|1
5884 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση
5885 διασκέδαση|1
5886 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα
5887 διασκεδαστικός|1
5888 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός
5889 διασκορπίζω|2
5890 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ
5891 -|γονιμοποιώ γυναίκα|διασκορπίζω|σκορπίζω|σπέρνω|φυτεύω
5892 διασπείρω|1
5893 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ
5894 διασταυρώνω|1
5895 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ
5896 διαστημάνθρωπος|1
5897 -|αστροναύτης|διαστημάνθρωπος|κοσμοναύτης
5898 διαστρέβλωση|1
5899 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
5900 διαστρεβλώνω|1
5901 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ
5902 διασφαλίζω|1
5903 -|ασφαλίζω|διασφαλίζω|εξασφαλίζω|θωρακίζω|κατοχυρώνω|σιγουράρω
5904 διασύρω|1
5905 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
5906 διασώζομαι|1
5907 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ
5908 διατείνω|1
5909 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
5910 διατηρούμαι|1
5911 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω
5912 διατηρώ|1
5913 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω
5914 διατρέφω|1
5915 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω
5916 διατρανώνω|1
5917 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω
5918 διατριβή|1
5919 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα
5920 διατροφή|1
5921 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση
5922 διατυπώνω κατηγορία|1
5923 -|απαγγέλλω|διαβάζω δυνατά|διατυπώνω κατηγορία|εκφράζω
5924 διατύπωση|1
5925 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος
5926 διαυγές πράγμα|1
5927 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι
5928 διαυγασμός|1
5929 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο
5930 διαφήμιση|1
5931 -|διαφήμιση|παρουσίαση|προέκταση|προβολή
5932 διαφεύγω|1
5933 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ
5934 διαφιλονικώ|1
5935 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ
5936 διαφορά|2
5937 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
5938 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος
5939 διαφορετικός|3
5940 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
5941 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος
5942 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
5943 διαφυλάσσω|1
5944 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω
5945 διαφωνώ|1
5946 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ
5947 διαφωτίζω|1
5948 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ
5949 διαχέω|1
5950 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ
5951 διαχωρισμός|1
5952 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση
5953 διαύγεια|1
5954 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη
5955 διδάγματα|1
5956 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
5957 διεκδίκηση|1
5958 -|αίτημα|αξίωση|απαίτηση|διεκδίκηση|θέληση
5959 διεκδικώ|1
5960 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ
5961 διερευνώ|1
5962 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
5963 διερεύνηση|3
5964 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα
5965 -|ανάκριση|διερεύνηση|εξέταση
5966 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση
5967 διεστραμμένος|1
5968 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός
5969 διευθέτηση|2
5970 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση
5971 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
5972 διευθετώ|1
5973 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
5974 διευθύνομαι|1
5975 -|αποβλέπω|διευθύνομαι|κατευθύνομαι|πορεύομαι
5976 διευκρινίζω|1
5977 -|αποσαφηνίζω|διευκρινίζω|εξηγώ|ξεκαθαρίζω
5978 διεφθαρμένος|2
5979 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος
5980 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός
5981 διηνεκώς|2
5982 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
5983 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
5984 διθύραμβος|1
5985 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
5986 δικαιολογία|1
5987 -|αιτιολογία|αναγωγή|δικαιολογία|εξήγηση|πρόφαση
5988 δικός|1
5989 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
5990 διοικητής|2
5991 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος
5992 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
5993 διορθώνω|3
5994 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ
5995 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
5996 -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω
5997 διορισμός|1
5998 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο
5999 διοχετευτής|1
6000 -|αγωγός|διοχετευτής|μεταδότης|μεταφορέας|οδηγός
6001 δισεκατομμυριούχος|1
6002 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος
6003 διστάζω|1
6004 -|αμφιβάλλω|αμφιρρέπω|αμφιταλαντεύομαι|διστάζω|διχογνωμώ|δυσπιστώ
6005 δισταγμός|1
6006 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
6007 διστακτικός|1
6008 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός
6009 διστακτικότητα|2
6010 -|αβεβαιότητα|αμφιβολία|αμφιταλάντευση|αοριστία|ασάφεια|αστάθεια|δίλημμα|διστακτικότητα
6011 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
6012 διχογνωμία|1
6013 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
6014 διχογνωμώ|2
6015 -|αμφιβάλλω|αμφισβητώ|αντιτίθεμαι|δεν παραδέχομαι|διαφιλονικώ|διαφωνώ|διεκδικώ|διχογνωμώ
6016 -|αμφιβάλλω|αμφιρρέπω|αμφιταλαντεύομαι|διστάζω|διχογνωμώ|δυσπιστώ
6017 διόλου|1
6018 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε
6019 διόρθωμα|1
6020 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση
6021 διώκω|2
6022 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
6023 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ
6024 διώξιμο|1
6025 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
6026 διώχνω|2
6027 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
6028 -|αποβάλλω|αποπέμπω|απορρίπτω|διώχνω|εξοστρακίζω
6029 δοκιμάζω|1
6030 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ
6031 δοκιμή|1
6032 -|απόπειρα|δοκιμή|εγχείρημα|προσπάθεια|τεστ|τόλμημα
6033 δοκιμασία|3
6034 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
6035 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία
6036 -|δοκιμασία|ενοχοποίηση|καταδίκη|ποινή|ταλαιπωρία
6037 δολερός|1
6038 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
6039 δολοφόνος|1
6040 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης
6041 δονούμαι|1
6042 -|δονούμαι|καρδιοχτυπώ|συγκινούμαι|συγκλονίζομαι|ταράζομαι
6043 δοντόπονος|1
6044 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
6045 δονώ|1
6046 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
6047 δοξασμένος|1
6048 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
6049 δορυφόροι|1
6050 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
6051 δορυφόρος|1
6052 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
6053 δοσοληψία|1
6054 -|αγοραπωλησία|αλισβερίσι|δοσοληψία|μπίζνες|νταραβέρι|συναλλαγή
6055 δουλειά|2
6056 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα
6057 -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση
6058 δουλευτής|1
6059 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης
6060 δοχείο|1
6061 -|αγγείο|βάζο|δοχείο
6062 δούλα|1
6063 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη
6064 δούλεψη|1
6065 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή
6066 δούλος|1
6067 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος
6068 δράστης|1
6069 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος
6070 δραγάτα|1
6071 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
6072 δραγασιά|1
6073 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
6074 δραστήριος|5
6075 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
6076 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
6077 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός
6078 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
6079 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης
6080 δραστικός|1
6081 -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος
6082 δριμύς|1
6083 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
6084 δριμύτητα|1
6085 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος
6086 δρομίζω|1
6087 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
6088 δροσιά|1
6089 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
6090 δυνατός|4
6091 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος
6092 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
6093 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
6094 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
6095 δυσάρεστος|2
6096 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός
6097 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος
6098 δυσαναλογία|1
6099 -|ανισομέρεια|ανισομετρία|αρρυθμία|ασυμμετρία|δυσαναλογία|δυσαρμονία
6100 δυσανασχέτηση|1
6101 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα
6102 δυσανασχετώ έντονα|1
6103 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω
6104 δυσαρμονία|1
6105 -|ανισομέρεια|ανισομετρία|αρρυθμία|ασυμμετρία|δυσαναλογία|δυσαρμονία
6106 δυσαρμονικός|1
6107 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
6108 δυσγνώριστος|1
6109 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
6110 δυσδιάκριτος|1
6111 -|αδιόρατος|αθέατος|αμυδρός|αφανής|δυσδιάκριτος|θαμπός
6112 δυσεξήγητος|1
6113 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
6114 δυσθυμία|1
6115 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια
6116 δυσθυμώ|1
6117 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ
6118 δυσκολία|2
6119 -|ανέβασμα|ανήφορος|ανατίμηση|ανεβόλεμα|ανεβόλιασμα|ανηφοριά|ανηφόρα|ανωμεριά|ανωφέρεια|δοκιμασία|δυσκολία
6120 -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση
6121 δυσκολοπερπάτητος|1
6122 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός
6123 δυσκολόβρετος|1
6124 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός
6125 δυσμορφία|2
6126 -|αναπηρία|δυσμορφία|ελαττωματικότητα|σακατιλίκι
6127 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
6128 δυσπιστία|2
6129 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
6130 -|αμφιβολία|απιστία|δυσπιστία
6131 δυσπιστώ|1
6132 -|αμφιβάλλω|αμφιρρέπω|αμφιταλαντεύομαι|διστάζω|διχογνωμώ|δυσπιστώ
6133 δυσπολέμητος|2
6134 -|άγριος|άκαμπτος|αήττητος|αδάμαστος|ακατανίκητος|αλύγιστος|ανήμερος|ανίκητος|ανημέρευτος|ανυπόταχτος|απροσκύνητος|ατίθασος|δυνατός|δυσπολέμητος
6135 -|άτρωτος|αήττητος|ακατάβλητος|ακαταγώνιστος|ακαταδάμαστος|ακαταμάχητος|ανίκητος|δυσπολέμητος
6136 δυστροπία|1
6137 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα
6138 δυστυχής|4
6139 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
6140 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
6141 -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος
6142 -|άτυχος|ατυχής|δυστυχής|δυστυχισμένος|δύστυχος|κακότυχος
6143 δυστυχία|1
6144 -|αθλιότητα|αχρειότητα|δυστυχία|κακία|ταλαιπωρία|φτώχεια
6145 δυστυχισμένος|5
6146 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
6147 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
6148 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος
6149 -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος
6150 -|άτυχος|ατυχής|δυστυχής|δυστυχισμένος|δύστυχος|κακότυχος
6151 δυσφημώ|1
6152 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
6153 δυσφορία|1
6154 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα
6155 δυσφορώ|1
6156 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω
6157 δωδεκαμερίτης|1
6158 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό
6159 δωμάτιο|1
6160 -|αίθουσα|δωμάτιο|θάλαμος|κάμαρα|κάμαρη
6161 δωρεάν|1
6162 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
6163 δωρητής|1
6164 -|αγαθοεργός|αγαθοποιός|δωρητής|ευεργέτης|σπλαχνικός|φιλόπτωχος
6165 δόγμα|1
6166 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια
6167 δόλιος|3
6168 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
6169 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
6170 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
6171 δόλος|1
6172 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
6173 δόξα|2
6174 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
6175 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
6176 δύσθυμος|1
6177 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
6178 δύσκολη θέση|1
6179 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
6180 δύσμοιρος|2
6181 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
6182 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
6183 δύσπνοια|2
6184 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα
6185 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα
6186 δύστηνος|1
6187 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
6188 δύστροπος|3
6189 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο
6190 -|αβόλευτος|ανάποδος|ανοικονόμητος|αταχτοποίητος|δύστροπος|στριμμένος
6191 -|δύστροπος|ζαβός|ιδιότροπος|λοξός|στραβός|στρεβλός
6192 δύστυχος|4
6193 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
6194 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
6195 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος
6196 -|άτυχος|ατυχής|δυστυχής|δυστυχισμένος|δύστυχος|κακότυχος
6197 είδηση|1
6198 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
6199 είδωλο|2
6200 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
6201 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα
6202 είμαι|1
6203 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ
6204 είμαι ανήλικος|1
6205 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ
6206 είμαι ανίκανος|1
6207 -|αδυνατώ|δεν μπορώ|είμαι ανίκανος|εξασθενώ
6208 είμαι απών|1
6209 -|απουσιάζω|δε συμμετέχω|δεν παραβρίσκομαι|δεν υπάρχω|είμαι απών|λείπω
6210 είμαι ισόπαλος|1
6211 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω
6212 είμαι οπαδός|1
6213 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι
6214 είμαι στην ακμή μου|1
6215 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω
6216 είσοδος|1
6217 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
6218 εαρινός|1
6219 -|ανοιξιάτικος|εαρινός
6220 εγγίζω|1
6221 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
6222 εγγενής|2
6223 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
6224 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος
6225 εγγράφω|1
6226 -|αναγράφω|γράφω|εγγράφω|καταγράφω|καταχωρώ|περιγράφω
6227 εγγυητής|1
6228 -|ανάδοχος|εγγυητής|κουμπάρος|νουνός|ονοματοθέτης|σύντεκνος
6229 εγγύς|1
6230 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά
6231 εγκάθειρκτος|1
6232 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος
6233 εγκαθίσταμαι|2
6234 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι
6235 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω
6236 εγκαλεστής|1
6237 -|εγκαλεστής|ενάγων|κατήγορος|μηνυτής
6238 εγκαλλώπισμα|1
6239 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
6240 εγκαλώ|1
6241 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω
6242 εγκαρτερώ|2
6243 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω
6244 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω
6245 εγκατάλειψη|1
6246 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
6247 εγκαταλείπω|1
6248 -|απαρνιέμαι|αποκηρύσσω|απορρίπτω|αρνιέμαι|εγκαταλείπω|λησμονώ
6249 εγκαταλειμένος|1
6250 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος
6251 εγκαταλελειμμένος|1
6252 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος
6253 εγκαταστάσεις|1
6254 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα
6255 εγκατεστημένος|1
6256 -|αρχή|εγκατεστημένος|καθεστώς|κράτος|πολίτευμα|πολιτεία
6257 εγκληματίας|1
6258 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης
6259 εγκολπώνομαι|1
6260 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
6261 εγκυμονούσα|1
6262 -|έγκυος|βαρεμένη|βαρούμενη|γκαστρωμένη|εγκυμονούσα|εγκύμων
6263 εγκυμοσύνη|1
6264 -|γκάστρι|γκαστριά|εγκυμοσύνη|κυοφορία|κύηση
6265 εγκωμίαση|1
6266 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
6267 εγκωμιάζω|2
6268 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
6269 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
6270 εγκωμιασμός|1
6271 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
6272 εγκωμιαστής|1
6273 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
6274 εγκύμων|1
6275 -|έγκυος|βαρεμένη|βαρούμενη|γκαστρωμένη|εγκυμονούσα|εγκύμων
6276 εγκώμιο|1
6277 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
6278 εγχείρημα|1
6279 -|απόπειρα|δοκιμή|εγχείρημα|προσπάθεια|τεστ|τόλμημα
6280 εγώ|1
6281 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση
6282 εδάφιο|1
6283 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος
6284 εδράζομαι|1
6285 -|εδράζομαι|θρονιάζομαι|κάθομαι|σταυροποδιάζομαι
6286 εδραίος|2
6287 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
6288 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
6289 εδρεύω|1
6290 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω
6291 εδωδή|1
6292 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα
6293 εθελοθυσία|1
6294 -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία
6295 εθνικότητα|1
6296 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
6297 ειδήμονας|1
6298 -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος
6299 ειδεχθής|1
6300 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος
6301 ειδησεογραφία|1
6302 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία
6303 ειδικευμένος τεχνίτης|1
6304 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
6305 ειδικός|1
6306 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
6307 ειδοποίηση|1
6308 -|άγγελμα|αγγελτήριο|γνωστοποίηση|ειδοποίηση|ειδοποιητήριο
6309 ειδοποιητήριο|1
6310 -|άγγελμα|αγγελτήριο|γνωστοποίηση|ειδοποίηση|ειδοποιητήριο
6311 εικόνα|3
6312 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
6313 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία
6314 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα
6315 ειλικρίνεια|1
6316 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
6317 ειλικρινά|1
6318 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
6319 ειλικρινής|2
6320 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
6321 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
6322 ειμαρμένη|1
6323 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
6324 ειρηνεύω|1
6325 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω
6326 ειρηνική ζωή|1
6327 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση
6328 ειρμός|1
6329 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
6330 ειρωνεία|1
6331 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη
6332 ειρωνεύομαι|1
6333 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
6334 εισβολή|1
6335 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
6336 εισόδημα|1
6337 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
6338 εκδήλωση|1
6339 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος
6340 εκδίωξη|1
6341 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
6342 εκδημώ|1
6343 -|αποδημώ|εκδημώ|εκπατρίζομαι|μεταναστεύω|μισεύω|ξενιτεύομαι
6344 εκδικιέμαι|1
6345 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
6346 εκδορά|1
6347 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα
6348 εκδοχή|1
6349 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
6350 εκθειάζω|1
6351 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
6352 εκθειασμός|1
6353 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
6354 εκθηλυμένος|1
6355 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός
6356 εκκίνηση|2
6357 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
6358 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό
6359 εκκεντρικός|1
6360 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
6361 εκκενώνω|1
6362 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω
6363 εκκλίνω|1
6364 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
6365 εκλεκτός|2
6366 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός
6367 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος
6368 εκλιπάρηση|1
6369 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι
6370 εκμαγείο|1
6371 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα
6372 εκμηδενίζω|1
6373 -|εκμηδενίζω|καταβάλλω|κατανικώ|κατατροπώνω|νικώ|υπερισχύω
6374 εκμυστηρεύομαι|1
6375 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ
6376 εκνευρίζομαι|1
6377 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω
6378 εκπέμπω|2
6379 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
6380 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ
6381 εκπαίδευση|1
6382 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση
6383 εκπαιδεύομαι|1
6384 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ
6385 εκπαιδεύω|1
6386 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
6387 εκπατρίζομαι|1
6388 -|αποδημώ|εκδημώ|εκπατρίζομαι|μεταναστεύω|μισεύω|ξενιτεύομαι
6389 εκπατρισμός|1
6390 -|αποδημία|εκπατρισμός|μετανάστευση|μισεμός|ξενίτεμα|ξενιτεμός
6391 εκπηγάζω|1
6392 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι
6393 εκποίηση|1
6394 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο
6395 εκπονώ|1
6396 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
6397 εκπρόθεσμα|1
6398 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
6399 εκρίζωση|1
6400 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
6401 εκρυθμία|1
6402 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα
6403 εκστατικός|1
6404 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
6405 εκσυγχρονίζω|1
6406 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
6407 εκτέλεση καθήκοντος|1
6408 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
6409 εκτέλεση με προσοχή|1
6410 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή
6411 εκτίναξη|1
6412 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
6413 εκτείνω|1
6414 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
6415 εκτεθειμένος|1
6416 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
6417 εκτενές λεξικό|1
6418 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα
6419 εκτιμώ|1
6420 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ
6421 εκτοξεύω|1
6422 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
6423 εκτοπίζω|1
6424 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
6425 εκτραχύνω|1
6426 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
6427 εκτροφή|1
6428 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση
6429 εκφοβισμός|1
6430 -|απειλή|εκφοβισμός|φοβέρα|φοβέρισμα|φόβισμα
6431 εκφράζω|1
6432 -|απαγγέλλω|διαβάζω δυνατά|διατυπώνω κατηγορία|εκφράζω
6433 εκφυλισμένος|1
6434 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός
6435 εκφώνηση|1
6436 -|ανάγνωση|διάβασμα|εκφώνηση
6437 εκφώνηση λόγου|1
6438 -|αγόρευση|δημηγορία|διάλεξη|εκφώνηση λόγου|λόγος|ομιλία
6439 εκχερσωμένος|1
6440 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
6441 ελάττωμα|2
6442 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα
6443 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό
6444 ελάττωση|2
6445 -|ελάττωση|μάζεμα|μίκρεμα|περιορισμός|συστολή|σύμπτυξη
6446 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση
6447 ελάχιστος|1
6448 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος
6449 ελαττωματίας|1
6450 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος
6451 ελαττωματικός|1
6452 -|άχρηστος|ακατάλληλος|απορριπτέος|απόβλητος|ελαττωματικός|σκάρτος
6453 ελαττωματικότητα|2
6454 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό
6455 -|αναπηρία|δυσμορφία|ελαττωματικότητα|σακατιλίκι
6456 ελαφρά αρρώστια|1
6457 -|αδιαθεσία|αθυμία|ακεφιά|ανημποριά|ανορεξία|δυσθυμία|ελαφρά αρρώστια
6458 ελαφρός|1
6459 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος
6460 ελαύνω|1
6461 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
6462 ελεήμονας|1
6463 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος
6464 ελεεινολογώ|1
6465 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ
6466 ελεεινός|1
6467 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος
6468 ελεημονητικός|1
6469 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος
6470 ελεημοσύνη|1
6471 -|αγαθοεργία|ελεημοσύνη|ευεργεσία|ευποιία|καλό|φιλανθρωπία
6472 ελεητικός|1
6473 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος
6474 ελευθεριάζων|1
6475 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός
6476 ελευθερώνω|2
6477 -|απελευθερώνω|ελευθερώνω|λευτερώνω
6478 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω
6479 ελεύθερα|1
6480 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
6481 ελεύθερος|5
6482 -|αδέσμευτος|αδιακώλυτος|ακώλυτος|αμπόδιστος|ανεμπόδιστος|απεριόριστος|απρόσκοπτος|ελεύθερος
6483 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
6484 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος
6485 -|άδετος|αδέσμευτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήρητος|ελεύθερος|λυμένος
6486 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος
6487 ελκυστικός|1
6488 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός
6489 ελλιμενίζομαι|1
6490 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω
6491 ελλιμενισμός|1
6492 -|άραγμα|αγκυροβόλημα|δέσιμο|ελλιμενισμός|φουντάρισμα
6493 ελλιπής|1
6494 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος
6495 ελπίδα|1
6496 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
6497 ελπίζω|1
6498 -|αισιοδοξώ|ελπίζω
6499 εμβάζω|1
6500 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
6501 εμβάπτιση|1
6502 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα
6503 εμβολή|1
6504 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
6505 εμβροντησία|1
6506 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
6507 εμβρόντητος|1
6508 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
6509 εμπαίζω|1
6510 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
6511 εμπαιγμός|1
6512 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη
6513 εμποδίζω|3
6514 -|απαγορεύω|αποτρέπω|δεσμεύω|εμποδίζω|παρακωλύω|παρεμποδίζω
6515 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ
6516 -|εμποδίζω|κωλύω
6517 εμπορευόμενος|1
6518 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής
6519 εμπορικό|1
6520 -|εμπορικό|κατάστημα|μαγαζάκι|μαγαζί
6521 εμφάνιση|1
6522 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση
6523 εμφανίσιμος|1
6524 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος
6525 εμφυής|1
6526 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος
6527 εν γένει|1
6528 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε
6529 εν πρώτοις|1
6530 -|αρχικά|αρχικώς (λογ.)|εν πρώτοις (λογ.)|καταρχάς (λογ.)|πρώτα- πρώτα (καθ.)
6531 εν συγκρίσει|1
6532 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα
6533 εν συνόλω|1
6534 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε
6535 ενάγων|1
6536 -|εγκαλεστής|ενάγων|κατήγορος|μηνυτής
6537 ενάθληση|1
6538 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
6539 ενάντιος|2
6540 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος
6541 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
6542 ενάρετος|2
6543 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
6544 -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
6545 ενάσκηση|1
6546 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
6547 ενέργεια αντιπερισπασμού|1
6548 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα
6549 ενίοτε|1
6550 -|άλλοτε|ενίοτε|κάποτε|τότε
6551 εναγκαλίζομαι|1
6552 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
6553 εναγκαλισμός|1
6554 -|αγκάλιασμα|ασπασμός|εναγκαλισμός|περίπτυξη|περιπλοκή
6555 εναλλάξ|1
6556 -|αλληλοδιάδοχα|εναλλάξ
6557 εναντίωση|3
6558 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
6559 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
6560 -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα
6561 εναντιολογία|2
6562 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
6563 -|ένσταση|αμφισβήτηση|αντίλογος|αντίρρηση|αντίσκομμα|αντιλογία|αντιμίλημα|αντιμιλιά|εναντιολογία
6564 εναντιότητα|3
6565 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
6566 -|αντίδραση|αντίπραξη|αντίσταση|αντενέργεια|διαπάλη|εναντίωση|εναντιότητα
6567 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα
6568 εναντιώνομαι|1
6569 -|αντενεργώ|αντιδρώ|αντιπράττω|αντιστέκομαι|εναντιώνομαι
6570 εναπόθεση|1
6571 -|εναπόθεση|κατάθεση|μαρτυρία|ομολογία|παράδοση όπλων|τοποθέτηση
6572 ενασχολούμαι|1
6573 -|απασχολούμαι|ενασχολούμαι|καταγίνομαι
6574 ενασχολώ|1
6575 -|απασχολώ|αποσπώ την προσοχή|ενασχολώ
6576 ενασχόληση|1
6577 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα
6578 ενδεδειγμένος|1
6579 -|αναγκαίος|απαιτούμενος|απαραίτητος|ενδεδειγμένος|επιβαλλόμενος|χρειαζούμενος
6580 ενδιαιτώμαι|1
6581 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω
6582 ενδιαμέσως|1
6583 -|ανάμεσα|αναμεταξύ|ενδιαμέσως|καταμεσής|μεταξύ
6584 ενδοιασμός|1
6585 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
6586 ενδοτικός|1
6587 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης
6588 ενδοτικότητα|1
6589 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα
6590 ενδυμασία|1
6591 -|ένδυμα|ενδυμασία|κουστούμι|περίβλημα|ρούχο|φόρεμα
6592 ενεργητικό|1
6593 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
6594 ενεργητικός|4
6595 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
6596 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
6597 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
6598 -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος
6599 ενημέρωση|1
6600 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
6601 ενημερώνω|1
6602 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ
6603 ενθουσιάζομαι|1
6604 -|αλαλάζω|ενθουσιάζομαι|κραυγάζω|φωνάζω δυνατά
6605 ενθουσιασμός|1
6606 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
6607 ενθύμημα|1
6608 -|αναμνηστήριο|ενθύμημα|ενθύμιο|θυμητάρι|θύμημα|σουβενίρ
6609 ενθύμηση|1
6610 -|ανάμνηση|αναθύμημα|αναθύμηση|αναπόληση|ενθύμηση|θύμηση
6611 ενθύμιο|1
6612 -|αναμνηστήριο|ενθύμημα|ενθύμιο|θυμητάρι|θύμημα|σουβενίρ
6613 ενιαίος|1
6614 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
6615 εννοώ|3
6616 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
6617 -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω
6618 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
6619 εννοώ να|1
6620 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
6621 ενοικώ|1
6622 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω
6623 ενοποίηση|1
6624 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
6625 ενοχλητικός|1
6626 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός
6627 ενοχλώ|1
6628 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ
6629 ενοχοποίηση|1
6630 -|δοκιμασία|ενοχοποίηση|καταδίκη|ποινή|ταλαιπωρία
6631 ενοχοποιώ|1
6632 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
6633 ενσκήπτω|1
6634 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω
6635 ενστερνίζομαι|1
6636 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
6637 ενστικτώδης|1
6638 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος
6639 ενσωμάτωση|1
6640 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
6641 εντέλεια|1
6642 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή
6643 εντατικός|2
6644 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής
6645 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
6646 εντατός|1
6647 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
6648 εντείνω|2
6649 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
6650 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
6651 εντεταμένος|1
6652 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
6653 εντυγχάνω|1
6654 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
6655 εντύπωση|1
6656 -|αίσθηση|αισθητήριο|απήχηση|διαίσθηση|εντύπωση|συναίσθηση
6657 ενότητα βιβλίου|1
6658 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
6659 ενόχληση|1
6660 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
6661 εξάγγελος|1
6662 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος
6663 εξάλλου|1
6664 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
6665 εξάμβλωμα|1
6666 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα
6667 εξάντληση|1
6668 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα
6669 εξάπαντος|1
6670 -|αμέσως|αμελλητί|ανυπερθέτως|εξάπαντος|οπωσδήποτε
6671 εξάπτομαι|1
6672 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω
6673 εξάσκηση|1
6674 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
6675 εξέγερση|1
6676 -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση
6677 εξέταση|4
6678 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
6679 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα
6680 -|ανάκριση|διερεύνηση|εξέταση
6681 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση
6682 εξήγηση|2
6683 -|έρευνα|ανάλυση|απλοποίηση|διάλυση|διαίρεση|διαχωρισμός|διερεύνηση|εξέταση|εξήγηση
6684 -|αιτιολογία|αναγωγή|δικαιολογία|εξήγηση|πρόφαση
6685 εξαίρετος|2
6686 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
6687 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
6688 εξαίσιος|1
6689 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
6690 εξαγορά|1
6691 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία
6692 εξαγριώνομαι|1
6693 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
6694 εξαγωγή|1
6695 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
6696 εξαιρετικός|1
6697 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
6698 εξακρίβωση|1
6699 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα
6700 εξαναγκασμός|1
6701 -|αγγάρεμα|αγγαρεία|ανάγκαση|βία|εξαναγκασμός|υποχρέωση
6702 εξανδραποδίζω|1
6703 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ
6704 εξαντλώ|1
6705 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω
6706 εξαπάτηση|1
6707 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα
6708 εξαπατώμαι|1
6709 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω
6710 εξαπολύω|1
6711 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω
6712 εξαποστέλλω|1
6713 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
6714 εξασθένηση|1
6715 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα
6716 εξασθενίζω|1
6717 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω
6718 εξασθενώ|1
6719 -|αδυνατώ|δεν μπορώ|είμαι ανίκανος|εξασθενώ
6720 εξασκώ|1
6721 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω
6722 εξασφάλιση|1
6723 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση
6724 εξασφαλίζω|1
6725 -|ασφαλίζω|διασφαλίζω|εξασφαλίζω|θωρακίζω|κατοχυρώνω|σιγουράρω
6726 εξαφάνιση|1
6727 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
6728 εξαφανισμένος|2
6729 -|άγνωστος|αγνοούμενος|αφανέρωτος|εξαφανισμένος|χαμένος
6730 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός
6731 εξελιξη|1
6732 -|Εξελιξη
6733 εξερεύνηση|1
6734 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα
6735 εξετάζω|1
6736 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
6737 εξευγενισμένος|1
6738 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
6739 εξευρίσκω|1
6740 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω
6741 εξευτελίζομαι|1
6742 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι
6743 εξευτελίζω|2
6744 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω
6745 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω
6746 εξευτελισμός|1
6747 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
6748 εξεύρεση|1
6749 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα
6750 εξεύρημα|1
6751 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
6752 εξηγώ|3
6753 -|αποσαφηνίζω|διευκρινίζω|εξηγώ|ξεκαθαρίζω
6754 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
6755 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω
6756 εξημερωμένος|1
6757 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
6758 εξημερώνω|1
6759 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ
6760 εξηνταβελόνης|1
6761 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
6762 εξιστόρηση|2
6763 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση
6764 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
6765 εξισώνω|1
6766 -|αντισηκώνω|αντισταθμίζω|εξισώνω|ισορροπώ|ισοσταθμίζω|ισοφαρίζω
6767 εξολοθρεύω|1
6768 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
6769 εξοντώνω|1
6770 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω
6771 εξονυχίζω|1
6772 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
6773 εξοπλίζω|1
6774 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
6775 εξορίζω|1
6776 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
6777 εξοργίζομαι|2
6778 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
6779 -|αρπάζομαι|εξοργίζομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω εύκολα|συμπλέκομαι|τσακώνομαι
6780 εξοργίζω|1
6781 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
6782 εξοστρακίζω|1
6783 -|αποβάλλω|αποπέμπω|απορρίπτω|διώχνω|εξοστρακίζω
6784 εξοστρακισμός|1
6785 -|άμβλωση|έκτρωση|έξωση|αποβολή|αποδίωξη|αποδιώξιμο|απομάκρυνση|αποπομπή|απόβαλμα|απώθηση|αφαίρεση|βγάλσιμο|διώξιμο|εκδίωξη|εξαγωγή|εξοστρακισμός
6786 εξουσιάζω|1
6787 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
6788 εξοφλώ|1
6789 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω
6790 εξτρεμιστής|1
6791 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος
6792 εξυγίανση|1
6793 -|απολύμανση|αποστείρωση|εξυγίανση|καθαρισμός|παστερίωση
6794 εξυγιαίνω|1
6795 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
6796 εξυπνότατος|1
6797 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός
6798 εξωθώ|1
6799 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
6800 εξωραΐζω|1
6801 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
6802 εξωτερίκευση|1
6803 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος
6804 εξωτερικό|1
6805 -|αλλοδαπή|εξωτερικό|ξένα|ξενιτιά
6806 εξύμνηση|1
6807 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
6808 επάκτιος|1
6809 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός
6810 επέκταση χρήσης λέξης|1
6811 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση
6812 επέλαση|1
6813 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
6814 επέλευση|1
6815 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
6816 επέμβαση|1
6817 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός
6818 επέρχομαι|2
6819 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι
6820 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω
6821 επίβαση|1
6822 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
6823 επίγνωση|1
6824 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση
6825 επίδειξη|1
6826 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση
6827 επίθεση|1
6828 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
6829 επίκληση|1
6830 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι
6831 επίκουρος|1
6832 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα
6833 επίμεμπτος|1
6834 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία
6835 επίμονος|1
6836 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
6837 επίνοια|1
6838 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος
6839 επίπεδο σχήματος|1
6840 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος
6841 επίστρωση|1
6842 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση
6843 επίσχεση|2
6844 -|ανάσχεση|αναχαίτιση|επίσχεση|σταμάτημα|συγκράτηση
6845 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση
6846 επίτευγμα|1
6847 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά
6848 επίφθονος|1
6849 -|αγαστός|αξιοθαύμαστος|επίφθονος|θαυμαστός|καταπληκτικός
6850 επαΐω|1
6851 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
6852 επαΐων|1
6853 -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος
6854 επαίρομαι|1
6855 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
6856 επαίσχυντος|1
6857 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος
6858 επαίτης|1
6859 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος
6860 επακολουθώ|1
6861 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι
6862 επακολουθών|1
6863 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος
6864 επακόλουθο|2
6865 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
6866 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη
6867 επαλήθευση|1
6868 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα
6869 επανάκαμψη|1
6870 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο
6871 επανάληψη|2
6872 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο
6873 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα
6874 επανάσταση|1
6875 -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση
6876 επαναστάτης|2
6877 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής
6878 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος
6879 επαναστατικός|1
6880 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
6881 επαναφορά|1
6882 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση
6883 επανεκτίμηση|1
6884 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
6885 επανεξελέγχω|1
6886 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ
6887 επανεξετάζω|1
6888 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ
6889 επανορθώνω|1
6890 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
6891 επανόρθωση|1
6892 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση
6893 επαρίστερος|1
6894 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
6895 επαρκής|1
6896 -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός
6897 επαρκώ|1
6898 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω
6899 επαυξάνω|1
6900 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
6901 επαφή|1
6902 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία
6903 επαχθής|1
6904 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
6905 επαύξηση|1
6906 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός
6907 επείγομαι|1
6908 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ
6909 επεκτείνω|2
6910 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
6911 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
6912 επεξεργάζομαι|1
6913 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ
6914 επετηρίδα|1
6915 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο
6916 επιβαλλόμενος|1
6917 -|αναγκαίος|απαιτούμενος|απαραίτητος|ενδεδειγμένος|επιβαλλόμενος|χρειαζούμενος
6918 επιβεβαιώνω|1
6919 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω
6920 επιβιβάζομαι|1
6921 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω
6922 επιβιώνω|1
6923 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω
6924 επιβλέπων|1
6925 -|έφορος|επιβλέπων|επιστάτης|επιτηρητής|εποπτεύων διευθυντής|επόπτης
6926 επιβλητικός|1
6927 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος
6928 επιβουλή|1
6929 -|επιβουλή|ζήλια|ζηλοτυπία|ζηλοφθονία|ξεσυνέρια|φθόνος
6930 επιβουλεύομαι|2
6931 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ
6932 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ
6933 επιβράβευση|1
6934 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή
6935 επιβράδυνση|1
6936 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα
6937 επιβραδύνω|2
6938 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ
6939 -|αργοπορώ|επιβραδύνω|καθυστερώ|τρενάρω|υπολείπομαι|υστερώ
6940 επιγραμματικός|1
6941 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος
6942 επιγραφή|1
6943 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
6944 επιδέξιος|1
6945 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
6946 επιδίδομαι|1
6947 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι
6948 επιδίωξη|1
6949 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
6950 επιδείνωση|1
6951 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
6952 επιδεινώνομαι|1
6953 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
6954 επιδημία|1
6955 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
6956 επιδιορθώνω|2
6957 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
6958 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
6959 επιδοκιμασία|1
6960 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση
6961 επιδρομή|1
6962 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
6963 επιεικής|1
6964 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
6965 επιζήμιος|2
6966 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος
6967 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος
6968 επιζητώ|1
6969 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
6970 επιθυμητός|1
6971 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος
6972 επιθυμώ|1
6973 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για
6974 επικάλυψη|1
6975 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση
6976 επικίνδυνος|2
6977 -|άκαιρος|ακατάλληλος|αναρμόδιος|ανεπιτήδειος|ανώφελος|απρόσφορος|ασύμφορος|επιζήμιος|επικίνδυνος
6978 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος
6979 επικατάρατος|1
6980 -|αναθεματισμένος|αφορεσμένος|αφορισμένος|επικατάρατος|καταραμένος
6981 επικερδής|1
6982 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
6983 επικεφαλής|1
6984 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
6985 επικεφαλίδα|1
6986 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
6987 επικοινωνία|2
6988 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση
6989 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία
6990 επικουρικός|1
6991 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα
6992 επικουρώ|1
6993 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ
6994 επικρέμομαι|1
6995 -|αιωρούμαι|επικρέμομαι|κρέμομαι
6996 επικρίνω|1
6997 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
6998 επιμένω να|1
6999 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
7000 επιμήκυνση|1
7001 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός
7002 επιμελημένος|1
7003 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
7004 επιμηκύνω|1
7005 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
7006 επιμιξία|1
7007 -|αλληλογραφία|αμοιβαία σχέση|ανταπάντηση|ανταπόδοση|ανταπόκριση|αντιμίλημα|αντιστάθμιση|απάντηση|ειδησεογραφία|επαφή|επικοινωνία|επιμιξία
7008 επινοητικός|1
7009 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος
7010 επινοώ|2
7011 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
7012 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω
7013 επινόημα|2
7014 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
7015 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
7016 επινόηση|2
7017 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
7018 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα
7019 επιούσιος|1
7020 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί
7021 επιπολαιότητα|1
7022 -|άγνοια|αγνωσία|αμάθεια|αμυαλιά|ανηξεριά|αφροσύνη|επιπολαιότητα
7023 επιπόλαιος|3
7024 -|αβασάνιστος|ανεξέταστος|απαίδευτος|αταλαιπώρητος|επιπόλαιος|πρόχειρος
7025 -|άβαθρος|άστατος|αβάσιστος|αβέβαιος|αθεμελίωτος|αμφίβολος|αναποφάσιστος|αστήρικτος|ασταθής|επιπόλαιος
7026 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος
7027 επισημοποιώ|1
7028 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω
7029 επισκήπτω|1
7030 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω
7031 επισκευάζω|2
7032 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
7033 -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω
7034 επισκιάζομαι|1
7035 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω
7036 επισκοτίζω|1
7037 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω
7038 επισκόπιση|1
7039 -|αγνάντεμα|βίγλα|βίγλισμα|επισκόπιση|παρατηρητήριο|περισκόπιση
7040 επιστάτης|1
7041 -|έφορος|επιβλέπων|επιστάτης|επιτηρητής|εποπτεύων διευθυντής|επόπτης
7042 επιστέλλω|1
7043 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
7044 επιστήμη|1
7045 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
7046 επιστεγάζω|1
7047 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
7048 επιστρέφω|1
7049 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω
7050 επιστρατεύω|1
7051 -|επιστρατεύω|ιεραρχώ|κανονίζω|κατατάσσω|τακτοποιώ|ταξινομώ
7052 επιστροφή|1
7053 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο
7054 επισφραγίζω|1
7055 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
7056 επιτήδειος|2
7057 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
7058 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης
7059 επιταχύνω|1
7060 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
7061 επιτείνω|1
7062 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
7063 επιτηρητής|1
7064 -|έφορος|επιβλέπων|επιστάτης|επιτηρητής|εποπτεύων διευθυντής|επόπτης
7065 επιτομή|1
7066 -|ανακεφαλαίωση|επιτομή|περίληψη|συγκεφαλαίωση|σύνοψη|σύνοψιση
7067 επιτρεπτός|1
7068 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος
7069 επιτρεπόμενος|1
7070 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος
7071 επιτυχής|1
7072 -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος
7073 επιτυχία|2
7074 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά
7075 -|άθλος|επιτυχία|θρίαμβος|κατανίκηση|μεγαλούργημα|νίκη
7076 επιφανής|1
7077 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
7078 επιχειρώ|1
7079 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
7080 επονειδίζω|1
7081 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
7082 επονομασία|1
7083 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
7084 εποπτεύων διευθυντής|1
7085 -|έφορος|επιβλέπων|επιστάτης|επιτηρητής|εποπτεύων διευθυντής|επόπτης
7086 εποχή|1
7087 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
7088 επωνυμία|1
7089 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
7090 επωφελής|1
7091 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
7092 επόμενος|2
7093 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
7094 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος
7095 επόπτης|1
7096 -|έφορος|επιβλέπων|επιστάτης|επιτηρητής|εποπτεύων διευθυντής|επόπτης
7097 εράσμιος|1
7098 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος
7099 ερίζω|1
7100 -|ερίζω|τρώγομαι|φιλονικώ
7101 ερανισμός|1
7102 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
7103 εραστής|2
7104 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος
7105 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος
7106 εργένης|1
7107 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος
7108 εργαλείο|1
7109 -|εργαλείο|μαραφέτι|σκεύος|σύνεργο|όργανο
7110 ερεθίζομαι|3
7111 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω
7112 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
7113 -|αρπάζομαι|εξοργίζομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω εύκολα|συμπλέκομαι|τσακώνομαι
7114 ερεθίζω|1
7115 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ
7116 ερεθισμός|2
7117 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα
7118 -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα
7119 ερευνώ|1
7120 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
7121 ερημίτης|1
7122 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
7123 ερημώνω|1
7124 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω
7125 ερμηνεύω|1
7126 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω
7127 ερμητικός|1
7128 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής
7129 ερπύζω|1
7130 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι
7131 ερρωμένος|1
7132 -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός
7133 ερχομός|1
7134 -|άφιξη|έλευση|ερχομός|κόμιση
7135 ερωμένη|1
7136 -|αγαπημένη|αγαπητικιά|ερωμένη|φίλη
7137 ερωμένος|1
7138 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος
7139 ερωτεύομαι|1
7140 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για
7141 ερωτηματικό|1
7142 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
7143 ερωτιάρης|1
7144 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος
7145 ερωτική αγάπη|1
7146 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
7147 ερωτικό αίσθημα|1
7148 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
7149 ερωτόληπτος|1
7150 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος
7151 ερωτύλος|1
7152 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος
7153 ερώτημα|1
7154 -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση
7155 εσαεί|2
7156 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
7157 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
7158 εσοχή|1
7159 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
7160 εσπευσμένη ενέργεια|1
7161 -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια
7162 εσφαλμένος|1
7163 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
7164 εσχατιά|1
7165 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
7166 εταιρεία|1
7167 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
7168 εταιρικός|1
7169 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός
7170 ετεροεθνής|1
7171 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός
7172 ετεροειδής|1
7173 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
7174 ετερόμορφος|1
7175 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
7176 ετερότητα|1
7177 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος
7178 ετικέτα|1
7179 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
7180 ετοιμάζω|2
7181 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
7182 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
7183 ετοιμασμένος|1
7184 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος
7185 ετυμηγορία|1
7186 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα
7187 ευέξαπτος|1
7188 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος
7189 ευαίσθητος|1
7190 -|αισθαντικός|αισθηματίας|αισθηματικός|ευαίσθητος|ευσυγκίνητος
7191 ευαγές ίδρυμα|1
7192 -|άσυλο|απαραβίαστος χώρος|ευαγές ίδρυμα|καταφύγιο|φιλανθρωπικό ίδρυμα
7193 ευγένεια|1
7194 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή
7195 ευγενής|2
7196 -|διακριτικός|ευγενής|ευγενικός|καλός
7197 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος
7198 ευγενικός|1
7199 -|διακριτικός|ευγενής|ευγενικός|καλός
7200 ευδία|1
7201 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη
7202 ευδαιμονώ|1
7203 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω
7204 ευδιάθετος|1
7205 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος
7206 ευδοκίμηση|1
7207 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο
7208 ευδοκιμώ|1
7209 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω
7210 ευερέθιστος|1
7211 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος
7212 ευεργέτης|1
7213 -|αγαθοεργός|αγαθοποιός|δωρητής|ευεργέτης|σπλαχνικός|φιλόπτωχος
7214 ευεργεσία|1
7215 -|αγαθοεργία|ελεημοσύνη|ευεργεσία|ευποιία|καλό|φιλανθρωπία
7216 ευζωία|1
7217 -|ευζωία|ευημερία|ευτυχία|καλοζωία|καλοπέραση|τρυφή
7218 ευημερία|1
7219 -|ευζωία|ευημερία|ευτυχία|καλοζωία|καλοπέραση|τρυφή
7220 ευημερώ|1
7221 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω
7222 ευθυγράμμιση|1
7223 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι
7224 ευθυγραμμίζω|1
7225 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ
7226 ευθύς|4
7227 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
7228 -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
7229 -|άφραγος|άφραχτο|αβέρτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήδευτος|ανοιχτόκαρδος|ανοιχτός|ανυπόκριτος|απερίφραστος|απεριόριστος|απροκάλυπτος|απροσποίητος|ατείχιστος|ειλικρινής|ελεύθερος|ευθύς
7230 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς
7231 ευθύτητα|1
7232 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι
7233 ευκαιρία|1
7234 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
7235 ευκαιρώ|1
7236 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω
7237 ευκατάστατος|1
7238 -|ευκατάστατος|εύπορος|λεφτάς|παραδούχος|πλούσιος
7239 ευκλεής|1
7240 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
7241 ευκολόπιστος|2
7242 -|αγαθιάρης|απλοϊκός|απονήρευτος|ευκολόπιστος|κουτούτσικος|χαζούλης
7243 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος
7244 ευλάβεια|1
7245 -|ευλάβεια|ευσέβεια|θεοσέβεια
7246 ευλαβής|1
7247 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος
7248 ευλαβητικός|1
7249 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος
7250 ευλαβικός|1
7251 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος
7252 ευλαβούμενος|1
7253 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος
7254 ευμενής|1
7255 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
7256 ευμετάβλητος|1
7257 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος
7258 ευμετάβολος|1
7259 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος
7260 ευνοιοκρατία|1
7261 -|Αναξιοκρατία|Ευνοιοκρατία (καθ.)|Νεποτισμός (καθ.)
7262 ευνοούμενος|1
7263 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος
7264 ευνοϊκός|2
7265 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
7266 -|αίσιος|αισιόδοξος|ευνοϊκός|ευοίωνος|οπτιμιστής
7267 ευοίωνος|1
7268 -|αίσιος|αισιόδοξος|ευνοϊκός|ευοίωνος|οπτιμιστής
7269 ευπατρίδης|1
7270 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος
7271 ευποιία|1
7272 -|αγαθοεργία|ελεημοσύνη|ευεργεσία|ευποιία|καλό|φιλανθρωπία
7273 ευπρεπίζω|1
7274 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
7275 ευπροσήγορος|1
7276 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας
7277 ευρεθέν|1
7278 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
7279 ευρυθμία|1
7280 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
7281 ευρυχωρία|1
7282 -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος
7283 ευσέβεια|1
7284 -|ευλάβεια|ευσέβεια|θεοσέβεια
7285 ευσεβής|1
7286 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος
7287 ευσπλαχνικός|1
7288 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος
7289 ευσταθής|1
7290 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
7291 ευσυγκίνητος|1
7292 -|αισθαντικός|αισθηματίας|αισθηματικός|ευαίσθητος|ευσυγκίνητος
7293 ευσυνείδητος|2
7294 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
7295 -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
7296 ευσυνειδησία|1
7297 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση
7298 ευσύνοπτος|1
7299 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος
7300 ευτράπελος|1
7301 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός
7302 ευτυχία|1
7303 -|ευζωία|ευημερία|ευτυχία|καλοζωία|καλοπέραση|τρυφή
7304 ευυπόληπτος|2
7305 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
7306 -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
7307 ευφραίνομαι|2
7308 -|αγάλλομαι|αγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι
7309 -|αγάλλομαι|αναγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι
7310 ευφροσύνη|1
7311 -|αγαλλίαση|ευφροσύνη|κέφι|χαρά|χαρμονή|χαρμοσύνη
7312 ευφυής|2
7313 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
7314 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός
7315 ευφυολόγημα|1
7316 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό
7317 ευχάριστα|1
7318 -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά
7319 ευχάριστο γεγονός|1
7320 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα
7321 ευχαρίστηση|1
7322 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα
7323 ευόργιστος|1
7324 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο
7325 εφαρμοστός|1
7326 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα
7327 εφεδρικός|1
7328 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα
7329 εφεξής|1
7330 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
7331 εφευρίσκω|1
7332 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω
7333 εφευρετικός|2
7334 -|γυναικείος|γυναικώδης|γόνιμος|δημιουργικός|εφευρετικός|θηλυκός
7335 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος
7336 εφεύρεση|2
7337 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
7338 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα
7339 εφεύρημα|1
7340 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
7341 εφημέριος|1
7342 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος
7343 εφοδιάζω|1
7344 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
7345 εφόρμηση|1
7346 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
7347 εχέφρονας|1
7348 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος
7349 εχθρικός|2
7350 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος
7351 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
7352 εχθρός|1
7353 -|ανάποδος|αντίθετος|αντίνομος|αντίξοος|αντίπαλος|αντίστροφος|αντικρουόμενος|αντιτιθέμενος|αντιφατικός|αντιφρονών|ασύμφωνος|ενάντιος|εχθρικός|εχθρός
7354 εχθρότητα|1
7355 -|αντιπάθεια|απέχθεια|απαρέσκεια|αποστροφή|ασυμπάθεια|εχθρότητα
7356 εύγευστος|1
7357 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
7358 εύγλωττος|1
7359 -|αηδόνι|γλυκόφωνος|εύγλωττος|ομιλητικός|φλύαρος
7360 εύθυμος|2
7361 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός
7362 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός
7363 εύπιστος|1
7364 -|άκακος|αγαθόπιστος|αγαθός|αθώος|απλοϊκός|απλός|απονήρευτος|απόνηρος|αφελής|ευκολόπιστος|εύπιστος
7365 εύπορος|1
7366 -|ευκατάστατος|εύπορος|λεφτάς|παραδούχος|πλούσιος
7367 εύρημα|1
7368 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
7369 εύρωστος|1
7370 -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός
7371 εύσπλαχνος|1
7372 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος
7373 εύτολμος|1
7374 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
7375 εύτονος|1
7376 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
7377 εύχυμος|1
7378 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
7379 ζάλο|1
7380 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
7381 ζάπλουτος|1
7382 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος
7383 ζάχαρη|1
7384 -|γλυκόζη|γλυκός|γλύκα|ζάχαρη|κάντιο|σάκχαρον
7385 ζέση|1
7386 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
7387 ζέστα|1
7388 -|ζέστα|ζέστη|θερμότητα|κάψα|καύσωνας|λάβρα
7389 ζέστες|1
7390 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη
7391 ζέστη|1
7392 -|ζέστα|ζέστη|θερμότητα|κάψα|καύσωνας|λάβρα
7393 ζήλια|1
7394 -|επιβουλή|ζήλια|ζηλοτυπία|ζηλοφθονία|ξεσυνέρια|φθόνος
7395 ζήλος|1
7396 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
7397 ζήτημα|2
7398 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
7399 -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση
7400 ζαβολιά|1
7401 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία
7402 ζαβομάτης|1
7403 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης
7404 ζαβωμένος|1
7405 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
7406 ζαβός|1
7407 -|δύστροπος|ζαβός|ιδιότροπος|λοξός|στραβός|στρεβλός
7408 ζαλίκι|1
7409 -|αβασταγή|ζαλίκι|φορτίο|φόρτωμα
7410 ζαμάνι|1
7411 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
7412 ζαμπούνης|1
7413 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος
7414 ζαρωματιά|1
7415 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα
7416 ζαρώνω|1
7417 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος
7418 ζαφουρής|1
7419 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
7420 ζεματίζω|2
7421 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ
7422 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
7423 ζεματιστός|1
7424 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
7425 ζεματώ|1
7426 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ
7427 ζερβοκουτάλας|1
7428 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
7429 ζερβοχέρης|2
7430 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος
7431 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
7432 ζερβός|1
7433 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
7434 ζεσταίνομαι|1
7435 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
7436 ζεσταίνομαι πολύ|1
7437 -|βγάζω την μπέμπελη|βράζω|ζεσταίνομαι πολύ|καίγομαι (από τη ζέστη)|ψήνομαι
7438 ζεσταίνω|2
7439 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
7440 -|ζεσταίνω|θερμαίνω|κοκκινίζω|πυρακτώνω|πυρώνω|φλογίζω
7441 ζεστός|1
7442 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
7443 ζευγάς|1
7444 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης
7445 ζευγίτης|1
7446 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης
7447 ζευγολάτης|1
7448 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης
7449 ζηλεύω|1
7450 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ
7451 ζηλοτυπία|1
7452 -|επιβουλή|ζήλια|ζηλοτυπία|ζηλοφθονία|ξεσυνέρια|φθόνος
7453 ζηλοτυπώ|1
7454 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ
7455 ζηλοφθονία|1
7456 -|επιβουλή|ζήλια|ζηλοτυπία|ζηλοφθονία|ξεσυνέρια|φθόνος
7457 ζηλοφθονώ|1
7458 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ
7459 ζημιά|2
7460 -|αβαρία|ζημιά
7461 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα
7462 ζημιώνω|2
7463 -|αδικώ|ζημιώνω|παρανομώ|στρεψοδικώ|τιμωρώ άδικα
7464 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ
7465 ζητιάνος|1
7466 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος
7467 ζητωκραυγάζω|1
7468 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
7469 ζητώ|2
7470 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
7471 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
7472 ζητώ επίμονα|1
7473 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
7474 ζητώ τα φώτα|1
7475 -|διαβάζω|ζητώ τα φώτα|παίρνω γνώμη|συμβουλεύομαι
7476 ζοριλίδικος|1
7477 -|άθελος|άκων|αβούλητος|αθέλητος|ακούσιος|ανάθελος|αναγκαστικός|ζοριλίδικος
7478 ζουζούνι|1
7479 -|έντομο|ζουζούνι|ζούδι|ζωύφιο|μαμούδι|μαμούνι
7480 ζουλάπι|1
7481 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο
7482 ζουλεύω|1
7483 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ
7484 ζουλώ|1
7485 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω
7486 ζουμάτος|1
7487 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
7488 ζουμερός|1
7489 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
7490 ζουπίζω|1
7491 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω
7492 ζουπώ|1
7493 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω
7494 ζουρλός|1
7495 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής
7496 ζοφερότητα|1
7497 -|απαισιοδοξία|απελπιστικότητα|ζοφερότητα|σκεπτικισμός
7498 ζούδι|1
7499 -|έντομο|ζουζούνι|ζούδι|ζωύφιο|μαμούδι|μαμούνι
7500 ζούλα|1
7501 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
7502 ζυγίζω|1
7503 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ
7504 ζυγιάζω|1
7505 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ
7506 ζυγοσταθμώ|1
7507 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ
7508 ζυγός|1
7509 -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος
7510 ζυγώνω|1
7511 -|ζυγώνω|πλησιάζω|προσεγγίζω|σιμώνω
7512 ζυμώνω|1
7513 -|ανακατεύω|διαμορφώνω|ζυμώνω|πλάθω
7514 ζω|2
7515 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω
7516 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι
7517 ζωγράφημα|1
7518 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία
7519 ζωγραφιά|1
7520 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία
7521 ζωηρός|4
7522 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
7523 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός
7524 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
7525 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
7526 ζωντανός|1
7527 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
7528 ζωογονητικός|1
7529 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
7530 ζωογόνος|1
7531 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
7532 ζωτικός|1
7533 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
7534 ζωύφιο|1
7535 -|έντομο|ζουζούνι|ζούδι|ζωύφιο|μαμούδι|μαμούνι
7536 ζόρι|1
7537 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
7538 ζύγισμα|1
7539 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
7540 ζώνη γης|1
7541 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση
7542 ζώνη θάλασσας|1
7543 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση
7544 ηγέτης|1
7545 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
7546 ηγήτορας|1
7547 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
7548 ηγεμονία|1
7549 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή
7550 ηγεμόνας|1
7551 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
7552 ηδονή|1
7553 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα
7554 ηδυπαθής|1
7555 -|ηδυπαθής|λάγνος|φιλήδονος
7556 ηθικό|1
7557 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
7558 ηθικό έρεισμα|1
7559 -|ανάστημα|ηθικό έρεισμα|κορμοστασιά|μπόι|ύψος
7560 ηθικό ανάστημα|1
7561 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή
7562 ηθικός|2
7563 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
7564 -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
7565 ηθικότητα|1
7566 -|ήθος|αγωγή|ηθικότητα|χαρακτήρας
7567 ηλίανθος|1
7568 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος
7569 ηλίθιος|1
7570 -|ανώφελος|ηλίθιος|μάταιος
7571 ηλεκτρική μπαταρία|1
7572 -|ηλεκτρική μπαταρία|μέρος σελίδας|πλάκα|στήλη
7573 ηλιοτρόπιο|1
7574 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος
7575 ηλιόφως|1
7576 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος
7577 ημίφως|1
7578 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
7579 ημεδαπή|1
7580 -|γενέτειρα|ημεδαπή|πατρίδα
7581 ημερήσιος|1
7582 -|ημερήσιος|καθημερινός|καθημερνός|συνηθισμένος|συχνός|τακτικός
7583 ημερεύω|1
7584 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ
7585 ημεροδείκτης|1
7586 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο
7587 ημερολόγιο|1
7588 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο
7589 ημερωμένος|1
7590 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
7591 ημερώνω|1
7592 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ
7593 ηρεμία|2
7594 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
7595 -|ηρεμία|ησυχία|σιγή|σιγαλιά
7596 ηρεμώ|1
7597 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω
7598 ηρωισμός|1
7599 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά
7600 ησυχάζω|1
7601 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι
7602 ησυχία|1
7603 -|ηρεμία|ησυχία|σιγή|σιγαλιά
7604 ησυχαστής|1
7605 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
7606 ηχηρός|1
7607 -|έντονος|ηχηρός|λεφτά|παράς|σκαστός|χρήμα
7608 θάλαμος|1
7609 -|αίθουσα|δωμάτιο|θάλαμος|κάμαρα|κάμαρη
7610 θάλασσα|2
7611 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός
7612 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός
7613 θάλλω|1
7614 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω
7615 θάμβος|2
7616 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα
7617 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
7618 θάμνος|1
7619 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο
7620 θάμπωμα|1
7621 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
7622 θάνατος|1
7623 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση
7624 θάρρος|1
7625 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
7626 θέα|1
7627 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
7628 θέλγητρο|1
7629 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη
7630 θέλημα|1
7631 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση
7632 θέληση|2
7633 -|αίτημα|αξίωση|απαίτηση|διεκδίκηση|θέληση
7634 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα
7635 θέλω|2
7636 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για
7637 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
7638 θέμα|3
7639 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
7640 -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση
7641 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
7642 θέμελο|1
7643 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
7644 θέρμη|1
7645 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
7646 θέρος|1
7647 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη
7648 θέση|2
7649 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
7650 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος
7651 θέσμιο|1
7652 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο
7653 θέτω|1
7654 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ
7655 θήραμα|1
7656 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο
7657 θίγω|1
7658 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ
7659 θαλασσομάχος|1
7660 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης
7661 θαλασσοταραχή|1
7662 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά
7663 θαλασσόλυκος|1
7664 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης
7665 θαμπός|2
7666 -|αδιόρατος|αθέατος|αμυδρός|αφανής|δυσδιάκριτος|θαμπός
7667 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός
7668 θαμπόφωτο|1
7669 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο
7670 θαμπώνω|1
7671 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω
7672 θανατώνω|1
7673 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ
7674 θαρραλέος|1
7675 -|άφοβος|γενναίος|θαρραλέος|θαρρετός|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
7676 θαρρετός|1
7677 -|άφοβος|γενναίος|θαρραλέος|θαρρετός|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
7678 θαυμάσιος|1
7679 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
7680 θαυμασμός|1
7681 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
7682 θαυμαστός|1
7683 -|αγαστός|αξιοθαύμαστος|επίφθονος|θαυμαστός|καταπληκτικός
7684 θεατής|1
7685 -|θεατής|μάρτυρας|μπανιστηριτζής
7686 θεατρικό έργο|1
7687 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα
7688 θελκτικός|1
7689 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός
7690 θεμέλιο|1
7691 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
7692 θεμελιώδης|1
7693 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
7694 θεμιτός|1
7695 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος
7696 θεοσέβαστος|1
7697 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος
7698 θεοσέβεια|1
7699 -|ευλάβεια|ευσέβεια|θεοσέβεια
7700 θεοσεβής|1
7701 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος
7702 θεοφοβούμενος|1
7703 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος
7704 θεραπεύω|1
7705 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
7706 θεριακωμένος|1
7707 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
7708 θεριεύω|2
7709 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
7710 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
7711 θερμαίνομαι|1
7712 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
7713 θερμαίνω|2
7714 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
7715 -|ζεσταίνω|θερμαίνω|κοκκινίζω|πυρακτώνω|πυρώνω|φλογίζω
7716 θερμός|1
7717 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
7718 θερμότητα|1
7719 -|ζέστα|ζέστη|θερμότητα|κάψα|καύσωνας|λάβρα
7720 θεσμός|1
7721 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο
7722 θεσπίζω|1
7723 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω
7724 θετικός|1
7725 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός
7726 θεωρία|1
7727 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
7728 θεωρητικός|2
7729 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος
7730 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός
7731 θεωρούμαι|1
7732 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ
7733 θεόμορφος|1
7734 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος
7735 θεός|1
7736 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
7737 θηλάζω|1
7738 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ
7739 θηλυκό|1
7740 -|έξυπνη γυναίκα|θηλυκό|κορίτσι|κόρη
7741 θηλυκός|1
7742 -|γυναικείος|γυναικώδης|γόνιμος|δημιουργικός|εφευρετικός|θηλυκός
7743 θηλυπρεπής|1
7744 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός
7745 θηρίο|1
7746 -|άγριο ζώο|αγρίμι|ακοινώνητος|ατίθασος|δύστροπος|ευόργιστος|ζουλάπι|θήραμα|θηρίο
7747 θηριώδης|1
7748 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός
7749 θησαυρίζω|1
7750 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω
7751 θησαυρός|1
7752 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα
7753 θλίβομαι|1
7754 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ
7755 θλίψη|2
7756 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
7757 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς
7758 θλιβερός|1
7759 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος
7760 θολωτός|1
7761 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
7762 θράσος|1
7763 -|αποθράσυνση|αυθάδεια|αφοβία|θράσος|τόλμη|υπερβολικό θάρρος
7764 θρήνος|1
7765 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός
7766 θρήσκος|1
7767 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος
7768 θρίαμβος|2
7769 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά
7770 -|άθλος|επιτυχία|θρίαμβος|κατανίκηση|μεγαλούργημα|νίκη
7771 θρασυδειλία|1
7772 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία
7773 θρασύς|1
7774 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης
7775 θρασύτητα|1
7776 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά
7777 θραύσμα|1
7778 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
7779 θριαμβευτής|1
7780 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής
7781 θρονιάζομαι|1
7782 -|εδράζομαι|θρονιάζομαι|κάθομαι|σταυροποδιάζομαι
7783 θρυλείται|1
7784 -|διαδίδεται|διαθρυλείται|θρυλείται|λέγεται|λένε|φημολογείται
7785 θρυλικός|1
7786 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
7787 θρόνος|1
7788 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος
7789 θρύλος|1
7790 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη
7791 θυγατέρα|1
7792 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη
7793 θυμάμαι|1
7794 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω
7795 θυμητάρι|1
7796 -|αναμνηστήριο|ενθύμημα|ενθύμιο|θυμητάρι|θύμημα|σουβενίρ
7797 θυμούμαι|1
7798 -|αναγνωρίζω|αναλογίζομαι|αναμιμνήσκομαι|αναμνιάζω|αναπολώ|απομνημονεύω|θυμούμαι
7799 θυμωμένος|1
7800 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
7801 θυμωσιάρης|1
7802 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος
7803 θυμός|1
7804 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα
7805 θυμώνω|2
7806 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω
7807 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
7808 θυμώνω εύκολα|1
7809 -|αρπάζομαι|εξοργίζομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω εύκολα|συμπλέκομαι|τσακώνομαι
7810 θυρίδα|1
7811 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης
7812 θυσιάζομαι|1
7813 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι
7814 θωπευτής|1
7815 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
7816 θωρακίζω|1
7817 -|ασφαλίζω|διασφαλίζω|εξασφαλίζω|θωρακίζω|κατοχυρώνω|σιγουράρω
7818 θωρακισμένο|1
7819 -|άρμα|έμβλημα|θωρακισμένο|οπλισμός|πολεμικό όχημα|τανκ
7820 θόρυβος|1
7821 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
7822 θύελλα|1
7823 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά
7824 θύμα|1
7825 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
7826 θύμημα|1
7827 -|αναμνηστήριο|ενθύμημα|ενθύμιο|θυμητάρι|θύμημα|σουβενίρ
7828 θύμηση|2
7829 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο
7830 -|ανάμνηση|αναθύμημα|αναθύμηση|αναπόληση|ενθύμηση|θύμηση
7831 θύρα|1
7832 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
7833 θώρακας|1
7834 -|αμυντικό περίβλημα|θώρακας|μεσαίο τμήμα εντόμων|προστατευτικό μέσο|στήθος
7835 ιατρική εξέταση|1
7836 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση
7837 ιδέα|2
7838 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
7839 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος
7840 ιδανικό|1
7841 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα
7842 ιδανικός|1
7843 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός
7844 ιδεολογία|1
7845 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
7846 ιδεολογικός|1
7847 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος
7848 ιδεολόγος|1
7849 -|αγωνιστής|αθλητής|ιδεολόγος
7850 ιδεώδες|1
7851 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα
7852 ιδεώδης|1
7853 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός
7854 ιδιάζων|1
7855 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
7856 ιδιαίτερος|1
7857 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
7858 ιδιοκτήτης|2
7859 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής
7860 -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος
7861 ιδιοκτησία|1
7862 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση
7863 ιδιοποιούμαι|1
7864 -|αποκτώ|ιδιοποιούμαι|κατακτώ|κερδίζω|οικειοποιούμαι
7865 ιδιωτικός|1
7866 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
7867 ιδιόμορφος|1
7868 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
7869 ιδιόρρυθμος|1
7870 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
7871 ιδιότροπος|3
7872 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
7873 -|άλλος|άμοιαστος|αλλιώτικος|αλλόμορφος|αλλότροπος|αλλότυπος|ανομοιογενής|ανομοιόμορφος|ανόμοιος|διάφορος|διαφορετικός|ετεροειδής|ετερόμορφος|ιδιόμορφος|ιδιόρρυθμος|ιδιότροπος
7874 -|δύστροπος|ζαβός|ιδιότροπος|λοξός|στραβός|στρεβλός
7875 ιδρύω|1
7876 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
7877 ιερέας|1
7878 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος
7879 ιεραρχώ|1
7880 -|επιστρατεύω|ιεραρχώ|κανονίζω|κατατάσσω|τακτοποιώ|ταξινομώ
7881 ιερατείο|1
7882 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
7883 ιερογλυφικός|1
7884 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
7885 ιερομόναχος|1
7886 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
7887 ιεροσυλία|1
7888 -|αθεΐα|ανευλάβεια|απιστία|ασέβεια|ασέβημα|αψηφισιά|ιεροσυλία
7889 ιερουργός|1
7890 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος
7891 ιερωμένος|1
7892 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος
7893 ιερός|1
7894 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός
7895 ιερόσυλος|1
7896 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας
7897 ικανοποιητικός|1
7898 -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός
7899 ικανός|1
7900 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης
7901 ικανότατος|1
7902 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός
7903 ικεσία|1
7904 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι
7905 ιλύς|1
7906 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα
7907 ιμιτασιόν|1
7908 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση
7909 ιππασία|1
7910 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
7911 ιππαστί|1
7912 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
7913 ιππηλασία|1
7914 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
7915 ισιάδα|1
7916 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι
7917 ισκιάδα|1
7918 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
7919 ισοδυναμώ|1
7920 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω
7921 ισοδύναμος|1
7922 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος
7923 ισορροπώ|2
7924 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ
7925 -|αντισηκώνω|αντισταθμίζω|εξισώνω|ισορροπώ|ισοσταθμίζω|ισοφαρίζω
7926 ισοσταθμίζω|1
7927 -|αντισηκώνω|αντισταθμίζω|εξισώνω|ισορροπώ|ισοσταθμίζω|ισοφαρίζω
7928 ισοφαρίζω|1
7929 -|αντισηκώνω|αντισταθμίζω|εξισώνω|ισορροπώ|ισοσταθμίζω|ισοφαρίζω
7930 ιστορία|1
7931 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
7932 ιστορικό|1
7933 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
7934 ιστόρημα|1
7935 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
7936 ιστόρηση|1
7937 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση
7938 ισχναίνω|1
7939 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος
7940 ισχνότητα|1
7941 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα
7942 ισχυρός|1
7943 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
7944 ισχύων|1
7945 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
7946 ισόβια|2
7947 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
7948 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
7949 ιταμός|1
7950 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης
7951 ιταμότητα|1
7952 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος
7953 ιχνηλατώ|1
7954 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
7955 κάδρο|1
7956 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία
7957 κάθισμα|1
7958 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος
7959 κάθοδος|2
7960 -|αποβίβαση|απόβαση|κάθοδος|κατέβασμα|ξεμπαρκάρισμα
7961 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
7962 κάθομαι|1
7963 -|εδράζομαι|θρονιάζομαι|κάθομαι|σταυροποδιάζομαι
7964 κάκανο|1
7965 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό
7966 κάλλη|1
7967 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη
7968 κάλφας|1
7969 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
7970 κάμαρα|1
7971 -|αίθουσα|δωμάτιο|θάλαμος|κάμαρα|κάμαρη
7972 κάμαρη|1
7973 -|αίθουσα|δωμάτιο|θάλαμος|κάμαρα|κάμαρη
7974 κάμπος|1
7975 -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος
7976 κάμποσος|1
7977 -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός
7978 κάντιο|1
7979 -|γλυκόζη|γλυκός|γλύκα|ζάχαρη|κάντιο|σάκχαρον
7980 κάνω|1
7981 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
7982 κάνω έκκληση|1
7983 -|αναζητώ ασφάλεια|κάνω έκκληση|καταλήγω να χρησιμοποιήσω|καταφεύγω|προσφεύγω κάπου
7984 κάνω γρήγορα|1
7985 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
7986 κάνω καλά|1
7987 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
7988 κάπαρο|1
7989 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή
7990 κάπνα|1
7991 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
7992 κάποιος|1
7993 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος
7994 κάποτε|1
7995 -|άλλοτε|ενίοτε|κάποτε|τότε
7996 κάρπωση|1
7997 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα
7998 κάστρο|1
7999 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο
8000 κάστρο κολοσσίου|1
8001 -|Κάστρο Κολοσσίου
8002 κάτασπρος|1
8003 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
8004 κάτοπτρο|1
8005 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι
8006 κάτοχος|1
8007 -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος
8008 κάτωχρος|1
8009 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
8010 κάψα|1
8011 -|ζέστα|ζέστη|θερμότητα|κάψα|καύσωνας|λάβρα
8012 κάψιμο|1
8013 -|κάψιμο|καύση
8014 κέλητας|1
8015 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί
8016 κέντρο|1
8017 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
8018 κέρδισμα|1
8019 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
8020 κέρδος|3
8021 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος
8022 -|αβάντα|βοήθεια|κέρδος|υποστήριξη|όφελος
8023 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
8024 κέφι|1
8025 -|αγαλλίαση|ευφροσύνη|κέφι|χαρά|χαρμονή|χαρμοσύνη
8026 κήπος|1
8027 -|ανθοκήπιο|ανθώνας|κήπος|λαχανόκηπος|μπαξές|περιβόλι
8028 κίβδηλος|1
8029 -|ανακριβής|αναληθής|κίβδηλος|λαθεμένος|ψευδής|ψεύτικος
8030 κίτρινος|1
8031 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
8032 καίγομαι|1
8033 -|βγάζω την μπέμπελη|βράζω|ζεσταίνομαι πολύ|καίγομαι (από τη ζέστη)|ψήνομαι
8034 καίριος|2
8035 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
8036 -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος
8037 καίω|2
8038 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ
8039 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
8040 καβάλα|1
8041 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
8042 καβαλίκεμα|1
8043 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
8044 καβαλαρία|1
8045 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
8046 καβαλητά|1
8047 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
8048 καβγάς|1
8049 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
8050 καβουρντίζω|1
8051 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
8052 καγχάζω|1
8053 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
8054 καγχασμός|1
8055 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό
8056 καδένα|1
8057 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων
8058 καζάνιασμα|1
8059 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο
8060 καζάντι|1
8061 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
8062 καζαμίας|1
8063 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο
8064 καζανόβας|1
8065 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής
8066 καζούρα|2
8067 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα
8068 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα
8069 καημένος|2
8070 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
8071 -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος
8072 καημός|1
8073 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς
8074 καθίζημα|1
8075 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα
8076 καθαίρεση|1
8077 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
8078 καθαρά|1
8079 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
8080 καθαρίζω|1
8081 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ
8082 καθαρισμός|1
8083 -|απολύμανση|αποστείρωση|εξυγίανση|καθαρισμός|παστερίωση
8084 καθαριότητα|1
8085 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη
8086 καθαρογράφω|1
8087 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω
8088 καθαρός|4
8089 -|άσπιλος|αβεβήλωτος|αγνός|αμίαντος|αμαγάριστος|αμόλυντος|απείραχτος|ιερός|καθαρός
8090 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
8091 -|αβρώμιστος|ακηλίδωτος|αλέρωτος|αλίγδιαστος|αρρύπαντος|καθαρός
8092 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
8093 καθαρότητα|1
8094 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη
8095 καθεστώς|1
8096 -|αρχή|εγκατεστημένος|καθεστώς|κράτος|πολίτευμα|πολιτεία
8097 καθημερινός|1
8098 -|ημερήσιος|καθημερινός|καθημερνός|συνηθισμένος|συχνός|τακτικός
8099 καθημερνός|1
8100 -|ημερήσιος|καθημερινός|καθημερνός|συνηθισμένος|συχνός|τακτικός
8101 καθησυχάζω|2
8102 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ
8103 -|καθησυχάζω|κατευνάζω
8104 καθιερωμένη συνήθεια|1
8105 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο
8106 καθιερώνω|1
8107 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω
8108 καθικέτευση|1
8109 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι
8110 καθισιό|1
8111 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση
8112 καθοδήγηση|1
8113 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη
8114 καθοδηγώ|1
8115 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ
8116 καθολικός|1
8117 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός
8118 καθορμίζομαι|1
8119 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω
8120 καθοσιώνω|1
8121 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω
8122 καθρέφτης|1
8123 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι
8124 καθυποτάσσω|1
8125 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ
8126 καθυστέρηση|1
8127 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα
8128 καθυστερώ|1
8129 -|αργοπορώ|επιβραδύνω|καθυστερώ|τρενάρω|υπολείπομαι|υστερώ
8130 καθόλου|1
8131 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε
8132 καινοτομία|1
8133 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία
8134 καινοτόμος|1
8135 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος
8136 καινουργώνω|1
8137 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
8138 καινούργιο|1
8139 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία
8140 καινούργιος|1
8141 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
8142 καινός|1
8143 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
8144 καινότροπος|1
8145 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
8146 καιρός|1
8147 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
8148 κακά λόγια ή καλά|1
8149 -|Κακά λόγια ή καλά (Ν/Α)|Κλάψα|Συνέστιμα για τον άλλο (Ν/Α)
8150 κακή λειτουργία|1
8151 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα
8152 κακία|1
8153 -|αθλιότητα|αχρειότητα|δυστυχία|κακία|ταλαιπωρία|φτώχεια
8154 κακίζω|2
8155 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
8156 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
8157 κακοήθεια|1
8158 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
8159 κακοήθης|3
8160 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι
8161 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης
8162 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος
8163 κακοαναθρεμμένος|1
8164 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
8165 κακογλωσσεύω|1
8166 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
8167 κακοδιαθεσία|1
8168 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
8169 κακοκάρδισμα|1
8170 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
8171 κακοκαιρία|2
8172 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος
8173 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
8174 κακοκαρδίζω|1
8175 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ
8176 κακοκεφαλιά|1
8177 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα
8178 κακολογώ|1
8179 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
8180 κακομαθαίνω|1
8181 -|αποκτώ κακές συνήθειες|κακομαθαίνω|κακοσυνηθίζω
8182 κακομοίρης|2
8183 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
8184 -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος
8185 κακοποιός|1
8186 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης
8187 κακοσυνηθίζω|1
8188 -|αποκτώ κακές συνήθειες|κακομαθαίνω|κακοσυνηθίζω
8189 κακοτέχνημα|1
8190 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
8191 κακοτυχία|1
8192 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα
8193 κακοτυχίζω|1
8194 -|αναθεματίζω|αποκηρύσσω|αφορίζω|κακοτυχίζω|καταριέμαι
8195 κακοτύχισμα|1
8196 -|ανάθεμα|αποκήρυξη|αφορισμός|κακοτύχισμα|κατάρα
8197 κακουργία|1
8198 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος
8199 κακουχίες|1
8200 -|βάσανα|δεινά|κακουχίες|συμφορές|ταλαιπωρίες
8201 κακούργημα|1
8202 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος
8203 κακούργος|1
8204 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης
8205 κακόγουστος|1
8206 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
8207 κακόθωρος|1
8208 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
8209 κακόμοιρος|1
8210 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
8211 κακόπλασμα|1
8212 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα
8213 κακός|1
8214 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος
8215 κακότεχνος|1
8216 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
8217 κακότυχος|3
8218 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
8219 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
8220 -|άτυχος|ατυχής|δυστυχής|δυστυχισμένος|δύστυχος|κακότυχος
8221 καλαισθησία|1
8222 -|γούστο|καλαισθησία|φιλοκαλία
8223 καλαμπούρι|1
8224 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό
8225 καλαμόσπιτο|1
8226 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
8227 καλαντάρι|1
8228 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο
8229 καλιά|1
8230 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
8231 καλικάντζαρος|1
8232 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό
8233 καλλιέργεια|1
8234 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
8235 καλλιγράφος|1
8236 -|καλλιγράφος|κομψογράφος
8237 καλλιεργημένος|1
8238 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
8239 καλλιεργητής|1
8240 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης
8241 καλλιεργώ|2
8242 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
8243 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω
8244 καλλιτέχνης|1
8245 -|αριστοτέχνης|αρτίστας|δεξιοτέχνης|καλλιτέχνης|μαιτρ|μερακλής
8246 καλλονή|1
8247 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη
8248 καλλωπίζω|1
8249 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
8250 καλλύνω|1
8251 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
8252 καλογερεύω|1
8253 -|απομονώνομαι|καλογερεύω|μένω εργένης|μονάζω
8254 καλοδέχομαι|1
8255 -|δεξιώνομαι|καλοδέχομαι|καλωσορίζω|υποδέχομαι
8256 καλοζωία|1
8257 -|ευζωία|ευημερία|ευτυχία|καλοζωία|καλοπέραση|τρυφή
8258 καλοκαίρι|1
8259 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη
8260 καλοκαιριά|1
8261 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη
8262 καλομίλητος|1
8263 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας
8264 καλομαθημένος|1
8265 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός
8266 καλοπέραση|1
8267 -|ευζωία|ευημερία|ευτυχία|καλοζωία|καλοπέραση|τρυφή
8268 καλοπόδαρος|1
8269 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
8270 καλορίζικος|1
8271 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
8272 καλοστρατιά|1
8273 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι
8274 καλοσυνάδα|1
8275 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη
8276 καλοσυνάτος|1
8277 -|αγαθός|καλοσυνάτος|καλός
8278 καλοσύνη|1
8279 -|ευδία|ζέστες|θέρος|καλοκαίρι|καλοκαιρία|καλοκαιριά|καλοσυνάδα|καλοσύνη
8280 καλοτάξιδος|1
8281 -|καλοτάξιδος|κατευόδιο
8282 καλοτυχίσματα|1
8283 -|καλοτυχίσματα|παίνιες|παινέματα|συγχαρητήρια|συχαρίκια|συχαριάσματα
8284 καλοφαγάς|1
8285 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός
8286 καλούπι|1
8287 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα
8288 καλπάζω|1
8289 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
8290 καλυτερεύω|1
8291 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ
8292 καλωσορίζω|1
8293 -|δεξιώνομαι|καλοδέχομαι|καλωσορίζω|υποδέχομαι
8294 καλό|1
8295 -|αγαθοεργία|ελεημοσύνη|ευεργεσία|ευποιία|καλό|φιλανθρωπία
8296 καλόβολος|1
8297 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
8298 καλόγερος|1
8299 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
8300 καλόγνωμος|1
8301 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
8302 καλόκαρδος|1
8303 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος
8304 καλός|2
8305 -|αγαθός|καλοσυνάτος|καλός
8306 -|διακριτικός|ευγενής|ευγενικός|καλός
8307 καλύβα|1
8308 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
8309 καμάρι|1
8310 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
8311 καμάρωμα|1
8312 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
8313 καμαρωτός|1
8314 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης
8315 καμαρώνω|1
8316 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
8317 καμπίσιος|1
8318 -|καμπίσιος|πεδιαίος|πεδινός
8319 καμπινές|1
8320 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα
8321 καμπουριάζω|1
8322 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι
8323 καμπουριασμένος|1
8324 -|καμπουριασμένος|καμπούρης|κυρτωμένος|κυρτός|κυφός|σγουμπός
8325 καμπουρωτός|1
8326 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
8327 καμπούρης|1
8328 -|καμπουριασμένος|καμπούρης|κυρτωμένος|κυρτός|κυφός|σγουμπός
8329 καμπύλος|1
8330 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
8331 καμωμένος|1
8332 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος
8333 καναρινής|1
8334 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
8335 κανονίζω|2
8336 -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω
8337 -|επιστρατεύω|ιεραρχώ|κανονίζω|κατατάσσω|τακτοποιώ|ταξινομώ
8338 κανονικά|1
8339 -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά
8340 κανονικότητα|1
8341 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή
8342 κανόνας|1
8343 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια
8344 καπάρωμα|1
8345 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή
8346 καπάτσος|1
8347 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης
8348 καπαρώνω|1
8349 -|αγκαζάρω|δεσμεύω|καπαρώνω|προαγοράζω
8350 καπετάν|1
8351 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
8352 καπετάνιος|1
8353 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
8354 καπιτάλι|1
8355 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
8356 καπιταλιστές|1
8357 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
8358 καπνούρα|1
8359 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
8360 καπνός|1
8361 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
8362 καράβι|1
8363 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό
8364 καρέκλα|1
8365 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος
8366 καραβοκύρης|1
8367 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
8368 καραβόγατος|1
8369 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης
8370 καραντί|1
8371 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά
8372 καρβέλι|1
8373 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί
8374 καρδιοφλόγισμα|1
8375 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
8376 καρδιοχτυπώ|2
8377 -|αγωνιώ|αδημονώ|αμηχανώ|ανησυχώ|ανυπομονώ|καρδιοχτυπώ
8378 -|δονούμαι|καρδιοχτυπώ|συγκινούμαι|συγκλονίζομαι|ταράζομαι
8379 καρδιοχτύπι|2
8380 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα
8381 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
8382 καρμίρης|1
8383 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
8384 καρπός|2
8385 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος
8386 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
8387 καρτερία|1
8388 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
8389 κασαβέτι|1
8390 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
8391 κασκαρίκα|1
8392 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα
8393 καστέλι|1
8394 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο
8395 κατάβαση|1
8396 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
8397 κατάδειξη|1
8398 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα
8399 κατάδικος|1
8400 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος
8401 κατάδυση|1
8402 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα
8403 κατάθεση|1
8404 -|εναπόθεση|κατάθεση|μαρτυρία|ομολογία|παράδοση όπλων|τοποθέτηση
8405 κατάκλειστος|1
8406 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής
8407 κατάκοιτος|1
8408 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος
8409 κατάλληλος χρόνος|1
8410 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
8411 κατάλογος|1
8412 -|κατάλογος|κατάσταση|λίστα|ονομαστικό|ονοματολόγιο
8413 κατάμακρα|1
8414 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω
8415 κατάντικρυ|1
8416 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα
8417 κατάνυξη|1
8418 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
8419 κατάπληκτος|1
8420 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
8421 κατάπληξη|4
8422 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
8423 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα
8424 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
8425 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
8426 κατάρα|1
8427 -|ανάθεμα|αποκήρυξη|αφορισμός|κακοτύχισμα|κατάρα
8428 κατάργηση|1
8429 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
8430 κατάρριψη|1
8431 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
8432 κατάρτι|1
8433 -|άλμπουρο|άρμπουρο|κατάρτι|στηλίδα|τουρκέτο
8434 κατάρτιση|1
8435 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
8436 κατάσταση|1
8437 -|κατάλογος|κατάσταση|λίστα|ονομαστικό|ονοματολόγιο
8438 κατάστημα|1
8439 -|εμπορικό|κατάστημα|μαγαζάκι|μαγαζί
8440 κατάστιχο|1
8441 -|αλμανάκ|ατζέντα|επετηρίδα|ημεροδείκτης|ημερολόγιο|καζαμίας|καλαντάρι|κατάστιχο
8442 κατάσχεση|1
8443 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση
8444 κατάταξη|2
8445 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση
8446 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
8447 κατάφαση|1
8448 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση
8449 κατάχρηση|1
8450 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση
8451 κατέβασμα|3
8452 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση
8453 -|αποβίβαση|απόβαση|κάθοδος|κατέβασμα|ξεμπαρκάρισμα
8454 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
8455 κατέρχομαι|1
8456 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
8457 κατέχω|2
8458 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
8459 -|αρπάζω|κατέχω|κατακτώ|καταλαμβάνω|πιάνω|πιάνω χώρο
8460 κατήγορος|1
8461 -|εγκαλεστής|ενάγων|κατήγορος|μηνυτής
8462 κατήφορος|1
8463 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
8464 καταβάλλω|3
8465 -|εκμηδενίζω|καταβάλλω|κατανικώ|κατατροπώνω|νικώ|υπερισχύω
8466 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω
8467 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω
8468 καταβίβαση|1
8469 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
8470 καταβροχθίζω|1
8471 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω
8472 καταβόθρα|1
8473 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
8474 καταβύθιση|2
8475 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα
8476 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
8477 καταγίνομαι|1
8478 -|απασχολούμαι|ενασχολούμαι|καταγίνομαι
8479 καταγγέλλω|1
8480 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω
8481 καταγεμίζω|1
8482 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
8483 καταγράφω|1
8484 -|αναγράφω|γράφω|εγγράφω|καταγράφω|καταχωρώ|περιγράφω
8485 καταγωγή|1
8486 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
8487 καταδίδω|1
8488 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω
8489 καταδίκη|1
8490 -|δοκιμασία|ενοχοποίηση|καταδίκη|ποινή|ταλαιπωρία
8491 καταδίωξη|1
8492 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή
8493 καταδεικνύω|1
8494 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω
8495 καταδεκτικός|1
8496 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας
8497 καταδικάζω|1
8498 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
8499 καταδικασμένος|1
8500 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος
8501 καταδιωγμός|1
8502 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή
8503 καταδιώκω|1
8504 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ
8505 καταδολιευτικός|1
8506 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
8507 καταδυναστεύω|1
8508 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ
8509 καταθέτω|1
8510 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ
8511 καταθλίβω|1
8512 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
8513 καταιγίδα|1
8514 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός
8515 κατακάθι|1
8516 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα
8517 κατακάθισμα|1
8518 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση
8519 κατακλείδα|1
8520 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
8521 κατακλυσμός|1
8522 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός
8523 κατακομματιάζω|1
8524 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ
8525 κατακουράζομαι|1
8526 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι
8527 κατακρίνω|1
8528 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
8529 κατακρατώ|2
8530 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
8531 -|αιχμαλωτίζω|κατακρατώ|πιάνω|συλλαμβάνω
8532 κατακραυγή|1
8533 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα
8534 κατακτητής|1
8535 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής
8536 κατακτώ|2
8537 -|αρπάζω|κατέχω|κατακτώ|καταλαμβάνω|πιάνω|πιάνω χώρο
8538 -|αποκτώ|ιδιοποιούμαι|κατακτώ|κερδίζω|οικειοποιούμαι
8539 καταλήγω|1
8540 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω
8541 καταλήγω να χρησιμοποιήσω|1
8542 -|αναζητώ ασφάλεια|κάνω έκκληση|καταλήγω να χρησιμοποιήσω|καταφεύγω|προσφεύγω κάπου
8543 καταλαβαίνω|3
8544 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
8545 -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω
8546 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
8547 καταλαλώ|1
8548 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
8549 καταλαμβάνω|1
8550 -|αρπάζω|κατέχω|κατακτώ|καταλαμβάνω|πιάνω|πιάνω χώρο
8551 καταλύω|1
8552 -|ανατρέπω|αφανίζω|καταλύω|καταργώ|καταστρέφω|φθείρω
8553 καταμέτρηση|1
8554 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
8555 καταμερισμός|1
8556 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός
8557 καταμεσήμερο|1
8558 -|γέμα|καταμεσήμερο|μεσημέρι|μεσημβρία
8559 καταμεσής|1
8560 -|ανάμεσα|αναμεταξύ|ενδιαμέσως|καταμεσής|μεταξύ
8561 κατανίκηση|1
8562 -|άθλος|επιτυχία|θρίαμβος|κατανίκηση|μεγαλούργημα|νίκη
8563 καταναλωτής|1
8564 -|αγοραστής|καταναλωτής|πελάτης|ψωνιστής
8565 καταναλώνω|1
8566 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω
8567 κατανικώ|3
8568 -|εκμηδενίζω|καταβάλλω|κατανικώ|κατατροπώνω|νικώ|υπερισχύω
8569 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω
8570 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω
8571 κατανομή|1
8572 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός
8573 κατανοώ|1
8574 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
8575 καταντώ|1
8576 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω
8577 καταξεσχίζω|1
8578 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
8579 καταξοδεύω|1
8580 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω
8581 καταξοδιάζω|1
8582 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω
8583 καταπίνω|1
8584 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω
8585 καταπιέζω|2
8586 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
8587 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ
8588 καταπλήσσω|1
8589 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ
8590 καταπληκτικός|2
8591 -|αγαστός|αξιοθαύμαστος|επίφθονος|θαυμαστός|καταπληκτικός
8592 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
8593 καταπλημμύρηση|1
8594 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός
8595 καταπνίγω|1
8596 -|καταπνίγω|καταστέλλω|πνίγω τελειωτικά
8597 καταποδιαστά|1
8598 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα
8599 καταποτήρας|1
8600 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
8601 καταπραΰνω|1
8602 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ
8603 καταπόδι|1
8604 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα
8605 καταραμένος|1
8606 -|αναθεματισμένος|αφορεσμένος|αφορισμένος|επικατάρατος|καταραμένος
8607 καταργώ|1
8608 -|ανατρέπω|αφανίζω|καταλύω|καταργώ|καταστρέφω|φθείρω
8609 καταριέμαι|1
8610 -|αναθεματίζω|αποκηρύσσω|αφορίζω|κακοτυχίζω|καταριέμαι
8611 καταρρίπτω|2
8612 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω
8613 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
8614 καταρτίζω|1
8615 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
8616 καταρχάς|1
8617 -|αρχικά|αρχικώς (λογ.)|εν πρώτοις (λογ.)|καταρχάς (λογ.)|πρώτα- πρώτα (καθ.)
8618 κατασκευάζω|1
8619 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
8620 κατασπαράζω|1
8621 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
8622 κατασπατάληση|1
8623 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση
8624 κατασπιλώνω|1
8625 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω
8626 καταστάλαγμα|1
8627 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα
8628 καταστέλλω|1
8629 -|καταπνίγω|καταστέλλω|πνίγω τελειωτικά
8630 κατασταλάζω|1
8631 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω
8632 καταστενοχωρώ|1
8633 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ
8634 καταστηματάρχης|1
8635 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής
8636 καταστρέφω|2
8637 -|ανατρέπω|αφανίζω|καταλύω|καταργώ|καταστρέφω|φθείρω
8638 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
8639 καταστρεπτικός|1
8640 -|αθεράπευτος|ανήκεστος|ανίατος|ανεπανόρθωτος|καταστρεπτικός|φοβερός
8641 καταστροφή|2
8642 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
8643 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός
8644 καταστρώνω|1
8645 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
8646 κατατάσσω|1
8647 -|επιστρατεύω|ιεραρχώ|κανονίζω|κατατάσσω|τακτοποιώ|ταξινομώ
8648 κατατοπίζω|1
8649 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ
8650 κατατοπισμός|1
8651 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
8652 κατατρέχω|1
8653 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ
8654 κατατρίβω|1
8655 -|ασχολούμαι|γίνομαι έμπειρος|κατατρίβω|τρίβομαι
8656 κατατρεγμός|1
8657 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή
8658 κατατροπώνω|1
8659 -|εκμηδενίζω|καταβάλλω|κατανικώ|κατατροπώνω|νικώ|υπερισχύω
8660 κατατρώγω|1
8661 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω
8662 κατατόπιση|1
8663 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
8664 καταυλισμός|1
8665 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα
8666 καταφέρνω|1
8667 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω
8668 καταφεύγω|1
8669 -|αναζητώ ασφάλεια|κάνω έκκληση|καταλήγω να χρησιμοποιήσω|καταφεύγω|προσφεύγω κάπου
8670 καταφρονώ|1
8671 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ
8672 καταφύγιο|2
8673 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
8674 -|άσυλο|απαραβίαστος χώρος|ευαγές ίδρυμα|καταφύγιο|φιλανθρωπικό ίδρυμα
8675 καταχεριά|2
8676 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
8677 -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
8678 καταχθόνιος|1
8679 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης
8680 καταχνιά|1
8681 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
8682 καταχωνιάζω|1
8683 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω
8684 καταχωρώ|1
8685 -|αναγράφω|γράφω|εγγράφω|καταγράφω|καταχωρώ|περιγράφω
8686 καταχώνιασμα|1
8687 -|αποσκέπασμα|απόκρυψη|καταχώνιασμα|κρύψιμο|παράχωμα|συγκάλυψη
8688 καταψύχω|1
8689 -|αποξυλιάζω|καταψύχω|κρυσταλλιάζω|παγώνω|υπερψύχω|ψυχραίνω
8690 κατεβάζω|1
8691 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω
8692 κατεβαίνω|1
8693 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
8694 κατεδάφιση|1
8695 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο
8696 κατεδαφίζω|1
8697 -|γκρεμίζω|κατεδαφίζω|ξεθεμελιώνω|ρίχνω|χαλώ
8698 κατελώ|1
8699 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω
8700 κατεργάρης|1
8701 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος
8702 κατεργάρικος|1
8703 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
8704 κατευθύνομαι|1
8705 -|αποβλέπω|διευθύνομαι|κατευθύνομαι|πορεύομαι
8706 κατευνάζω|1
8707 -|καθησυχάζω|κατευνάζω
8708 κατευοδώνω|1
8709 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω
8710 κατευόδιο|1
8711 -|καλοτάξιδος|κατευόδιο
8712 κατεύθυνση|1
8713 -|κατεύθυνση|πορεία
8714 κατηγορηματικός|1
8715 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός
8716 κατηγοριοποίηση|1
8717 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση
8718 κατηγορώ|4
8719 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω
8720 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
8721 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ
8722 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
8723 κατηφής|1
8724 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
8725 κατηφορίζω|1
8726 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
8727 κατηφοριά|1
8728 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
8729 κατηφόρισμα|1
8730 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
8731 κατοικία|1
8732 -|κατοικία|οίκος|οικεία|πολυκατοικία|σπίτι
8733 κατοικίδιος|1
8734 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
8735 κατοικώ|1
8736 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω
8737 κατολίσθηση|1
8738 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
8739 κατοπινός|2
8740 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
8741 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος
8742 κατορθώνω|1
8743 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω
8744 κατοχή|1
8745 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση
8746 κατοχυρώνω|1
8747 -|ασφαλίζω|διασφαλίζω|εξασφαλίζω|θωρακίζω|κατοχυρώνω|σιγουράρω
8748 κατρακυλώ|1
8749 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
8750 κατσιπόδης|1
8751 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό
8752 κατσουφιασμένος|1
8753 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
8754 κατσούφης|1
8755 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
8756 κατωφέρεια|1
8757 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
8758 κατόπι|1
8759 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα
8760 κατόπιν|1
8761 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
8762 κατόρθωμα|1
8763 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά
8764 καυτερός|1
8765 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
8766 καυτηριάζω|2
8767 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
8768 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
8769 καυτός|1
8770 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
8771 καυχησιά|1
8772 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
8773 καυχησιάρης|1
8774 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
8775 καυχιέμαι|1
8776 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
8777 καφέα|1
8778 -|αφέψημα|καφέα|καφές|καφεόδεντρο|μαυροζούμι
8779 καφές|1
8780 -|αφέψημα|καφέα|καφές|καφεόδεντρο|μαυροζούμι
8781 καφεόδεντρο|1
8782 -|αφέψημα|καφέα|καφές|καφεόδεντρο|μαυροζούμι
8783 καχεκτικός|1
8784 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός
8785 καψαλίζω|2
8786 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω
8787 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
8788 καψερός|2
8789 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
8790 -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος
8791 καψώνω|1
8792 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
8793 καύση|1
8794 -|κάψιμο|καύση
8795 καύσωνας|1
8796 -|ζέστα|ζέστη|θερμότητα|κάψα|καύσωνας|λάβρα
8797 καύχημα|1
8798 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
8799 κελάηδημα|1
8800 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος
8801 κελάρι|1
8802 -|αμπάρι|ανήλιο|αποθήκη|κελάρι|κρασοβόλι
8803 κελαηδισμός|1
8804 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος
8805 κελαηδώ|1
8806 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
8807 κελεπούρι|1
8808 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
8809 κελιώτης|1
8810 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
8811 κεντίδι|1
8812 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
8813 κεντρί|1
8814 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
8815 κεντρίζω|1
8816 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ
8817 κεντώ|1
8818 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ
8819 κενότητα|1
8820 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα
8821 κεραυνός|1
8822 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
8823 κεραυνώνω|1
8824 -|αποσβολώνω|αποστομώνω|αφοπλίζω|βουβαίνω|κεραυνώνω|φιμώνω
8825 κερδίζω|1
8826 -|αποκτώ|ιδιοποιούμαι|κατακτώ|κερδίζω|οικειοποιούμαι
8827 κερνώ|1
8828 -|κερνώ|οινοχοώ|προσφέρω|τρατάρω|φιλεύω
8829 κεφάλαιο|1
8830 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
8831 κεφαλίδα|1
8832 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
8833 κεφαλόπονος|1
8834 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
8835 κεχριμπαρένιος|1
8836 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
8837 κηλίδα|1
8838 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
8839 κηλιδώνω|2
8840 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω
8841 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω
8842 κηπευτός|1
8843 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
8844 κηρύττω|1
8845 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω
8846 κηφήνας|2
8847 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
8848 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης
8849 κινηματογραφικό έργο|1
8850 -|κινηματογραφικό έργο|λουρίδα|ταινία
8851 κινητός|1
8852 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος
8853 κιοτής|1
8854 -|άτολμος|δειλός|κιοτής
8855 κιτρίνισμα|1
8856 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα
8857 κιότεμα|1
8858 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία
8859 κλάδος|1
8860 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο
8861 κλάσμα|1
8862 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
8863 κλάψα|1
8864 -|Κακά λόγια ή καλά (Ν/Α)|Κλάψα|Συνέστιμα για τον άλλο (Ν/Α)
8865 κλάψιμο|1
8866 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός
8867 κλέφτης|2
8868 -|βλαβερός|βλαπτικός|δολοφόνος|εγκληματίας|κακοήθης|κακοποιός|κακούργος|κλέφτης
8869 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας
8870 κλέψιμο|1
8871 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία
8872 κλήμα|1
8873 -|άμπελος|αμπέλι|αμπελοφυτεία|αμπελώνας|κλήμα
8874 κλήρος|1
8875 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
8876 κλήρωση|1
8877 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
8878 κλίμα|1
8879 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
8880 κλίμακα|1
8881 -|διαβάθμιση|κλίμακα|σκάλα|σκαλοπάτια
8882 κλίση|1
8883 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
8884 κλαίω|1
8885 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
8886 κλαμός|1
8887 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός
8888 κλασικός|1
8889 -|άριστος|αναγνωρισμένος|κλασικός
8890 κλασματικός αριθμός|1
8891 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
8892 κλείδωση|1
8893 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος
8894 κλείνω|2
8895 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
8896 -|αμπαρώνω|ασφαλίζω|κλείνω|κλειδώνω|μανταλώνω|συρταρώνω
8897 κλείσιμο|1
8898 -|αποκλεισμός|κλείσιμο
8899 κλειδώνω|1
8900 -|αμπαρώνω|ασφαλίζω|κλείνω|κλειδώνω|μανταλώνω|συρταρώνω
8901 κλειστός|2
8902 -|αδιάβατος|αδιάπλευστος|αδιέξοδος|αδιαπέραστος|αδιαπόρευτος|απέραστος|απερπάτητος|δυσκολοπερπάτητος|κλειστός
8903 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής
8904 κλεφτός|1
8905 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
8906 κλεψιά|1
8907 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία
8908 κληρικός|1
8909 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος
8910 κληρονομιά|1
8911 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
8912 κληρονομικός|1
8913 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος
8914 κληρουχία|1
8915 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός
8916 κλονιζόμενος|1
8917 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής
8918 κλωθογυρίζω|1
8919 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
8920 κλύδωνας|1
8921 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά
8922 κοίλωμα|1
8923 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
8924 κοίτασμα|1
8925 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση
8926 κοιλαδερφός|1
8927 -|αδελφός|κοιλαδερφός|ομογάλακτος|ομογάστριος|ομομήτριος|σύγγονος
8928 κοιλιοδουλία|1
8929 -|αδηφαγία|γαστριμαργία|κοιλιοδουλία|πολυφαγία
8930 κοιλότητα|1
8931 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
8932 κοιμάμαι|1
8933 -|κοιμάμαι|πεθαίνω
8934 κοινοβιάτης|1
8935 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
8936 κοινολογώ|1
8937 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ
8938 κοινοποίηση|1
8939 -|άγγελμα|αγγελία|αναγγελία|ανακοίνωση|γνωστοποίηση|δηλοποίηση|διακήρυξη|κοινοποίηση
8940 κοινοποιώ|1
8941 -|αναγγέλλω|ανακοινώνω|γνωστοποιώ|δηλοποιώ|δημοσιεύω|διαγγέλλω|διακηρύσσω|διακοινώνω|εκμυστηρεύομαι|κοινολογώ|κοινοποιώ
8942 κοινοπρακτώ|1
8943 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ
8944 κοινωνία|1
8945 -|άνθρωποι|ανθρωπότητα|κοινωνία|κοσμάκης|κόσμος
8946 κοινωνός|1
8947 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος
8948 κοινός|1
8949 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός
8950 κοιτάζω|1
8951 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
8952 κοιτάζω ολόγυρα|1
8953 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
8954 κοκκινίζω|1
8955 -|ζεσταίνω|θερμαίνω|κοκκινίζω|πυρακτώνω|πυρώνω|φλογίζω
8956 κοκορεύομαι|1
8957 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
8958 κολίγας|1
8959 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος
8960 κολακεύω|1
8961 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι
8962 κολασμένος|1
8963 -|αδικητής|αμαρτωλός|ανήθικος|κολασμένος|κριματισμένος|παραβάτης
8964 κολεός|1
8965 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
8966 κολιγιακός|1
8967 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός
8968 κολικιάζω|1
8969 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
8970 κολλητά|1
8971 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά
8972 κολοσσιαίος|1
8973 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
8974 κολοσσός|1
8975 -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός
8976 κομεντί|1
8977 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα
8978 κομμάτι|3
8979 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
8980 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο
8981 -|κομμάτι|κόμμα|μέρος όλου|πολιτική μερίδα|σημείο στίξης|τεμάχιο
8982 κομματιάζω|1
8983 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
8984 κομμουνιστής|1
8985 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
8986 κομπίνα|1
8987 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
8988 κομπανία|1
8989 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
8990 κομπασμός|1
8991 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
8992 κομπαστής|1
8993 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
8994 κομπλιμενταδόρος|1
8995 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
8996 κομπλιμεντόζος|1
8997 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
8998 κομπογιαννίτης|1
8999 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος
9000 κομψογράφος|1
9001 -|καλλιγράφος|κομψογράφος
9002 κονάκι|1
9003 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
9004 κονιοποιώ|1
9005 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω
9006 κονιορτός|1
9007 -|κονιορτός|κόνις|ξηρίο|πούλβερη|σκονάκι|σκόνη
9008 κοντά|1
9009 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά
9010 κοντοβασίλεμα|1
9011 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο
9012 κοντράστο|1
9013 -|αντίβαλμα|αντίθεση|αντίπραξη|αντίφαση|αντιγνωμία|αντινομία|αντιπαράθεση|αντιφατικότητα|ασυμφωνία|διαφορά|εναντίωση|εναντιολογία|εναντιότητα|κοντράστο
9014 κοπή|1
9015 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων
9016 κοπαδιαστά|1
9017 -|αγεληδόν|αθρόα|κοπαδιαστά|σωρηδόν
9018 κοπελιά|1
9019 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη
9020 κοπιάζω|2
9021 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι
9022 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση
9023 κοπιάρω|1
9024 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω
9025 κοπριά|1
9026 -|κοπριά|λίπασμα
9027 κοπρόσκυλο|1
9028 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
9029 κοράσι|1
9030 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη
9031 κορίτσι|1
9032 -|έξυπνη γυναίκα|θηλυκό|κορίτσι|κόρη
9033 κορακίστικος|1
9034 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
9035 κορδωμένος|1
9036 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
9037 κορδωτός|1
9038 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης
9039 κορδώνομαι|2
9040 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
9041 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
9042 κορμοστασιά|1
9043 -|ανάστημα|ηθικό έρεισμα|κορμοστασιά|μπόι|ύψος
9044 κοροϊδία|1
9045 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη
9046 κοροϊδίστικα|1
9047 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
9048 κοροϊδεύω|1
9049 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
9050 κοσμάκης|1
9051 -|άνθρωποι|ανθρωπότητα|κοινωνία|κοσμάκης|κόσμος
9052 κοσμοαγάπητος|1
9053 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός
9054 κοσμοναύτης|1
9055 -|αστροναύτης|διαστημάνθρωπος|κοσμοναύτης
9056 κοσμοπλημμύρα|1
9057 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
9058 κοσμοσυρροή|1
9059 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
9060 κοσμώ|1
9061 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
9062 κοστιστικός|1
9063 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
9064 κουβέντα|1
9065 -|διάλογος|κουβέντα|συζήτηση|συνομιλία
9066 κουβαλιέμαι|1
9067 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω
9068 κουβεντιάζω|1
9069 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι
9070 κουλουριάζω|1
9071 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
9072 κουλουριασμένος|1
9073 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
9074 κουλούρα|1
9075 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι
9076 κουλτούρα|1
9077 -|κουλτούρα|πολιτισμός
9078 κουμπάρος|1
9079 -|ανάδοχος|εγγυητής|κουμπάρος|νουνός|ονοματοθέτης|σύντεκνος
9080 κουμπούρας|2
9081 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
9082 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο
9083 κουνάβι|1
9084 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός
9085 κουνώ|1
9086 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω
9087 κουνώ βίαια|1
9088 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
9089 κουνώ δυνατά|1
9090 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
9091 κουπόνι|1
9092 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
9093 κουράγιο|1
9094 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
9095 κουράρω|1
9096 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
9097 κουραμάνα|1
9098 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί
9099 κουραστικός|1
9100 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός
9101 κουρνιάζω|1
9102 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω
9103 κουροφέξαλα|1
9104 -|αερολογήματα|ανοησίες|αρλούμπες|κουροφέξαλα|κουταμάρες|σαχλαμάρες
9105 κουσούρι|2
9106 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα
9107 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό
9108 κουστούμι|1
9109 -|ένδυμα|ενδυμασία|κουστούμι|περίβλημα|ρούχο|φόρεμα
9110 κουστωδία|1
9111 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
9112 κουταμάρες|1
9113 -|αερολογήματα|ανοησίες|αρλούμπες|κουροφέξαλα|κουταμάρες|σαχλαμάρες
9114 κουτούτσικος|1
9115 -|αγαθιάρης|απλοϊκός|απονήρευτος|ευκολόπιστος|κουτούτσικος|χαζούλης
9116 κουτρουβαλώ|1
9117 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
9118 κουτσομπολεύω|1
9119 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
9120 κουφάρι|1
9121 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός
9122 κοχλίας|1
9123 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή
9124 κούκλος|1
9125 -|γοητευτικός|κούκλος|ωραίος|όμορφος
9126 κούνημα|1
9127 -|αιώρηση|κούνημα|μετεώρισμα|ταλάντευση|τραμπάλισμα
9128 κούρσα|1
9129 -|αμάξι|αυτοκίνητο|κούρσα|τροχοφόρο|όχημα
9130 κούτσουρο|2
9131 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
9132 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο
9133 κούφιος|1
9134 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
9135 κράζω|1
9136 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
9137 κράτηση|1
9138 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση
9139 κράτος|1
9140 -|αρχή|εγκατεστημένος|καθεστώς|κράτος|πολίτευμα|πολιτεία
9141 κρέμομαι|1
9142 -|αιωρούμαι|επικρέμομαι|κρέμομαι
9143 κρίκος|1
9144 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι
9145 κρίμα|1
9146 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
9147 κρίνω ορθά|1
9148 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
9149 κρίση|1
9150 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα
9151 κραδαίνω|1
9152 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
9153 κρασοβόλι|1
9154 -|αμπάρι|ανήλιο|αποθήκη|κελάρι|κρασοβόλι
9155 κρασοκανάτας|1
9156 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής
9157 κραταιός|2
9158 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος
9159 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
9160 κρατητά|1
9161 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
9162 κρατιέμαι|1
9163 -|κρατιέμαι|συγκρατούμαι
9164 κρατούμενος|1
9165 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος
9166 κρατώ|2
9167 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
9168 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ
9169 κραυγάζω|2
9170 -|αλαλάζω|ενθουσιάζομαι|κραυγάζω|φωνάζω δυνατά
9171 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
9172 κρεβατωμένος|1
9173 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος
9174 κρεμάλα|1
9175 -|αγχόνη|απαγχονισμός|βρόχος|κρεμάλα|φούρκα|φούρκισμα
9176 κρηπίδα|1
9177 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
9178 κρηπίδωμα|1
9179 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
9180 κρησάρα|1
9181 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα
9182 κρησφύγετο|1
9183 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
9184 κριματισμένος|1
9185 -|αδικητής|αμαρτωλός|ανήθικος|κολασμένος|κριματισμένος|παραβάτης
9186 κριτικάρω|1
9187 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
9188 κροίσος|1
9189 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος
9190 κροκάτος|1
9191 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
9192 κροκής|1
9193 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
9194 κρυπτός|1
9195 -|κρυπτός|κρυφός|λαθραίος|μυστικός
9196 κρυσταλλιάζω|1
9197 -|αποξυλιάζω|καταψύχω|κρυσταλλιάζω|παγώνω|υπερψύχω|ψυχραίνω
9198 κρυφάκουσμα|1
9199 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση
9200 κρυφός|2
9201 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός
9202 -|κρυπτός|κρυφός|λαθραίος|μυστικός
9203 κρυψώνας|1
9204 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
9205 κρύβω|1
9206 -|αποκρύπτω|αποσιωπώ|αποσκεπάζω|κρύβω|παραλείπω|συγκαλύπτω
9207 κρύος|2
9208 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
9209 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός
9210 κρύψιμο|1
9211 -|αποσκέπασμα|απόκρυψη|καταχώνιασμα|κρύψιμο|παράχωμα|συγκάλυψη
9212 κτήση|1
9213 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση
9214 κυανό χρώμα|1
9215 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός
9216 κυβερνήτης|2
9217 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος
9218 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
9219 κυβερνώ|1
9220 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
9221 κυκλικός|1
9222 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
9223 κυκλοτερής|1
9224 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
9225 κυκλώνω|1
9226 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
9227 κυκλώπειος|1
9228 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
9229 κυνήγημα|1
9230 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή
9231 κυνήγι|1
9232 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή
9233 κυνηγητό|1
9234 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή
9235 κυνηγώ|1
9236 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ
9237 κυνισμός|1
9238 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά
9239 κυοφορία|1
9240 -|γκάστρι|γκαστριά|εγκυμοσύνη|κυοφορία|κύηση
9241 κυρίαρχος|3
9242 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
9243 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής
9244 -|άρχοντας|άρχος|αριστοκράτης|αρχηγός|αφέντης|αφεντικό|διοικητής|εκλεκτός|ευγενής|ευπατρίδης|κυβερνήτης|κυρίαρχος
9245 κυριεύω|1
9246 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
9247 κυριότητα|1
9248 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση
9249 κυρτωμένος|2
9250 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
9251 -|καμπουριασμένος|καμπούρης|κυρτωμένος|κυρτός|κυφός|σγουμπός
9252 κυρτός|2
9253 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
9254 -|καμπουριασμένος|καμπούρης|κυρτωμένος|κυρτός|κυφός|σγουμπός
9255 κυρτώνω|1
9256 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
9257 κυφός|1
9258 -|καμπουριασμένος|καμπούρης|κυρτωμένος|κυρτός|κυφός|σγουμπός
9259 κωλύω|1
9260 -|εμποδίζω|κωλύω
9261 κωμικός|1
9262 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός
9263 κωμωδία|1
9264 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα
9265 κόβομαι|1
9266 -|κόβομαι|σκίζομαι|σχάζομαι|χωρίζομαι
9267 κόκαλα|1
9268 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός
9269 κόκκινος|1
9270 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
9271 κόκκος|1
9272 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
9273 κόλακας|1
9274 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
9275 κόλαφος|1
9276 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
9277 κόλπο|2
9278 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
9279 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία
9280 κόλπος|1
9281 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
9282 κόλπωση|1
9283 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
9284 κόμιση|1
9285 -|άφιξη|έλευση|ερχομός|κόμιση
9286 κόμμα|1
9287 -|κομμάτι|κόμμα|μέρος όλου|πολιτική μερίδα|σημείο στίξης|τεμάχιο
9288 κόμπιασμα|1
9289 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα
9290 κόνις|1
9291 -|κονιορτός|κόνις|ξηρίο|πούλβερη|σκονάκι|σκόνη
9292 κόπια|1
9293 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση
9294 κόρδα|1
9295 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
9296 κόρδωμα|2
9297 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
9298 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
9299 κόρη|2
9300 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη
9301 -|έξυπνη γυναίκα|θηλυκό|κορίτσι|κόρη
9302 κόρφος|1
9303 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
9304 κόσκινο|1
9305 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα
9306 κόσμημα|2
9307 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων
9308 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
9309 κόσμος|1
9310 -|άνθρωποι|ανθρωπότητα|κοινωνία|κοσμάκης|κόσμος
9311 κότημα|1
9312 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
9313 κόφτης|1
9314 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής
9315 κόψιμο|1
9316 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων
9317 κύηση|1
9318 -|γκάστρι|γκαστριά|εγκυμοσύνη|κυοφορία|κύηση
9319 κύκλος|1
9320 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι
9321 κύρης|1
9322 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής
9323 κύριο μέρος|1
9324 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
9325 κύριος|3
9326 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
9327 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής
9328 -|έμπειρος|γνώστης|ειδήμονας|επαΐων|ιδιοκτήτης|κάτοχος|κύριος
9329 κύρτωμα|1
9330 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
9331 λάβρα|1
9332 -|ζέστα|ζέστη|θερμότητα|κάψα|καύσωνας|λάβρα
9333 λάβρος|2
9334 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
9335 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
9336 λάγνος|1
9337 -|ηδυπαθής|λάγνος|φιλήδονος
9338 λάδι|1
9339 -|έλαιο|λάδι
9340 λάθος|4
9341 -|αβλέπτημα|αβλεψία|απροσεξία|λάθος|παρόραμα
9342 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
9343 -|ανακρίβεια|αναλήθεια|λάθος|παραδρομή|σφάλμα|ψέμα
9344 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
9345 λάκκος|1
9346 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
9347 λέγεται|1
9348 -|διαδίδεται|διαθρυλείται|θρυλείται|λέγεται|λένε|φημολογείται
9349 λένε|1
9350 -|διαδίδεται|διαθρυλείται|θρυλείται|λέγεται|λένε|φημολογείται
9351 λέρα|2
9352 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
9353 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
9354 λήμμα|1
9355 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
9356 λήξη|1
9357 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
9358 λίγο-λίγο|1
9359 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
9360 λίγος|1
9361 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος
9362 λίμνη|1
9363 -|λίμνη|λιμνούλα
9364 λίπασμα|1
9365 -|κοπριά|λίπασμα
9366 λίστα|1
9367 -|κατάλογος|κατάσταση|λίστα|ονομαστικό|ονοματολόγιο
9368 λαίλαπα|1
9369 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά
9370 λαίμαργος|1
9371 -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς
9372 λαβωματιά|1
9373 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα
9374 λαβύρινθος|1
9375 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
9376 λαβώνομαι|1
9377 -|λαβώνομαι|πληγώνομαι|τραυματίζομαι
9378 λαβώνω|1
9379 -|λαβώνω|πληγώνω|τραυματίζω
9380 λαγάνα|1
9381 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί
9382 λαδιά|1
9383 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
9384 λαθεμένος|1
9385 -|ανακριβής|αναληθής|κίβδηλος|λαθεμένος|ψευδής|ψεύτικος
9386 λαθεύω|1
9387 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω
9388 λαθραίος|1
9389 -|κρυπτός|κρυφός|λαθραίος|μυστικός
9390 λακωνικός|1
9391 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος
9392 λαλώ|1
9393 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
9394 λαμπάδα|1
9395 -|δάδα|δαυλί|λαμπάδα
9396 λαμπίκος|1
9397 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
9398 λαμπικάρισμα|1
9399 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο
9400 λαμπρός|2
9401 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
9402 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός
9403 λανθασμένος|1
9404 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
9405 λανσάρω|1
9406 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω
9407 λαοφιλής|1
9408 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός
9409 λασπιά|1
9410 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
9411 λασπουριά|1
9412 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
9413 λατρευτός|1
9414 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος
9415 λατρεύω|1
9416 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για
9417 λαυρίτης|1
9418 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
9419 λαχάνιασμα|1
9420 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα
9421 λαχαίνει|1
9422 -|γίνεται|λαχαίνει|συμβαίνει|συντελείται|τρέχει|τυχαίνει
9423 λαχανιάζω|1
9424 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ
9425 λαχανόκηπος|1
9426 -|ανθοκήπιο|ανθώνας|κήπος|λαχανόκηπος|μπαξές|περιβόλι
9427 λαχείο|1
9428 -|ανέλπιστο αγαθό|ανακάλυψη|βρέμα|βρέσιμο|βρεσίδι|δημιουργία|εξεύρημα|επινόημα|επινόηση|ευρεθέν|εφεύρεση|εύρημα|κελεπούρι|λαχείο
9429 λαχνός|1
9430 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
9431 λαχταρά|2
9432 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
9433 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς
9434 λαός|1
9435 -|έθνος|γένος|λαός|μιλέτι|ράτσα|φυλή
9436 λείος|1
9437 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός
9438 λείπω|1
9439 -|απουσιάζω|δε συμμετέχω|δεν παραβρίσκομαι|δεν υπάρχω|είμαι απών|λείπω
9440 λεβέντης|1
9441 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος
9442 λεγάμενος|1
9443 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος
9444 λειψάδα|1
9445 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα
9446 λειψός|2
9447 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος
9448 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος
9449 λεκές|1
9450 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
9451 λεκιά|1
9452 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
9453 λεκιασμένος|1
9454 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
9455 λεκτικός τρόπος|1
9456 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος
9457 λεμονής|1
9458 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
9459 λεπτότητα τρόπων|1
9460 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή
9461 λερωμένος|1
9462 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
9463 λερός|1
9464 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
9465 λευΐτης|1
9466 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος
9467 λευκάτος|1
9468 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
9469 λευκόχρωμος|1
9470 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
9471 λευτέρωμα|1
9472 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία
9473 λευτερώνω|1
9474 -|απελευθερώνω|ελευθερώνω|λευτερώνω
9475 λεφούσι|1
9476 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο
9477 λεφτά|1
9478 -|έντονος|ηχηρός|λεφτά|παράς|σκαστός|χρήμα
9479 λεφτάς|1
9480 -|ευκατάστατος|εύπορος|λεφτάς|παραδούχος|πλούσιος
9481 λεύτερος|1
9482 -|άκαμπτος|άσκυφτος|αγονάτιστος|αδούλωτος|αλύγιστος|ανίκητος|απροσκύνητος|λεύτερος
9483 λημέρι|1
9484 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
9485 λημεριάζω|1
9486 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω
9487 λησμονώ|1
9488 -|απαρνιέμαι|αποκηρύσσω|απορρίπτω|αρνιέμαι|εγκαταλείπω|λησμονώ
9489 λιακάδα|1
9490 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος
9491 λιβανίζω|1
9492 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι
9493 λιβανιστής|1
9494 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
9495 λιγοστός|1
9496 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός
9497 λιγοψυχιά|1
9498 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία
9499 λιγόποσος|1
9500 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός
9501 λιμάνι|1
9502 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
9503 λιμενίζομαι|1
9504 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω
9505 λιμενίζω|1
9506 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω
9507 λιμνούλα|1
9508 -|λίμνη|λιμνούλα
9509 λιοντάρι|1
9510 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος
9511 λιονταρόψυχος|1
9512 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
9513 λιπόθριξ|1
9514 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός
9515 λιτός|3
9516 -|αδιακόσμητος|ακόσμητος|απέριττος|απλούμιστος|απλός|αποίκιλτος|αστόλιστος|ατημέλητος|λιτός
9517 -|άπλαστος|άπλερος|αδιάπλαστος|αδιαμόρφωτος|αμέστωτος|απέριττος|απλός|ασχημάτιστος|λιτός
9518 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
9519 λιόβγαλμα|1
9520 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
9521 λογάρι|1
9522 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα
9523 λογίζομαι|1
9524 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ
9525 λογαριάζω|2
9526 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω
9527 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ
9528 λογιάζω|1
9529 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
9530 λογισμικό|1
9531 -|λογισμικό|πρόγραμμα (καθ.)
9532 λογομαχία|1
9533 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
9534 λοξομάτης|1
9535 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης
9536 λοξός|2
9537 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
9538 -|δύστροπος|ζαβός|ιδιότροπος|λοξός|στραβός|στρεβλός
9539 λοξόφθαλμος|1
9540 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης
9541 λουρίδα|1
9542 -|κινηματογραφικό έργο|λουρίδα|ταινία
9543 λουστραρισμένος|1
9544 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός
9545 λουστραριστός|1
9546 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός
9547 λούσο|1
9548 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
9549 λυγισμένος|1
9550 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
9551 λυκόφως|2
9552 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο
9553 -|αμφιλύκη|λυκόφως|σκιόφως
9554 λυμένος|2
9555 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος
9556 -|άδετος|αδέσμευτος|ανεμπόδιστος|ανεπιτήρητος|ελεύθερος|λυμένος
9557 λυπάμαι|2
9558 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ
9559 -|λυπάμαι|οικτίρω|σπλαχνίζομαι|σπλαχνιέμαι|συμπονώ|ψυχοπονώ
9560 λυπηρός|1
9561 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος
9562 λυπησιά|1
9563 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
9564 λυπητερός|1
9565 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος
9566 λυσιτελής|1
9567 -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος
9568 λυτό|1
9569 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
9570 λόγιο|1
9571 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό
9572 λόγος|3
9573 -|αγόρευση|δημηγορία|διάλεξη|εκφώνηση λόγου|λόγος|ομιλία
9574 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη
9575 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό
9576 λύνω|1
9577 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω
9578 λύπη|2
9579 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
9580 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς
9581 λύπηση|1
9582 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
9583 λύτρωση|1
9584 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία
9585 μάγκας|1
9586 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι
9587 μάζεμα|2
9588 -|ελάττωση|μάζεμα|μίκρεμα|περιορισμός|συστολή|σύμπτυξη
9589 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
9590 μάζωμα|1
9591 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
9592 μάθηση|1
9593 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
9594 μάκενα|1
9595 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
9596 μάκρος|1
9597 -|άβυσσος|απόσταση|διάσταση|διάστημα|διαφορά|ετερότητα|μάκρος
9598 μάλωμα|1
9599 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
9600 μάνα|1
9601 -|μάνα|μαμά|μανούλα|μητέρα
9602 μάντεμα|1
9603 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
9604 μάρτυρας|1
9605 -|θεατής|μάρτυρας|μπανιστηριτζής
9606 μάστορας|1
9607 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
9608 μάστορης|1
9609 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
9610 μάταιος|1
9611 -|ανώφελος|ηλίθιος|μάταιος
9612 μάχη|1
9613 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
9614 μάχομαι|1
9615 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση
9616 μέγαρο|1
9617 -|ανάκτορο|βασιλόσπιτο|μέγαρο|μέλαθρο|παλάτι|σεράι
9618 μέγας|1
9619 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
9620 μέγας πλούτος|1
9621 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα
9622 μέγιστος|1
9623 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
9624 μέθυσος|1
9625 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής
9626 μέλαθρο|1
9627 -|ανάκτορο|βασιλόσπιτο|μέγαρο|μέλαθρο|παλάτι|σεράι
9628 μέλημα|1
9629 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
9630 μέλπω|1
9631 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
9632 μέμφομαι|2
9633 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
9634 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
9635 μένω|1
9636 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω
9637 μένω εργένης|1
9638 -|απομονώνομαι|καλογερεύω|μένω εργένης|μονάζω
9639 μέριμνα|1
9640 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
9641 μέρος|3
9642 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα
9643 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
9644 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο
9645 μέρος αυτιού|1
9646 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή
9647 μέρος πρύμνης|1
9648 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι
9649 μέρος πόρτας|1
9650 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι
9651 μέρος σελίδας|1
9652 -|ηλεκτρική μπαταρία|μέρος σελίδας|πλάκα|στήλη
9653 μέρος σώματος|1
9654 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος
9655 μέρος όλου|1
9656 -|κομμάτι|κόμμα|μέρος όλου|πολιτική μερίδα|σημείο στίξης|τεμάχιο
9657 μέτοχος|1
9658 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος
9659 μήνας|1
9660 -|μήνας|τριακονθήμερο
9661 μήτρα|1
9662 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα
9663 μίασμα|1
9664 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
9665 μίκρεμα|1
9666 -|ελάττωση|μάζεμα|μίκρεμα|περιορισμός|συστολή|σύμπτυξη
9667 μαέστρος|1
9668 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
9669 μαγάρα|1
9670 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
9671 μαγαζάκι|1
9672 -|εμπορικό|κατάστημα|μαγαζάκι|μαγαζί
9673 μαγαζί|1
9674 -|εμπορικό|κατάστημα|μαγαζάκι|μαγαζί
9675 μαγαρισιά|1
9676 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
9677 μαγεία|1
9678 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη
9679 μαγευτικός|1
9680 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός
9681 μαγνήτης|1
9682 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη
9683 μαζεμένος|1
9684 -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης
9685 μαζεύομαι|1
9686 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω
9687 μαζεύω|1
9688 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω
9689 μαζικός|1
9690 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός
9691 μαθαίνω|2
9692 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
9693 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω
9694 μαιτρ|1
9695 -|αριστοτέχνης|αρτίστας|δεξιοτέχνης|καλλιτέχνης|μαιτρ|μερακλής
9696 μακάριος|1
9697 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος
9698 μακαρίζω|1
9699 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ
9700 μακριά|1
9701 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω
9702 μακροβούτι|1
9703 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα
9704 μακροοικονομία|1
9705 -|μακροοικονομία|οικονομία
9706 μαλαγάνας|1
9707 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
9708 μαλακός|2
9709 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
9710 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
9711 μαλθακός|1
9712 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός
9713 μαλθακότητα|1
9714 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή
9715 μαλλιοτράβηγμα|1
9716 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
9717 μαμά|1
9718 -|μάνα|μαμά|μανούλα|μητέρα
9719 μαμούδι|1
9720 -|έντομο|ζουζούνι|ζούδι|ζωύφιο|μαμούδι|μαμούνι
9721 μαμούνι|1
9722 -|έντομο|ζουζούνι|ζούδι|ζωύφιο|μαμούδι|μαμούνι
9723 μανούβρα|1
9724 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
9725 μανούλα|1
9726 -|μάνα|μαμά|μανούλα|μητέρα
9727 μαντάτο|1
9728 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
9729 μανταλώνω|1
9730 -|αμπαρώνω|ασφαλίζω|κλείνω|κλειδώνω|μανταλώνω|συρταρώνω
9731 μαντατεύω|1
9732 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω
9733 μαντατοφόρος|1
9734 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος
9735 μαράζι|2
9736 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
9737 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς
9738 μαραφέτι|1
9739 -|εργαλείο|μαραφέτι|σκεύος|σύνεργο|όργανο
9740 μαρινάριος|1
9741 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης
9742 μαρμαρένιος|1
9743 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
9744 μαρνέρος|1
9745 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης
9746 μαρτυρία|1
9747 -|εναπόθεση|κατάθεση|μαρτυρία|ομολογία|παράδοση όπλων|τοποθέτηση
9748 μασκαραλίκι|1
9749 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
9750 μαστίζομαι|1
9751 -|βασανίζομαι|μαστίζομαι|ταλανίζομαι
9752 μαστοράτζα|1
9753 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
9754 μαστορεύω|1
9755 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
9756 μασώ|1
9757 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω
9758 ματαίωση|1
9759 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
9760 ματαιόφρονος|1
9761 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
9762 μαυρίζω|1
9763 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω
9764 μαυρίλα|1
9765 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
9766 μαυροζούμι|1
9767 -|αφέψημα|καφέα|καφές|καφεόδεντρο|μαυροζούμι
9768 μαϊτάπι|1
9769 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
9770 μείωση|1
9771 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση
9772 μεγάλη προσπάθεια|1
9773 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
9774 μεγάλο πλήθος|1
9775 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα
9776 μεγάλωμα|1
9777 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός
9778 μεγαλαυχία|1
9779 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
9780 μεγαλοφυής|1
9781 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
9782 μεγαλούργημα|2
9783 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά
9784 -|άθλος|επιτυχία|θρίαμβος|κατανίκηση|μεγαλούργημα|νίκη
9785 μεγαλόπρεπος|1
9786 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος
9787 μεγαλόσωμος|1
9788 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
9789 μεγαλώνω|3
9790 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
9791 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
9792 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
9793 μεγεθύνω|1
9794 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
9795 μεθοκόπος|1
9796 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής
9797 μειλίχιος|1
9798 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
9799 μειονέκτημα|1
9800 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό
9801 μελέτη|1
9802 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα
9803 μελαγχολία|1
9804 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
9805 μελαγχολώ|1
9806 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ
9807 μελανάδα|1
9808 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
9809 μελανιά|1
9810 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
9811 μελετώ|2
9812 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
9813 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ
9814 μελωδία|1
9815 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος
9816 μελωδικότητα|1
9817 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
9818 μελωδώ|1
9819 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
9820 μεμονωμένος|1
9821 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
9822 μεράκι|1
9823 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς
9824 μερέντι|1
9825 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο
9826 μερίδα|2
9827 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
9828 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
9829 μερίδιο|2
9830 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
9831 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
9832 μερακλής|1
9833 -|αριστοτέχνης|αρτίστας|δεξιοτέχνης|καλλιτέχνης|μαιτρ|μερακλής
9834 μερεύω|1
9835 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ
9836 μερμήγκι|1
9837 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
9838 μερμήγκια|1
9839 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
9840 μερτικό|1
9841 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
9842 μερώνω|1
9843 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ
9844 μεσαίο τμήμα εντόμων|1
9845 -|αμυντικό περίβλημα|θώρακας|μεσαίο τμήμα εντόμων|προστατευτικό μέσο|στήθος
9846 μεσημέρι|1
9847 -|γέμα|καταμεσήμερο|μεσημέρι|μεσημβρία
9848 μεσημβρία|1
9849 -|γέμα|καταμεσήμερο|μεσημέρι|μεσημβρία
9850 μεσολάβηση|1
9851 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός
9852 μεσουρανώ|1
9853 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω
9854 μεστός|1
9855 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
9856 μετά|2
9857 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα
9858 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
9859 μετέπειτα|1
9860 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
9861 μεταβάλλω|1
9862 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ
9863 μεταβιβάζω|1
9864 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
9865 μεταβολή|1
9866 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
9867 μεταγενέστερα|2
9868 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα
9869 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
9870 μεταγράφω|1
9871 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω
9872 μεταδότης|1
9873 -|αγωγός|διοχετευτής|μεταδότης|μεταφορέας|οδηγός
9874 μετακινώ|1
9875 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
9876 μετακόμιση|1
9877 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα
9878 μεταμορφωμένος|1
9879 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
9880 μεταμορφώνω|1
9881 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ
9882 μεταμόρφωση|1
9883 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
9884 μετανάστευση|1
9885 -|αποδημία|εκπατρισμός|μετανάστευση|μισεμός|ξενίτεμα|ξενιτεμός
9886 μετανάστης|1
9887 -|έκδημος|αποδημητής|απόδημος|μετανάστης|μισεμένος|ξενιτεμένος
9888 μεταναστεύω|1
9889 -|αποδημώ|εκδημώ|εκπατρίζομαι|μεταναστεύω|μισεύω|ξενιτεύομαι
9890 μετανοώ|1
9891 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω
9892 μεταξύ|1
9893 -|ανάμεσα|αναμεταξύ|ενδιαμέσως|καταμεσής|μεταξύ
9894 μεταπράτης|1
9895 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής
9896 μεταρρυθμίζω|1
9897 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
9898 μεταρρυθμιστής|1
9899 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος
9900 μεταρρύθμιση|2
9901 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο
9902 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία
9903 μεταρσίωση|1
9904 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
9905 μετατοπίζω|1
9906 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
9907 μετατροπή|1
9908 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
9909 μεταφορά|1
9910 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα
9911 μεταφορέας|1
9912 -|αγωγός|διοχετευτής|μεταδότης|μεταφορέας|οδηγός
9913 μεταφράζω|1
9914 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω
9915 μετεξετάζω|1
9916 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ
9917 μετεώρισμα|1
9918 -|αιώρηση|κούνημα|μετεώρισμα|ταλάντευση|τραμπάλισμα
9919 μετοχάρης|1
9920 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
9921 μετριοπαθής|1
9922 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος
9923 μετρώ|1
9924 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω
9925 μη βαθμολογημένος|1
9926 -|αβαθμολόγητος|αγραδάριστος|ακατάτακτος|μη βαθμολογημένος
9927 μη διαιρέσιμος|1
9928 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
9929 μη μόνιμος|1
9930 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
9931 μη προβλεπόμενος|1
9932 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
9933 μηνιαία επιχορήγηση|1
9934 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
9935 μηνυτής|1
9936 -|εγκαλεστής|ενάγων|κατήγορος|μηνυτής
9937 μηνύω|1
9938 -|αναγγέλλω|αναφέρω|διαδίδω|διαλύω συμφωνία|εγκαλώ|καταγγέλλω|καταδίδω|κατηγορώ|κηρύττω|μαντατεύω|μηνύω
9939 μητέρα|1
9940 -|μάνα|μαμά|μανούλα|μητέρα
9941 μηχανικός|1
9942 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος
9943 μικροπωλητής|1
9944 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής
9945 μικροψυχία|1
9946 -|αγαμία|ανανδρία|ανικανότητα|ατολμία|αψυχιά|δειλία|θρασυδειλία|κιότεμα|λιγοψυχιά|μικροψυχία
9947 μικροψυχώ|1
9948 -|αθυμώ|δυσθυμώ|θλίβομαι|κακοκαρδίζω|λυπάμαι|μελαγχολώ|μικροψυχώ
9949 μικρός|1
9950 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία
9951 μικρότητα|1
9952 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
9953 μιλέτι|1
9954 -|έθνος|γένος|λαός|μιλέτι|ράτσα|φυλή
9955 μιλώ|1
9956 -|αγορεύω|βγάζω λόγο|δημηγορώ|μιλώ|ρητορεύω
9957 μιμητής|1
9958 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
9959 μιμούμαι|1
9960 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω
9961 μισεμένος|1
9962 -|έκδημος|αποδημητής|απόδημος|μετανάστης|μισεμένος|ξενιτεμένος
9963 μισεμός|1
9964 -|αποδημία|εκπατρισμός|μετανάστευση|μισεμός|ξενίτεμα|ξενιτεμός
9965 μισερός|1
9966 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος
9967 μισεύω|2
9968 -|αποδημώ|εκδημώ|εκπατρίζομαι|μεταναστεύω|μισεύω|ξενιτεύομαι
9969 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω
9970 μισητός|1
9971 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός
9972 μισθός|1
9973 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή
9974 μισιακός|1
9975 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός
9976 μισοτιμής|1
9977 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
9978 μισός|1
9979 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος
9980 μισώ|1
9981 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι
9982 μνήστευση|1
9983 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή
9984 μνηστεία|1
9985 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή
9986 μοίρα|1
9987 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
9988 μοίρασμα|1
9989 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός
9990 μοιράδι|1
9991 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
9992 μοιραίος|1
9993 -|άφευκτος|αδιάφευκτος|αναπόδραστος|αναπότρεπτος|αναπόφευκτος|αξέφευγος|μοιραίος
9994 μοιρασιά|1
9995 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός
9996 μολόγημα|1
9997 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
9998 μονάζω|1
9999 -|απομονώνομαι|καλογερεύω|μένω εργένης|μονάζω
10000 μοναδικός|2
10001 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
10002 -|άσος|άφταστος|αμίμητος|ανυπέρβλητος|απαράμιλλος|ασυναγώνιστος|ασύγκριτος|μοναδικός
10003 μοναρχία|1
10004 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα
10005 μοναστής|1
10006 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
10007 μοναχικός|2
10008 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος
10009 -|μονάχος|μοναχικός|μόνος
10010 μοναχός|3
10011 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος
10012 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
10013 -|μονάχος|μοναχικός|μόνος
10014 μονοιάζω|1
10015 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω
10016 μονοκοπανιά|1
10017 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς
10018 μονοκρατορία|1
10019 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα
10020 μονομιάς|1
10021 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς
10022 μοντέρνος|1
10023 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
10024 μοντερνισμός|1
10025 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία
10026 μοντερνιστής|1
10027 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος
10028 μονωδώ|1
10029 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
10030 μονωμένος|1
10031 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
10032 μονότονος|1
10033 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός
10034 μονώνω|1
10035 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω
10036 μορμολύκειο|1
10037 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα
10038 μορφή|1
10039 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα
10040 μορφώνομαι|1
10041 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ
10042 μορφώνω|1
10043 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
10044 μου αρέσει|1
10045 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για
10046 μουγκός|1
10047 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
10048 μουντζαλιά|1
10049 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
10050 μουντζουρωμένος|1
10051 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
10052 μουντζούρα|2
10053 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
10054 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
10055 μουντός|1
10056 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός
10057 μουσικότητα|1
10058 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
10059 μουστέλα|1
10060 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός
10061 μουτρωμένος|1
10062 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
10063 μουχρός|1
10064 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός
10065 μούργα|1
10066 -|ίζημα|αμόργη|αποκαθίδι|αποστάλαγμα|ιλύς|καθίζημα|κατακάθι|καταστάλαγμα|μούργα
10067 μούσα|1
10068 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος
10069 μούτος|1
10070 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
10071 μούτσος|1
10072 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης
10073 μούχρωμα|1
10074 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο
10075 μπάζα|1
10076 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
10077 μπάτσος|2
10078 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
10079 -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
10080 μπέκρος|1
10081 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής
10082 μπίζνες|1
10083 -|αγοραπωλησία|αλισβερίσι|δοσοληψία|μπίζνες|νταραβέρι|συναλλαγή
10084 μπίλμετζες|1
10085 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
10086 μπαγκάζια|1
10087 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα
10088 μπαμπάκας|1
10089 -|μπαμπάκας|μπαμπάς|πατέρας|πατερούλης
10090 μπαμπάς|2
10091 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής
10092 -|μπαμπάκας|μπαμπάς|πατέρας|πατερούλης
10093 μπαμπέσικος|1
10094 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
10095 μπαμπεσιά|1
10096 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία
10097 μπανιστηριτζής|1
10098 -|θεατής|μάρτυρας|μπανιστηριτζής
10099 μπαξές|1
10100 -|ανθοκήπιο|ανθώνας|κήπος|λαχανόκηπος|μπαξές|περιβόλι
10101 μπατάλικος|1
10102 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
10103 μπατάρω|1
10104 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω
10105 μπεκιάρης|1
10106 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος
10107 μπεκρής|1
10108 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής
10109 μπεκροκανάτας|1
10110 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής
10111 μπεκρούλιακας|1
10112 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής
10113 μπεκρόμουτρο|1
10114 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής
10115 μπελάς|2
10116 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
10117 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
10118 μπερεκετλίδικος|1
10119 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
10120 μπιζού|1
10121 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
10122 μπιστεμένος|1
10123 -|έμπιστος|αξιόπιστος|μπιστεμένος|μπιστικός|πιστός|φερέγγυος
10124 μπιστικός|1
10125 -|έμπιστος|αξιόπιστος|μπιστεμένος|μπιστικός|πιστός|φερέγγυος
10126 μπιχλιμπίδι|1
10127 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
10128 μπλόφα|1
10129 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
10130 μποέμ|1
10131 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος
10132 μποεμισμός|1
10133 -|αλητεία|μποεμισμός|περιπλάνηση|ρεμπέλεμα|σουρτούκεμα
10134 μπολιασμένος|1
10135 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
10136 μπουκαπόρτα|1
10137 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης
10138 μπουλούκι|1
10139 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο
10140 μπουρζουαζία|1
10141 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
10142 μπουχτίζω|1
10143 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι
10144 μπούρτζι|1
10145 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο
10146 μπράβος|1
10147 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
10148 μπριόζος|1
10149 -|έξυπνος|μπριόζος|ξυλάκι|οινόπνευμα|πυρείο|σπίρτο
10150 μπροστάρης|1
10151 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
10152 μπόι|1
10153 -|ανάστημα|ηθικό έρεισμα|κορμοστασιά|μπόι|ύψος
10154 μπόλικος|2
10155 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
10156 -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός
10157 μπόρα|1
10158 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός
10159 μυαλωμένος|1
10160 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος
10161 μυζώ|1
10162 -|απομυζώ|βυζαίνω|γαλουχούμαι|γαλουχώ|είμαι ανήλικος|θηλάζω|μυζώ
10163 μυθικός|1
10164 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
10165 μυριόπλουτος|1
10166 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος
10167 μυστήριο|1
10168 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
10169 μυστηριώδης|2
10170 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
10171 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
10172 μυστικοπάθεια|1
10173 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
10174 μυστικός|1
10175 -|κρυπτός|κρυφός|λαθραίος|μυστικός
10176 μυτερή άκρη|1
10177 -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια
10178 μυτερώνω|1
10179 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω
10180 μυχός|1
10181 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
10182 μόνιμος|3
10183 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός
10184 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
10185 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος
10186 μόνος|2
10187 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος
10188 -|μονάχος|μοναχικός|μόνος
10189 μόριο|2
10190 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα
10191 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
10192 μόρτης|1
10193 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι
10194 μόρφωση|2
10195 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
10196 -|ήθος|αγωγή|ανατροφή|διάπλαση|διαγωγή|διαπαιδαγώγηση|διατροφή|εκπαίδευση|εκτροφή|μόρφωση
10197 μύθος|1
10198 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη
10199 μύτη|2
10200 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
10201 -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια
10202 νέο|1
10203 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
10204 νέος|2
10205 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
10206 -|άγουρος|έφηβος|νέος|νεανίας|νεαρός
10207 νίκη|2
10208 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά
10209 -|άθλος|επιτυχία|θρίαμβος|κατανίκηση|μεγαλούργημα|νίκη
10210 νίλα|2
10211 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα
10212 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα
10213 ναρκισσεύομαι|1
10214 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
10215 ναυαγώ|1
10216 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ
10217 ναυπήγημα|1
10218 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό
10219 ναυς|1
10220 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό
10221 ναυτίλος|1
10222 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης
10223 ναυτικός|1
10224 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης
10225 ναυτιλλόμενος|1
10226 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης
10227 ναύαρχος|1
10228 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
10229 ναύτης|1
10230 -|γεμιτζής|θαλασσομάχος|θαλασσόλυκος|καραβόγατος|μαρινάριος|μαρνέρος|μούτσος|ναυτίλος|ναυτικός|ναυτιλλόμενος|ναύτης
10231 νεανίας|1
10232 -|άγουρος|έφηβος|νέος|νεανίας|νεαρός
10233 νεαρός|1
10234 -|άγουρος|έφηβος|νέος|νεανίας|νεαρός
10235 νεκρός|1
10236 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης
10237 νεκρώνω|1
10238 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
10239 νεοφανής|1
10240 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
10241 νεποτισμός|1
10242 -|Αναξιοκρατία|Ευνοιοκρατία (καθ.)|Νεποτισμός (καθ.)
10243 νεροποντή|1
10244 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός
10245 νερόβραστος|1
10246 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός
10247 νευρώδης|1
10248 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
10249 νεωτερισμός|1
10250 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία
10251 νεωτεριστής|1
10252 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος
10253 νεότατος|1
10254 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
10255 νηφαλιότητα|1
10256 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
10257 νικημός|1
10258 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός
10259 νικητής|1
10260 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής
10261 νικοτιανή|1
10262 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
10263 νικώ|3
10264 -|εκμηδενίζω|καταβάλλω|κατανικώ|κατατροπώνω|νικώ|υπερισχύω
10265 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω
10266 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω
10267 νιώθω|1
10268 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
10269 νοήμονας|1
10270 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
10271 νοητός|1
10272 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός
10273 νοθεύω|1
10274 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ
10275 νοιάσιμο|1
10276 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
10277 νοικοκυρεύω|1
10278 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
10279 νομή|1
10280 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα
10281 νοσηλεύω|1
10282 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
10283 νοστιμίζω|1
10284 -|αλατίζω|αρμυρίζω|νοστιμίζω|ξυλοκοπώ|παστώνω
10285 νοστιμούλης|1
10286 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός
10287 νοσών|1
10288 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος
10289 νουθέτηση|1
10290 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη
10291 νουθεσία|1
10292 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη
10293 νουθετώ|1
10294 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ
10295 νουνός|1
10296 -|ανάδοχος|εγγυητής|κουμπάρος|νουνός|ονοματοθέτης|σύντεκνος
10297 νούμερο|1
10298 -|αριθμός|νούμερο|ποσότητα
10299 ντέρτι|1
10300 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς
10301 νταραβέρι|1
10302 -|αγοραπωλησία|αλισβερίσι|δοσοληψία|μπίζνες|νταραβέρι|συναλλαγή
10303 ντεμοντέ|1
10304 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
10305 ντεμπούτο|1
10306 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
10307 ντεραπάρισμα|1
10308 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
10309 ντερλικώνω|1
10310 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω
10311 ντουμάνι|1
10312 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
10313 ντρέτος|1
10314 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
10315 ντροπή|1
10316 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
10317 ντροπαλός|1
10318 -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης
10319 ντροπιάζω|1
10320 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω
10321 ντρόπιασμα|1
10322 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
10323 ντόρος|2
10324 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
10325 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
10326 νωθρός|1
10327 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός
10328 νωθρότητα|1
10329 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα
10330 νωπός|1
10331 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
10332 νωχέλεια|1
10333 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα
10334 νόθευση|1
10335 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
10336 νόμιμος|1
10337 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος
10338 νόμος|1
10339 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια
10340 νόσημα|1
10341 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
10342 νόσος|1
10343 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
10344 νόστιμος|1
10345 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
10346 ξάστερα|1
10347 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
10348 ξάφνιασμα|2
10349 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα
10350 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
10351 ξένα|1
10352 -|αλλοδαπή|εξωτερικό|ξένα|ξενιτιά
10353 ξένοιαστος|2
10354 -|άφροντις|αλαφρόκαρδος|αμέριμνος|ανέγνοιαστος|ανέμελος|απαθής|μακάριος|μποέμ|ξένοιαστος
10355 -|άκριτος|άμυαλος|ακέφαλος|αμέριμνος|αμελής|απερίσκεπτος|απρόσεχτος|αστόχαστος|ασυλλόγιστος|ασύνετος|επιπόλαιος|ξένοιαστος
10356 ξένος|4
10357 -|άσχετος|αδιάφορος|αμέτοχος|απέχων|ξένος|ουδέτερος
10358 -|άσχετος|ακατατόπιστος|αλλότριος|ανεξάρτητος|απράγμονας|ασυνάρτητος|ασυναφής|ασχέτιστος|διαφορετικός|ξένος
10359 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός
10360 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος
10361 ξέπεσμα|1
10362 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση
10363 ξέρω|1
10364 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
10365 ξέσκεπος|2
10366 -|αβούλωτος|ανοιχτός|απωμάτιστος|ασφράγιστος|ατάπωτος|ξέσκεπος
10367 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
10368 ξέσπασμα|1
10369 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο
10370 ξέσφιχτος|2
10371 -|αγανός|αραιοϋφασμένος|αραιός|ξέσφιχτος|χαλαρός
10372 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός
10373 ξέχωμα|1
10374 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο
10375 ξέχωρος|1
10376 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
10377 ξακουσμένος|1
10378 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
10379 ξακουστός|1
10380 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
10381 ξακρίζω|1
10382 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω
10383 ξαλαφρώνω|2
10384 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι
10385 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ
10386 ξαμολώ|2
10387 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
10388 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω
10389 ξανάνιωμα|1
10390 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα
10391 ξαναβλέπω|1
10392 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ
10393 ξαναβλασταίνω|1
10394 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι
10395 ξαναγίνομαι|1
10396 -|αναγεννώ|αναδημιουργώ|ξαναγίνομαι|ξαναγεννώ
10397 ξαναγεννώ|1
10398 -|αναγεννώ|αναδημιουργώ|ξαναγίνομαι|ξαναγεννώ
10399 ξαναδυνάμωμα|1
10400 -|ανάληψη|ανάρρωση|γέρεμα|γιάτρεμα|ξαναδυνάμωμα|ορθοπόδιση
10401 ξαναεξετάζω|1
10402 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ
10403 ξαναζωντανεύω|1
10404 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι
10405 ξανακαινουργώνω|1
10406 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
10407 ξανακοιτάζω|1
10408 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ
10409 ξαναμέτρημα|1
10410 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
10411 ξαναπλάθω|1
10412 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ
10413 ξαναπλάσιμο|1
10414 -|ανάπλαση|αναγέννηση|αναδημιουργία|ανακαίνιση|αναμόρφωση|ανασυγκρότηση|ανασχηματισμός|μεταρρύθμιση|ξαναπλάσιμο
10415 ξανασυλλογιέμαι|1
10416 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω
10417 ξαναχτίζω|1
10418 -|ανεγείρω|ανιδρύω|ανοικοδομώ|ξαναχτίζω|οικοδομώ|χτίζω
10419 ξανοίγω|1
10420 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ
10421 ξαπλωταριά|1
10422 -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος
10423 ξαπλώνομαι|1
10424 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι
10425 ξαπλώνω|3
10426 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι
10427 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
10428 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
10429 ξαρρωστώ|1
10430 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
10431 ξαστεριά|1
10432 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα
10433 ξαστοχώ|1
10434 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω
10435 ξαφνιάζω|1
10436 -|αιφνιδιάζω|ξαφνιάζω
10437 ξαφνικός|2
10438 -|άξαφνος|αδόκητος|αιφνίδιος|ακαρτέρητος|ανέλπιστος|αναπάντεχος|απροσδόκητος|απρόβλεπτος|απρόοπτος|απρόσμενος|ξαφνικός
10439 -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος
10440 ξεγελιέμαι|1
10441 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω
10442 ξεγεμίζω|1
10443 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω
10444 ξεδιάντροπος|1
10445 -|αδιάντροπος|αισχρός|αναίσχυντος|αναιδής|ασύστολος|επαίσχυντος|ξεδιάντροπος
10446 ξεδιαντροπιά|1
10447 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά
10448 ξεδιπλώνω|1
10449 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
10450 ξεζουμίζω|1
10451 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω
10452 ξεθεμελίωμα|1
10453 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο
10454 ξεθεμελιώνω|1
10455 -|γκρεμίζω|κατεδαφίζω|ξεθεμελιώνω|ρίχνω|χαλώ
10456 ξεθυμαίνω|1
10457 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ
10458 ξεκάπιστρος|1
10459 -|άδετος|αδέσμευτος|αμολητός|ανεπιτήρητος|απολυτός|ελεύθερος|λυμένος|ξεκάπιστρος
10460 ξεκίνημα|4
10461 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
10462 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό
10463 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
10464 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
10465 ξεκαθαρίζω|1
10466 -|αποσαφηνίζω|διευκρινίζω|εξηγώ|ξεκαθαρίζω
10467 ξεκαινούργωμα|1
10468 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα
10469 ξεκινώ|1
10470 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω
10471 ξεκινώντας|1
10472 -|αρχικά|ξεκινώντας (Ν/Α)|στην αρχή (Ν/Α)
10473 ξεκουράζομαι|1
10474 -|αναζωογονούμαι|ανακουφίζομαι|αναπνέω|ανασαίνω|ζω|ησυχάζω|ξαλαφρώνω|ξεκουράζομαι
10475 ξεκουράζω|1
10476 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ
10477 ξεκούραση|1
10478 -|ανάπαυλα|ανάπαυση|ανάσα|ανάσασμα|ανακούφιση|αναπαμός|αναψυχή|ειρηνική ζωή|θάνατος|καθισιό|ξεκούραση
10479 ξεκόλλημα|1
10480 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
10481 ξελιποθυμώ|1
10482 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω
10483 ξεμακραίνω|1
10484 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
10485 ξεμονάχιασμα|1
10486 -|ακοινωνησία|ανεπιμιξία|απομονωτήριο|απομόνωση|αποξένωση|ξεμονάχιασμα
10487 ξεμοναχιάζω|1
10488 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω
10489 ξεμπαρκάρισμα|1
10490 -|αποβίβαση|απόβαση|κάθοδος|κατέβασμα|ξεμπαρκάρισμα
10491 ξεμπερδεύω|1
10492 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι
10493 ξεμπλέκω|1
10494 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι
10495 ξενίτεμα|1
10496 -|αποδημία|εκπατρισμός|μετανάστευση|μισεμός|ξενίτεμα|ξενιτεμός
10497 ξενικός|1
10498 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός
10499 ξενιτεμένος|1
10500 -|έκδημος|αποδημητής|απόδημος|μετανάστης|μισεμένος|ξενιτεμένος
10501 ξενιτεμός|1
10502 -|αποδημία|εκπατρισμός|μετανάστευση|μισεμός|ξενίτεμα|ξενιτεμός
10503 ξενιτεύομαι|1
10504 -|αποδημώ|εκδημώ|εκπατρίζομαι|μεταναστεύω|μισεύω|ξενιτεύομαι
10505 ξενιτιά|1
10506 -|αλλοδαπή|εξωτερικό|ξένα|ξενιτιά
10507 ξενοιάζω|1
10508 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι
10509 ξενοιασιά|1
10510 -|αδιαφορία|ακηδία|αμέλεια|αμεριμνησία|αναισθησία|αναλγησία|αναμελιά|ανεμελιά|απονιά|αστοχασιά|αφροντισιά|ξενοιασιά
10511 ξενομερίτης|1
10512 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός
10513 ξενόγλωσσος|1
10514 -|αλλοεθνής|αλλόγλωσσος|αλλόφυλος|απολίτιστος|βάρβαρος|ξενόγλωσσος
10515 ξενότροπος|1
10516 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
10517 ξενύχτημα|1
10518 -|αγρύπνια|ακοιμησιά|αϋπνία|ξενύχτημα|ολονυκτία
10519 ξεπαράχωμα|1
10520 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα
10521 ξεπαρθενεύω|1
10522 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω
10523 ξεπαρμός|1
10524 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
10525 ξεπατίκωμα|1
10526 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση
10527 ξεπατικώνω|1
10528 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω
10529 ξεπεζεύω|1
10530 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
10531 ξεπεσμός|1
10532 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση
10533 ξεπετιέμαι|1
10534 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι
10535 ξεπούλημα|1
10536 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο
10537 ξερίζωμα|1
10538 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
10539 ξεραΐλα|1
10540 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια
10541 ξεροκαιριά|1
10542 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια
10543 ξεσήκωμα|1
10544 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση
10545 ξεσηκώνω|1
10546 -|αντιγράφω|απομιμούμαι|καθαρογράφω|κοπιάρω|μεταγράφω|μιμούμαι|ξεπατικώνω|ξεσηκώνω
10547 ξεσκέπασμα|1
10548 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα
10549 ξεσκέπαστος|1
10550 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
10551 ξεσκαλίζω|1
10552 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
10553 ξεσκεπάζω|1
10554 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω
10555 ξεσκοτίζομαι|1
10556 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι
10557 ξεσκούφωτος|1
10558 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
10559 ξεσυνέρια|1
10560 -|επιβουλή|ζήλια|ζηλοτυπία|ζηλοφθονία|ξεσυνέρια|φθόνος
10561 ξεσυνερίζομαι|1
10562 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ
10563 ξετρυπώνω|1
10564 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω
10565 ξετρύπωμα|1
10566 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα
10567 ξετσίπωμα|1
10568 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά
10569 ξετσίπωτος|1
10570 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος
10571 ξετσιπωσιά|1
10572 -|αδιακρισία|αδιαντροπιά|αθυροστομία|αναίδεια|αναισχυντία|αποτσιπωσιά|κυνισμός|ξεδιαντροπιά|ξετσίπωμα|ξετσιπωσιά
10573 ξετυλίγω|1
10574 -|αναλύω|αναπτύσσω|ανοίγω|απλώνω|αυξάνω|εξηγώ|επεκτείνω|θεριεύω|μεγαλώνω|μεγεθύνω|ξαπλώνω|ξεδιπλώνω|ξετυλίγω
10575 ξεφεύγω|1
10576 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ
10577 ξεφορτώνομαι|1
10578 -|απαλλάσσομαι|γλιτώνω|ξεμπερδεύω|ξεμπλέκω|ξενοιάζω|ξεσκοτίζομαι|ξεφορτώνομαι
10579 ξεφτέρι|1
10580 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
10581 ξεφωνίζω|1
10582 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
10583 ξεχωρίζω|1
10584 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω
10585 ξεχωρισμένος|1
10586 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
10587 ξεχωριστός|1
10588 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
10589 ξηρά|2
10590 -|έδαφος|γη|δάπεδο|ξηρά|φόντο|χώμα
10591 -|ήπειρος|γη|ξηρά|στεριά|υποδιαίρεση στερεάς γης|χέρσος
10592 ξηρίο|1
10593 -|κονιορτός|κόνις|ξηρίο|πούλβερη|σκονάκι|σκόνη
10594 ξηρασία|1
10595 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια
10596 ξινίζω|1
10597 -|αλλοιώνομαι|ξινίζω|σαπίζω|χαλώ
10598 ξιπασιά|2
10599 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
10600 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
10601 ξιπασμένος|2
10602 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης
10603 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
10604 ξοδεύω|1
10605 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω
10606 ξοδιάζω|1
10607 -|αναλίσκω|αναλώνω|δαπανώ|καταναλώνω|καταξοδεύω|καταξοδιάζω|ξοδεύω|ξοδιάζω
10608 ξυλάκι|1
10609 -|έξυπνος|μπριόζος|ξυλάκι|οινόπνευμα|πυρείο|σπίρτο
10610 ξυλοκοπώ|1
10611 -|αλατίζω|αρμυρίζω|νοστιμίζω|ξυλοκοπώ|παστώνω
10612 ξυλόσπιτο|1
10613 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
10614 ξυπνητός|2
10615 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
10616 -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός
10617 ξωμάχος|1
10618 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης
10619 ξωμερίτης|1
10620 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός
10621 ξόανο|1
10622 -|αγράμματος|αδίδαχτος|ακατάρτιστος|αμαθής|αμόρφωτος|αναλφάβητος|απελέκητος|κουμπούρας|κούτσουρο|ξόανο
10623 ξόμπλι|1
10624 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
10625 ξύπνιος|2
10626 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
10627 -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός
10628 ο εν εφεδρεία|1
10629 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα
10630 οίηση|1
10631 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
10632 οίκος|1
10633 -|κατοικία|οίκος|οικεία|πολυκατοικία|σπίτι
10634 οίστρος|1
10635 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος
10636 οδηγία|1
10637 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη
10638 οδηγητής|1
10639 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
10640 οδηγός|1
10641 -|αγωγός|διοχετευτής|μεταδότης|μεταφορέας|οδηγός
10642 οδηγώ|1
10643 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ
10644 οδισά|1
10645 -|Οδισά
10646 οδυρμός|1
10647 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός
10648 οδύρομαι|1
10649 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
10650 οιηματίας|1
10651 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
10652 οικεία|1
10653 -|κατοικία|οίκος|οικεία|πολυκατοικία|σπίτι
10654 οικείο περιβάλλον|1
10655 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα
10656 οικείος|1
10657 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
10658 οικειοποιούμαι|1
10659 -|αποκτώ|ιδιοποιούμαι|κατακτώ|κερδίζω|οικειοποιούμαι
10660 οικειότητα|1
10661 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
10662 οικοδεσπότης|1
10663 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής
10664 οικοδομώ|1
10665 -|ανεγείρω|ανιδρύω|ανοικοδομώ|ξαναχτίζω|οικοδομώ|χτίζω
10666 οικονομία|1
10667 -|μακροοικονομία|οικονομία
10668 οικονομική δυσχέρεια|1
10669 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
10670 οικοσκευή|1
10671 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα
10672 οικουμενικός|1
10673 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός
10674 οικτίρμονας|1
10675 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος
10676 οικτίρω|2
10677 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ
10678 -|λυπάμαι|οικτίρω|σπλαχνίζομαι|σπλαχνιέμαι|συμπονώ|ψυχοπονώ
10679 οικτρός|2
10680 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος
10681 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος
10682 οιμωγή|1
10683 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός
10684 οινοχοώ|1
10685 -|κερνώ|οινοχοώ|προσφέρω|τρατάρω|φιλεύω
10686 οινόπνευμα|1
10687 -|έξυπνος|μπριόζος|ξυλάκι|οινόπνευμα|πυρείο|σπίρτο
10688 οκνηρία|1
10689 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα
10690 οκνηρός|2
10691 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός
10692 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
10693 οκνός|2
10694 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός
10695 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης
10696 ολάκερος|1
10697 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
10698 ολιγάριθμος|1
10699 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός
10700 ολιγωρία|1
10701 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα
10702 ολοΰστερος|1
10703 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος
10704 ολοκληρία|1
10705 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο
10706 ολοκληρώνω|2
10707 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
10708 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
10709 ολολυγή|1
10710 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός
10711 ολονυκτία|1
10712 -|αγρύπνια|ακοιμησιά|αϋπνία|ξενύχτημα|ολονυκτία
10713 ολοστρούμπουλος|1
10714 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
10715 ολοφυρμός|1
10716 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός
10717 ολόγυρος|1
10718 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
10719 ολόκληρος|3
10720 -|άκοπος|αδιαίρετος|αδιαμέλιστος|αδιαμέριστος|ακέριος|ακαταμέριστος|ακομμάτιαστος|αμοίραστος|ατεμάχιστος|ατόφιος|ενιαίος|μη διαιρέσιμος|ολάκερος|ολόκληρος
10721 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής
10722 -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος
10723 ολόκοντα|1
10724 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά
10725 ολότελα|1
10726 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε
10727 ολότητα|1
10728 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο
10729 ομάλυνση|1
10730 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι
10731 ομίχλη|1
10732 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
10733 ομαλιά|1
10734 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι
10735 ομιλία|1
10736 -|αγόρευση|δημηγορία|διάλεξη|εκφώνηση λόγου|λόγος|ομιλία
10737 ομιλητής|1
10738 -|αγορητής|ομιλητής|ρήτορας
10739 ομιλητικός|1
10740 -|αηδόνι|γλυκόφωνος|εύγλωττος|ομιλητικός|φλύαρος
10741 ομοίωμα|2
10742 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα
10743 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση
10744 ομογάλακτος|1
10745 -|αδελφός|κοιλαδερφός|ομογάλακτος|ομογάστριος|ομομήτριος|σύγγονος
10746 ομογάστριος|1
10747 -|αδελφός|κοιλαδερφός|ομογάλακτος|ομογάστριος|ομομήτριος|σύγγονος
10748 ομολογία|1
10749 -|εναπόθεση|κατάθεση|μαρτυρία|ομολογία|παράδοση όπλων|τοποθέτηση
10750 ομομήτριος|1
10751 -|αδελφός|κοιλαδερφός|ομογάλακτος|ομογάστριος|ομομήτριος|σύγγονος
10752 ομορφαίνω|1
10753 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
10754 ομορφιά|1
10755 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη
10756 ομοτονία|1
10757 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
10758 ομοφωνία|1
10759 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
10760 ομόλογος|1
10761 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος
10762 ονειδίζω|1
10763 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
10764 ονομασία|1
10765 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
10766 ονομαστικό|1
10767 -|κατάλογος|κατάσταση|λίστα|ονομαστικό|ονοματολόγιο
10768 ονομαστός|1
10769 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
10770 ονοματοθέτης|1
10771 -|ανάδοχος|εγγυητής|κουμπάρος|νουνός|ονοματοθέτης|σύντεκνος
10772 ονοματολόγιο|1
10773 -|κατάλογος|κατάσταση|λίστα|ονομαστικό|ονοματολόγιο
10774 οξύθυμος|1
10775 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος
10776 οξύνους|1
10777 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
10778 οξύς|1
10779 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
10780 οπαδός|1
10781 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
10782 οπλίτης|1
10783 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος
10784 οπλαρχηγός|1
10785 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
10786 οπλισμός|1
10787 -|άρμα|έμβλημα|θωρακισμένο|οπλισμός|πολεμικό όχημα|τανκ
10788 οποτεδήποτε|2
10789 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
10790 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
10791 οπτασία|1
10792 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
10793 οπτική|1
10794 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
10795 οπτιμισμός|1
10796 -|αισιοδοξία|αισιοφροσύνη|οπτιμισμός
10797 οπτιμιστής|1
10798 -|αίσιος|αισιόδοξος|ευνοϊκός|ευοίωνος|οπτιμιστής
10799 οπωσδήποτε|1
10800 -|αμέσως|αμελλητί|ανυπερθέτως|εξάπαντος|οπωσδήποτε
10801 ορίζω|1
10802 -|αφιερώνω στο Θεό|επισημοποιώ|θεσπίζω|καθιερώνω|καθοσιώνω|λανσάρω|ορίζω
10803 οργάνωση|1
10804 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
10805 οργή|1
10806 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα
10807 οργίζομαι|2
10808 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω
10809 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
10810 οργανισμός|1
10811 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
10812 οργανώνω|2
10813 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
10814 -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ
10815 ορθάνοιχτα|1
10816 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
10817 ορθοπόδιση|1
10818 -|ανάληψη|ανάρρωση|γέρεμα|γιάτρεμα|ξαναδυνάμωμα|ορθοπόδιση
10819 ορθός|1
10820 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός
10821 ορθότητα|2
10822 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή
10823 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
10824 ορισμένος|1
10825 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
10826 οριστικός|1
10827 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος
10828 ορμέμφυτο|1
10829 -|ένστικτο|ορμέμφυτο|παρόρμηση
10830 ορμή|1
10831 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
10832 ορμήνεμα|1
10833 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη
10834 ορμήνια|1
10835 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη
10836 ορμηνεύω|1
10837 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ
10838 οροθέσιο|1
10839 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
10840 ορτάκης|1
10841 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος
10842 ορφνός|1
10843 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός
10844 ορχήστρα|1
10845 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι
10846 ορόσημο|2
10847 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα
10848 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
10849 οσκρός|1
10850 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
10851 οστά|1
10852 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός
10853 ουδέτερος|1
10854 -|άσχετος|αδιάφορος|αμέτοχος|απέχων|ξένος|ουδέτερος
10855 ουδαμώς|1
10856 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε
10857 ουδόλως|1
10858 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε
10859 ουράνιος|1
10860 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος
10861 ουράνιος θόλος|1
10862 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα
10863 ουρανιο|1
10864 -|Ουρανιο
10865 ουρανός|1
10866 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα
10867 ουρλιάζω|1
10868 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
10869 ουσιαστικός|1
10870 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
10871 ουτιδανός|1
10872 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία
10873 ουτοπία|1
10874 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
10875 ουτοπικός|1
10876 -|άφθαστος|ακατόρθωτος|ανέφικτος|ανεπίτευκτος|απλησίαστος|απραγματοποίητος|απροσπέλαστος|ουτοπικός
10877 οφίκιο|1
10878 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
10879 οχεία|1
10880 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
10881 οχετός|1
10882 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
10883 οχλοβοή|1
10884 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
10885 πάγιος|1
10886 -|άσειστος|αδιάσειστος|αδόνητος|ακλόνητος|ακούνητος|ακράδαντος|αμετάβλητος|αμετακίνητος|απαρασάλευτος|ασάλευτος|αταλάντευτος|ατράνταχτος|εδραίος|επίμονος|ευσταθής|πάγιος
10887 πάθηση|1
10888 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|αρρώστημα|αρρώστια|ασθένεια|ατονία|ενόχληση|επιδημία|κακοδιαθεσία|νόσημα|νόσος|πάθηση
10889 πάθος|1
10890 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
10891 πάλη|1
10892 -|άθλημα|άμιλλα|αγώνισμα|πάλη|συναγωνισμός
10893 πάμπλουτος|1
10894 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος
10895 πάμφθηνα|1
10896 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
10897 πάνδημος|1
10898 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός
10899 πάντα|1
10900 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
10901 πάντοτε|2
10902 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
10903 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
10904 πάραυτα|1
10905 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς
10906 πάρσιμο|1
10907 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
10908 πάρτι|1
10909 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση
10910 πάρωρα|1
10911 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
10912 πάστρα|1
10913 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη
10914 πάτημα|2
10915 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
10916 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
10917 πέλαγα|1
10918 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός
10919 πέλαγος|1
10920 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός
10921 πέμπω|1
10922 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
10923 πένθιμος|1
10924 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος
10925 πένθος|2
10926 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
10927 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς
10928 πέρα|1
10929 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω
10930 πέρας|1
10931 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
10932 πέτρωμα|1
10933 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση
10934 πέφτω|1
10935 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
10936 πήδημα|1
10937 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
10938 πίκρα|1
10939 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
10940 πίνακας|1
10941 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία
10942 παίνεμα|2
10943 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
10944 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
10945 παίνιες|1
10946 -|καλοτυχίσματα|παίνιες|παινέματα|συγχαρητήρια|συχαρίκια|συχαριάσματα
10947 παίρνω αίσθηση|1
10948 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
10949 παίρνω γνώμη|1
10950 -|διαβάζω|ζητώ τα φώτα|παίρνω γνώμη|συμβουλεύομαι
10951 παγανό|1
10952 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό
10953 παγερός|1
10954 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
10955 παγκόσμιος|1
10956 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός
10957 παγόνι|1
10958 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
10959 παγώνω|1
10960 -|αποξυλιάζω|καταψύχω|κρυσταλλιάζω|παγώνω|υπερψύχω|ψυχραίνω
10961 παθιάρης|1
10962 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος
10963 παθιασμένος|1
10964 -|άρρωστος|ανήμπορος|αναγκεμένος|αρρωστιάρης|αρρωστιάρικος|ζαμπούνης|κατάκοιτος|κρεβατωμένος|νοσών|παθιασμένος
10965 παθών|1
10966 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
10967 παιγνίδι|1
10968 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα
10969 παιδεύω|1
10970 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
10971 παινέματα|1
10972 -|καλοτυχίσματα|παίνιες|παινέματα|συγχαρητήρια|συχαρίκια|συχαριάσματα
10973 παινεσιάρης|1
10974 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
10975 παλάντζας|1
10976 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής
10977 παλάτι|1
10978 -|ανάκτορο|βασιλόσπιτο|μέγαρο|μέλαθρο|παλάτι|σεράι
10979 παλαίμαχος|1
10980 -|απόμαχος|απόστρατος|απότακτος|βετεράνος|παλαίμαχος|συνταξιούχος
10981 παλαβιάρης|1
10982 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής
10983 παλαβός|1
10984 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής
10985 παλαμίζω|1
10986 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω
10987 παλαμιά|2
10988 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
10989 -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
10990 παλεύω|2
10991 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση
10992 -|ανταγωνίζομαι|αντιμετωπίζω|παλεύω|συγκρούομαι|συναγωνίζομαι|συναντιέμαι
10993 παλικάρι|2
10994 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος
10995 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός
10996 παλικαριά|1
10997 -|άθλος|ανδραγάθημα|ανδραγαθία|επίτευγμα|επιτυχία|ηρωισμός|θρίαμβος|κατόρθωμα|μεγαλούργημα|νίκη|παλικαριά
10998 παλινδρομή|1
10999 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο
11000 παλιός|1
11001 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
11002 παλλαϊκός|1
11003 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός
11004 παμβουπρασιακός α.ο. βάρδας|1
11005 -|Παμβουπρασιακός Α.Ο. Βάρδας
11006 παμπάλαιος|1
11007 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
11008 παν|1
11009 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο
11010 πανέμορφος|2
11011 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος
11012 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος
11013 πανένδοξος|1
11014 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
11015 πανδέκτης|1
11016 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
11017 πανούργος|1
11018 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός
11019 παντατίφ|1
11020 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων
11021 παντοδύναμος|1
11022 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
11023 παντοτινά|2
11024 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
11025 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
11026 παντοτινός|3
11027 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
11028 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός
11029 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
11030 παντρειά|1
11031 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση
11032 παντρεύομαι|1
11033 -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι
11034 πανώγραμμα|1
11035 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
11036 παπάς|1
11037 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος
11038 παπικός|1
11039 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός
11040 παράγκα|1
11041 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
11042 παράγοντας|1
11043 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα
11044 παράγω|1
11045 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
11046 παράδοξος|1
11047 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
11048 παράδοση|1
11049 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο
11050 παράδοση όπλων|1
11051 -|εναπόθεση|κατάθεση|μαρτυρία|ομολογία|παράδοση όπλων|τοποθέτηση
11052 παράκληση|2
11053 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι
11054 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια
11055 παράκουλο|1
11056 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
11057 παράκτιος|1
11058 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός
11059 παράλειψη γραμμάτων|1
11060 -|αμοιβή|απογαλακτισμός|απογαλουχισμός|αποθηλασμός|αποκοπή|αποχώρηση|απότμηση|κοπή|κόψιμο|παράλειψη γραμμάτων
11061 παράλιος|1
11062 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός
11063 παράλληλος|2
11064 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
11065 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος
11066 παράλογος|1
11067 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής
11068 παράνομος|1
11069 -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος
11070 παράξενος|1
11071 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
11072 παράπηγμα|1
11073 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
11074 παράπτωμα|2
11075 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα
11076 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
11077 παράς|1
11078 -|έντονος|ηχηρός|λεφτά|παράς|σκαστός|χρήμα
11079 παράταιρος|1
11080 -|άγαμος|αζευγάρωτος|ανόμοιος|ανύπαντρος|ασύζευκτος|αταίριαστος|ελεύθερος|εργένης|μπεκιάρης|παράταιρος
11081 παράταξη|2
11082 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
11083 -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος
11084 παράταση προθεσμίας|1
11085 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα
11086 παράτημα|1
11087 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
11088 παράτυπος|1
11089 -|άδικος|άνομος|αθέμιτος|ανήθικος|αντικανονικός|ασεβής|παράνομος|παράτυπος
11090 παράχωμα|1
11091 -|αποσκέπασμα|απόκρυψη|καταχώνιασμα|κρύψιμο|παράχωμα|συγκάλυψη
11092 παρέα|2
11093 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση
11094 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
11095 παρέμβαση|1
11096 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός
11097 παρέπομαι|1
11098 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι
11099 παρέχω τα μέσα για σπουδές|1
11100 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ
11101 παραίνεση|1
11102 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη
11103 παραβάλλω|1
11104 -|αντιπαραθέτω|παραβάλλω|παραθέτω|συγκρίνω|συνδυάζω|συσχετίζω
11105 παραβάτης|1
11106 -|αδικητής|αμαρτωλός|ανήθικος|κολασμένος|κριματισμένος|παραβάτης
11107 παραβγαίνω|1
11108 -|αμιλλώμαι|αναμετρώμαι|ανταγωνίζομαι|αντιβγαίνω|αντιμάχομαι|αντιπαλεύω|διαμάχομαι|είμαι ισόπαλος|παραβγαίνω
11109 παραβλέπω|1
11110 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω
11111 παραβολή|1
11112 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα
11113 παραβροντάκι|1
11114 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
11115 παραδοχή|1
11116 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση
11117 παραδούχος|1
11118 -|ευκατάστατος|εύπορος|λεφτάς|παραδούχος|πλούσιος
11119 παραδρομή|1
11120 -|ανακρίβεια|αναλήθεια|λάθος|παραδρομή|σφάλμα|ψέμα
11121 παραθέτω|1
11122 -|αντιπαραθέτω|παραβάλλω|παραθέτω|συγκρίνω|συνδυάζω|συσχετίζω
11123 παραθαλάσσιος|1
11124 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός
11125 παραθυράκι|1
11126 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης
11127 παραιτούμαι|2
11128 -|απαρνιέμαι|αποστερούμαι|παραιτούμαι|στερούμαι|χάνω
11129 -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω
11130 παρακάλι|1
11131 -|έκκληση|ένσταση|έφεση|εκλιπάρηση|επίκληση|ικεσία|καθικέτευση|παράκληση|παρακάλι
11132 παρακάλια|1
11133 -|αίτημα|αίτηση|αξίωμα|απαίτηση|αρχή|δόγμα|κανόνας|νόμος|παράκληση|παρακάλια
11134 παρακάμπτω|1
11135 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ
11136 παρακινώ|1
11137 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
11138 παρακολουθώ|1
11139 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω
11140 παρακολούθημα|1
11141 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
11142 παρακωλύω|1
11143 -|απαγορεύω|αποτρέπω|δεσμεύω|εμποδίζω|παρακωλύω|παρεμποδίζω
11144 παραλία|1
11145 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα
11146 παραλείπω|1
11147 -|αποκρύπτω|αποσιωπώ|αποσκεπάζω|κρύβω|παραλείπω|συγκαλύπτω
11148 παραλιακός|1
11149 -|αγχίαλος|ακροθαλάσσιος|ακρόγιαλος|ακταίος|επάκτιος|παράκτιος|παράλιος|παραθαλάσσιος|παραλιακός
11150 παραλλαγμένος|1
11151 -|άγνωρος|άγνωστος|άμαθος|αγνώριμος|αγνώριστος|αδοκίμαστος|αλλαγμένος|αμάθητος|ανέγνωρος|ανεγνώριστος|ανεξακρίβωτος|δυσγνώριστος|μεταμορφωμένος|παραλλαγμένος
11152 παραλληλισμός|1
11153 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα
11154 παραμάντεμα|1
11155 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
11156 παραμορφώνω|1
11157 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ
11158 παραμύθι|1
11159 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
11160 παρανομία|1
11161 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
11162 παρανομώ|1
11163 -|αδικώ|ζημιώνω|παρανομώ|στρεψοδικώ|τιμωρώ άδικα
11164 παραξένεμα|1
11165 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
11166 παραξενιά|1
11167 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα
11168 παραπλανητικός|1
11169 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
11170 παραποίηση|2
11171 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
11172 -|αναπαράσταση|αντίγραφο|αντιγραφή|απομίμημα|απομίμηση|ιμιτασιόν|κόπια|ξεπατίκωμα|ξεσήκωμα|ομοίωμα|παραποίηση
11173 παραποιώ|1
11174 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ
11175 παραπουλητό|1
11176 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
11177 παραπόρτι|1
11178 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης
11179 παρασιτικά|1
11180 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
11181 παρασκευάζω|1
11182 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
11183 παρασκευασμένος|1
11184 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος
11185 παραστατικός|1
11186 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
11187 παρατάσσω|1
11188 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ
11189 παρατημένος|1
11190 -|έρημος|έρμος|απομονωμένος|εγκαταλειμένος|εγκαταλελειμμένος|μοναχικός|μοναχός|μόνος|παρατημένος
11191 παρατηρητήριο|1
11192 -|αγνάντεμα|βίγλα|βίγλισμα|επισκόπιση|παρατηρητήριο|περισκόπιση
11193 παρατηρητής|1
11194 -|βιγλάτορας|παρατηρητής|σκοπός|φρουρός|φύλακας
11195 παραφράζω|1
11196 -|αποδίδω|απονέμω|εξηγώ|επιστρέφω|ερμηνεύω|μεταφράζω|παραφράζω
11197 παραφροσύνη|1
11198 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος
11199 παραχρήμα|1
11200 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς
11201 παρεκτροπή|1
11202 -|άτοπη πράξη|απρέπεια|ασχημοσύνη|ατόπημα|παρεκτροπή
11203 παρελθόν|1
11204 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
11205 παρεμποδίζω|2
11206 -|απαγορεύω|αποτρέπω|δεσμεύω|εμποδίζω|παρακωλύω|παρεμποδίζω
11207 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ
11208 παρεμφερής|2
11209 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
11210 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος
11211 παρενοχλώ|1
11212 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ
11213 παρεπόμενο|1
11214 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
11215 παρευθύς|1
11216 -|ακαριαία|αμέσως|αυθωρεί|αυτοστιγμεί|ευθύς|μονοκοπανιά|μονομιάς|πάραυτα|παραχρήμα|παρευθύς
11217 παρηγορώ|1
11218 -|ανακουφίζω|απολυτρώνω|καθησυχάζω|καταπραΰνω|ξαλαφρώνω|ξεθυμαίνω|ξεκουράζω|παρηγορώ
11219 παρθενιά|1
11220 -|αγνεία|αγνότητα|παρθενία|παρθενιά
11221 παροιμία|1
11222 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό
11223 παροπλίζω|1
11224 -|ακινητοποιώ|δεσμεύω|παροπλίζω|σταθεροποιώ|σταματώ|στερεώνω
11225 παρορμώ|1
11226 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
11227 παροτρύνω|1
11228 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
11229 παρουσίαση|1
11230 -|διαφήμιση|παρουσίαση|προέκταση|προβολή
11231 παρρησία|1
11232 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
11233 παρτέντζα|1
11234 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό
11235 παρωρίτης|1
11236 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό
11237 παρόμοιος|1
11238 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
11239 παρόραμα|1
11240 -|αβλέπτημα|αβλεψία|απροσεξία|λάθος|παρόραμα
11241 παρόρμηση|1
11242 -|ένστικτο|ορμέμφυτο|παρόρμηση
11243 πασκίζω|1
11244 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι
11245 παστερίωση|1
11246 -|απολύμανση|αποστείρωση|εξυγίανση|καθαρισμός|παστερίωση
11247 παστράδα|1
11248 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη
11249 παστρεύω|1
11250 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ
11251 παστρικάδα|1
11252 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη
11253 παστρικοσύνη|1
11254 -|διαύγεια|καθαριότητα|καθαρότητα|πάστρα|παστράδα|παστρικάδα|παστρικοσύνη
11255 παστώνω|1
11256 -|αλατίζω|αρμυρίζω|νοστιμίζω|ξυλοκοπώ|παστώνω
11257 πασχίζω|1
11258 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση
11259 πατέρας|2
11260 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής
11261 -|μπαμπάκας|μπαμπάς|πατέρας|πατερούλης
11262 πατερούλης|1
11263 -|μπαμπάκας|μπαμπάς|πατέρας|πατερούλης
11264 πατημασιά|1
11265 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
11266 πατικώνω|1
11267 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω
11268 πατρίδα|2
11269 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
11270 -|γενέτειρα|ημεδαπή|πατρίδα
11271 πατρογονικός|1
11272 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
11273 πατώ|1
11274 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω
11275 παχυλός|1
11276 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
11277 παχύδερμος|1
11278 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος
11279 παχύς|1
11280 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
11281 παύση|1
11282 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα
11283 παύω|2
11284 -|αλαργεύω|αποκομίζω|αποκρούω|απολύω|απομακρύνω|αποπέμπω|αποσοβώ|αποσύρω|αποχετεύω|διώχνω|εκτοπίζω|εξορίζω|μετακινώ|μετατοπίζω|ξεμακραίνω|παύω
11285 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω
11286 πείθομαι|1
11287 -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω
11288 πείθω|1
11289 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω
11290 πείραγμα|2
11291 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα
11292 -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια
11293 πεδιαίος|1
11294 -|καμπίσιος|πεδιαίος|πεδινός
11295 πεδινός|1
11296 -|καμπίσιος|πεδιαίος|πεδινός
11297 πεζεύω|1
11298 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
11299 πεθαίνω|2
11300 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι
11301 -|κοιμάμαι|πεθαίνω
11302 πεθαμένος|1
11303 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης
11304 πειράζω|2
11305 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ
11306 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
11307 πελάτης|1
11308 -|αγοραστής|καταναλωτής|πελάτης|ψωνιστής
11309 πελιδνός|1
11310 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
11311 πελώριος|1
11312 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
11313 πενία|1
11314 -|ένδεια|ανέχεια|απορία|πενία|φτώχεια
11315 πεντάμορφος|1
11316 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος
11317 πεποίθηση|1
11318 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
11319 περήφανος|1
11320 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
11321 περίβλημα|2
11322 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός
11323 -|ένδυμα|ενδυμασία|κουστούμι|περίβλημα|ρούχο|φόρεμα
11324 περίγραμμα|1
11325 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι
11326 περίδοξος|1
11327 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
11328 περίεργος|1
11329 -|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|αλλιώτικος|αλλόκοτος|ανάποδος|αξιοπερίεργος|ασυνήθης|ασυνήθιστος|αφύσικος|διαφορετικός|εκκεντρικός|μυστηριώδης|ξενότροπος|παράδοξος|παράξενος|περίεργος
11330 περίληψη|1
11331 -|ανακεφαλαίωση|επιτομή|περίληψη|συγκεφαλαίωση|σύνοψη|σύνοψιση
11332 περίλυπος|1
11333 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
11334 περίμετρος|1
11335 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι
11336 περίοδος|1
11337 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
11338 περίπαιγμα|1
11339 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη
11340 περίπολος|1
11341 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο
11342 περίπτυξη|1
11343 -|αγκάλιασμα|ασπασμός|εναγκαλισμός|περίπτυξη|περιπλοκή
11344 περίφημος|1
11345 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
11346 περασμένα|1
11347 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
11348 περασμένος|1
11349 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
11350 περγαμηνή|1
11351 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
11352 περηφάνια|1
11353 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
11354 περηφανεύομαι|2
11355 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ
11356 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
11357 περιέρχομαι|1
11358 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω
11359 περιέχω|1
11360 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
11361 περιαρπάζω|1
11362 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω
11363 περιβόλι|1
11364 -|ανθοκήπιο|ανθώνας|κήπος|λαχανόκηπος|μπαξές|περιβόλι
11365 περιγέλασμα|1
11366 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη
11367 περιγελώ|1
11368 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
11369 περιγιάλι|1
11370 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα
11371 περιγράφω|1
11372 -|αναγράφω|γράφω|εγγράφω|καταγράφω|καταχωρώ|περιγράφω
11373 περιγραφή προσώπου|1
11374 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία
11375 περιεκτικός|1
11376 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
11377 περιζώνω|1
11378 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
11379 περιθάλπω|1
11380 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
11381 περικαίω|1
11382 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω
11383 περικαλύπτω|1
11384 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
11385 περικλαδώνω|1
11386 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
11387 περιλαμπάζω|1
11388 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
11389 περιληπτικός|1
11390 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος
11391 περιορισμός|1
11392 -|ελάττωση|μάζεμα|μίκρεμα|περιορισμός|συστολή|σύμπτυξη
11393 περιουσία|1
11394 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
11395 περιπαίζω|1
11396 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
11397 περιπλάνηση|1
11398 -|αλητεία|μποεμισμός|περιπλάνηση|ρεμπέλεμα|σουρτούκεμα
11399 περιπλοκή|1
11400 -|αγκάλιασμα|ασπασμός|εναγκαλισμός|περίπτυξη|περιπλοκή
11401 περιποιέμαι|1
11402 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω
11403 περιποιούμαι|1
11404 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
11405 περιπτύσσομαι|1
11406 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
11407 περισαίνω|1
11408 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι
11409 περισκοπώ|2
11410 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
11411 -|αγναντεύω|αντιθωρώ|αντικοιτώ|αντικρίζω|ατενίζω|βιγλίζω|βλέπω|ξανοίγω|περισκοπώ
11412 περισκόπιση|1
11413 -|αγνάντεμα|βίγλα|βίγλισμα|επισκόπιση|παρατηρητήριο|περισκόπιση
11414 περισπασμός|1
11415 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
11416 περισσός|1
11417 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
11418 περιστάσεις|1
11419 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
11420 περιστατικός|1
11421 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
11422 περιστρέφω|1
11423 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
11424 περιτείχισμα|1
11425 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο
11426 περιφέρεια|1
11427 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι
11428 περιφανής|1
11429 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
11430 περιφερικός|1
11431 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
11432 περιφρονώ|2
11433 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ
11434 -|αηδιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποκρούω|αποποιούμαι|απορρίπτω|αποστέργω|αποστρέφομαι|αρνούμαι|περιφρονώ
11435 πεσιμιστής|1
11436 -|απαισιόδοξος|απελπισιάρης|πεσιμιστής|πικραντέρης
11437 πεταχτούλης|1
11438 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός
11439 πετσοκόβω|1
11440 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
11441 πετυχαίνω|1
11442 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω
11443 πηγάζω|1
11444 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι
11445 πηγή|1
11446 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
11447 πηλαλώ|1
11448 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
11449 πιάνω|3
11450 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω
11451 -|αιχμαλωτίζω|κατακρατώ|πιάνω|συλλαμβάνω
11452 -|αρπάζω|κατέχω|κατακτώ|καταλαμβάνω|πιάνω|πιάνω χώρο
11453 πιάνω χώρο|1
11454 -|αρπάζω|κατέχω|κατακτώ|καταλαμβάνω|πιάνω|πιάνω χώρο
11455 πιέζω|1
11456 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω
11457 πικραντέρης|1
11458 -|απαισιόδοξος|απελπισιάρης|πεσιμιστής|πικραντέρης
11459 πικροαίματος|1
11460 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός
11461 πιλατεύω|1
11462 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ
11463 πινακίδα|1
11464 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
11465 πιστοποιητικό|1
11466 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα
11467 πιστός|2
11468 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός
11469 -|έμπιστος|αξιόπιστος|μπιστεμένος|μπιστικός|πιστός|φερέγγυος
11470 πιστότητα|1
11471 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή
11472 πισωγύρισμα|1
11473 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο
11474 πιτσιλιά|1
11475 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
11476 πλάθω|2
11477 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
11478 -|ανακατεύω|διαμορφώνω|ζυμώνω|πλάθω
11479 πλάι|1
11480 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά
11481 πλάκα|1
11482 -|ηλεκτρική μπαταρία|μέρος σελίδας|πλάκα|στήλη
11483 πλάνος|2
11484 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
11485 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
11486 πλάτωμα|1
11487 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι
11488 πλήγμα|1
11489 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα
11490 πλήθεμα|1
11491 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός
11492 πλήθος|1
11493 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο
11494 πλήρης|2
11495 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής
11496 -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος
11497 πλήττω|1
11498 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
11499 πλαγιά|1
11500 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
11501 πλαγιάζω|1
11502 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι
11503 πλαγιομάτης|1
11504 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης
11505 πλαγιόμματος|1
11506 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης
11507 πλαζ|1
11508 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα
11509 πλακωσιά|1
11510 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
11511 πλανερός|1
11512 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
11513 πλανευτής|1
11514 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
11515 πλαστουργώ|1
11516 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
11517 πλαστός|1
11518 -|ανυπόστατος|ανύπαρκτος|πλαστός|φανταστικός|χιμαιρικός
11519 πλατωσιά|1
11520 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι
11521 πλεονέκτημα|2
11522 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος
11523 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
11524 πλεονέκτης|1
11525 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος
11526 πλεονεκτικότητα|1
11527 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή
11528 πλεούμενο|1
11529 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό
11530 πλευρά|1
11531 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
11532 πλεόνασμα|1
11533 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός
11534 πληγή|1
11535 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα
11536 πληγώνομαι|1
11537 -|λαβώνομαι|πληγώνομαι|τραυματίζομαι
11538 πληγώνω|1
11539 -|λαβώνω|πληγώνω|τραυματίζω
11540 πληγώνω ψυχικά|1
11541 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ
11542 πληθαίνω|1
11543 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
11544 πληκτικός|1
11545 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός
11546 πλημμύρα|1
11547 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός
11548 πλημμύρισμα|1
11549 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός
11550 πληροφορία|2
11551 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
11552 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
11553 πληροφορώ|1
11554 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ
11555 πληρωμή|1
11556 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή
11557 πληρότητα|1
11558 -|άδολο|ακεραιότητα|ανόθευτο|αρτιότητα|γνησιότητα|πληρότητα
11559 πληρώνω|1
11560 -|γκρεμίζω|εξαντλώ|εξασθενίζω|εξοντώνω|εξοφλώ|καταβάλλω|κατανικώ|καταρρίπτω|νικώ|πληρώνω
11561 πλησίον|1
11562 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά
11563 πλησιάζω|2
11564 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ
11565 -|ζυγώνω|πλησιάζω|προσεγγίζω|σιμώνω
11566 πλοίαρχος|1
11567 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
11568 πλοίο|1
11569 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό
11570 πλοκή λέξεων|1
11571 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
11572 πλουμί|1
11573 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
11574 πλουμίδι|1
11575 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
11576 πλουσιότατος|1
11577 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος
11578 πλουτοκρατία|1
11579 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
11580 πλούμισμα|1
11581 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
11582 πλούσιος|2
11583 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
11584 -|ευκατάστατος|εύπορος|λεφτάς|παραδούχος|πλούσιος
11585 πλούτισμα|1
11586 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
11587 πλούτος|1
11588 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
11589 πλωτό|1
11590 -|βαπόρι|καράβι|ναυπήγημα|ναυς|πλεούμενο|πλοίο|πλωτό
11591 πνίγω τελειωτικά|1
11592 -|καταπνίγω|καταστέλλω|πνίγω τελειωτικά
11593 πνίξιμο|1
11594 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα
11595 πνεούμενος|1
11596 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
11597 πνευματικός|1
11598 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός
11599 πνευματώδης|1
11600 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
11601 πνευστίαση|1
11602 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα
11603 πνευστιώ|1
11604 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ
11605 πνεύμα|1
11606 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
11607 πνιγηρός|1
11608 -|αποπνικτικός|ασφυκτικός|πνιγηρός|πνικτικός
11609 πνιγμονή|1
11610 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα
11611 πνικτικός|1
11612 -|αποπνικτικός|ασφυκτικός|πνιγηρός|πνικτικός
11613 πνοή|1
11614 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος
11615 ποίκιλμα|1
11616 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
11617 ποδηγετώ|1
11618 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ
11619 ποθητός|1
11620 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος
11621 ποθώ|2
11622 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για
11623 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
11624 ποιητικός οίστρος|1
11625 -|έμπνευση|επίνοια|ιδέα|μούσα|οίστρος|πνοή|ποιητικός οίστρος
11626 ποινή|1
11627 -|δοκιμασία|ενοχοποίηση|καταδίκη|ποινή|ταλαιπωρία
11628 πολέμαρχος|1
11629 -|αξιωματικός|αρχηγός|αστυνόμος|διοικητής|επικεφαλής|καπετάν|καπετάνιος|καραβοκύρης|κυβερνήτης|ναύαρχος|οπλαρχηγός|πλοίαρχος|πολέμαρχος
11630 πολίτευμα|1
11631 -|αρχή|εγκατεστημένος|καθεστώς|κράτος|πολίτευμα|πολιτεία
11632 πολεμικό όχημα|1
11633 -|άρμα|έμβλημα|θωρακισμένο|οπλισμός|πολεμικό όχημα|τανκ
11634 πολεμώ|1
11635 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση
11636 πολισμάνος|1
11637 -|αστυνομικός|αστυνόμος|αστυφύλακας|πολισμάνος|πόλισμαν
11638 πολιτεία|1
11639 -|αρχή|εγκατεστημένος|καθεστώς|κράτος|πολίτευμα|πολιτεία
11640 πολιτική μερίδα|1
11641 -|κομμάτι|κόμμα|μέρος όλου|πολιτική μερίδα|σημείο στίξης|τεμάχιο
11642 πολιτισμός|1
11643 -|κουλτούρα|πολιτισμός
11644 πολλαπλασιάζω|1
11645 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
11646 πολλαπλασιασμός|1
11647 -|αβγάτισμα|αύξηση|επαύξηση|επιμήκυνση|μεγάλωμα|πλήθεμα|πλεόνασμα|πολλαπλασιασμός
11648 πολυέξοδος|2
11649 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
11650 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος
11651 πολυδάπανος|1
11652 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
11653 πολυδόξαστος|1
11654 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
11655 πολυθρόνα|1
11656 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος
11657 πολυθρύλητος|1
11658 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
11659 πολυκατοικία|1
11660 -|κατοικία|οίκος|οικεία|πολυκατοικία|σπίτι
11661 πολυπληθής|1
11662 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
11663 πολυπόθητος|1
11664 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος
11665 πολυτέλεια|1
11666 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή
11667 πολυφαγία|1
11668 -|αδηφαγία|γαστριμαργία|κοιλιοδουλία|πολυφαγία
11669 πολύ γρήγορα|1
11670 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
11671 πολύδοξος|1
11672 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
11673 πολύζουμος|1
11674 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
11675 πολύκροτος|1
11676 -|ένδοξος|δοξασμένος|επιφανής|ευκλεής|θρυλικός|μέγας|ξακουσμένος|ξακουστός|ονομαστός|πανένδοξος|περίδοξος|περιφανής|πολυδόξαστος|πολυθρύλητος|πολύδοξος|πολύκροτος
11677 πολύπλοκος|1
11678 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
11679 πολύς|2
11680 -|άμετρος|άπειρος|αδιευθέτητος|αλογάριαστος|αμέτρητος|αναρίθμητος|ανυπολόγιστος|αξεκαθάριστος|απειράριθμος|απειροπληθής|απερίσκεπτος|αρίφνητος|ασυλλόγιστος|ατακτοποίητος|πολυπληθής|πολύς
11681 -|άπλετος|άσωστος|άφθονος|ακένωτος|ανέσωστος|ανεξάντλητος|αστείρευτος|ατέλειωτος|γεμάτος|δαψιλής|μπερεκετλίδικος|μπόλικος|παχυλός|περισσός|πλούσιος|πολύς
11682 πολύχυμος|1
11683 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
11684 πομπή|2
11685 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
11686 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
11687 πονεσιάρης|1
11688 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος
11689 πονηρός|1
11690 -|ατσίδας|εξυπνότατος|ευφυής|ικανότατος|κουνάβι|μουστέλα|πανούργος|πονηρός
11691 ποντάρω|1
11692 -|ακουμπώ|βασίζομαι|ποντάρω|στηρίζομαι|υπολογίζω
11693 πονόδοντος|1
11694 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
11695 πονόκαρδος|1
11696 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος
11697 πορεία|1
11698 -|κατεύθυνση|πορεία
11699 πορεύομαι|1
11700 -|αποβλέπω|διευθύνομαι|κατευθύνομαι|πορεύομαι
11701 πορθητής|1
11702 -|γαζής|γυναικάς|γόης|θριαμβευτής|καζανόβας|κατακτητής|κυρίαρχος|κόφτης|νικητής|πορθητής
11703 πορτάκι|1
11704 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης
11705 πορτέλο|1
11706 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης
11707 ποσοστό|1
11708 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
11709 ποσότητα|2
11710 -|άγνοια|αδαημοσύνη|ανασκησία|απειρία|απραγία|ατζαμοσύνη|αφθονία|μεγάλο πλήθος|ποσότητα
11711 -|αριθμός|νούμερο|ποσότητα
11712 ποσώς|1
11713 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε
11714 πούλβερη|1
11715 -|κονιορτός|κόνις|ξηρίο|πούλβερη|σκονάκι|σκόνη
11716 πούλημα|1
11717 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο
11718 πράγμα|1
11719 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
11720 πράγματα|1
11721 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα
11722 πράγματι|1
11723 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
11724 πράος|2
11725 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
11726 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
11727 πρίγκιπας|1
11728 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
11729 πρίσμα|1
11730 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
11731 πραγματικά|1
11732 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
11733 πραγματικός|1
11734 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός
11735 πραγματικότητα|1
11736 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
11737 πρακτικός|1
11738 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός
11739 πραματευτής|1
11740 -|έμπορας|έμπορος|γυρολόγος|εμπορευόμενος|καταστηματάρχης|μεταπράτης|μικροπωλητής|πραματευτής
11741 πρανές|1
11742 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
11743 πρεμούρα|1
11744 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
11745 πρεσάρω|1
11746 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω
11747 πρεσβύτερος|1
11748 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος
11749 προέκταση|1
11750 -|διαφήμιση|παρουσίαση|προέκταση|προβολή
11751 προέλευση|1
11752 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
11753 προέρχομαι|2
11754 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι
11755 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω
11756 προαγοράζω|1
11757 -|αγκαζάρω|δεσμεύω|καπαρώνω|προαγοράζω
11758 προαγωγή|1
11759 -|έπαινος|αμοιβή|αντάμειψη|ανταμοιβή|αντιμισθία|αποζημίωση|δούλεψη|επιβράβευση|μισθός|πληρωμή|προαγωγή
11760 προβάλλω|1
11761 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω
11762 προβιβασμός|1
11763 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο
11764 προβολή|1
11765 -|διαφήμιση|παρουσίαση|προέκταση|προβολή
11766 προγενέστερος|1
11767 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
11768 προγράφω|2
11769 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
11770 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ
11771 προγραφή|1
11772 -|καταδίωξη|καταδιωγμός|κατατρεγμός|κυνήγημα|κυνήγι|κυνηγητό|προγραφή
11773 προδικάζω|1
11774 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
11775 προδρομος|1
11776 -|προδρομος
11777 προεξάρχων|1
11778 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
11779 προθυμία|1
11780 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
11781 προκαταβολή|1
11782 -|αρραβωνίσια|αρραβώνας|αρραβώνες|αρραβώνιασμα|βέρα|δέσμευση|δαχτυλίδι|κάπαρο|καπάρωμα|μνήστευση|μνηστεία|προκαταβολή
11783 προκατακλυσμιαίος|1
11784 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
11785 προκινδυνεύω|1
11786 -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι
11787 προκομμένος|1
11788 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης
11789 προκοπή|1
11790 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο
11791 προκόβω|2
11792 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
11793 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω
11794 προμελετώ|1
11795 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
11796 προοδευτικός|1
11797 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
11798 προοδεύω|3
11799 -|αβγατίζω|αυξάνω|εντείνω|επαυξάνω|επεκτείνω|επιμηκύνω|επιταχύνω|επιτείνω|μεγαλώνω|πληθαίνω|πολλαπλασιάζω|προκόβω|προοδεύω
11800 -|ακμάζω|αναπτύσσομαι|ανθώ|είμαι στην ακμή μου|ευδαιμονώ|ευδοκιμώ|ευημερώ|θάλλω|μεσουρανώ|προκόβω|προοδεύω
11801 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω
11802 προορισμός|1
11803 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
11804 προπέλα|1
11805 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή
11806 προπέμπω|1
11807 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω
11808 προπαρασκευάζω|1
11809 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
11810 προπετής|1
11811 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης
11812 προπηλακίζω|1
11813 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ
11814 προπόνηση|1
11815 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
11816 προσέρχομαι|1
11817 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω
11818 προσέχω|2
11819 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
11820 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω
11821 προσήλωση|1
11822 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
11823 προσανατολίζω|1
11824 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ
11825 προσβάλλω|1
11826 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ
11827 προσβολή|1
11828 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
11829 προσγείωση|1
11830 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
11831 προσγειώνομαι|1
11832 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
11833 προσδοκία|1
11834 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
11835 προσεγγίζω|2
11836 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ
11837 -|ζυγώνω|πλησιάζω|προσεγγίζω|σιμώνω
11838 προσεδάφιση|1
11839 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
11840 προσεκτικός|1
11841 -|άγρυπνος|άσβηστος|άυπνος|ακοίμητος|ξυπνητός|ξύπνιος|προσεκτικός
11842 προσεχής|1
11843 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
11844 προσθέτω|1
11845 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω
11846 προσθαλάσσωση|1
11847 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
11848 προσθαλασσώνομαι|1
11849 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
11850 προσκήνιο|1
11851 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι
11852 προσκυνώ|1
11853 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι
11854 προσκόλληση|1
11855 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
11856 προσμένω|1
11857 -|απαντέχω|προσμένω
11858 προσμονή|1
11859 -|αβασταγιά|αδημονία|αναμονή|ανησυχία|ανυπομονησία|απαντοχή|βιασύνη|ελπίδα|καρτερία|λαχταρά|πρεμούρα|προσδοκία|προσμονή
11860 προσομοιάζω|1
11861 -|ανήκω|αναλογώ|ανταποκρίνομαι|αντιστοιχώ|βγαίνω|ισοδυναμώ|προσομοιάζω
11862 προσορμίζομαι|1
11863 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω
11864 προσπάθεια|1
11865 -|απόπειρα|δοκιμή|εγχείρημα|προσπάθεια|τεστ|τόλμημα
11866 προσπαθώ|2
11867 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση
11868 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
11869 προσπερνώ|1
11870 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ
11871 προσσεληνώνομαι|1
11872 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
11873 προστάτης|1
11874 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
11875 προστασία|1
11876 -|αφοσίωση|προστασία|στοργή|στοργικότητα|τρυφερότητα
11877 προστατευτικό μέσο|1
11878 -|αμυντικό περίβλημα|θώρακας|μεσαίο τμήμα εντόμων|προστατευτικό μέσο|στήθος
11879 προστατεύω|2
11880 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
11881 -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι
11882 προστιμάρω|1
11883 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
11884 προστρέχω|1
11885 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω
11886 προσφέρω|1
11887 -|κερνώ|οινοχοώ|προσφέρω|τρατάρω|φιλεύω
11888 προσφεύγω κάπου|1
11889 -|αναζητώ ασφάλεια|κάνω έκκληση|καταλήγω να χρησιμοποιήσω|καταφεύγω|προσφεύγω κάπου
11890 προσφιλής|1
11891 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος
11892 προσχεδιάζω|1
11893 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
11894 προσωπικός|1
11895 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
11896 προσωρινή μετάθεση|1
11897 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
11898 προσωρινός|1
11899 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
11900 προτίθεμαι|1
11901 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
11902 προτείνω|1
11903 -|προτείνω|συνιστώ (λογ.)|συστήνω (καθ.)
11904 προτιμώ|1
11905 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για
11906 προτρέπω|1
11907 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
11908 προφυλάγω|1
11909 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω
11910 προωθώ|1
11911 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
11912 προϊστάμενος|1
11913 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
11914 προϊστορικός|1
11915 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
11916 προϋποθέτω|1
11917 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
11918 πρωτάκουστος|1
11919 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
11920 πρωτάρχισμα|1
11921 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
11922 πρωτάτο|1
11923 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή
11924 πρωταίτιος|1
11925 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος
11926 πρωταγωνιστής|1
11927 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος
11928 πρωταρχικός|1
11929 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
11930 πρωτεία|1
11931 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή
11932 πρωτιά|1
11933 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
11934 πρωτινός|1
11935 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
11936 πρωτοβλέπω|1
11937 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω
11938 πρωτοκαθεδρία|1
11939 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή
11940 πρωτοπαλίκαρο|1
11941 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος
11942 πρωτοπόρος|1
11943 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος
11944 πρωτοτυπία|1
11945 -|ασύνηθες|καινοτομία|καινούργιο|μεταρρύθμιση|μοντερνισμός|νεωτερισμός|πρωτοτυπία
11946 πρωτοφανής|2
11947 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
11948 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
11949 πρωτότυπος|1
11950 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
11951 πρόβλημα|1
11952 -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση
11953 πρόγονος|1
11954 -|αλλοτινός|αρχαίος|αρχαϊκός|μυθικός|ντεμοντέ|παλιός|παμπάλαιος|πατρογονικός|περασμένος|προγενέστερος|προκατακλυσμιαίος|προϊστορικός|πρωτινός|πρόγονος
11955 πρόγραμμα|1
11956 -|λογισμικό|πρόγραμμα (καθ.)
11957 πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου|1
11958 -|πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου (χυδ.)
11959 πρόδειπνο|1
11960 -|απομεσήμερο|απόγεμα|απόγευμα|απόγιομα|δείλι|δειλινό|κοντοβασίλεμα|μερέντι|πρόδειπνο
11961 πρόθεση|1
11962 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
11963 πρόθυμος|2
11964 -|άβαρος|άμυαλος|αβαρής|ακούραστος|ανάλαφρος|ελαφρός|πρόθυμος
11965 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος
11966 πρόοδος|1
11967 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα
11968 πρόσοδος|1
11969 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
11970 πρόστυχος|1
11971 -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος
11972 πρόσφατος|1
11973 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
11974 πρόσχαρος|1
11975 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός
11976 πρότυπο|2
11977 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα
11978 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα
11979 πρόφαση|1
11980 -|αιτιολογία|αναγωγή|δικαιολογία|εξήγηση|πρόφαση
11981 πρόχειρος|1
11982 -|αβασάνιστος|ανεξέταστος|απαίδευτος|αταλαιπώρητος|επιπόλαιος|πρόχειρος
11983 πρώτα- πρώτα|1
11984 -|αρχικά|αρχικώς (λογ.)|εν πρώτοις (λογ.)|καταρχάς (λογ.)|πρώτα- πρώτα (καθ.)
11985 πταίσμα|2
11986 -|αδίκημα|αδικία|αδικοπραγία|ανομία|βλάβη|ζημία|παράπτωμα|πταίσμα
11987 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
11988 πτυχή|1
11989 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
11990 πτώση|1
11991 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
11992 πυρακτωμένος|1
11993 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
11994 πυρακτώνω|1
11995 -|ζεσταίνω|θερμαίνω|κοκκινίζω|πυρακτώνω|πυρώνω|φλογίζω
11996 πυρείο|1
11997 -|έξυπνος|μπριόζος|ξυλάκι|οινόπνευμα|πυρείο|σπίρτο
11998 πυρρός|1
11999 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
12000 πυρωμένος|1
12001 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
12002 πυρώνω|1
12003 -|ζεσταίνω|θερμαίνω|κοκκινίζω|πυρακτώνω|πυρώνω|φλογίζω
12004 πωρωμένος|1
12005 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος
12006 πόζα|1
12007 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
12008 πόθος|1
12009 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς
12010 πόλεμος|1
12011 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
12012 πόλισμαν|1
12013 -|αστυνομικός|αστυνόμος|αστυφύλακας|πολισμάνος|πόλισμαν
12014 πόμωμα|1
12015 -|αποπληξία|ασφυγμία|ασφυξία|δύσπνοια|κόμπιασμα|πνίξιμο|πνιγμονή|πόμωμα
12016 πόντιση|1
12017 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα
12018 πόντος|1
12019 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός
12020 πόρος|1
12021 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
12022 πόρρω|1
12023 -|άπω|αλάργα|απόμακρα|κατάμακρα|μακριά|πέρα|πόρρω
12024 πόρτα|1
12025 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
12026 πύργος|1
12027 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο
12028 πύρινος|1
12029 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
12030 ράθυμος|2
12031 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός
12032 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
12033 ράμπα|1
12034 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι
12035 ράπισμα|2
12036 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
12037 -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
12038 ράτσα|2
12039 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
12040 -|έθνος|γένος|λαός|μιλέτι|ράτσα|φυλή
12041 ρέκτης|2
12042 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
12043 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
12044 ρέστος|1
12045 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
12046 ρήγμα|1
12047 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
12048 ρήση|1
12049 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό
12050 ρήτορας|1
12051 -|αγορητής|ομιλητής|ρήτορας
12052 ρήτρα|1
12053 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος
12054 ρίζα|3
12055 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
12056 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
12057 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
12058 ρίξιμο|1
12059 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
12060 ρίχνω|1
12061 -|γκρεμίζω|κατεδαφίζω|ξεθεμελιώνω|ρίχνω|χαλώ
12062 ρίχνω κάτω|1
12063 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
12064 ραδιουργικός|1
12065 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
12066 ραπόρτο|1
12067 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση
12068 ρασοφόρος|2
12069 -|αβάς|βραχμάνος|εφημέριος|ιερέας|ιερουργός|ιερωμένος|κληρικός|λευΐτης|παπάς|πρεσβύτερος|ρασοφόρος
12070 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
12071 ραψωδία|1
12072 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος
12073 ραψωδώ|1
12074 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
12075 ρεαλιστικός|1
12076 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός
12077 ρεγουλάρω|1
12078 -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω
12079 ρεζέρβα|1
12080 -|έφεδρος|αποθεματικός|βοηθητικός|επίκουρος|επικουρικός|εφεδρικός|ο εν εφεδρεία|ρεζέρβα
12081 ρεμπέλεμα|1
12082 -|αλητεία|μποεμισμός|περιπλάνηση|ρεμπέλεμα|σουρτούκεμα
12083 ρεμπεσκές|1
12084 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
12085 ρεσάλτο|1
12086 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
12087 ρετζιπέρης|1
12088 -|γεωργός|ζευγάς|ζευγίτης|ζευγολάτης|καλλιεργητής|ξωμάχος|ρετζιπέρης
12089 ρευστός|1
12090 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος
12091 ρηξικέλευθος|1
12092 -|ανακαινιστής|αναμορφωτής|ανανεωτής|επαναστάτης|επινοητικός|εφευρετικός|καινοτόμος|μεταρρυθμιστής|μοντερνιστής|νεωτεριστής|πρωτοπόρος|ρηξικέλευθος
12093 ρητορεύω|1
12094 -|αγορεύω|βγάζω λόγο|δημηγορώ|μιλώ|ρητορεύω
12095 ρητό|1
12096 -|απόφθεγμα|γνωμάτευμα|γνωμικό|λόγιο|λόγος|παροιμία|ρήση|ρητό
12097 ριζικάρης|1
12098 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
12099 ριζικό|1
12100 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
12101 ριζοσπαστικός|1
12102 -|αδέξιος|ανάζερβος|αριστεροχέρης|αριστερός|αριστερόχειρας|αριστερόχερος|επαναστατικός|επαρίστερος|ζερβοκουτάλας|ζερβοχέρης|ζερβός|κομμουνιστής|κόκκινος|προοδευτικός|ριζοσπαστικός
12103 ρικνότητα|1
12104 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα
12105 ριψοκίνδυνος|2
12106 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
12107 -|άφοβος|γενναίος|θαρραλέος|θαρρετός|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
12108 ροβολώ|2
12109 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
12110 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
12111 ροβόλημα|1
12112 -|κάθοδος|κατάβαση|κατέβασμα|κατήφορος|καταβύθιση|κατηφοριά|κατηφόρισμα|κατολίσθηση|κατωφέρεια|πλαγιά|πρανές|προσγείωση|προσεδάφιση|προσθαλάσσωση|ροβόλημα
12113 ρουπώνω|1
12114 -|καταβροχθίζω|καταπίνω|κατατρώγω|καταχωνιάζω|κατεβάζω|κατελώ|ντερλικώνω|ρουπώνω
12115 ρουτινιάρικος|1
12116 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός
12117 ρούφουλας|1
12118 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά
12119 ρούχο|1
12120 -|ένδυμα|ενδυμασία|κουστούμι|περίβλημα|ρούχο|φόρεμα
12121 ρυπαίνω|1
12122 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω
12123 ρυπαρός|1
12124 -|άπλυτος|ακάθαρτος|ακαθάριστος|αξελέκιαστος|αξεπάστρευτος|αξεσκόνιστος|ασκούπιστος|ασφουγγάριστος|αφιλτράριστος|βρωμιάρης|βρώμικος|λεκιασμένος|λερωμένος|λερός|μουντζουρωμένος|ρυπαρός
12125 ρυπαρότητα|1
12126 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
12127 ρωγμή|1
12128 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
12129 ρωγολογίδια|1
12130 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια
12131 ρωμαλέος|2
12132 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
12133 -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός
12134 ρόδα|1
12135 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι
12136 ρύπος|2
12137 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
12138 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
12139 σάκχαρον|1
12140 -|γλυκόζη|γλυκός|γλύκα|ζάχαρη|κάντιο|σάκχαρον
12141 σάλος|3
12142 -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα
12143 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
12144 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά
12145 σάπιος|1
12146 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός
12147 σάπισμα|1
12148 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
12149 σάστισμα|2
12150 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα
12151 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
12152 σέα|1
12153 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα
12154 σέμνωμα|1
12155 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
12156 σέμπρος|1
12157 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος
12158 σέρνομαι|1
12159 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι
12160 σήκωμα|1
12161 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
12162 σήμα|1
12163 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση
12164 σήστρο|1
12165 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα
12166 σίτα|1
12167 -|αλευρικό|αριολόγος|αριόσιτα|δερμόνι|κρησάρα|κόσκινο|σήστρο|σίτα
12168 σίφουνας|1
12169 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά
12170 σαββατογεννημένος|1
12171 -|άμοιρος|ατυχής|βαριόμοιρος|γουρλής|γουρλίδικος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστυχος|κακότυχος|καλοπόδαρος|καλορίζικος|ριζικάρης|σαββατογεννημένος
12172 σαγήνη|1
12173 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη
12174 σαγηνευτικός|1
12175 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός
12176 σακάτης|1
12177 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος
12178 σακατεμένος|1
12179 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος
12180 σακατιλίκι|1
12181 -|αναπηρία|δυσμορφία|ελαττωματικότητα|σακατιλίκι
12182 σαλεύω|1
12183 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
12184 σαλιγκάρι|1
12185 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή
12186 σαλπάρισμα|2
12187 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό
12188 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
12189 σαλπάρω|1
12190 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω
12191 σαπίζω|1
12192 -|αλλοιώνομαι|ξινίζω|σαπίζω|χαλώ
12193 σαπρός|1
12194 -|έκδοτος|έκλυτος|έκφυλος|ακόλαστος|ανήθικος|διεστραμμένος|διεφθαρμένος|εκφυλισμένος|σάπιος|σαπρός
12195 σαράκι|2
12196 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
12197 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς
12198 σαρκάζω|1
12199 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
12200 σαρκασμός|1
12201 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη
12202 σαρώνω|1
12203 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ
12204 σαστισμάρα|1
12205 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
12206 σατανικός|2
12207 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης
12208 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
12209 σατραπισμός|1
12210 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα
12211 σαχλαμάρες|1
12212 -|αερολογήματα|ανοησίες|αρλούμπες|κουροφέξαλα|κουταμάρες|σαχλαμάρες
12213 σαχλός|1
12214 -|άγευστος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άσχημος|άχαρος|ανούσιος|γλυκανάλατος|νερόβραστος|σαχλός
12215 σβέλτος|1
12216 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός
12217 σβελτάδα|2
12218 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
12219 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης
12220 σβελτοσύνη|1
12221 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης
12222 σγουμπός|1
12223 -|καμπουριασμένος|καμπούρης|κυρτωμένος|κυρτός|κυφός|σγουμπός
12224 σείω|1
12225 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
12226 σεβαστικός|1
12227 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος
12228 σεβντάς|2
12229 -|έρως|έρωτας|έφεση|ίμερος|αφοσίωση|δοντόπονος|ερωτική αγάπη|ερωτικό αίσθημα|καρδιοφλόγισμα|καρδιοχτύπι|κλίση|πονόδοντος|προσήλωση|προσκόλληση|σεβντάς
12230 -|θλίψη|καημός|λαχτάρα|λύπη|μαράζι|μεράκι|ντέρτι|πένθος|πόθος|σαράκι|σεβντάς
12231 σειρά|3
12232 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
12233 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων
12234 -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος
12235 σεκλέτι|1
12236 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
12237 σεμνός|1
12238 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας
12239 σεξαπίλ|1
12240 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη
12241 σεράι|1
12242 -|ανάκτορο|βασιλόσπιτο|μέγαρο|μέλαθρο|παλάτι|σεράι
12243 σερετιά|1
12244 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία
12245 σερνικός|1
12246 -|άγονος|άκαρπος|άντρας|άρρην|αγόρι|αρσενικός|παλικάρι|σερνικός
12247 σεφτές|1
12248 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
12249 σηκώνω|3
12250 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω
12251 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
12252 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω
12253 σημάδι|2
12254 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση
12255 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
12256 σημαδεμένος|1
12257 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος
12258 σημαδιακός|1
12259 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος
12260 σημαντικός|2
12261 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
12262 -|αξιόλογος|αρκετός|επαρκής|ικανοποιητικός|κάμποσος|μπόλικος|σημαντικός
12263 σημείο|1
12264 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση
12265 σημείο στίξης|1
12266 -|κομμάτι|κόμμα|μέρος όλου|πολιτική μερίδα|σημείο στίξης|τεμάχιο
12267 σημειωμένος|1
12268 -|ακρωτηριασμένος|ανάπηρος|ελαττωματίας|λειψός|μισερός|μισός|σακάτης|σακατεμένος|σημαδεμένος|σημαδιακός|σημειωμένος
12269 σθένος|1
12270 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
12271 σθεναρός|2
12272 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος
12273 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
12274 σθεναρότητα|1
12275 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
12276 σιάδι|1
12277 -|ίσιος δρόμος|ίσιωμα|απλάδα|ευθυγράμμιση|ευθύτητα|ισιάδα|καλοστρατιά|ομάλυνση|ομαλιά|πλάτωμα|πλατωσιά|σιάδι
12278 σιάζω|1
12279 -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω
12280 σιάχνομαι|1
12281 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
12282 σιάχνω|1
12283 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ
12284 σιβυλλικός|1
12285 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
12286 σιγή|1
12287 -|ηρεμία|ησυχία|σιγή|σιγαλιά
12288 σιγαλιά|1
12289 -|ηρεμία|ησυχία|σιγή|σιγαλιά
12290 σιγαλός|1
12291 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
12292 σιγανά|1
12293 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
12294 σιγανός|1
12295 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
12296 σιγουράρω|1
12297 -|ασφαλίζω|διασφαλίζω|εξασφαλίζω|θωρακίζω|κατοχυρώνω|σιγουράρω
12298 σιλουέτα|1
12299 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
12300 σιμά|1
12301 -|δίπλα|εγγύς|κολλητά|κοντά|ολόκοντα|πλάι|πλησίον|σιμά
12302 σιμώνω|1
12303 -|ζυγώνω|πλησιάζω|προσεγγίζω|σιμώνω
12304 σιτία|1
12305 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα
12306 σιχαίνομαι|3
12307 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστέργω|αποστρέφομαι|βδελύσσομαι|μισώ|σιχαίνομαι
12308 -|αηδιάζω|αναγουλιάζω|αντιπαθώ|απεχθάνομαι|αποστρέφομαι|βαριέμαι|μπουχτίζω|σιχαίνομαι
12309 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ
12310 σιχαμερός|1
12311 -|άχαρος|αναγάπητος|αντιπαθητικός|απεχθής|αποκρουστικός|ασυμπάθητος|ασυμπαθής|αχώνευτος|κρύος|μισητός|πικροαίματος|σιχαμερός
12312 σκάλα|2
12313 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
12314 -|διαβάθμιση|κλίμακα|σκάλα|σκαλοπάτια
12315 σκάλισμα|1
12316 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο
12317 σκάρτος|1
12318 -|άχρηστος|ακατάλληλος|απορριπτέος|απόβλητος|ελαττωματικός|σκάρτος
12319 σκάρωμα|1
12320 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
12321 σκάσιμο|1
12322 -|έκρηξη|αιφνίδια εκδήλωση|ανατίναγμα|ανατίναξη|διάρρηξη|ξέσπασμα|σκάσιμο
12323 σκάψιμο|1
12324 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο
12325 σκάω|1
12326 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
12327 σκέλεθρο|1
12328 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός
12329 σκέπτομαι|1
12330 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
12331 σκέτος|1
12332 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
12333 σκέφτομαι|1
12334 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω
12335 σκέψη|1
12336 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
12337 σκίζομαι|2
12338 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι
12339 -|κόβομαι|σκίζομαι|σχάζομαι|χωρίζομαι
12340 σκίζω|1
12341 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
12342 σκαιός|1
12343 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
12344 σκαλοπάτια|1
12345 -|διαβάθμιση|κλίμακα|σκάλα|σκαλοπάτια
12346 σκαμνί|1
12347 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος
12348 σκαμπίλι|2
12349 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
12350 -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
12351 σκαπουλάρω|1
12352 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ
12353 σκαρφάλωμα|1
12354 -|άνοδος|ανάβαση|ανάρρηση|ανέβασμα|αναρρίχηση|ανατίμηση|ανηφόρισμα|ανύψωση|αύξηση|πρόοδος|σκαρφάλωμα
12355 σκαρφαλώνω|1
12356 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω
12357 σκαστός|1
12358 -|έντονος|ηχηρός|λεφτά|παράς|σκαστός|χρήμα
12359 σκεβρός|1
12360 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
12361 σκελετωμένος|1
12362 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός
12363 σκελετός|1
12364 -|αδύνατος|απομεινάρι|κουφάρι|κόκαλα|οστά|περίβλημα|σκέλεθρο|σκελετωμένος|σκελετός
12365 σκεμπές|1
12366 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
12367 σκεπάζω|1
12368 -|έχω|βαστώ|γνωρίζω|εννοώ|εξουσιάζω|κατέχω|κατακρατώ|καταλαβαίνω|καταπιέζω|κρατώ|κυβερνώ|κυριεύω|ξέρω|περιέχω|περικαλύπτω|σκεπάζω
12369 σκεπτικισμός|1
12370 -|απαισιοδοξία|απελπιστικότητα|ζοφερότητα|σκεπτικισμός
12371 σκεύος|1
12372 -|εργαλείο|μαραφέτι|σκεύος|σύνεργο|όργανο
12373 σκηνή|1
12374 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι
12375 σκιά|1
12376 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
12377 σκιάζομαι|1
12378 -|σκιάζομαι|φοβάμαι
12379 σκιάξιμο|1
12380 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα
12381 σκιόφως|2
12382 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο
12383 -|αμφιλύκη|λυκόφως|σκιόφως
12384 σκλάβος|1
12385 -|άσωστος|αγλίτωτος|αιχμάλωτος|αλύτρωτος|αναπελευθέρωτος|ανελεύθερος|δέσμιος|δεσμώτης|δούλος|σκλάβος
12386 σκληροκαρδία|1
12387 -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία
12388 σκληροψυχία|1
12389 -|αλυπησιά|αναλγησία|απονιά|ασπλαχνία|αστοργία|σκληροκαρδία|σκληροψυχία
12390 σκληρόκαρδος|4
12391 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
12392 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
12393 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
12394 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός
12395 σκληρός|7
12396 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
12397 -|άκοπος|άπονος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
12398 -|άκοπος|άσπλαχνος|άστοργος|αδάκρυτος|αδιάφορος|ακούραστος|ανάλγητος|αναίσθητος|απάνθρωπος|απαθής|ασυγκίνητος|σκληρόκαρδος|σκληρός
12399 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος
12400 -|άκαμπτος|αδυσώπητος|αλύπητος|αμείλικτος|αμετάπειστος|ανελέητος|ανεξιλέωτος|απάνθρωπος|θηριώδης|σκληρόκαρδος|σκληρός
12401 -|άβραστος|άφτιαχτος|άψητος|αμαγείρευτος|σκληρός|ωμός
12402 -|άπονος|άσπλαχνος|ανήλεος|ανελεήμονας|ανηλεής|ανοικτίρμονας|απάνθρωπος|βάναυσος|σκληρός
12403 σκονάκι|1
12404 -|κονιορτός|κόνις|ξηρίο|πούλβερη|σκονάκι|σκόνη
12405 σκοπεύω|1
12406 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
12407 σκοπεύω να|1
12408 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
12409 σκοπιά|1
12410 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
12411 σκοπός|3
12412 -|βιγλάτορας|παρατηρητής|σκοπός|φρουρός|φύλακας
12413 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
12414 -|αποστολή|σκοπός|στάλσιμο
12415 σκορπίζω|2
12416 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ
12417 -|γονιμοποιώ γυναίκα|διασκορπίζω|σκορπίζω|σπέρνω|φυτεύω
12418 σκορπιστής|1
12419 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος
12420 σκορποχέρης|1
12421 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος
12422 σκορπώ|1
12423 -|αναδίνω|αποσυγκεντρώνω|διαλύω|διασκορπίζω|διασπείρω|διαχέω|εκπέμπω|κατακομματιάζω|σκορπίζω|σκορπώ
12424 σκοτάδι|1
12425 -|cσκοτάδι|έρεβος|σκοτάδι|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος
12426 σκοτείνιασμα|1
12427 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο
12428 σκοτεινάδα|1
12429 -|cσκοτάδι|έρεβος|σκοτάδι|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος
12430 σκοτεινιά|1
12431 -|cσκοτάδι|έρεβος|σκοτάδι|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος
12432 σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|1
12433 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
12434 σκοτεινός|3
12435 -|αδιανόητος|ακατάληπτος|ακαταλαβίστικος|ακατανόητος|αλαμπουρνέζικος|ανεξήγητος|ανερμήνευτος|ασύλληπτος|γριφώδης|δυσεξήγητος|ιερογλυφικός|κορακίστικος|μυστηριώδης|πολύπλοκος|σιβυλλικός|σκοτεινός
12436 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός
12437 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
12438 σκοτεινότητα|1
12439 -|cσκοτάδι|έρεβος|σκοτάδι|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος
12440 σκοτεινόχρωμος|1
12441 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός
12442 σκοτούρα|1
12443 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
12444 σκοτωμός|1
12445 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος
12446 σκοτώνομαι|1
12447 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι
12448 σκοτώνω|1
12449 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
12450 σκουληκομηρμυγκοτρυπα|1
12451 -|σκουληκομηρμυγκοτρυπα
12452 σκουντούφλης|1
12453 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
12454 σκουντώ|1
12455 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
12456 σκουπίζω|1
12457 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ
12458 σκουπιδαριό|1
12459 -|ακαθαρσία|αλουσιά|απαστριά|απλυσιά|ατσαλιά|βρωμιά|λέρα|λασπιά|λασπουριά|μίασμα|μαγάρα|μαγαρισιά|μουντζούρα|ρυπαρότητα|ρύπος|σκουπιδαριό
12460 σκούζω|1
12461 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
12462 σκούξιμο|1
12463 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός
12464 σκούρος|1
12465 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός
12466 σκράπας|1
12467 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
12468 σκυθρωπός|1
12469 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
12470 σκυλί|1
12471 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
12472 σκόνη|1
12473 -|κονιορτός|κόνις|ξηρίο|πούλβερη|σκονάκι|σκόνη
12474 σκόντο|1
12475 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση
12476 σκόπιμος|1
12477 -|σκόπιμος|συμφεροντολόγος
12478 σκότος|1
12479 -|cσκοτάδι|έρεβος|σκοτάδι|σκοτεινάδα|σκοτεινιά|σκοτεινότητα|σκότος
12480 σκότωμα|1
12481 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος
12482 σκύβω|1
12483 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι
12484 σκώπτω|1
12485 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
12486 σμίγω|2
12487 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
12488 -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι
12489 σμίξιμο|2
12490 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός
12491 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
12492 σοβαρά|1
12493 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
12494 σοβαρολογώ|1
12495 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ
12496 σοβαρός|1
12497 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
12498 σοκάρισμα|1
12499 -|έκπληξη|αιφνιδιασμός|αποσβόλωμα|ευχάριστο γεγονός|θάμβος|κατάπληξη|ξάφνιασμα|σάστισμα|σοκάρισμα
12500 σοκακόπαιδο|1
12501 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι
12502 σουβενίρ|1
12503 -|αναμνηστήριο|ενθύμημα|ενθύμιο|θυμητάρι|θύμημα|σουβενίρ
12504 σουβλί|1
12505 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
12506 σουβλερώνω|1
12507 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω
12508 σουμάρω|1
12509 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω
12510 σουρούπωμα|1
12511 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο
12512 σουρτούκεμα|1
12513 -|αλητεία|μποεμισμός|περιπλάνηση|ρεμπέλεμα|σουρτούκεμα
12514 σουρώνω|1
12515 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος
12516 σουσουρεύω|1
12517 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
12518 σοφία|1
12519 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
12520 σούβλα|1
12521 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
12522 σούμα|1
12523 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο
12524 σούρνομαι|1
12525 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι
12526 σούρουπο|1
12527 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο
12528 σπάνιος|1
12529 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός
12530 σπάταλα|1
12531 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
12532 σπάταλος|1
12533 -|άσωτος|έκλυτος|ακόλαστος|ανήθικος|γλεντοκόπος|διεφθαρμένος|πολυέξοδος|σκορπιστής|σκορποχέρης|σπάταλος
12534 σπέρνω|1
12535 -|γονιμοποιώ γυναίκα|διασκορπίζω|σκορπίζω|σπέρνω|φυτεύω
12536 σπίθα|1
12537 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
12538 σπίλος|1
12539 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
12540 σπίρτο|1
12541 -|έξυπνος|μπριόζος|ξυλάκι|οινόπνευμα|πυρείο|σπίρτο
12542 σπίτι|1
12543 -|κατοικία|οίκος|οικεία|πολυκατοικία|σπίτι
12544 σπανός|1
12545 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός
12546 σπαράζω|1
12547 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
12548 σπαρταρώ|1
12549 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
12550 σπείρα|1
12551 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή
12552 σπειροειδής γραμμή|1
12553 -|έλικας|κοχλίας|μέρος αυτιού|προπέλα|σαλιγκάρι|σπείρα|σπειροειδής γραμμή
12554 σπερμολογία|1
12555 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη
12556 σπεύδω|2
12557 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω
12558 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
12559 σπιάντζα|1
12560 -|ακρογιαλιά|ακροθαλασσιά|ακτή|αμμουδιά|παραλία|περιγιάλι|πλαζ|σπιάντζα
12561 σπιρτόζος|1
12562 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
12563 σπλαχνίζομαι|1
12564 -|λυπάμαι|οικτίρω|σπλαχνίζομαι|σπλαχνιέμαι|συμπονώ|ψυχοπονώ
12565 σπλαχνιέμαι|1
12566 -|λυπάμαι|οικτίρω|σπλαχνίζομαι|σπλαχνιέμαι|συμπονώ|ψυχοπονώ
12567 σπλαχνικός|1
12568 -|αγαθοεργός|αγαθοποιός|δωρητής|ευεργέτης|σπλαχνικός|φιλόπτωχος
12569 σποδός|1
12570 -|σποδός|στάχτη|τέφρα
12571 σποραδικός|1
12572 -|άβρετος|ακριβοθώρητος|αραιός|δυσκολόβρετος|εκλεκτός|λιγοστός|λιγόποσος|ολιγάριθμος|σπάνιος|σποραδικός
12573 σπουδάζω|1
12574 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ
12575 σπουδή|1
12576 -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια
12577 σπουδαίος|1
12578 -|απαραίτητος|βασικός|δραστήριος|δυνατός|ενεργητικός|ζωηρός|ζωογονητικός|ζωογόνος|ζωτικός|θεμελιώδης|κύριος|πρωταρχικός|σημαντικός|σοβαρός|σπουδαίος
12579 σπρώχνω|1
12580 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
12581 στάθμευση|1
12582 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα
12583 στάθμη|1
12584 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη
12585 στάθμιση|1
12586 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
12587 στάλαγμα|1
12588 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο
12589 στάλσιμο|1
12590 -|αποστολή|σκοπός|στάλσιμο
12591 στάμενο|1
12592 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί
12593 στάξιμο|1
12594 -|αποστάλαξη|απόσταξη|διαυγασμός|καζάνιασμα|λαμπικάρισμα|στάλαγμα|στάξιμο
12595 στάση|3
12596 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα
12597 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα
12598 -|ανταρσία|ανυπακοή|απειθαρχία|αποστασία|εξέγερση|επανάσταση|στάση
12599 στάφνη|1
12600 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη
12601 στάχτη|1
12602 -|σποδός|στάχτη|τέφρα
12603 στέγνια|1
12604 -|αβρεξιά|αβροχιά|αναβροχιά|ανομβρία|ξεραΐλα|ξεροκαιριά|ξηρασία|στέγνια
12605 στέλνω|1
12606 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
12607 στέρηση|3
12608 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο
12609 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα
12610 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση
12611 στέρξιμο|1
12612 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση
12613 στέρφος|1
12614 -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος
12615 στήθος|2
12616 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
12617 -|αμυντικό περίβλημα|θώρακας|μεσαίο τμήμα εντόμων|προστατευτικό μέσο|στήθος
12618 στήλη|1
12619 -|ηλεκτρική μπαταρία|μέρος σελίδας|πλάκα|στήλη
12620 στήριγμα|2
12621 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
12622 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
12623 στήσιμο|1
12624 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
12625 στίγμα|2
12626 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
12627 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
12628 στίλβων|1
12629 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός
12630 στίμη|1
12631 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης
12632 στίφος|1
12633 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
12634 στίχος|1
12635 -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος
12636 σταδιακά|1
12637 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
12638 σταθεροποιώ|1
12639 -|ακινητοποιώ|δεσμεύω|παροπλίζω|σταθεροποιώ|σταματώ|στερεώνω
12640 σταθερό|1
12641 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός
12642 σταθερός|5
12643 -|αγκωνάρι|αγκωνή|αγκωνιά|ακλόνητος|ακρολίθι|αμετακίνητος|ατράνταχτος|βράχος|γωνία|γωνιόλιθος|εδραίος|μόνιμος|προστάτης|στήριγμα|σταθερός
12644 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο
12645 -|άφθορος|ακατάλυτος|ακλόνητος|αμετάβλητος|αμετάβολος|αμετάτρεπτος|αμεταμόρφωτος|αμεταποίητος|αμεταρρύθμιστος|ανάλλαγος|αναλλοίωτος|ανεπηρέαστος|ορισμένος|σταθερός
12646 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος
12647 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος
12648 σταθμίζω|1
12649 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ
12650 σταθμός|1
12651 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα
12652 σταμάτημα|3
12653 -|αφετηρία|βάση|εγκαταστάσεις|καταυλισμός|ορόσημο|στάση|σταθμός|σταμάτημα
12654 -|αναστολή|απεργία|αποχή από εργασία|αργία|παύση|στάθμευση|στάση|σταμάτημα
12655 -|ανάσχεση|αναχαίτιση|επίσχεση|σταμάτημα|συγκράτηση
12656 σταματημένος|1
12657 -|αγέμιστος|ανολοκλήρωτος|ασυμπλήρωτος|ασυνέχιστος|ατέλειωτος|ατελής|ελλιπής|λειψός|σταματημένος
12658 σταματώ|2
12659 -|ακινητοποιώ|δεσμεύω|παροπλίζω|σταθεροποιώ|σταματώ|στερεώνω
12660 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ
12661 σταράτα|1
12662 -|αβέρτα|ανεμπόδιστα|ανοιχτά|απεριόριστα|απλόχερα|απροκάλυπτα|απροσποίητα|διάπλατα|ειλικρινά|ελεύθερα|καθαρά|ξάστερα|ορθάνοιχτα|σπάταλα|σταράτα
12663 στασιαστής|1
12664 -|αιρετικός|αλλαξόπιστος|ανεμόμυλος|αντάρτης|απαρνητής|αποστάτης|επαναστάτης|παλάντζας|στασιαστής
12665 στασιμότητα|1
12666 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα
12667 στατούτο|1
12668 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο
12669 σταυροποδιάζομαι|1
12670 -|εδράζομαι|θρονιάζομαι|κάθομαι|σταυροποδιάζομαι
12671 σταυροχέρης|1
12672 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
12673 σταυρώνω|1
12674 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ
12675 σταχτοπόδης|1
12676 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό
12677 στείρος|1
12678 -|άγονος|άκαρπος|άκληρος|άσπερμος|άσπορος|στέρφος|στείρος
12679 στεγανός|1
12680 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής
12681 στεγνώνω|1
12682 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος
12683 στειρότητα|1
12684 -|αγονία|ακαρπία|ασπερμία|ατοκία|αφορία|στειρότητα
12685 στενοχώρια|2
12686 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
12687 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
12688 στενότητα|1
12689 -|έλλειψη|ένδεια|ανεπάρκεια|ανυπαρξία|απουσία|απόλειψη|γλισχρότητα|κενότητα|λειψάδα|στέρηση|στενότητα
12690 στερέωμα|1
12691 -|αέρας|αιθέρας|αιθρία|αιθυλαιθέρας|ξαστεριά|ουράνιος θόλος|ουρανός|στερέωμα
12692 στερεός|2
12693 -|άφθαρτος|άφθονος|αδιάκοπος|αθάνατος|αιώνιος|ακατάλυτος|ακατάργητος|ανθεκτικός|αφάγωτος|μόνιμος|παντοτινός|στερεός
12694 -|άφθαρτος|αίδιος|αγέραστος|αθάνατος|αιώνιος|αλησμόνητος|αμάραντος|αξέχαστος|απάλιωτος|απέθαντος|ατέλειωτος|γερός|θεός|παντοτινός|στερεός
12695 στερεώνω|1
12696 -|ακινητοποιώ|δεσμεύω|παροπλίζω|σταθεροποιώ|σταματώ|στερεώνω
12697 στεριά|1
12698 -|ήπειρος|γη|ξηρά|στεριά|υποδιαίρεση στερεάς γης|χέρσος
12699 στεριώνω|1
12700 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω
12701 στερνά|1
12702 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
12703 στερνός|1
12704 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος
12705 στερούμαι|1
12706 -|απαρνιέμαι|αποστερούμαι|παραιτούμαι|στερούμαι|χάνω
12707 στεφάνι|1
12708 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι
12709 στηθοδαρμός|1
12710 -|αναφιλητό|γόος|θρήνος|κλάψιμο|κλαμός|οδυρμός|οιμωγή|ολολυγή|ολοφυρμός|σκούξιμο|στηθοδαρμός
12711 στηθοσκόπηση|1
12712 -|άκουσμα|ακουστική παρακολούθηση|ακρόαση|αφούγκρασμα|ιατρική εξέταση|κρυφάκουσμα|στηθοσκόπηση
12713 στηλίδα|1
12714 -|άλμπουρο|άρμπουρο|κατάρτι|στηλίδα|τουρκέτο
12715 στηλιτεύω|2
12716 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
12717 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
12718 στην αρχή|1
12719 -|αρχικά|ξεκινώντας (Ν/Α)|στην αρχή (Ν/Α)
12720 στηρίζομαι|1
12721 -|ακουμπώ|βασίζομαι|ποντάρω|στηρίζομαι|υπολογίζω
12722 στιβαρός|2
12723 -|άλκιμος|έγκυρος|ακαταγώνιστος|ακαταμάχητος|ακατανίκητος|ανίκητος|ανθεκτικός|ατσαλένιος|δυνατός|ισχυρός|ισχύων|κραταιός|παντοδύναμος|ρωμαλέος|σθεναρός|στιβαρός
12724 -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός
12725 στιγμή|1
12726 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
12727 στιγματίζω|2
12728 -|αποπλανώ|ατιμάζω|βιάζω|γελοιοποιώ|διακορεύω|εξευτελίζω|κατασπιλώνω|κηλιδώνω|ντροπιάζω|ξεπαρθενεύω|ρυπαίνω|στιγματίζω
12729 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
12730 στιγμιαίος|1
12731 -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος
12732 στιλπνός|1
12733 -|ακτινοβόλος|απαστράπτων|αστραφτερός|γυαλιστερός|λαμπρός|λείος|λουστραρισμένος|λουστραριστός|στίλβων|στιλπνός
12734 στοίχος|1
12735 -|ακολουθία|αράδα|γραμμή|παράταξη|σειρά|στίχος|στοίχος
12736 στοιχείο|1
12737 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα
12738 στοιχώ|1
12739 -|αναμετρώ|εκτιμώ|ευθυγραμμίζω|ζυγίζω|ζυγιάζω|ζυγοσταθμώ|ισορροπώ|λογαριάζω|παρατάσσω|σταθμίζω|στοιχώ
12740 στολίδι|1
12741 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
12742 στολίζω|1
12743 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
12744 στοργή|1
12745 -|αφοσίωση|προστασία|στοργή|στοργικότητα|τρυφερότητα
12746 στοργικότητα|1
12747 -|αφοσίωση|προστασία|στοργή|στοργικότητα|τρυφερότητα
12748 στουρνάρι|1
12749 -|άξεστος|αγράμματος|αγροίκος|αδιαπαιδαγώγητος|ακαλλιέργητος|ακατάρτιστος|αμόρφωτος|απαίδευτος|αστοιχείωτος|κουμπούρας|κούτσουρο|σκράπας|στουρνάρι
12750 στοχάζομαι|1
12751 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
12752 στράτευμα|1
12753 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο
12754 στρέγω|1
12755 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω
12756 στρέφω|1
12757 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
12758 στρίβω|1
12759 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
12760 στρίμωγμα|1
12761 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
12762 στραβά|1
12763 -|ανάδιπλα|ανάδρομα|ανάποδα|ανάσκελα|ανάστροφα|ανάτριχα|αναγερτά|ανακούρκουδα|αντίξοα|αντίστροφα|αντικέφαλα|στραβά
12764 στραβομάτης|1
12765 -|αλλήθωρος|ζαβομάτης|λοξομάτης|λοξόφθαλμος|πλαγιομάτης|πλαγιόμματος|στραβομάτης
12766 στραβωμένος|1
12767 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
12768 στραβός|2
12769 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
12770 -|δύστροπος|ζαβός|ιδιότροπος|λοξός|στραβός|στρεβλός
12771 στραγγίζω|1
12772 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω
12773 στρατήγημα|1
12774 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
12775 στρατιά|1
12776 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο
12777 στρατός|1
12778 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο
12779 στρεβλωμένος|1
12780 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
12781 στρεβλός|2
12782 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
12783 -|δύστροπος|ζαβός|ιδιότροπος|λοξός|στραβός|στρεβλός
12784 στρεψοδικία|1
12785 -|απάτη|ζαβολιά|κλέψιμο|κλεψιά|κόλπο|μπαμπεσιά|σερετιά|στρεψοδικία
12786 στρεψοδικώ|1
12787 -|αδικώ|ζημιώνω|παρανομώ|στρεψοδικώ|τιμωρώ άδικα
12788 στριμμένος|1
12789 -|αβόλευτος|ανάποδος|ανοικονόμητος|αταχτοποίητος|δύστροπος|στριμμένος
12790 στριμωξίδι|1
12791 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
12792 στριμώχνω|1
12793 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
12794 στρογγυλός|1
12795 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
12796 στρουμπουλός|1
12797 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
12798 στρυφνότητα|1
12799 -|αναποδιά|αντιξοότητα|απερισκεψία|ατυχία|ατύχημα|δυστροπία|εναντιότητα|κακοκεφαλιά|κακοτυχία|παραξενιά|στρυφνότητα
12800 στρωμνή|1
12801 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση
12802 στρώμα|1
12803 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση
12804 στρώνομαι|1
12805 -|αφοσιώνομαι|εγκαθίσταμαι|επιδίδομαι|ξαπλώνομαι|ξαπλώνω|πλαγιάζω|στρώνομαι
12806 στρώση|1
12807 -|ίζημα|επίστρωση|επικάλυψη|ζώνη γης|ζώνη θάλασσας|κατακάθισμα|κοίτασμα|πέτρωμα|στρωμνή|στρώμα|στρώση
12808 στυλ|1
12809 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος
12810 στυλίτης|1
12811 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
12812 στυλοβάτης|1
12813 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
12814 στυλοπάτι|1
12815 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
12816 στυφάδα|1
12817 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος
12818 στωικός|1
12819 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
12820 στωικότητα|1
12821 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
12822 στόλισμα|1
12823 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
12824 στόμιο|1
12825 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
12826 στόρισμα|1
12827 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
12828 στόχος|1
12829 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
12830 στύβω|1
12831 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω
12832 συγγένεια|1
12833 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία
12834 συγγενής|1
12835 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
12836 συγγενικός|1
12837 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
12838 συγγενολόι|1
12839 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
12840 συγγνώμη|2
12841 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
12842 -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο
12843 συγγραφή|1
12844 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
12845 συγκάλυψη|1
12846 -|αποσκέπασμα|απόκρυψη|καταχώνιασμα|κρύψιμο|παράχωμα|συγκάλυψη
12847 συγκέντρωση|1
12848 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
12849 συγκίνηση|1
12850 -|διέγερση|συγκίνηση|συγκλονισμός|χαρά
12851 συγκαλύπτω|1
12852 -|αποκρύπτω|αποσιωπώ|αποσκεπάζω|κρύβω|παραλείπω|συγκαλύπτω
12853 συγκατάθεση|1
12854 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση
12855 συγκατάνευση|1
12856 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση
12857 συγκαταβατικός|2
12858 -|άχολος|ήμερος|ήπιος|ήρεμος|αβρός|αχόλιαστος|γλυκός|επιεικής|ευμενής|ευνοϊκός|καλόβολος|καλόγνωμος|μαλακός|μειλίχιος|πράος|συγκαταβατικός
12859 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας
12860 συγκεκριμένος|1
12861 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός
12862 συγκεντρώνομαι|1
12863 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω
12864 συγκεντρώνω|1
12865 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω
12866 συγκεφαλαίωση|1
12867 -|ανακεφαλαίωση|επιτομή|περίληψη|συγκεφαλαίωση|σύνοψη|σύνοψιση
12868 συγκεφαλαιωτικός|1
12869 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος
12870 συγκινητικός|1
12871 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός
12872 συγκινούμαι|1
12873 -|δονούμαι|καρδιοχτυπώ|συγκινούμαι|συγκλονίζομαι|ταράζομαι
12874 συγκινώ|1
12875 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ
12876 συγκλονίζομαι|1
12877 -|δονούμαι|καρδιοχτυπώ|συγκινούμαι|συγκλονίζομαι|ταράζομαι
12878 συγκλονίζω|1
12879 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
12880 συγκλονισμός|1
12881 -|διέγερση|συγκίνηση|συγκλονισμός|χαρά
12882 συγκλονιστικός|1
12883 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός
12884 συγκομιδή|1
12885 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
12886 συγκράτηση|4
12887 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
12888 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση
12889 -|ανάσχεση|αναχαίτιση|επίσχεση|σταμάτημα|συγκράτηση
12890 -|επίσχεση|ιδιοκτησία|κατάσχεση|κατοχή|κράτηση|κτήση|κυριότητα|συγκράτηση
12891 συγκρίνω|1
12892 -|αντιπαραθέτω|παραβάλλω|παραθέτω|συγκρίνω|συνδυάζω|συσχετίζω
12893 συγκρατούμαι|1
12894 -|κρατιέμαι|συγκρατούμαι
12895 συγκρατώ|1
12896 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ
12897 συγκροτώ|1
12898 -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ
12899 συγκρούομαι|2
12900 -|ανταγωνίζομαι|αντιμετωπίζω|παλεύω|συγκρούομαι|συναγωνίζομαι|συναντιέμαι
12901 -|συγκρούομαι|συναντώ τυχαία|τρακάρω|χτυπώ
12902 συγκυρία|1
12903 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο
12904 συγυρίζω|2
12905 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
12906 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
12907 συγχαρητήρια|1
12908 -|καλοτυχίσματα|παίνιες|παινέματα|συγχαρητήρια|συχαρίκια|συχαριάσματα
12909 συγχορδία|1
12910 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
12911 συγχρωτισμός|1
12912 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση
12913 συγχωρώ|1
12914 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω
12915 συγχώνευση|2
12916 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός
12917 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
12918 συγχώρεση|1
12919 -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο
12920 συγχώρηση|2
12921 -|άφεση|αθώωση|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποστράτευση|απόλυση|αφετηρία|αφυπηρέτηση|εγκατάλειψη|εκκίνηση|εκτίναξη|ξεκίνημα|παράτημα|ρίξιμο|συγγνώμη|συγχώρηση
12922 -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο
12923 συγύρισμα|1
12924 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση
12925 συδαυλίζω|1
12926 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω
12927 συζήτηση|1
12928 -|διάλογος|κουβέντα|συζήτηση|συνομιλία
12929 συζητώ|1
12930 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι
12931 συκοφαντώ|2
12932 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
12933 -|διώκω|επιβουλεύομαι|καταδιώκω|καταδυναστεύω|καταπιέζω|κατατρέχω|κατηγορώ|κυνηγώ|προγράφω|συκοφαντώ
12934 συλλέγω|1
12935 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω
12936 συλλαμβάνω|1
12937 -|αιχμαλωτίζω|κατακρατώ|πιάνω|συλλαμβάνω
12938 συλλογή|1
12939 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
12940 συλλογίζομαι|1
12941 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
12942 συλλογιέμαι|1
12943 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
12944 συλλογικός|1
12945 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός
12946 συμβάλλομαι|1
12947 -|συμβάλλομαι|συμφωνώ
12948 συμβάλλω|1
12949 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ
12950 συμβαίνει|1
12951 -|γίνεται|λαχαίνει|συμβαίνει|συντελείται|τρέχει|τυχαίνει
12952 συμβαίνω|1
12953 -|γίνομαι|συμβαίνω|συντελούμαι
12954 συμβαδίζω|1
12955 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω
12956 συμβιβάζω|1
12957 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω
12958 συμβολή|1
12959 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
12960 συμβουλή|1
12961 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη
12962 συμβουλεύομαι|1
12963 -|διαβάζω|ζητώ τα φώτα|παίρνω γνώμη|συμβουλεύομαι
12964 συμβουλεύω|1
12965 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ
12966 συμμάχομαι|1
12967 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ
12968 συμμαζεύω|1
12969 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
12970 συμμετοχή|1
12971 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός
12972 συμμετρία|1
12973 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
12974 συμμετρικός|1
12975 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος
12976 συμμορφώνομαι|1
12977 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι
12978 συμπάθεια|1
12979 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα
12980 συμπάθιο|1
12981 -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο
12982 συμπαγής|1
12983 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
12984 συμπαθής|1
12985 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός
12986 συμπαθητικός|1
12987 -|αξιαγάπητος|γλυκοαίματος|γλυκούλης|γλυκός|ελκυστικός|κοσμοαγάπητος|λαοφιλής|νοστιμούλης|συμπαθής|συμπαθητικός
12988 συμπαθώ|1
12989 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για
12990 συμπαρακολουθώ|1
12991 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω
12992 συμπηγνύω|1
12993 -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ
12994 συμπιέζω|1
12995 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω
12996 συμπλέκομαι|1
12997 -|αρπάζομαι|εξοργίζομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω εύκολα|συμπλέκομαι|τσακώνομαι
12998 συμπληρώνομαι|1
12999 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
13000 συμπληρώνω|1
13001 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
13002 συμπλοκή|1
13003 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
13004 συμπολεμώ|1
13005 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ
13006 συμπολιτεύομαι|1
13007 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ
13008 συμπονώ|1
13009 -|λυπάμαι|οικτίρω|σπλαχνίζομαι|σπλαχνιέμαι|συμπονώ|ψυχοπονώ
13010 συμπράττω|1
13011 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ
13012 συμπτώματα|1
13013 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο
13014 συμφέρον|1
13015 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος
13016 συμφέρων|1
13017 -|αποδοτικός|γευστικός|επικερδής|επωφελής|εύγευστος|εύχυμος|ζουμάτος|ζουμερός|καίριος|μεστός|νόστιμος|ουσιαστικός|περιεκτικός|πολύζουμος|πολύχυμος|συμφέρων
13018 συμφεροντολόγος|1
13019 -|σκόπιμος|συμφεροντολόγος
13020 συμφιλιώνω|1
13021 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω
13022 συμφορά|1
13023 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός
13024 συμφορές|1
13025 -|βάσανα|δεινά|κακουχίες|συμφορές|ταλαιπωρίες
13026 συμφυής|1
13027 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος
13028 συμφυρμός|1
13029 -|ανάμιξη|ανακάτωμα|δάκτυλος|επέμβαση|μεσολάβηση|παρέμβαση|σμίξιμο|συγχώνευση|συμμετοχή|συμφυρμός
13030 συμφωνία|1
13031 -|συμφωνία
13032 συμφωνώ|1
13033 -|συμβάλλομαι|συμφωνώ
13034 συμφόρηση|1
13035 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
13036 συνάζω|1
13037 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω
13038 συνάθροιση|1
13039 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση
13040 συνάθροισμα|1
13041 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
13042 συνάρμοση|1
13043 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση
13044 συνάφεια|1
13045 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση
13046 συνένωση|2
13047 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση
13048 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
13049 συνέπεια|1
13050 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
13051 συνέρχομαι|2
13052 -|αναβιώνω|αναγεννιέμαι|αναζωπυρώνομαι|αναρρωνύω|ξαναβλασταίνω|ξαναζωντανεύω|συνέρχομαι
13053 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω
13054 συνέστιμα για τον άλλο|1
13055 -|Κακά λόγια ή καλά (Ν/Α)|Κλάψα|Συνέστιμα για τον άλλο (Ν/Α)
13056 συνέταιρος|1
13057 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος
13058 συνέχεια|1
13059 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων
13060 συνέχω|1
13061 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ
13062 συνήθειο|1
13063 -|έθιμο|αντέτι|θέσμιο|θεσμός|καθιερωμένη συνήθεια|παράδοση|στατούτο|συνήθειο
13064 συνίσταμαι|1
13065 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ
13066 συναίνεση|1
13067 -|έγκριση|ανοχή|αποδοχή|δέξιμο|επιδοκιμασία|θέλημα|κατάφαση|παραδοχή|στέρξιμο|συγκατάθεση|συγκατάνευση|συναίνεση
13068 συναίσθηση|2
13069 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση
13070 -|αίσθηση|αισθητήριο|απήχηση|διαίσθηση|εντύπωση|συναίσθηση
13071 συναγελασμός|1
13072 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση
13073 συναγωγή|1
13074 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
13075 συναγωνίζομαι|3
13076 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση
13077 -|ανταγωνίζομαι|αντιμετωπίζω|παλεύω|συγκρούομαι|συναγωνίζομαι|συναντιέμαι
13078 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ
13079 συναγωνισμός|3
13080 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
13081 -|άθληση|άμιλλα|αγώνας|αθλητική συνάντηση|αντίπραξη|ανταγωνισμός|αντενέργεια|απόπειρα|εναντίωση|μάχη|μεγάλη προσπάθεια|πόλεμος|συναγωνισμός
13082 -|άθλημα|άμιλλα|αγώνισμα|πάλη|συναγωνισμός
13083 συναθροίζομαι|1
13084 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω
13085 συναισθάνομαι|1
13086 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
13087 συνακόλουθο ονομάτων|1
13088 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος
13089 συναλλαγή|1
13090 -|αγοραπωλησία|αλισβερίσι|δοσοληψία|μπίζνες|νταραβέρι|συναλλαγή
13091 συναναστροφή|1
13092 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση
13093 συναντιέμαι|1
13094 -|ανταγωνίζομαι|αντιμετωπίζω|παλεύω|συγκρούομαι|συναγωνίζομαι|συναντιέμαι
13095 συναντώ|2
13096 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
13097 -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι
13098 συναντώ τυχαία|2
13099 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ
13100 -|συγκρούομαι|συναντώ τυχαία|τρακάρω|χτυπώ
13101 συναπαντώ|1
13102 -|αμύνομαι|αντεπεξέρχομαι|αντιβγαίνω|αντικρύζω|αντιμάχομαι|αντιμετωπίζω|αντιπαλεύω|αντιπαρατάσσομαι|αντιπολεμώ|αντιτάσσομαι|απαντώ|βλέπω|εντυγχάνω|σμίγω|συναντώ|συναπαντώ
13103 συναπαρτίζω|2
13104 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ
13105 -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ
13106 συναποτελώ|2
13107 -|απαρτίζω|αποτελώ|είμαι|θεωρούμαι|λογίζομαι|συνίσταμαι|συναπαρτίζω|συναποτελώ
13108 -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ
13109 συναρμογή|2
13110 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
13111 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
13112 συναρμολόγηση|1
13113 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
13114 συναρμονίζω|1
13115 -|συναρμονίζω|συναρμόζω|συνδυάζω|ταιριάζω
13116 συναρμόζω|1
13117 -|συναρμονίζω|συναρμόζω|συνδυάζω|ταιριάζω
13118 συναρπαστικός|1
13119 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός
13120 συνασπίζω|1
13121 -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι
13122 συναφής|1
13123 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
13124 συνδέομαι|1
13125 -|έχω σχέση|συνδέομαι
13126 συνδέτης|1
13127 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων
13128 συνδέω|1
13129 -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι
13130 συνδιαλέγομαι|1
13131 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι
13132 συνδιαλλάσσω|1
13133 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω
13134 συνδιασκέπτομαι|1
13135 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι
13136 συνδρομή|1
13137 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο
13138 συνδυάζω|2
13139 -|αντιπαραθέτω|παραβάλλω|παραθέτω|συγκρίνω|συνδυάζω|συσχετίζω
13140 -|συναρμονίζω|συναρμόζω|συνδυάζω|ταιριάζω
13141 συνδυασμός|1
13142 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
13143 συνείδηση|1
13144 -|αίσθηση|αντίληψη|αυτεπίγνωση|αυτοέλεγχος|αυτοκριτική|εγώ|επίγνωση|ευσυνειδησία|συναίσθηση|συνείδηση
13145 συνειρμός|1
13146 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση
13147 συνεισφέρω|1
13148 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ
13149 συνενώνομαι|1
13150 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ
13151 συνενώνω|1
13152 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ
13153 συνεπάγομαι|1
13154 -|έπομαι|έρχομαι κατόπι|ακολουθώ|απορρέω|είμαι οπαδός|εκπηγάζω|επέρχομαι|επακολουθώ|παρέπομαι|προέρχομαι|συμμορφώνομαι|συνεπάγομαι
13155 συνεπής|2
13156 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
13157 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός
13158 συνεπικουρώ|1
13159 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ
13160 συνερίζομαι|1
13161 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ
13162 συνεργάζομαι|1
13163 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ
13164 συνεργός|1
13165 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος
13166 συνεργώ|2
13167 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ
13168 -|κοινοπρακτώ|συμμάχομαι|συμπολεμώ|συμπολιτεύομαι|συμπράττω|συναγωνίζομαι|συνεργάζομαι|συνεργώ
13169 συνεσταλμένος|2
13170 -|αδέξιος|ανίκανος|ανεπιτήδειος|ανεπιτήδευτος|ατζαμής|δειλός|ζερβοχέρης|συνεσταλμένος
13171 -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης
13172 συνεταιρικός|1
13173 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός
13174 συνεταιρισμός|1
13175 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
13176 συνετός|1
13177 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος
13178 συνεφέρνομαι|1
13179 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω
13180 συνεχής|1
13181 -|άθικτος|αδιάπτωτος|ακέριος|αλιγόστευτος|αλώβητος|αμείωτος|ανέπαφος|αταπείνωτος|εντατικός|ολόκληρος|πλήρης|συνεχής
13182 συνεχής ενασχόληση|1
13183 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
13184 συνεχείς|1
13185 -|αδιάκοποι|αλλεπάλληλοι|αλληλοδιάδοχοι|απανωτοί|συνεχείς|συχνοί
13186 συνεχώς|2
13187 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
13188 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
13189 συνηθισμένος|1
13190 -|ημερήσιος|καθημερινός|καθημερνός|συνηθισμένος|συχνός|τακτικός
13191 συνθέτω|2
13192 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
13193 -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ
13194 συνθήκες|1
13195 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
13196 συνθλίβω|2
13197 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω
13198 -|ζουλώ|ζουπίζω|ζουπώ|ξεζουμίζω|πατικώνω|πατώ|πιέζω|πρεσάρω|στραγγίζω|στύβω|συμπιέζω|συνθλίβω
13199 συνιδρύω|1
13200 -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ
13201 συνιστώ|2
13202 -|οργανώνω|συγκροτώ|συμπηγνύω|συναπαρτίζω|συναποτελώ|συνθέτω|συνιδρύω|συνιστώ
13203 -|προτείνω|συνιστώ (λογ.)|συστήνω (καθ.)
13204 συννεφιά|1
13205 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
13206 συνοδεία|1
13207 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
13208 συνοδεύω|1
13209 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω
13210 συνοδοιπορώ|1
13211 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω
13212 συνοδός|1
13213 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
13214 συνολικά|1
13215 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε
13216 συνολικός|1
13217 -|άλικος|γενικός|καθολικός|οικουμενικός|πάνδημος|παγκόσμιος|παλλαϊκός|παπικός|συλλογικός|συνολικός
13218 συνομιλία|1
13219 -|διάλογος|κουβέντα|συζήτηση|συνομιλία
13220 συνομιλώ|1
13221 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι
13222 συνοπτικός|1
13223 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος
13224 συνουσία|1
13225 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
13226 συνουσιάζομαι|1
13227 -|ανταμώνω|απαντώ|βρίσκω|παντρεύομαι|σμίγω|συναντώ|συνδέω|συνουσιάζομαι
13228 συνοφρυωμένος|1
13229 -|άκεφος|αγέλαστος|δύσθυμος|θυμωμένος|κατηφής|κατσουφιασμένος|κατσούφης|μουτρωμένος|περίλυπος|σκαιός|σκουντούφλης|σκυθρωπός|συνοφρυωμένος
13230 συνοχή|1
13231 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση
13232 συντάκτες εντύπου|1
13233 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
13234 συνταίριασμα|1
13235 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
13236 συνταξιούχος|1
13237 -|απόμαχος|απόστρατος|απότακτος|βετεράνος|παλαίμαχος|συνταξιούχος
13238 συνταράζω|1
13239 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
13240 συνταράσσω|1
13241 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
13242 συντείνω|1
13243 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ
13244 συντελείται|1
13245 -|γίνεται|λαχαίνει|συμβαίνει|συντελείται|τρέχει|τυχαίνει
13246 συντελεστής|1
13247 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα
13248 συντελούμαι|1
13249 -|γίνομαι|συμβαίνω|συντελούμαι
13250 συντελώ|1
13251 -|βοηθώ|επικουρώ|συμβάλλω|συνεισφέρω|συνενώνομαι|συνενώνω|συνεπικουρώ|συνεργώ|συντείνω|συντελώ
13252 συντηρώ|1
13253 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω
13254 συντονισμός|1
13255 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
13256 συντρίβω|1
13257 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω
13258 συντριβή|1
13259 -|βαρυθυμία|θλίψη|κακοκάρδισμα|κασαβέτι|λυπησιά|λύπη|λύπηση|μαράζι|μαυρίλα|μελαγχολία|πένθος|πίκρα|σαράκι|σεκλέτι|στενοχώρια|συντριβή
13260 συντροφεύω|1
13261 -|κατευοδώνω|παρακολουθώ|προπέμπω|συμβαδίζω|συμπαρακολουθώ|συνοδεύω|συνοδοιπορώ|συντροφεύω
13262 συντροφιά|2
13263 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση
13264 -|ακολουθία|αλληλουχία|αποτέλεσμα|απόρροια|δορυφόροι|ειρμός|επακόλουθο|κομπανία|κουστωδία|παρέα|παρακολούθημα|παρεπόμενο|πομπή|συνέπεια|συνοδεία|συντροφιά
13265 συντροφικός|1
13266 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός
13267 συνωστισμός|1
13268 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
13269 συνώθηση|1
13270 -|ανθρωποθάλασσα|ανθρωπομάνι|διαγκωνισμός|ζούλα|κοσμοπλημμύρα|κοσμοσυρροή|μερμήγκια|πλακωσιά|στρίμωγμα|στριμωξίδι|συμφόρηση|συνωστισμός|συνώθηση
13271 συρρέω|1
13272 -|ανανήφω|ηρεμώ|μαζεύομαι|μετανοώ|ξελιποθυμώ|προσέχω|προστρέχω|συγκεντρώνομαι|συνέρχομαι|συναθροίζομαι|συνεφέρνομαι|συρρέω
13273 συρταρώνω|1
13274 -|αμπαρώνω|ασφαλίζω|κλείνω|κλειδώνω|μανταλώνω|συρταρώνω
13275 συρτό|1
13276 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί
13277 συρφετός|1
13278 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
13279 συσκέπτομαι|1
13280 -|διαπραγματεύομαι|κουβεντιάζω|συζητώ|συνδιαλέγομαι|συνδιασκέπτομαι|συνομιλώ|συσκέπτομαι
13281 συσσωρεύω|1
13282 -|αθροίζω|θησαυρίζω|μαζεύω|προσθέτω|σουμάρω|συγκεντρώνω|συλλέγω|συνάζω|συσσωρεύω
13283 συσσώρευση|1
13284 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
13285 συστήνω|1
13286 -|προτείνω|συνιστώ (λογ.)|συστήνω (καθ.)
13287 συστατικό|1
13288 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα
13289 συστολή|1
13290 -|ελάττωση|μάζεμα|μίκρεμα|περιορισμός|συστολή|σύμπτυξη
13291 συστρέφομαι|1
13292 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
13293 συστρέφω|1
13294 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
13295 συσχετίζω|1
13296 -|αντιπαραθέτω|παραβάλλω|παραθέτω|συγκρίνω|συνδυάζω|συσχετίζω
13297 συχαρίκια|1
13298 -|καλοτυχίσματα|παίνιες|παινέματα|συγχαρητήρια|συχαρίκια|συχαριάσματα
13299 συχαριάσματα|1
13300 -|καλοτυχίσματα|παίνιες|παινέματα|συγχαρητήρια|συχαρίκια|συχαριάσματα
13301 συχνοί|1
13302 -|αδιάκοποι|αλλεπάλληλοι|αλληλοδιάδοχοι|απανωτοί|συνεχείς|συχνοί
13303 συχνός|1
13304 -|ημερήσιος|καθημερινός|καθημερνός|συνηθισμένος|συχνός|τακτικός
13305 συχώριο|1
13306 -|άφεση|αμνήστευση|συγγνώμη|συγχώρεση|συγχώρηση|συμπάθιο|συχώριο
13307 σφάλλω|1
13308 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω
13309 σφάλμα|2
13310 -|έγκλημα|αδίκημα|αμάρτημα|αμαρτία|ανομία|ανοσιούργημα|ανόμημα|ασέβημα|κρίμα|λάθος|παράπτωμα|παρανομία|πταίσμα|σφάλμα
13311 -|ανακρίβεια|αναλήθεια|λάθος|παραδρομή|σφάλμα|ψέμα
13312 σφήκα|1
13313 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
13314 σφήνα|1
13315 -|αγγρίφι|αγκάθι|αγκίδα|αιχμή|ακωκή|βελόνα|βελόνι|βουκέντρα|κέντρο|κεντρί|μύτη|οσκρός|σουβλί|σούβλα|σφήνα
13316 σφίγγω στο στήθος μου|1
13317 -|αγκαλιάζω|ασπάζομαι|εγκολπώνομαι|εναγκαλίζομαι|ενστερνίζομαι|κοιτάζω ολόγυρα|κυκλώνω|περιζώνω|περικλαδώνω|περιλαμπάζω|περιπτύσσομαι|περισκοπώ|προστατεύω|σφίγγω στο στήθος μου
13318 σφίξη|1
13319 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
13320 σφαδάζω|1
13321 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
13322 σφαιρικός|1
13323 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
13324 σφαιροειδής|1
13325 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
13326 σφαιρωτός|1
13327 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
13328 σφαλιάρα|2
13329 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
13330 -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
13331 σφετερισμός|1
13332 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση
13333 σφιχτοχέρης|1
13334 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
13335 σφοδρός|1
13336 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
13337 σφραγισμένος|1
13338 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής
13339 σφριγηλός|2
13340 -|άλκιμος|ακμαίος|ερρωμένος|εύρωστος|ρωμαλέος|στιβαρός|σφριγηλός
13341 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
13342 σφόρτσο|1
13343 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
13344 σχάζομαι|1
13345 -|κόβομαι|σκίζομαι|σχάζομαι|χωρίζομαι
13346 σχέδιο|1
13347 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία
13348 σχεδίασμα|1
13349 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία
13350 σχεδιάζω|1
13351 -|αναλογίζομαι|διαλογίζομαι|διανοούμαι|ετοιμάζω|λογιάζω|προμελετώ|προσχεδιάζω|προτίθεμαι|σκέπτομαι|σκοπεύω|στοχάζομαι|συλλογίζομαι|συλλογιέμαι|σχεδιάζω
13352 σχετικός|2
13353 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
13354 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος
13355 σχισμή|1
13356 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
13357 σχόλιο|1
13358 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος
13359 σωματίδιο ύλης|1
13360 -|άτμητο|άτομο|ατεμάχιστο|σωματίδιο ύλης
13361 σωματειακός|1
13362 -|ανταμικός|εταιρικός|κοινός|κολιγιακός|μαζικός|μισιακός|συνεταιρικός|συντροφικός|σωματειακός
13363 σωρηδόν|1
13364 -|αγεληδόν|αθρόα|κοπαδιαστά|σωρηδόν
13365 σωστά|1
13366 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
13367 σωστάδα|1
13368 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
13369 σωστός|1
13370 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός
13371 σωτηρία|1
13372 -|απαλλαγή|απελευθέρωση|αποδέσμευση|απολύτρωση|γλιτωμός|εξαγορά|λευτέρωμα|λύτρωση|σωτηρία
13373 σόι|2
13374 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
13375 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
13376 σόλοικος|1
13377 -|άπρεπος|ακατάλληλος|ανάρμοστος|ανήθικος|ανοίκειος|αταίριαστος|σόλοικος
13378 σύγγονος|1
13379 -|αδελφός|κοιλαδερφός|ομογάλακτος|ομογάστριος|ομομήτριος|σύγγονος
13380 σύγκριση|1
13381 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα
13382 σύγχυση|2
13383 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
13384 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα
13385 σύζυγος|1
13386 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος
13387 σύθαμπο|1
13388 -|αμφιλύκη|βράδιασμα|θαμπόφωτο|λυκόφως|μούχρωμα|σκιόφως|σκοτείνιασμα|σουρούπωμα|σούρουπο|σύθαμπο
13389 σύμμετρος|1
13390 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος
13391 σύμπνοια|1
13392 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία
13393 σύμπτυξη|1
13394 -|ελάττωση|μάζεμα|μίκρεμα|περιορισμός|συστολή|σύμπτυξη
13395 σύμπτωση|1
13396 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο
13397 σύμφυτος|2
13398 -|ανάλογος|δικός|εγγενής|οικείος|παράλληλος|παρεμφερής|παρόμοιος|συγγενής|συγγενικός|συγγενολόι|συναφής|σχετικός|σόι|σύμφυτος
13399 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος
13400 σύμφωνος|1
13401 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
13402 σύναγμα|1
13403 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
13404 σύναξη|1
13405 -|έρανος|ανθολογία|απάνθισμα|αποθησαύριση|ερανισμός|μάζεμα|μάζωμα|πανδέκτης|συγκέντρωση|συγκομιδή|συλλογή|συνάθροισμα|συναγωγή|συσσώρευση|σύναγμα|σύναξη
13406 σύναψη|1
13407 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
13408 σύνδεμα|1
13409 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων
13410 σύνδεση|3
13411 -|αρμονία|αρμονικότητα|αρμός|δεσμός|ευρυθμία|μελωδικότητα|μουσικότητα|ομοτονία|ομοφωνία|συγχορδία|συμμετρία|συναρμογή|συνδυασμός|συνταίριασμα|συντονισμός|σύνδεση
13412 -|ακολουθία|αλληλουχία|δέσιμο|συγκράτηση|συνάρμοση|συνάφεια|συνένωση|συνειρμός|συνοχή|σύνδεση
13413 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
13414 σύνδεσμος|3
13415 -|άγγελος|αγγελιοφόρος|απεσταλμένος|απόστολος|διαγγελέας|εξάγγελος|μαντατοφόρος|σύνδεσμος
13416 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος
13417 -|ένωση|αντάμωμα|ενοποίηση|ενσωμάτωση|εταιρεία|οργάνωση|οργανισμός|σμίξιμο|συγχώνευση|συμβολή|συνένωση|συναρμογή|συνεταιρισμός|σύναψη|σύνδεση|σύνδεσμος
13418 σύνδρομο|1
13419 -|έρανος|αρωγή|βοήθεια|συγκυρία|συμπτώματα|συνδρομή|σύμπτωση|σύνδρομο
13420 σύνεργο|1
13421 -|εργαλείο|μαραφέτι|σκεύος|σύνεργο|όργανο
13422 σύνευνος|1
13423 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος
13424 σύνθεση|1
13425 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
13426 σύννομος|1
13427 -|έννομος|δίκαιος|επιτρεπτός|επιτρεπόμενος|θεμιτός|νόμιμος|σύννομος
13428 σύνολο|1
13429 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο
13430 σύνορο|1
13431 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
13432 σύνοψη|1
13433 -|ανακεφαλαίωση|επιτομή|περίληψη|συγκεφαλαίωση|σύνοψη|σύνοψιση
13434 σύνοψιση|1
13435 -|ανακεφαλαίωση|επιτομή|περίληψη|συγκεφαλαίωση|σύνοψη|σύνοψιση
13436 σύνταξη|1
13437 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
13438 σύντεκνος|1
13439 -|ανάδοχος|εγγυητής|κουμπάρος|νουνός|ονοματοθέτης|σύντεκνος
13440 σύντομος|2
13441 -|άμεσος|αιφνίδιος|ακαριαίος|αναπάντεχος|ξαφνικός|στιγμιαίος|σύντομος
13442 -|αποφθεγματικός|βραχυλογικός|βραχύς|επιγραμματικός|ευσύνοπτος|λακωνικός|περιληπτικός|συγκεφαλαιωτικός|συνοπτικός|σύντομος
13443 σύντονος|1
13444 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
13445 σύντριμμα|1
13446 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
13447 σύντροφος|1
13448 -|κοινωνός|κολίγας|μέτοχος|ορτάκης|σέμπρος|συνέταιρος|συνεργός|σύντροφος
13449 σύνωρος|1
13450 -|άβαλτος|άθικτος|αμεταχείριστος|ανέγγιχτος|απείραχτος|αρτιγέννητος|αφόρετος|αχρησιμοποίητος|καινούργιος|καινός|μοντέρνος|νέος|νεοφανής|νεότατος|πρόσφατος|σύνωρος
13451 σύσταση|1
13452 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη
13453 σύστημα ενώσεων|1
13454 -|αλληλουχία|αλυσίδα|γραμμή|δεσμός|καδένα|κόσμημα|παντατίφ|σειρά|συνέχεια|συνδέτης|σύνδεμα|σύστημα ενώσεων
13455 σύστοιχος|1
13456 -|ίσος|ανάλογος|αντίστοιχος|αρμονικός|ισοδύναμος|ομόλογος|παράλληλος|παρεμφερής|συμμετρικός|σχετικός|σύμμετρος|σύστοιχος
13457 σώος|2
13458 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
13459 -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος
13460 σώφρονος|1
13461 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος
13462 τάχος|1
13463 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης
13464 τέλειο|1
13465 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή
13466 τέλειος|2
13467 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός
13468 -|άβλαβος|άθικτος|άρτιος|ζυγός|ολόκληρος|πλήρης|σώος|τέλειος
13469 τέντα|1
13470 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι
13471 τέρας|1
13472 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα
13473 τέρμα|2
13474 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
13475 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
13476 τέρμονας|1
13477 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
13478 τέρπομαι|1
13479 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για
13480 τέρψη|1
13481 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα
13482 τέφρα|1
13483 -|σποδός|στάχτη|τέφρα
13484 τέχνασμα|1
13485 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
13486 τέχνη|1
13487 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
13488 τίμιος|2
13489 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
13490 -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
13491 τίποτε|1
13492 -|γενικώς|διόλου|εν γένει|εν συνόλω|καθόλου|ολότελα|ουδαμώς|ουδόλως|ποσώς|συνολικά|τίποτε
13493 τίτλος|1
13494 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
13495 ταβερνογυριστής|1
13496 -|κρασοκανάτας|μέθυσος|μεθοκόπος|μπέκρος|μπεκρής|μπεκροκανάτας|μπεκρούλιακας|μπεκρόμουτρο|ταβερνογυριστής
13497 ταγός|1
13498 -|άρχοντας|αρχηγός|αυτοκράτορας|αφέντης|βασιλιάς|δεσπότης|ηγέτης|ηγήτορας|ηγεμόνας|κυρίαρχος|μπροστάρης|οδηγητής|πρίγκιπας|προεξάρχων|προϊστάμενος|ταγός
13499 ταινία|1
13500 -|κινηματογραφικό έργο|λουρίδα|ταινία
13501 ταιριάζω|1
13502 -|συναρμονίζω|συναρμόζω|συνδυάζω|ταιριάζω
13503 τακτικός|2
13504 -|ακριβής|αλάθευτος|αλάνθαστος|αληθινός|ορθός|πιστός|συνεπής|σωστός|τακτικός
13505 -|ημερήσιος|καθημερινός|καθημερνός|συνηθισμένος|συχνός|τακτικός
13506 τακτοποίηση|3
13507 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση
13508 -|διάταξη|διευθέτηση|κατάταξη|μηνιαία επιχορήγηση|παράταξη|πλοκή λέξεων|συγγραφή|συγκράτηση|συναρμολόγηση|συντάκτες εντύπου|σύνθεση|σύνταξη|τακτοποίηση
13509 -|αποκατάσταση|γάμος|διόρθωμα|εξασφάλιση|επαναφορά|επανόρθωση|παντρειά|τακτοποίηση
13510 τακτοποιώ|3
13511 -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω
13512 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
13513 -|επιστρατεύω|ιεραρχώ|κανονίζω|κατατάσσω|τακτοποιώ|ταξινομώ
13514 ταλάντευση|1
13515 -|αιώρηση|κούνημα|μετεώρισμα|ταλάντευση|τραμπάλισμα
13516 ταλέντο|1
13517 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
13518 ταλαίπωρος|3
13519 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
13520 -|άθλιος|αξιοθρήνητος|δυσάρεστος|δυστυχισμένος|δύστυχος|θλιβερός|λυπηρός|λυπητερός|οικτρός|πένθιμος|ταλαίπωρος
13521 -|άτυχος|αξιολύπητος|δυστυχής|δυστυχισμένος|καημένος|κακομοίρης|καψερός|ταλαίπωρος
13522 ταλαιπωρία|2
13523 -|αθλιότητα|αχρειότητα|δυστυχία|κακία|ταλαιπωρία|φτώχεια
13524 -|δοκιμασία|ενοχοποίηση|καταδίκη|ποινή|ταλαιπωρία
13525 ταλαιπωρίες|1
13526 -|βάσανα|δεινά|κακουχίες|συμφορές|ταλαιπωρίες
13527 ταλαιπωρώ|1
13528 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ
13529 ταλανίζομαι|1
13530 -|βασανίζομαι|μαστίζομαι|ταλανίζομαι
13531 ταλαντευόμενος|1
13532 -|άστατος|αβέβαιος|αλλοπρόσαλλος|αμφιταλαντευόμενος|ασαφής|ασταθής|ευμετάβλητος|ευμετάβολος|κινητός|ρευστός|ταλαντευόμενος
13533 ταλαντούχος|1
13534 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης
13535 ταμείο|1
13536 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα
13537 ταμπάκο|1
13538 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
13539 ταμπέλα|1
13540 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
13541 τανκ|1
13542 -|άρμα|έμβλημα|θωρακισμένο|οπλισμός|πολεμικό όχημα|τανκ
13543 τανύζω|1
13544 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
13545 ταξινομώ|2
13546 -|απαρτίζω|διευθετώ|εκπαιδεύω|εξοπλίζω|επανορθώνω|επιδιορθώνω|ετοιμάζω|εφοδιάζω|καταρτίζω|καταστρώνω|μορφώνω|οργανώνω|παρασκευάζω|προπαρασκευάζω|τακτοποιώ|ταξινομώ
13547 -|επιστρατεύω|ιεραρχώ|κανονίζω|κατατάσσω|τακτοποιώ|ταξινομώ
13548 ταξινόμηση|1
13549 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση
13550 ταπεινός|2
13551 -|άσημος|άφαντος|αθώρητος|ανύφαντος|αφανής|αόρατος|εξαφανισμένος|κρυφός|σκοτεινός|ταπεινός
13552 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας
13553 ταπεινόφρονας|1
13554 -|απερηφάνευτος|απλός|ευπροσήγορος|καλομίλητος|καταδεκτικός|σεμνός|συγκαταβατικός|ταπεινός|ταπεινόφρονας
13555 ταπεινώνομαι|2
13556 -|έρπω|γλείφω|εξευτελίζομαι|ερπύζω|κολακεύω|λιβανίζω|περισαίνω|σέρνομαι|σούρνομαι|ταπεινώνομαι
13557 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι
13558 ταπεινώνω|1
13559 -|αμαυρώνω|εξευτελίζω|επισκιάζομαι|επισκοτίζω|θαμπώνω|κηλιδώνω|μαυρίζω|ταπεινώνω
13560 ταράζομαι|1
13561 -|δονούμαι|καρδιοχτυπώ|συγκινούμαι|συγκλονίζομαι|ταράζομαι
13562 ταράζω|1
13563 -|αναγυρίζω|αναδεύω|ανακατεύω|ανακινώ|ανασκαλεύω|αναταράζω|κουνώ|συδαυλίζω|ταράζω
13564 ταραγμένος|1
13565 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος
13566 ταρακουνώ|1
13567 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
13568 ταραχή|2
13569 -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα
13570 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
13571 ταρναρίζω|1
13572 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
13573 τασάκι|1
13574 -|τασάκι
13575 ταχυδρομώ|1
13576 -|αμολάρω|αναθεματίζω|απευθύνω|αποπέμπω|αποστέλλω|διαβιβάζω|εκπέμπω|εκτοξεύω|εμβάζω|εξαποστέλλω|επιστέλλω|μεταβιβάζω|ξαμολώ|πέμπω|στέλνω|ταχυδρομώ
13577 ταχύτατα|1
13578 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
13579 ταχύτατος|1
13580 -|άφθαστος|ανίκητος|ανυπέρβλητος|αξεπέραστος|απέραστος|απαράμιλλος|απλησίαστος|απροσπέραστος|απρόφταστος|ασύγκριτος|γρήγορος|ταχύτατος
13581 ταχύτητα|1
13582 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης
13583 τείνω|1
13584 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
13585 τείχος|1
13586 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο
13587 τεζάρω|1
13588 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
13589 τεκμήριο|1
13590 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα
13591 τεκμηρίωση|1
13592 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα
13593 τεκμηριώνω|1
13594 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω
13595 τελειοποιώ|3
13596 -|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναρρωννύω|ανθρωπεύω|βελτιώνομαι|βελτιώνω|διορθώνω|επεξεργάζομαι|καλυτερεύω|ξαναπλάθω|σιάχνω|τελειοποιώ
13597 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
13598 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
13599 τελειωμένος|1
13600 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος
13601 τελειωτικός|1
13602 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος
13603 τελειώνω|3
13604 -|αναμεστώνω|αναπληρώνω|απογεμίζω|αποπερατώνω|αποσώνω|αποτελειώνω|αρτιώνω|γεμίζω|καταγεμίζω|κλείνω|ολοκληρώνω|συμπληρώνομαι|συμπληρώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
13605 -|αποπερατώνω|αποτελειώνω|αφανίζω|δίνω τη χαριστική βολή|εξολοθρεύω|επισφραγίζω|καταστρέφω|ολοκληρώνω|σκοτώνω|τελειοποιώ|τελειώνω
13606 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω
13607 τελεσίδικος|1
13608 -|αμετάκλητος|αμετάτρεπτος|αμετακίνητος|ανάλλαγος|ανέκκλητος|μόνιμος|οριστικός|σταθερός|τελειωτικός|τελεσίδικος
13609 τελεσφόρος|1
13610 -|αποτελεσματικός|δραστικός|ενεργητικός|επιτυχής|καίριος|λυσιτελής|τελεσφόρος
13611 τελευτή|1
13612 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
13613 τελευταίος|3
13614 -|ακραίος|ακριανός|ακρινός|ανεξέλεγκτος|απόμακρος|εξτρεμιστής|επικίνδυνος|τελευταίος
13615 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος
13616 -|έσχατος|ανώτατος σε βαθμό|απόμακρος|τελευταίος
13617 τελική γνώμη|1
13618 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα
13619 τελικός|1
13620 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος
13621 τεμάχιο|3
13622 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
13623 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο
13624 -|κομμάτι|κόμμα|μέρος όλου|πολιτική μερίδα|σημείο στίξης|τεμάχιο
13625 τεμενατζής|1
13626 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
13627 τεμπέλης|2
13628 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
13629 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης
13630 τεμπελιά|1
13631 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα
13632 τεμπελχανάς|1
13633 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
13634 τεντωμένος|1
13635 -|έντονος|δριμύς|εντατικός|εντατός|εντεταμένος|εύτονος|ζωηρός|λάβρος|νευρώδης|οξύς|σφοδρός|σύντονος|τεντωμένος
13636 τεντώνομαι|1
13637 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
13638 τεντώνω|1
13639 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
13640 τεράστιος|1
13641 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
13642 τερατούργημα|1
13643 -|άμβλωμα|έκτρωμα|απορριξιμιό|απόβαλμα|απόρριγμα|εξάμβλωμα|κακόπλασμα|μορμολύκειο|τέρας|τερατούργημα
13644 τερατώδης|1
13645 -|αγρίκητος|ανάκουστος|ανήκουστος|απίστευτος|ασυνήθιστος|καινότροπος|καταπληκτικός|κλεφτός|κούφιος|μοναδικός|πρωτάκουστος|πρωτοφανής|πρωτότυπος|σιγαλός|σιγανός|τερατώδης
13646 τερματίζω|1
13647 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω
13648 τερπνός|1
13649 -|γοητευτικός|θελκτικός|μαγευτικός|σαγηνευτικός|συγκινητικός|συγκλονιστικός|συναρπαστικός|τερπνός
13650 τεστ|1
13651 -|απόπειρα|δοκιμή|εγχείρημα|προσπάθεια|τεστ|τόλμημα
13652 τετραπέρατος|1
13653 -|έξυπνος|ανοιχτομάτης|ατσίδα|αφυπνισμένος|δαίμονας|δαιμόνιος|διάολος|ευφυής|μεγαλοφυής|νοήμονας|ξυπνητός|ξύπνιος|οξύνους|πνευματώδης|σπιρτόζος|τετραπέρατος
13654 τεχνητη|1
13655 -|τεχνητη
13656 τεχνητος|1
13657 -|τεχνητος
13658 τεχνουργός|1
13659 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
13660 τζάμπα|1
13661 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
13662 τηλογυάλι|1
13663 -|γυαλί|διαυγές πράγμα|κάτοπτρο|καθρέφτης|μέρος πρύμνης|μέρος πόρτας|τηλογυάλι
13664 τηρώ|1
13665 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω
13666 τιθασευμένος|1
13667 -|ήμερος|ήσυχος|βελτιωμένος|δαμασμένος|εκχερσωμένος|εξευγενισμένος|εξημερωμένος|ημερωμένος|καλλιεργημένος|κατοικίδιος|κηπευτός|μαλακός|μπολιασμένος|πράος|τιθασευμένος
13668 τιθασεύω|1
13669 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ
13670 τιμή|1
13671 -|αγλάισμα|δόξα|εγκαλλώπισμα|καμάρι|καυχησιά|καύχημα|κόρδα|κόρδωμα|ξεπαρμός|ξιπασιά|παίνεμα|περηφάνια|σέμνωμα|τιμή
13672 τιμαλφή|1
13673 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα
13674 τιμημένος|2
13675 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
13676 -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
13677 τιμητική προσηγορία|1
13678 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
13679 τιμωρώ|2
13680 -|βασανίζω|βλάφτω|ζεματίζω|ζεματώ|ζημιώνω|καίω|καταπλήσσω|καταστενοχωρώ|τιμωρώ
13681 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
13682 τιμωρώ άδικα|1
13683 -|αδικώ|ζημιώνω|παρανομώ|στρεψοδικώ|τιμωρώ άδικα
13684 τιποτένιος|2
13685 -|αγάνωτος|αγροίκος|ακαλάιστος|ακασσιτέρωτος|αμόρφωτος|αναιδής|ξετσίπωτος|τιποτένιος
13686 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία
13687 τιτάνας|1
13688 -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός
13689 τμήμα|4
13690 -|απόδειξη|γράμμα|μόριο|οικείο περιβάλλον|παράγοντας|στοιχείο|συντελεστής|συστατικό|τεκμήριο|τμήμα
13691 -|αστυνομία|τμήμα|χωροφυλακή
13692 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
13693 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο
13694 τμήμα στρατού|1
13695 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο
13696 τμήμα χωροφυλακής|1
13697 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο
13698 το βράδυ|1
13699 -|άνετα|ήρεμα|ήσυχα|αβίαστα|αγάλια|αργά|βαθμηδόν|βαθμιαία|βραδέως|εκπρόθεσμα|κρατητά|λίγο-λίγο|πάρωρα|σιγανά|σταδιακά|το βράδυ
13700 το δέον|1
13701 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
13702 το παιδί|1
13703 -|γιόκας|γιός|το παιδί|υιός
13704 το πρέπον|1
13705 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
13706 τοκογλύφος|1
13707 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας
13708 τολμηρός|3
13709 -|άσκιαχτος|άτρομος|άφοβος|αδείλιαστος|αντρείος|απτόητος|ατρόμητος|γενναίος|εύτολμος|λιονταρόψυχος|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
13710 -|άφοβος|γενναίος|θαρραλέος|θαρρετός|ριψοκίνδυνος|τολμηρός
13711 -|άφοβος|τολμηρός
13712 τονίζω|1
13713 -|δίνω έμφαση|τονίζω|υπογραμμίζω
13714 τοποθέτηση|2
13715 -|ένταξη|διάταξη|διαρρύθμιση|διευθέτηση|κατάταξη|κατηγοριοποίηση|συγύρισμα|τακτοποίηση|ταξινόμηση|τοποθέτηση
13716 -|εναπόθεση|κατάθεση|μαρτυρία|ομολογία|παράδοση όπλων|τοποθέτηση
13717 τοποθετώ|1
13718 -|ακουμπώ|αποθέτω|βάζω|βγάζω|θέτω|καταθέτω|πληροφορώ|τοποθετώ
13719 τορπιλισμός|1
13720 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
13721 τουαλέτα|1
13722 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα
13723 τουμπάρισμα|1
13724 -|ακύρωση|αναποδογύρισμα|αναστροφή|ανατροπή|αποπομπή|αποσόβηση|απόπεμψη|καθαίρεση|κατάργηση|κατάρριψη|καταστροφή|ματαίωση|ντεραπάρισμα|πτώση|τορπιλισμός|τουμπάρισμα
13725 τουμπάρω|1
13726 -|αναγυρίζω|αναποδογυρίζω|ανασκελιάζω|ανατρέπω|αντιστρέφω|γυρίζω ανάποδα|μπατάρω|τουμπάρω
13727 τουμπεκί|1
13728 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
13729 τουρκέτο|1
13730 -|άλμπουρο|άρμπουρο|κατάρτι|στηλίδα|τουρκέτο
13731 τουτούνι|1
13732 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
13733 τράκος|1
13734 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
13735 τρέξιμο|1
13736 -|άνοδος|αναδρομή|γυρισμός|επανάκαμψη|επανάληψη|επιστροφή|θύμηση|παλινδρομή|πισωγύρισμα|τρέξιμο
13737 τρέχει|1
13738 -|γίνεται|λαχαίνει|συμβαίνει|συντελείται|τρέχει|τυχαίνει
13739 τρέχω|2
13740 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω
13741 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
13742 τρίβομαι|1
13743 -|ασχολούμαι|γίνομαι έμπειρος|κατατρίβω|τρίβομαι
13744 τραβιέμαι|1
13745 -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω
13746 τραβώ επάνω|1
13747 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
13748 τραγουδώ|1
13749 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
13750 τραγούδι|1
13751 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος
13752 τρακάρω|1
13753 -|συγκρούομαι|συναντώ τυχαία|τρακάρω|χτυπώ
13754 τραμπάλισμα|1
13755 -|αιώρηση|κούνημα|μετεώρισμα|ταλάντευση|τραμπάλισμα
13756 τραντάζω|1
13757 -|ανατινάζω|γκρεμίζω|δονώ|καταρρίπτω|κουνώ βίαια|κουνώ δυνατά|κραδαίνω|ρίχνω κάτω|σαλεύω|σείω|συγκλονίζω|συνταράζω|συνταράσσω|ταρακουνώ|τραντάζω
13758 τρατάρω|1
13759 -|κερνώ|οινοχοώ|προσφέρω|τρατάρω|φιλεύω
13760 τραυματίζομαι|1
13761 -|λαβώνομαι|πληγώνομαι|τραυματίζομαι
13762 τραυματίζω|1
13763 -|λαβώνω|πληγώνω|τραυματίζω
13764 τραχύς|3
13765 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
13766 -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός
13767 -|άνισος|άξεστος|έκρυθμος|αδρός|ακατέργαστος|αλείαντος|αλλόκοτος|ανεξευγένιστος|αντικανονικός|ανώμαλος|απελέκητος|ασυνήθιστος|αφύσικος|βραχώδης|ιδιότροπος|τραχύς
13768 τραχύτητα|2
13769 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος
13770 -|αναστάτωση|ανισορροπία|αντικανονικότητα|ανωμαλία|αταξία|εκρυθμία|ζαρωματιά|κακή λειτουργία|ρικνότητα|σύγχυση|τραχύτητα
13771 τραύμα|1
13772 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα
13773 τρελαίνομαι για|1
13774 -|αγαπώ|αρέσκομαι|επιθυμώ|ερωτεύομαι|θέλω|λατρεύω|μου αρέσει|ποθώ|προτιμώ|συμπαθώ|τέρπομαι|τρελαίνομαι για
13775 τρελός|1
13776 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής
13777 τρενάρισμα|1
13778 -|άργητα|αναβολή|αναστολή|αργοπορία|επιβράδυνση|καθυστέρηση|τρενάρισμα
13779 τρενάρω|1
13780 -|αργοπορώ|επιβραδύνω|καθυστερώ|τρενάρω|υπολείπομαι|υστερώ
13781 τριακονθήμερο|1
13782 -|μήνας|τριακονθήμερο
13783 τριβή|1
13784 -|άσκηση|έλεγχος|βασάνισμα|δοκιμασία|εκτέλεση καθήκοντος|ενάθληση|ενάσκηση|εξάσκηση|εξέταση|καλλιέργεια|κατάρτιση|μόρφωση|προπόνηση|συνεχής ενασχόληση|τριβή
13785 τριζύγι|1
13786 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί
13787 τρικυμία|1
13788 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά
13789 τρικυμιώδης|1
13790 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος
13791 τριποδίζω|1
13792 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
13793 τρομάζω|1
13794 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
13795 τρομάρα|1
13796 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα
13797 τροποποίηση|1
13798 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
13799 τροποποιώ|2
13800 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ
13801 -|αναθεωρώ|επανεξελέγχω|επανεξετάζω|μετεξετάζω|ξαναβλέπω|ξαναεξετάζω|ξανακοιτάζω|τροποποιώ
13802 τροφή|1
13803 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα
13804 τροχάζω|1
13805 -|αμολιέμαι|αναπτύσσομαι ραγδαία|βιάζομαι|γοργοποδίζω|γοργώνω|γρηγορεύω|δρομίζω|ελαύνω|κάνω γρήγορα|καλπάζω|πηλαλώ|ροβολώ|σπεύδω|τρέχω|τριποδίζω|τροχάζω
13806 τροχίζω|1
13807 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω
13808 τροχοφόρο|1
13809 -|αμάξι|αυτοκίνητο|κούρσα|τροχοφόρο|όχημα
13810 τρυκ|1
13811 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
13812 τρυφή|2
13813 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα
13814 -|ευζωία|ευημερία|ευτυχία|καλοζωία|καλοπέραση|τρυφή
13815 τρυφερόκαρδος|1
13816 -|ελεήμονας|ελεημονητικός|ελεητικός|ευσπλαχνικός|εύσπλαχνος|καλόκαρδος|οικτίρμονας|πονεσιάρης|πονόκαρδος|τρυφερόκαρδος
13817 τρυφερότητα|2
13818 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή
13819 -|αφοσίωση|προστασία|στοργή|στοργικότητα|τρυφερότητα
13820 τρυφηλός|1
13821 -|αβροδίαιτος|ασκληραγώγητος|εκθηλυμένος|θηλυπρεπής|καλομαθημένος|καλοφαγάς|μαλθακός|τρυφηλός
13822 τρωτό|1
13823 -|έλλειψη|ανεπάρκεια|ατέλεια|ελάττωμα|ελαττωματικότητα|κουσούρι|μειονέκτημα|τρωτό
13824 τρόμος|1
13825 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα
13826 τρόφιμα|1
13827 -|άλφιτα|βορά|βρώσις|εδωδή|νομή|σιτία|τροφή|τρόφιμα
13828 τρύπα|1
13829 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
13830 τρώγομαι|1
13831 -|ερίζω|τρώγομαι|φιλονικώ
13832 τσάμπουρα|1
13833 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια
13834 τσάφαρο|1
13835 -|αίνιγμα|ακατανοησία|απεικαστό|βρετό|γρίφος|ερωτηματικό|κότημα|λυτό|μάντεμα|μπίλμετζες|μυστήριο|παράκουλο|παραβροντάκι|παραμάντεμα|παραπουλητό|τσάφαρο
13836 τσέρκι|1
13837 -|γύρος|δακτύλιος|κουλούρα|κρίκος|κύκλος|περίγραμμα|περίμετρος|περιφέρεια|ρόδα|στεφάνι|τσέρκι
13838 τσίπρας|1
13839 -|Τσίπρας
13840 τσακωμός|1
13841 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
13842 τσακώνομαι|1
13843 -|αρπάζομαι|εξοργίζομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω εύκολα|συμπλέκομαι|τσακώνομαι
13844 τσακώνω|1
13845 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω
13846 τσαλί|1
13847 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο
13848 τσαμπουρίδια|1
13849 -|αμπελολόγια|αποστάφυλα|αποτρυγίδια|απότσαμπα|ρωγολογίδια|τσάμπουρα|τσαμπουρίδια
13850 τσαντίρι|1
13851 -|αντίσκηνο|ορχήστρα|προσκήνιο|ράμπα|σκηνή|τέντα|τσαντίρι
13852 τσαπατσούλης|1
13853 -|άστατος|άτακτος|άτσαλος|αδιόρθωτος|ακανόνιστος|ακατάστατος|ανήσυχος|ανοργάνωτος|ανώμαλος|ασυμμάζευτος|στίφος|συρφετός|τσαπατσούλης
13854 τσαπράγκαλα|1
13855 -|αποσκευή|βαλίτσες|γυλιός|μετακόμιση|μεταφορά|μπαγκάζια|οικοσκευή|πράγματα|σέα|τσαπράγκαλα
13856 τσαπράζια|1
13857 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
13858 τσαρδάκι|1
13859 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
13860 τσαρλατάνος|1
13861 -|αγύρτης|απατεώνας|επαίτης|ζητιάνος|κατεργάρης|κομπογιαννίτης|τσαρλατάνος
13862 τσεκάρισμα|1
13863 -|έλεγχος|αντιπαράθεση|αντιπαραβολή|εξακρίβωση|επαλήθευση|παραβολή|παραλληλισμός|σύγκριση|τσεκάρισμα
13864 τσεκουρώνω|1
13865 -|απαισιοδοξώ|αποδοκιμάζω|βασανίζω|διώκω|εκδικιέμαι|ενοχοποιώ|καταδικάζω|παιδεύω|πλήττω|προγράφω|προδικάζω|προστιμάρω|συγυρίζω|τιμωρώ|τσεκουρώνω
13866 τσελικώνω|1
13867 -|ακονίζω|αναστομώνω|γυμνάζω|εξασκώ|καλλιεργώ|μυτερώνω|σουβλερώνω|τροχίζω|τσελικώνω
13868 τσιγκέλι|1
13869 -|άγκιστρο|αγκίστρι|αρπάγη|γάντζος|τσιγκέλι
13870 τσιγκούνης|1
13871 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
13872 τσιλικρωτό|1
13873 -|ανασκελάς|γαντζονούρης|δωδεκαμερίτης|καλικάντζαρος|κατσιπόδης|παγανό|παρωρίτης|σταχτοπόδης|τσιλικρωτό
13874 τσιμπώ|1
13875 -|αγκυλώνω|ενοχλώ|ερεθίζω|κεντρίζω|κεντώ|παρενοχλώ|πειράζω|πληγώνω ψυχικά|τσιμπώ
13876 τσιράκι|1
13877 -|ακόλουθος|βοηθός|γορίλας|δευτερογενής|δορυφόρος|επόμενος|κάλφας|κατοπινός|μιμητής|μπράβος|οπαδός|προσεχής|συνεπής|συνοδός|σύμφωνος|τσιράκι
13878 τσιρίζω|1
13879 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
13880 τσιτώνω|1
13881 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
13882 τσουρουφλίζω|1
13883 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
13884 τσουχτερός|1
13885 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
13886 τσούπα|1
13887 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη
13888 τσούπρα|1
13889 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη
13890 τυραννίδα|1
13891 -|απολυταρχία|αυταρχία|δεσποτεία|δεσποτισμός|μοναρχία|μονοκρατορία|σατραπισμός|τυραννίδα
13892 τυραννώ|1
13893 -|αδρανώ|βασανίζω|διασταυρώνω|θανατώνω|πιλατεύω|σταυρώνω|συναντώ τυχαία|ταλαιπωρώ|τυραννώ
13894 τυφλός|1
13895 -|εσφαλμένος|ζαβωμένος|καμπουρωτός|καμπύλος|κυρτωμένος|κυρτός|λάθος|λανθασμένος|λοξός|λυγισμένος|σκεβρός|στραβωμένος|στραβός|στρεβλωμένος|στρεβλός|τυφλός
13896 τυφώνας|1
13897 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά
13898 τυχαίνει|1
13899 -|γίνεται|λαχαίνει|συμβαίνει|συντελείται|τρέχει|τυχαίνει
13900 τόλμη|3
13901 -|αδειλία|αντρεία|αντρειοσύνη|αποφασιστικότητα|αυτοπεποίθηση|αφοβία|ηθικό|θάρρος|κουράγιο|οικειότητα|παρρησία|σθένος|σθεναρότητα|τόλμη
13902 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα
13903 -|αποθράσυνση|αυθάδεια|αφοβία|θράσος|τόλμη|υπερβολικό θάρρος
13904 τόλμημα|1
13905 -|απόπειρα|δοκιμή|εγχείρημα|προσπάθεια|τεστ|τόλμημα
13906 τόπος|2
13907 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
13908 -|άπλα|απλάδα|απλωσιά|ευρυχωρία|κάμπος|ξαπλωταριά|τόπος
13909 τόπος δράσης|1
13910 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος
13911 τότε|1
13912 -|άλλοτε|ενίοτε|κάποτε|τότε
13913 τύπος|1
13914 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα
13915 τύρβη|1
13916 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
13917 τύχη|1
13918 -|αποστολή|γραφτό|ειμαρμένη|ιερατείο|κλήρος|κλήρωση|κληρονομιά|λαχνός|μερίδα|μερίδιο|μερτικό|μοίρα|μοιράδι|προορισμός|ριζικό|τύχη
13919 υγιής|1
13920 -|άβλαβος|άβλαφτος|άδολος|άθικτος|άκακος|αβλαβής|αζήμιος|αζημίωτος|αθώος|ακέραιος|ακίνδυνος|ανέγγιχτος|απείραχτος|σώος|υγιής
13921 υδατοστεγής|1
13922 -|αδιάβροχος|αδιαπέραστος|αδιαπότιστος|αεροστεγής|ασφαλισμένος|ερμητικός|κατάκλειστος|κλειστός|στεγανός|σφραγισμένος|υδατοστεγής
13923 υδροστάθμη|1
13924 -|αλφάδι|γνώμονας|γωνία|γωνιόμετρο|στάθμη|στάφνη|υδροστάθμη
13925 υιός|1
13926 -|γιόκας|γιός|το παιδί|υιός
13927 υλικό|1
13928 -|αντικείμενο|βλέψη|δέκτης ενεργείας|διάθεση|επιδίωξη|θέμα|θύμα|παθών|πράγμα|πρόθεση|σκοπός|στόχος|τέρμα|υλικό
13929 υμνολογία|1
13930 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
13931 υμνώ|1
13932 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
13933 υπάρχοντα|1
13934 -|άνθρωπος αξίας|αρχικό ποσό|αρχοντολόι|βιος|ενεργητικό|ενότητα βιβλίου|καπιτάλι|καπιταλιστές|κεφάλαιο|μπουρζουαζία|ξεκίνημα|περιουσία|πλουτοκρατία|πλούτος|ταλέντο|υπάρχοντα
13935 υπέρμετρη χρήση|1
13936 -|ακολασία|ασωτία|επέκταση χρήσης λέξης|κατάχρηση|κατασπατάληση|σφετερισμός|υπέρμετρη χρήση
13937 υπέρπλουτος|1
13938 -|βαθύπλουτος|δισεκατομμυριούχος|ζάπλουτος|κροίσος|μυριόπλουτος|πάμπλουτος|πλουσιότατος|υπέρπλουτος
13939 υπακούω|1
13940 -|αγρικώ|ακούω|αντιλαμβάνομαι|δέχομαι|εννοώ|καταλαβαίνω|πείθομαι|υπακούω
13941 υπαναχωρώ|1
13942 -|αλλάζω|αλλάζω κατεύθυνση|γυρίζω|εκκλίνω|κλωθογυρίζω|κολικιάζω|κουλουριάζω|περιστρέφω|στρέφω|στρίβω|συστρέφομαι|συστρέφω|υπαναχωρώ
13943 υπεράνθρωπος|2
13944 -|ήρωας|αντρείος|αυτουργός|γενναίος|δράστης|λεβέντης|λιοντάρι|παλικάρι|πρωταίτιος|πρωταγωνιστής|πρωτοπαλίκαρο|υπεράνθρωπος
13945 -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός
13946 υπεράσπιση|1
13947 -|απολογία|υπεράσπιση
13948 υπερήφανος|1
13949 -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός
13950 υπεραμύνομαι|1
13951 -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι
13952 υπερασπίζομαι|1
13953 -|αμύνομαι|αντιστέκομαι|αποκρούω|προκινδυνεύω|προστατεύω|συνασπίζω|υπεραμύνομαι|υπερασπίζομαι
13954 υπερβολικό θάρρος|1
13955 -|αποθράσυνση|αυθάδεια|αφοβία|θράσος|τόλμη|υπερβολικό θάρρος
13956 υπερισχύω|2
13957 -|εκμηδενίζω|καταβάλλω|κατανικώ|κατατροπώνω|νικώ|υπερισχύω
13958 -|βολεύω|καταβάλλω|κατανικώ|καταφέρνω|κατορθώνω|νικώ|πείθω|πετυχαίνω|υπερισχύω
13959 υπερμεγέθης|1
13960 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
13961 υπεροπτικός|1
13962 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης
13963 υπεροχή|1
13964 -|ανωτερότητα|αριστεία|ηγεμονία|ηθικό ανάστημα|πλεονεκτικότητα|πρωτάτο|πρωτεία|πρωτοκαθεδρία|υπεροχή
13965 υπεροψία|1
13966 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
13967 υπερπηδώ|1
13968 -|αποφεύγω|αρνιέμαι|διασώζομαι|διαφεύγω|ξεφεύγω|παρακάμπτω|προσπερνώ|σιχαίνομαι|σκαπουλάρω|υπερπηδώ
13969 υπερτιμώ|1
13970 -|ακριβαίνω|ανατιμούμαι|υπερτιμώ
13971 υπερτιμώμαι|1
13972 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω
13973 υπερφίαλος|2
13974 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης
13975 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
13976 υπερφυσικός|2
13977 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
13978 -|γίγαντας|γιγαντόσωμος|Γολιάθ|κολοσσός|τιτάνας|υπεράνθρωπος|υπερφυσικός
13979 υπερψύχω|1
13980 -|αποξυλιάζω|καταψύχω|κρυσταλλιάζω|παγώνω|υπερψύχω|ψυχραίνω
13981 υπερόπτης|4
13982 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης
13983 -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός
13984 -|αθυρόστομος|αλαζόνας|ανευλαβής|ασεβής|αυθάδης|θρασύς|ιταμός|προπετής|υπεροπτικός|υπερφίαλος|υπερόπτης
13985 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
13986 υπηρέτρια|1
13987 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη
13988 υπηρετώ|1
13989 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
13990 υποβίβαση|1
13991 -|έκπτωση|αποσιώπηση φθόγγου|απώλεια υπόληψης|ελάττωση|κατέβασμα|μείωση|ξέπεσμα|ξεπεσμός|σκόντο|στέρηση|υποβίβαση
13992 υπογραμμίζω|1
13993 -|δίνω έμφαση|τονίζω|υπογραμμίζω
13994 υποδέχομαι|1
13995 -|δεξιώνομαι|καλοδέχομαι|καλωσορίζω|υποδέχομαι
13996 υποδήλωση|1
13997 -|ένδειξη|γνωμάτευση|δείξη|δείξιμο|σήμα|σημάδι|σημείο|υποδήλωση
13998 υποδειγματικός|1
13999 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός
14000 υποδιαίρεση στερεάς γης|1
14001 -|ήπειρος|γη|ξηρά|στεριά|υποδιαίρεση στερεάς γης|χέρσος
14002 υποδομή|1
14003 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
14004 υποδουλώνομαι|1
14005 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι
14006 υποζύγιο|1
14007 -|αβασταγό|υποζύγιο
14008 υποθάλπω|1
14009 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω
14010 υποθετικός|1
14011 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος
14012 υποκαθιστώ|1
14013 -|αλλάζω|αναπληρώνω|ανταλλάσσω|αντικαθιστώ|υποκαθιστώ
14014 υποκρισία|1
14015 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα
14016 υπολείπομαι|1
14017 -|αργοπορώ|επιβραδύνω|καθυστερώ|τρενάρω|υπολείπομαι|υστερώ
14018 υπολογίζω|2
14019 -|ακουμπώ|βασίζομαι|ποντάρω|στηρίζομαι|υπολογίζω
14020 -|αναθυμάμαι|αναλογίζομαι|αναπολώ|διαλογίζομαι|θυμάμαι|λογαριάζω|μετρώ|ξανασυλλογιέμαι|σκέφτομαι|υπολογίζω
14021 υπολογίσιμος|1
14022 -|άγνωρος|άγνωστος|ένας|ανώνυμος|ελάχιστος|κάποιος|λίγος|ξένος|υπολογίσιμος
14023 υπολογισμός|1
14024 -|άμιλλα|αγώνας|αναμέτρηση|αναρίθμηση|ανταγωνισμός|αντιμέτρηση|διαγωνισμός|επανεκτίμηση|ζύγισμα|καταμέτρηση|ξαναμέτρημα|στάθμιση|συναγωνισμός|υπολογισμός
14025 υπομένω|1
14026 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω
14027 υποσκίασμα|1
14028 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
14029 υποστήριξη|1
14030 -|αβάντα|βοήθεια|κέρδος|υποστήριξη|όφελος
14031 υποστηρίζω υπόθεση|1
14032 -|αγωνίζομαι|αθλούμαι|αμιλλώμαι|διαγωνίζομαι|κοπιάζω|μάχομαι|παλεύω|πασχίζω|πολεμώ|προσπαθώ|συναγωνίζομαι|υποστηρίζω υπόθεση
14033 υποτάσσομαι|1
14034 -|γονατίζω|καμπουριάζω|προσκυνώ|σκύβω|ταπεινώνομαι|υποδουλώνομαι|υποτάσσομαι
14035 υποτάσσω|1
14036 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ
14037 υποτιμώ|1
14038 -|αψηφώ|δε λογαριάζω|δεν υπολογίζω|ελεεινολογώ|καταφρονώ|οικτίρω|περηφανεύομαι|περιφρονώ|προπηλακίζω|υποτιμώ
14039 υποφέρω|2
14040 -|ανέχομαι|εγκαρτερώ|παραβλέπω|σηκώνω|στρέγω|συγχωρώ|υπομένω|υποφέρω
14041 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι
14042 υποχρέωση|1
14043 -|αγγάρεμα|αγγαρεία|ανάγκαση|βία|εξαναγκασμός|υποχρέωση
14044 υποχωρητικός|1
14045 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης
14046 υποχωρητικότητα|1
14047 -|αδυναμία|ανημποριά|ανισχυρία|ατονία|ελάττωμα|ενδοτικότητα|εξάντληση|εξασθένηση|ισχνότητα|κουσούρι|συμπάθεια|υποχωρητικότητα
14048 υποχώρηση|1
14049 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός
14050 υποψία|1
14051 -|αδιέξοδο|αμηχανία|αμφιβολία|αμφισβήτηση|αμφιταλάντευση|απορία|ασάφεια|δισταγμός|διστακτικότητα|διχογνωμία|δυσπιστία|δύσκολη θέση|ενδοιασμός|κατάπληξη|λαβύρινθος|υποψία
14052 υπόβαθρο|1
14053 -|βάθρο|βάση|θέμελο|θεμέλιο|κρηπίδα|κρηπίδωμα|κύριο μέρος|ρίζα|στήριγμα|στυλοβάτης|στυλοπάτι|υποδομή|υπόβαθρο
14054 υπόβαθρο καθίσματος|1
14055 -|έδρα|αξίωμα καθηγητού|επίπεδο σχήματος|θέση|θρόνος|κάθισμα|καρέκλα|μέρος σώματος|πολυθρόνα|σκαμνί|τόπος δράσης|υπόβαθρο καθίσματος
14056 υπόδειγμα|2
14057 -|ίνδαλμα|είδωλο|εικόνα|ιδανικό|ιδεώδες|μορφή|ομοίωμα|πρότυπο|υπόδειγμα
14058 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα
14059 υπόδειξη|1
14060 -|καθοδήγηση|νουθέτηση|νουθεσία|οδηγία|ορμήνεμα|ορμήνια|παραίνεση|συμβουλή|σύσταση|υπόδειξη
14061 υπόθεση|1
14062 -|αίτημα|δουλειά|δυσκολία|ερώτημα|ζήτημα|θέμα|πρόβλημα|υπόθεση
14063 υπόκυψη|1
14064 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός
14065 υπόλειμμα|1
14066 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
14067 υπόνοια|1
14068 -|αιχμή|ακίδα|ακμή|ακωκή|μυτερή άκρη|μύτη|πείραγμα|υπόνοια
14069 υστερότερα|1
14070 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
14071 υστερώ|1
14072 -|αργοπορώ|επιβραδύνω|καθυστερώ|τρενάρω|υπολείπομαι|υστερώ
14073 υφαρπαγή|1
14074 -|αποκοπή|απομάκρυνση|αποχωρισμός|απόσπαση|απόσχιση|αρπαγή|αφαίρεση|βγάλσιμο|εκρίζωση|ξεκόλλημα|ξερίζωμα|πάρσιμο|προσωρινή μετάθεση|υφαρπαγή
14075 υψώνω|1
14076 -|ακριβαίνω|αναβιβάζω|ανασέρνω|ανασηκώνω|ανατιμώ|ανεβάζω|ανελκύω|ανυψώνω|εγκωμιάζω|εκθειάζω|σηκώνω|τραβώ επάνω|υψώνω
14077 φάπα|2
14078 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
14079 -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
14080 φάρσα|2
14081 -|αστεϊσμός|γελοιοποίηση|καζούρα|κασκαρίκα|νίλα|πείραγμα|φάρσα
14082 -|εξαπάτηση|θεατρικό έργο|καζούρα|κομεντί|κωμωδία|νίλα|παιγνίδι|υποκρισία|φάρσα
14083 φάτσα|1
14084 -|έναντι|αγνάντια|αντίκρυ|αντίπερα|απέναντι|εν συγκρίσει|κατάντικρυ|φάτσα
14085 φέξη|1
14086 -|άρχισμα|έμπα|ανατολή|απαρχή|αρχή|αρχίνισμα|αυγή|αφετηρία|λιόβγαλμα|ντεμπούτο|ξεκίνημα|πρωτάρχισμα|πρωτιά|ρίζα|σεφτές|φέξη
14087 φέτα|1
14088 -|απόκομμα|απόσπασμα|θραύσμα|κλάσμα|κλασματικός αριθμός|κομμάτι|κουπόνι|μέρος|μερίδα|μερίδιο|ποσοστό|σύντριμμα|τεμάχιο|τμήμα|φέτα
14089 φήμη|1
14090 -|άκουσμα|διάδοση|διαλάλημα|θρύλος|λόγος|μύθος|σπερμολογία|φήμη
14091 φίλεργος|1
14092 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
14093 φίλη|1
14094 -|αγαπημένη|αγαπητικιά|ερωμένη|φίλη
14095 φίλος|2
14096 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος
14097 -|αγαπημένος|αγαπητικός|αγόρι|γκόμενος|εραστής|ερωμένος|ευνοούμενος|λεγάμενος|φίλος
14098 φίλτατος|1
14099 -|αγαπημένος|αγαπητός|επιθυμητός|εράσμιος|λατρευτός|ποθητός|πολυπόθητος|προσφιλής|φίλος|φίλτατος
14100 φίρμα|1
14101 -|αξίωμα|επιγραφή|επικεφαλίδα|επονομασία|επωνυμία|ετικέτα|κεφαλίδα|ονομασία|οφίκιο|πανώγραμμα|περγαμηνή|πινακίδα|τίτλος|ταμπέλα|τιμητική προσηγορία|φίρμα
14102 φαγάς|2
14103 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος
14104 -|άπληστος|αδηφάγος|ακόρεστος|ανεχόρταγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|λαίμαργος|φαγάς
14105 φαιδρολογία|1
14106 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό
14107 φαιδρός|2
14108 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός
14109 -|αλέγρος|απροσποίητος|δραστήριος|ελευθεριάζων|εύθυμος|ζωηρός|πεταχτούλης|πρόσχαρος|σβέλτος|φαιδρός
14110 φαιός|1
14111 -|βαθύχρωμος|θαμπός|μουντός|μουχρός|ορφνός|σκοτεινόχρωμος|σκούρος|φαιός
14112 φαλίρω|1
14113 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ
14114 φαλτσάρω|1
14115 -|απατώμαι|εξαπατώμαι|λαθεύω|ξαστοχώ|ξεγελιέμαι|σφάλλω|φαλτσάρω
14116 φαμπρικάρω|1
14117 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
14118 φανέρωμα|3
14119 -|απόδειξη|βεβαίωση|διαβεβαίωση|κατάδειξη|πιστοποιητικό|τεκμηρίωση|φανέρωμα
14120 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος
14121 -|ανακάλυψη|ανεύρεση|αποκάλυψη|εξεύρεση|επινόηση|εφεύρεση|ξεπαράχωμα|ξεσκέπασμα|ξετρύπωμα|φανέρωμα
14122 φανέρωση|1
14123 -|έκθεση|ανάπτυξη|αναφορά|αφήγηση|διήγηση|εμφάνιση|εξιστόρηση|επίδειξη|ιστόρηση|ραπόρτο|φανέρωση
14124 φανατικός|1
14125 -|άσπονδος|αδιάλλακτος|ασυμβίβαστος|ασυμφιλίωτος|αφίλιωτος|φανατικός
14126 φανατισμός|1
14127 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
14128 φανερώνω|2
14129 -|αποδεικνύω|βεβαιώνω|διατρανώνω|επιβεβαιώνω|καταδεικνύω|προβάλλω|τεκμηριώνω|φανερώνω
14130 -|ανακαλύπτω|ανευρίσκω|αποκαλύπτω|βρίσκω|εξευρίσκω|επινοώ|εφευρίσκω|μαθαίνω|ξεσκεπάζω|ξετρυπώνω|πρωτοβλέπω|φανερώνω
14131 φαντασία|1
14132 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
14133 φαντασμένος|1
14134 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
14135 φανταστικός|3
14136 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος
14137 -|ανυπόστατος|ανύπαρκτος|πλαστός|φανταστικός|χιμαιρικός
14138 -|άρτιος|άψογος|θεωρητικός|ιδανικός|ιδεώδης|νοητός|πνευματικός|τέλειος|υποδειγματικός|φανταστικός
14139 φαρί|1
14140 -|άλογο|άτι|ίππος|αγύμνι|γεντέκι|κέλητας|στάμενο|συρτό|τριζύγι|φαρί
14141 φαρμακείο|1
14142 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
14143 φασαρία|2
14144 -|αφήγηση|γνώση|διήγηση|εξιστόρηση|επιστήμη|ζήτημα|ιστορία|ιστορικό|ιστόρημα|μολόγημα|μπελάς|παραμύθι|παρελθόν|περασμένα|πληροφορία|φασαρία
14145 -|αναστάτωση|αναταραχή|ανεμοζάλη|αντάρα|βουητό|θόρυβος|κακοκαιρία|καταχνιά|ντόρος|ομίχλη|οχλοβοή|σάλος|συννεφιά|ταραχή|τύρβη|φασαρία
14146 φαταούλας|1
14147 -|άρπαγας|αγιογδύτης|αισχροκερδής|ιερόσυλος|κλέφτης|τοκογλύφος|φαταούλας
14148 φαύλος|2
14149 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος
14150 -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος
14151 φεγγίτης|1
14152 -|γκισέ|θυρίδα|μπουκαπόρτα|παραθυράκι|παραπόρτι|πορτάκι|πορτέλο|φεγγίτης
14153 φεγγαριασμένος|1
14154 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής
14155 φεγγαροπρόσωπος|1
14156 -|θολωτός|κουλουριασμένος|κυκλικός|κυκλοτερής|ολοστρούμπουλος|ολόγυρος|παχύς|περιφερικός|στρογγυλός|στρουμπουλός|σφαιρικός|σφαιροειδής|σφαιρωτός|φεγγαροπρόσωπος
14157 φεγγοβόλημα|1
14158 -|αναλαμπή|αστραπή|αστραποπύρι|αστραποφεγγιά|αστραπόβροντο|αστραπόφεγγο|αστροπελέκι|γοργότητα|κατάπληξη|κεραυνός|πολύ γρήγορα|σβελτάδα|ταχύτατα|φεγγοβόλημα
14159 φερέγγυος|1
14160 -|έμπιστος|αξιόπιστος|μπιστεμένος|μπιστικός|πιστός|φερέγγυος
14161 φερτός|1
14162 -|αλλοδαπός|αλλοεθνής|αλλόφυλος|ανιθαγενής|ετεροεθνής|ξένος|ξενικός|ξενομερίτης|ξωμερίτης|φερτός
14163 φευγιό|1
14164 -|αναχώρηση|απογείωση|απομάκρυνση|αποχώρηση|απόπλους|εκκίνηση|ξεκίνημα|παρτέντζα|σαλπάρισμα|φευγιό
14165 φεύγω|3
14166 -|αναχωρώ|απέρχομαι|απομακρύνομαι|αποπλέω|αποχωρώ|μισεύω|ξεκινώ|σαλπάρω|φεύγω
14167 -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς
14168 -|απομακρύνομαι|αποσκιρτώ|αποσύρομαι|αποτραβιέμαι|αποχωρώ|παραιτούμαι|τραβιέμαι|φεύγω
14169 φημολογείται|1
14170 -|διαδίδεται|διαθρυλείται|θρυλείται|λέγεται|λένε|φημολογείται
14171 φθείρω|1
14172 -|ανατρέπω|αφανίζω|καταλύω|καταργώ|καταστρέφω|φθείρω
14173 φθονώ|1
14174 -|επιβουλεύομαι|ζηλεύω|ζηλοτυπώ|ζηλοφθονώ|ζουλεύω|μακαρίζω|ξεσυνερίζομαι|συνερίζομαι|φθονώ
14175 φθορά|1
14176 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
14177 φθόνος|1
14178 -|επιβουλή|ζήλια|ζηλοτυπία|ζηλοφθονία|ξεσυνέρια|φθόνος
14179 φιγουράτος|1
14180 -|αφηρημένος|εμφανίσιμος|επιβλητικός|θεωρητικός|ιδεολογικός|μεγαλόπρεπος|υποθετικός|φανταστικός|φιγουράτος
14181 φιλάργυρος|1
14182 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
14183 φιλήδονος|2
14184 -|αγαπησιάρης|αξιέραστος|αξιαγάπητος|γυναικάς|ερωτιάρης|ερωτόληπτος|ερωτύλος|παθιάρης|φιλήδονος
14185 -|ηδυπαθής|λάγνος|φιλήδονος
14186 φιλία|1
14187 -|αγάπη|αδελφότητα|αδερφοσύνη|αλληλεγγύη|συγγένεια|σύμπνοια|φιλία
14188 φιλαλήθεια|1
14189 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
14190 φιλαλληλία|1
14191 -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία
14192 φιλανθρωπία|2
14193 -|αγαθοεργία|ελεημοσύνη|ευεργεσία|ευποιία|καλό|φιλανθρωπία
14194 -|αλληλεγγύη|αλτρουισμός|αυταπάρνηση|αυτοθυσία|εθελοθυσία|φιλαλληλία|φιλανθρωπία
14195 φιλανθρωπικό ίδρυμα|1
14196 -|άσυλο|απαραβίαστος χώρος|ευαγές ίδρυμα|καταφύγιο|φιλανθρωπικό ίδρυμα
14197 φιλεύω|1
14198 -|κερνώ|οινοχοώ|προσφέρω|τρατάρω|φιλεύω
14199 φιλική συγκέντρωση|1
14200 -|δεξίωση|επικοινωνία|πάρτι|παρέα|συγχρωτισμός|συνάθροιση|συναγελασμός|συναναστροφή|συντροφιά|φιλική συγκέντρωση
14201 φιλικός|1
14202 -|αγαπημένος|αδερφικός|αλτρουιστικός|αφίλαυτος|φιλικός
14203 φιλιώνω|1
14204 -|αγαπίζω|αδερφώνω|ειρηνεύω|μονοιάζω|συμβιβάζω|συμφιλιώνω|συνδιαλλάσσω|φιλιώνω
14205 φιλοκαλία|1
14206 -|γούστο|καλαισθησία|φιλοκαλία
14207 φιλομαθής|1
14208 -|φιλομαθής
14209 φιλονικία|1
14210 -|άρπαγμα|έριδα|αλληλοφάγωμα|διένεξη|διαμάχη|διαπληκτισμός|καβγάς|λογομαχία|μάλωμα|μαλλιοτράβηγμα|συμπλοκή|τσακωμός|φιλονικία
14211 φιλονικώ|1
14212 -|ερίζω|τρώγομαι|φιλονικώ
14213 φιλοτεχνώ|1
14214 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
14215 φιλοτιμία|1
14216 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
14217 φιλοχρήματος|1
14218 -|άπληστος|αγέμιστος|αδηφάγος|ανικανοποίητος|αχόρταγος|πλεονέκτης|φαγάς|φιλοχρήματος
14219 φιλόθεος|1
14220 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος
14221 φιλόθρησκος|1
14222 -|ευλαβής|ευλαβητικός|ευλαβικός|ευλαβούμενος|ευσεβής|θεοσέβαστος|θεοσεβής|θεοφοβούμενος|θρήσκος|σεβαστικός|φιλόθεος|φιλόθρησκος
14223 φιλόπονος|1
14224 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
14225 φιλόπτωχος|1
14226 -|αγαθοεργός|αγαθοποιός|δωρητής|ευεργέτης|σπλαχνικός|φιλόπτωχος
14227 φιλότεχνος|1
14228 -|έμπειρος|ατσίδα|βιρτουόζος|δάσκαλος|δεξιοτέχνης|ειδικευμένος τεχνίτης|επιδέξιος|επιτήδειος|μάστορας|μάστορης|μαέστρος|μαστοράτζα|ξεφτέρι|τεχνουργός|φιλότεχνος
14229 φιμώνω|1
14230 -|αποσβολώνω|αποστομώνω|αφοπλίζω|βουβαίνω|κεραυνώνω|φιμώνω
14231 φιοριτούρα|1
14232 -|γιορντάνι|κεντίδι|κόσμημα|λούσο|μπιζού|μπιχλιμπίδι|ξόμπλι|πλουμί|πλουμίδι|πλούμισμα|ποίκιλμα|στολίδι|στόλισμα|στόρισμα|τσαπράζια|φιοριτούρα
14233 φλέγμα|1
14234 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
14235 φλεγματικός|1
14236 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
14237 φλογίζω|1
14238 -|ζεσταίνω|θερμαίνω|κοκκινίζω|πυρακτώνω|πυρώνω|φλογίζω
14239 φλογερός|2
14240 -|άσβηστος|άφθαρτος|αδιάκοπος|αδιάλειπτος|αιώνιος|ακατάπαυστος|αναμμένος|ανεξάλειπτος|ανεξίτηλος|ασίγαστος|αστείρευτος|διαρκής|παντοτινός|φλογερός
14241 -|ένθερμος|ανάφλογος|βρασμένος|βραστός|διάπυρος|ζεματιστός|ζεστός|θερμός|καυτερός|καυτός|λάβρος|πυρακτωμένος|πυρρός|πυρωμένος|πύρινος|φλογερός
14242 φλογώνω|1
14243 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
14244 φλόγα|1
14245 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
14246 φλύαρος|1
14247 -|αηδόνι|γλυκόφωνος|εύγλωττος|ομιλητικός|φλύαρος
14248 φοβάμαι|1
14249 -|σκιάζομαι|φοβάμαι
14250 φοβέρα|1
14251 -|απειλή|εκφοβισμός|φοβέρα|φοβέρισμα|φόβισμα
14252 φοβέρισμα|1
14253 -|απειλή|εκφοβισμός|φοβέρα|φοβέρισμα|φόβισμα
14254 φοβίζω|1
14255 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
14256 φοβερός|1
14257 -|αθεράπευτος|ανήκεστος|ανίατος|ανεπανόρθωτος|καταστρεπτικός|φοβερός
14258 φοβητσιάρης|2
14259 -|άπνους|άτολμος|άψυχος|αδρανής|δειλός|ενδοτικός|νεκρός|πεθαμένος|υποχωρητικός|φοβητσιάρης
14260 -|άτολμος|αξέβγαλτος|δειλός|μαζεμένος|ντροπαλός|συνεσταλμένος|φοβητσιάρης
14261 φοιτώ|1
14262 -|βιάζομαι|εκπαιδεύομαι|επείγομαι|μελετώ|μορφώνομαι|παρέχω τα μέσα για σπουδές|σοβαρολογώ|σπουδάζω|φοιτώ
14263 φονεύομαι|1
14264 -|αγωνίζομαι|αυτοκτονώ|αυτοχειριάζομαι|θυσιάζομαι|κατακουράζομαι|κοπιάζω|πασκίζω|πεθαίνω|σκίζομαι|σκοτώνομαι|υποφέρω|φονεύομαι
14265 φονικό|1
14266 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος
14267 φορτέτσα|1
14268 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο
14269 φορτίο|1
14270 -|αβασταγή|ζαλίκι|φορτίο|φόρτωμα
14271 φορτικός|1
14272 -|ανιαρός|αποκοιμιστικός|βαρετός|δυσάρεστος|ενοχλητικός|κουραστικός|μονότονος|πληκτικός|ρουτινιάρικος|φορτικός
14273 φουκαράς|1
14274 -|άτυχος|έρμος|βαριόμοιρος|δυστυχής|δυστυχισμένος|δόλιος|δύσμοιρος|δύστηνος|δύστυχος|καημένος|κακομοίρης|κακόμοιρος|κακότυχος|καψερός|ταλαίπωρος|φουκαράς
14275 φουμάδα|1
14276 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
14277 φουντάρισμα|2
14278 -|άραγμα|αγκυροβόλημα|δέσιμο|ελλιμενισμός|φουντάρισμα
14279 -|βουτιά|βούτημα|βύθιση|βύθισμα|εμβάπτιση|κατάδυση|καταβύθιση|μακροβούτι|πόντιση|φουντάρισμα
14280 φουντάρω|1
14281 -|αγκυροβολώ|αγκυρώνω|αράζω|αραξοβολώ|εγκαθίσταμαι|ελλιμενίζομαι|καθορμίζομαι|λιμενίζομαι|λιμενίζω|προσορμίζομαι|στεριώνω|φουντάρω
14282 φουριόζος|1
14283 -|αράθυμος|αψίθυμος|αψύς|ευέξαπτος|ευερέθιστος|θυμωσιάρης|οξύθυμος|φουριόζος
14284 φουρτουνιασμένος|1
14285 -|αγαλήνευτος|ακαθησύχαστος|ακαλμάριστος|ακαταλάγιαστος|ακαταπράυντος|ακατασίγαστος|αμέρευτος|αμέρωτος|ανημέρευτος|ταραγμένος|τρικυμιώδης|φουρτουνιασμένος
14286 φουρτούνα|1
14287 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά
14288 φουσάτο|1
14289 -|ασκέρι|λεφούσι|μπουλούκι|πλήθος|στράτευμα|στρατιά|στρατός|φουσάτο
14290 φουσκοθαλασσιά|1
14291 -|θαλασσοταραχή|θύελλα|καραντί|κλύδωνας|λαίλαπα|ρούφουλας|σάλος|σίφουνας|τρικυμία|τυφώνας|φουρτούνα|φουσκοθαλασσιά
14292 φουσκωμένος|1
14293 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
14294 φουσκώνω|2
14295 -|ανοίγω|απλώνω|διανοίγω|διατείνω|εκτείνω|εντείνω|κορδώνομαι|μεγαλώνω|ξαπλώνω|τανύζω|τείνω|τεζάρω|τεντώνομαι|τεντώνω|τσιτώνω|φουσκώνω
14296 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
14297 φούμαρα|1
14298 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
14299 φούρια|1
14300 -|αβασταγιά|ανυπομονησία|βία|βιάση|βια|βιασύνη|εσπευσμένη ενέργεια|σπουδή|φούρια
14301 φούρκα|1
14302 -|αγχόνη|απαγχονισμός|βρόχος|κρεμάλα|φούρκα|φούρκισμα
14303 φούρκισμα|1
14304 -|αγχόνη|απαγχονισμός|βρόχος|κρεμάλα|φούρκα|φούρκισμα
14305 φούσκωμα|1
14306 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
14307 φράση|1
14308 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος
14309 φρένιασμα|1
14310 -|έξαψη|αγανάκτηση|δυσανασχέτηση|δυσφορία|ερεθισμός|θυμός|κατακραυγή|οργή|φρένιασμα
14311 φρέσκος|1
14312 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
14313 φραντζόλα|1
14314 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί
14315 φρενιάζω|1
14316 -|αγανακτώ|απαυδώ|αποκάνω|δυσανασχετώ έντονα|δυσφορώ|εκνευρίζομαι|εξάπτομαι|ερεθίζομαι|θυμώνω|οργίζομαι|φρενιάζω
14317 φρενοβλαβής|1
14318 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής
14319 φρεσκάρισμα|1
14320 -|ανακαίνιση|ανανέωση|αντικατάσταση|επανάληψη|ξανάνιωμα|ξεκαινούργωμα|παράταση προθεσμίας|φρεσκάρισμα
14321 φρεσκάρω|1
14322 -|ανακαινίζω|αναμορφώνω|ανανεώνω|αναστηλώνω|ανορθώνω|βελτιώνω|διορθώνω|εκσυγχρονίζω|επιδιορθώνω|επισκευάζω|καινουργώνω|μεταρρυθμίζω|ξανακαινουργώνω|φρεσκάρω
14323 φρικαλέος|1
14324 -|άσχημος|αντίξοος|απαίσιος|ειδεχθής|ελεεινός|ενάντιος|επιζήμιος|εχθρικός|κακός|οικτρός|φαύλος|φρικαλέος
14325 φροκαλίζω|1
14326 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ
14327 φροκαλώ|1
14328 -|απομάσσω|διαρμίζω|καθαρίζω|παστρεύω|σαρώνω|σκουπίζω|φροκαλίζω|φροκαλώ
14329 φροντίδα|3
14330 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή
14331 -|απασχόληση|ασχολία|ασχόλημα|διατριβή|δουλειά|ενέργεια αντιπερισπασμού|ενασχόληση|φροντίδα
14332 -|έγνοια|έννοια|ανησυχία|ασχολία|κεφαλόπονος|μέλημα|μέριμνα|μπελάς|νοιάσιμο|περισπασμός|σκέψη|σκοτούρα|στενοχώρια|φροντίδα
14333 φροντίζω|2
14334 -|βαστώ|διατηρώ|διατρέφω|διαφυλάσσω|περιποιέμαι|προφυλάγω|συντηρώ|τηρώ|υποθάλπω|φροντίζω
14335 -|ανορθώνω|γιατρεύω|γιατροκομώ|εξυγιαίνω|θεραπεύω|κάνω καλά|καλλιεργώ|κοιτάζω|κουράρω|νοσηλεύω|ξαρρωστώ|περιθάλπω|περιποιούμαι|προσέχω|υπηρετώ|φροντίζω
14336 φροντισμένος|1
14337 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
14338 φρουρός|1
14339 -|βιγλάτορας|παρατηρητής|σκοπός|φρουρός|φύλακας
14340 φρούριο|1
14341 -|ατράνταχτος|γερός|κάστρο|καστέλι|μπούρτζι|περιτείχισμα|πύργος|σταθερός|τείχος|φορτέτσα|φρούριο
14342 φρόνημα|1
14343 -|άποψη|έποψη|αντίληψη|γνώμη|εκδοχή|θέα|θέση|θεωρία|ιδεολογία|οπτική|πεποίθηση|πλευρά|πρίσμα|πτυχή|σκοπιά|φρόνημα
14344 φρόνιμος|1
14345 -|γνωστικός|εχέφρονας|μετριοπαθής|μυαλωμένος|συνετός|σώφρονος|φρόνιμος
14346 φρύγανο|1
14347 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο
14348 φτάνω|3
14349 -|έχω αντοχή|αντέχω|αντιστέκομαι|βαστώ|δε λυγίζω|διαρκώ|διατηρούμαι|εγκαρτερώ|επαρκώ|επιβιώνω|φτάνω
14350 -|έρχομαι|αριβάρω|αφικνούμαι|ενσκήπτω|επέρχομαι|επισκήπτω|κουβαλιέμαι|προέρχομαι|προσέρχομαι|φτάνω
14351 -|αποβαίνω|απογίνομαι|απολήγω|καταλήγω|καταντώ|κατασταλάζω|παύω|περιέρχομαι|τελειώνω|τερματίζω|φτάνω
14352 φτάσιμο|1
14353 -|ανάδειξη|ανάρρηση|αναγόρευση|ανακήρυξη|διορισμός|ευδοκίμηση|προβιβασμός|προκοπή|φτάσιμο
14354 φταίχτης|1
14355 -|αδικαιολόγητος|ανεπίτρεπτος|ασυγχώρητος|ασύγγνωστος|φταίχτης
14356 φτηνά|1
14357 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
14358 φτιάνω|2
14359 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
14360 -|διακοσμώ|διορθώνω|επισκευάζω|κανονίζω|ρεγουλάρω|σιάζω|τακτοποιώ|φτιάνω
14361 φτιάξη|1
14362 -|διαβολιά|δόλος|επινόημα|εφεύρημα|κομπίνα|κόλπο|μάκενα|μανούβρα|μαϊτάπι|μπλόφα|σκάρωμα|στρατήγημα|τέχνασμα|τέχνη|τρυκ|φτιάξη
14363 φτιάχνομαι|1
14364 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
14365 φτιαγμένος|1
14366 -|έτοιμος|απίκο|αποφασισμένος|ετοιμασμένος|ευδιάθετος|καμωμένος|παρασκευασμένος|πρόθυμος|τελειωμένος|φτιαγμένος
14367 φτιασιδώνω|1
14368 -|αγλαΐζω|ανθρωπεύω|διακοσμώ|εξωραΐζω|ευπρεπίζω|καλλωπίζω|καλλύνω|κοσμώ|νοικοκυρεύω|ομορφαίνω|σιάχνομαι|στολίζω|συγυρίζω|συμμαζεύω|φτιάχνομαι|φτιασιδώνω
14369 φτωχικό|1
14370 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
14371 φτωχόσπιτο|1
14372 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
14373 φτώχεια|3
14374 -|αθλιότητα|αχρειότητα|δυστυχία|κακία|ταλαιπωρία|φτώχεια
14375 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
14376 -|ένδεια|ανέχεια|απορία|πενία|φτώχεια
14377 φυγόπονος|1
14378 -|ακάματης|απρόκοφτος|αργόσχολος|κηφήνας|κοπρόσκυλο|οκνηρός|ράθυμος|ρεμπεσκές|σκεμπές|σταυροχέρης|τεμπέλης|τεμπελχανάς|φυγόπονος
14379 φυλή|1
14380 -|έθνος|γένος|λαός|μιλέτι|ράτσα|φυλή
14381 φυλακισμένος|1
14382 -|έγκλειστος|δέσμιος|δεσμώτης|εγκάθειρκτος|κατάδικος|καταδικασμένος|κρατούμενος|φυλακισμένος
14383 φυσικά|1
14384 -|άβιαστα|άκοπα|άνετα|αβίαστα|αργά|ευχάριστα|κανονικά|φυσικά
14385 φυσικός|2
14386 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος
14387 -|άδολος|άμικτος|ακραιφνής|αμιγής|ανακάτευτος|ανόθευτος|απλός|αποίκιλτος|απροσποίητος|βέρος|γνήσιος|ειλικρινής|καθαρός|λιτός|σκέτος|φυσικός
14388 φυσιογνωμία|1
14389 -|εικόνα|ζωγράφημα|ζωγραφιά|κάδρο|πίνακας|περιγραφή προσώπου|σχέδιο|σχεδίασμα|φυσιογνωμία
14390 φυτευμένος|1
14391 -|έμφυτος|εγγενής|εμφυής|ενστικτώδης|κληρονομικός|συμφυής|σύμφυτος|φυσικός|φυτευμένος
14392 φυτεύω|1
14393 -|γονιμοποιώ γυναίκα|διασκορπίζω|σκορπίζω|σπέρνω|φυτεύω
14394 φυτό|1
14395 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
14396 φωλιά|1
14397 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
14398 φωλιάζω|1
14399 -|διαβιώ|διαμένω|εδρεύω|ενδιαιτώμαι|ενοικώ|ζω|κατοικώ|κουρνιάζω|λημεριάζω|μένω|φωλιάζω
14400 φωνάζω|1
14401 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
14402 φωνάζω δυνατά|1
14403 -|αλαλάζω|ενθουσιάζομαι|κραυγάζω|φωνάζω δυνατά
14404 φωνασκώ|1
14405 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
14406 φωτίζω|1
14407 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ
14408 φωτεινός|2
14409 -|αβασίλευτος|αβράδιαστος|αιώνιος|αμάραντος|ανύχτωτος|φωτεινός
14410 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
14411 φωτιά|1
14412 -|ακριβός|απροσπέλαστος|απρόσιτος|αρμυρός|δαπανηρός|εξηνταβελόνης|καρμίρης|κοστιστικός|πολυέξοδος|πολυδάπανος|σφιχτοχέρης|τσιγκούνης|τσουχτερός|φαρμακείο|φιλάργυρος|φωτιά
14413 φωτόσφαιρα|1
14414 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος
14415 φόβισμα|1
14416 -|απειλή|εκφοβισμός|φοβέρα|φοβέρισμα|φόβισμα
14417 φόβος|2
14418 -|αγριάδα|αγριοκαίρι|αγριότητα|αδρότητα|αψάδα|βαρβαρότητα|δριμύτητα|ιταμότητα|κακοκαιρία|στυφάδα|τραχύτητα|φόβος
14419 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα
14420 φόνος|1
14421 -|άγος|έγκλημα|ανοσιούργημα|απερισκεψία|αφροσύνη|κακουργία|κακούργημα|παραφροσύνη|σκοτωμός|σκότωμα|φονικό|φόνος
14422 φόντο|1
14423 -|έδαφος|γη|δάπεδο|ξηρά|φόντο|χώμα
14424 φόρεμα|2
14425 -|ένδυμα|ενδυμασία|κουστούμι|περίβλημα|ρούχο|φόρεμα
14426 -|έπιπλο με καθρέπτη|αίθουσα καλλωπισμού|αποχωρητήριο|απόπατος|καμπινές|μέρος|τουαλέτα|φόρεμα
14427 φόρμα|1
14428 -|εκμαγείο|εφαρμοστός|καλούπι|μήτρα|πρότυπο|τύπος|υπόδειγμα|φόρμα
14429 φόρτωμα|1
14430 -|αβασταγή|ζαλίκι|φορτίο|φόρτωμα
14431 φύλακας|1
14432 -|βιγλάτορας|παρατηρητής|σκοπός|φρουρός|φύλακας
14433 φύτρα|1
14434 -|γένος|γενεαλογία|γενιά|εθνικότητα|καταβίβαση|καταγωγή|πατρίδα|πηγή|προέλευση|ράτσα|ρίζα|σειρά|σόι|τόπος|φύτρα
14435 χάλασμα|1
14436 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
14437 χάνω|1
14438 -|απαρνιέμαι|αποστερούμαι|παραιτούμαι|στερούμαι|χάνω
14439 χάνω βάρος|1
14440 -|αδυνατίζω|αμβλύνω|αχαμναίνω|ζαρώνω|ισχναίνω|σουρώνω|στεγνώνω|χάνω βάρος
14441 χάνω οριστικώς|1
14442 -|αναχωρώ|αποσύρομαι|αποχαιρετώ|αποχωρίζομαι|αφήνω γεια|φεύγω|χάνω οριστικώς
14443 χάρη|2
14444 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή
14445 -|έλξη|γοητεία|γόητρο|θέλγητρο|κάλλη|καλλονή|μαγεία|μαγνήτης|ομορφιά|σαγήνη|σεξαπίλ|χάρη
14446 χάρισμα|1
14447 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
14448 χάρμα|1
14449 -|απόλαυση|αρέσκεια|αριστούργημα|διασκέδαση|ευχαρίστηση|ηδονή|κάρπωση|τέρψη|τρυφή|χάρμα
14450 χάσιμο|1
14451 -|αλλοτρίωση|απαλλοτρίωση|αποξένωση|απώλεια|εκποίηση|ξεπούλημα|πούλημα|στέρηση|χάσιμο
14452 χάσκων|1
14453 -|άλαλος|άναυδος|άφωνος|έκθαμβος|έκπληκτος|αποσβολωμένος|βουβός|εκστατικός|εμβρόντητος|κατάπληκτος|μουγκός|μούτος|χάσκων
14454 χάσμα|1
14455 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
14456 χάχανο|1
14457 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό
14458 χέρσος|2
14459 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός
14460 -|ήπειρος|γη|ξηρά|στεριά|υποδιαίρεση στερεάς γης|χέρσος
14461 χέσιμο|1
14462 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
14463 χαίρομαι|3
14464 -|αγάλλομαι|αγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι
14465 -|αγάλλομαι|αναγαλλιάζω|ευφραίνομαι|χαίρομαι
14466 -|αποθαυμάζω|αψιδώνω|επαίρομαι|επιστεγάζω|καμαρώνω|καυχιέμαι|κοκορεύομαι|κορδώνομαι|κυρτώνω|ναρκισσεύομαι|περηφανεύομαι|φουσκώνω|χαίρομαι
14467 χαζούλης|1
14468 -|αγαθιάρης|απλοϊκός|απονήρευτος|ευκολόπιστος|κουτούτσικος|χαζούλης
14469 χαλαρωμένος|1
14470 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός
14471 χαλαρός|2
14472 -|αγανός|αραιοϋφασμένος|αραιός|ξέσφιχτος|χαλαρός
14473 -|άτονος|αδύναμος|αδύνατος|ασθενικός|καχεκτικός|νωθρός|ξέσφιχτος|οκνηρός|χαλαρωμένος|χαλαρός
14474 χαλαρώνω|1
14475 -|αμολάω|απολύω|αποφυλακίζω|αφήνω|ελευθερώνω|εξαπολύω|λύνω|ξαμολώ|σπεύδω|τρέχω|χαλαρώνω
14476 χαλεύω|1
14477 -|αξιώ|αξιώνω|απαιτώ|γυρεύω|εννοώ να|επιζητώ|επιμένω να|επιχειρώ|ζητώ|ζητώ επίμονα|θέλω|ποθώ|προσπαθώ|προϋποθέτω|σκοπεύω να|χαλεύω
14478 χαλιναγωγώ|1
14479 -|ανακόπτω|αναστέλλω|αναχαιτίζω|εμποδίζω|επιβραδύνω|κρατώ|παρεμποδίζω|σταματώ|συγκρατώ|συνέχω|χαλιναγωγώ
14480 χαλκέντερος|1
14481 -|άοκνος|αεικίνητος|ακάθιστος|ακάματος|ακατάβλητος|ακαταπόνητος|ακούραστος|δραστήριος|ενεργητικός|μερμήγκι|ρέκτης|σκυλί|σφήκα|φίλεργος|φιλόπονος|χαλκέντερος
14482 χαλύβδινος|1
14483 -|ανθεκτικός|ατσάλινος|ατσαλένιος|γερός|δυνατός|κραταιός|σθεναρός|σκληρός|χαλύβδινος
14484 χαλώ|3
14485 -|αλλάζω|αλλοιώνω|αποσυνθέτω|διαστρεβλώνω|μεταβάλλω|μεταμορφώνω|νοθεύω|παραμορφώνω|παραποιώ|τροποποιώ|χαλώ
14486 -|αλλοιώνομαι|ξινίζω|σαπίζω|χαλώ
14487 -|γκρεμίζω|κατεδαφίζω|ξεθεμελιώνω|ρίχνω|χαλώ
14488 χαμένος|1
14489 -|άγνωστος|αγνοούμενος|αφανέρωτος|εξαφανισμένος|χαμένος
14490 χαμίνι|1
14491 -|αλάνης|αλάνι|αλήτης|αλητόπαιδο|αλιτήριος|γαβριάς|κακοήθης|μάγκας|μόρτης|σοκακόπαιδο|χαμίνι
14492 χαμηλώνω|1
14493 -|αγωνίζομαι|βαθαίνω|βουλιάζω|κατέρχομαι|κατεβαίνω|κατηφορίζω|κατρακυλώ|κουτρουβαλώ|ξεπεζεύω|πέφτω|πεζεύω|προσγειώνομαι|προσθαλασσώνομαι|προσσεληνώνομαι|ροβολώ|χαμηλώνω
14494 χαμοκέλα|1
14495 -|γιατάκι|δραγάτα|δραγασιά|καλαμόσπιτο|καλιά|καλύβα|κονάκι|ξυλόσπιτο|παράγκα|παράπηγμα|τσαρδάκι|φτωχικό|φτωχόσπιτο|χαμοκέλα
14496 χαμπάρι|1
14497 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
14498 χαμπέρι|1
14499 -|γνώσεις|διδάγματα|είδηση|ενημέρωση|κατατοπισμός|κατατόπιση|μάθηση|μαντάτο|νέο|πληροφορία|σοφία|χαμπάρι|χαμπέρι
14500 χαμόδεντρο|1
14501 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο
14502 χαμόκλαρο|1
14503 -|βάτος|δενδρύλλιο|δεντράκι|θάμνος|τσαλί|φρύγανο|χαμόδεντρο|χαμόκλαρο
14504 χαμός|1
14505 -|ήττα|αποτυχία|απώλεια|γονάτισμα|καταστροφή|νικημός|συμφορά|υποχώρηση|υπόκυψη|χαμός
14506 χαρά|2
14507 -|αγαλλίαση|ευφροσύνη|κέφι|χαρά|χαρμονή|χαρμοσύνη
14508 -|διέγερση|συγκίνηση|συγκλονισμός|χαρά
14509 χαράμι|1
14510 -|άσκοπα|αδαπάνως|αδιαφόρετα|ανέξοδα|ανώφελα|δωρεάν|κοροϊδίστικα|μισοτιμής|πάμφθηνα|παρασιτικά|τζάμπα|φτηνά|χάρισμα|χαράμι
14511 χαρακτήρας|1
14512 -|ήθος|αγωγή|ηθικότητα|χαρακτήρας
14513 χαραμάδα|1
14514 -|άνθιση|άνθισμα|άνοιγμα|άνοιξη|έναρξη|είσοδος|θύρα|πόρτα|ρήγμα|ρωγμή|σαλπάρισμα|στόμιο|σχισμή|τρύπα|χάσμα|χαραμάδα
14515 χαραμής|1
14516 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης
14517 χαραμοφάης|1
14518 -|ανεπρόκοπος|ανευδοκίμητος|απρόκοπος|αχαΐρευτος|κηφήνας|οκνός|τεμπέλης|χαραμής|χαραμοφάης
14519 χαριτολογία|1
14520 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό
14521 χαρμονή|1
14522 -|αγαλλίαση|ευφροσύνη|κέφι|χαρά|χαρμονή|χαρμοσύνη
14523 χαρμοσύνη|1
14524 -|αγαλλίαση|ευφροσύνη|κέφι|χαρά|χαρμονή|χαρμοσύνη
14525 χαροπάλεμα|1
14526 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα
14527 χαροπαλεύω|1
14528 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ
14529 χαστούκι|2
14530 -|καταχεριά|κόλαφος|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
14531 -|καταχεριά|μπάτσος|παλαμιά|ράπισμα|σκαμπίλι|σφαλιάρα|φάπα|χαστούκι
14532 χαχάνισμα|1
14533 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό
14534 χαχανίζω|1
14535 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
14536 χαχανητό|1
14537 -|γέλιο|γέλως|κάκανο|καγχασμός|χάχανο|χαχάνισμα|χαχανητό
14538 χαώδης|1
14539 -|αβυσσαλέος|ανεξιχνίαστος|απύθμενος|βαθύτατος|καταχθόνιος|σατανικός|χαώδης
14540 χαώδης κατάσταση|1
14541 -|αβεβαιότητα|ακαταστασία|αμεθοδία|ανακάτωση|ανακατωσούρα|αναρχία|αναστάτωση|αναταραχή|αστάθεια|ασυγυρισιά|αταξία|ατημέλεια|ατσαλιά|ατσαλοσύνη|σύγχυση|χαώδης κατάσταση
14542 χείμαρρος|1
14543 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός
14544 χειραγωγώ|2
14545 -|δαμάζω|εξανδραποδίζω|εξημερώνω|ημερεύω|ημερώνω|καθυποτάσσω|μερεύω|μερώνω|τιθασεύω|υποτάσσω|χειραγωγώ
14546 -|διαφωτίζω|ενημερώνω|καθοδηγώ|κατατοπίζω|νουθετώ|οδηγώ|ορμηνεύω|ποδηγετώ|προσανατολίζω|συμβουλεύω|φωτίζω|χειραγωγώ
14547 χειροπιαστός|1
14548 -|απτός|ασφαλής|βάσιμος|βέβαιος|θετικός|κατηγορηματικός|πραγματικός|πρακτικός|ρεαλιστικός|σταθερό|συγκεκριμένος|χειροπιαστός
14549 χειροτέρευση|1
14550 -|αλλοίωση|αποσύνθεση|αυξομείωση μουσικού φθόγγου|διαστρέβλωση|επιδείνωση|μεταβολή|μεταμόρφωση|μετατροπή|νόθευση|παραποίηση|σάπισμα|τροποποίηση|φθορά|χάλασμα|χειροτέρευση
14551 χειροτερεύω|1
14552 -|αγριεύω|ανατριχιάζω|εκτραχύνω|εξαγριώνομαι|εξοργίζομαι|εξοργίζω|επιδεινώνομαι|ερεθίζομαι|θεριεύω|θυμώνω|οργίζομαι|τρομάζω|φοβίζω|χειροτερεύω
14553 χηρεύω|1
14554 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω
14555 χιμαιρικός|1
14556 -|ανυπόστατος|ανύπαρκτος|πλαστός|φανταστικός|χιμαιρικός
14557 χιονάτος|1
14558 -|άμεμπτος|άσπιλος|άσπρος|άψογος|γαλάτος|γαλατένιος|κάτασπρος|καθαρός|λαμπίκος|λαμπρός|λευκάτος|λευκόχρωμος|μαρμαρένιος|φωτεινός|χιονάτος
14559 χιουμοριστικός|1
14560 -|αστείος|γελαστικός|διασκεδαστικός|ευτράπελος|εύθυμος|κωμικός|φαιδρός|χιουμοριστικός
14561 χλεμπονιάρης|1
14562 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
14563 χλευάζω|1
14564 -|αναγελώ|γελώ δυνατά|ειρωνεύομαι|εμπαίζω|καγχάζω|κοροϊδεύω|πειράζω|περιγελώ|περιπαίζω|σαρκάζω|σκώπτω|χαχανίζω|χλευάζω
14565 χλεύη|1
14566 -|ανάμπαιγμα|αναγέλασμα|ειρωνεία|εμπαιγμός|κοροϊδία|περίπαιγμα|περιγέλασμα|σαρκασμός|χλεύη
14567 χλιαρός|1
14568 -|άθελος|άκεφος|άστεργος|απρόθυμος|διστακτικός|οκνός|ράθυμος|χλιαρός
14569 χλιδή|1
14570 -|αβρότητα|απαλότητα|γλυκύτητα|ευγένεια|λεπτότητα τρόπων|μαλθακότητα|πολυτέλεια|τρυφερότητα|χάρη|χλιδή
14571 χλομός|1
14572 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
14573 χλόμιασμα|1
14574 -|δέος|κιτρίνισμα|σκιάξιμο|τρομάρα|τρόμος|φόβος|χλόμιασμα
14575 χνάρι|1
14576 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
14577 χοντράνθρωπος|1
14578 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
14579 χοντροκαμωμένος|1
14580 -|άγαρμπος|άγουστος|άκομψος|άνοστος|άτεχνος|άχαρος|ακαλαίσθητος|αντιαισθητικός|απειρόκαλος|ασύμμετρος|δυσαρμονικός|κακόγουστος|κακόθωρος|κακότεχνος|μπατάλικος|χοντροκαμωμένος
14581 χοντροκοπιά|1
14582 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά
14583 χοντρόπετσος|1
14584 -|άδικος|αδιάφορος|αναίσθητος|ανεπίγνωστος|ασυναίσθητος|ασυνείδητος|αφιλότιμος|κακοήθης|μηχανικός|παχύδερμος|πωρωμένος|χοντρόπετσος
14585 χουγιάζω|1
14586 -|αναβοώ|αναφωνώ|βροντοφωνάζω|ζητωκραυγάζω|κράζω|κραυγάζω|ξεφωνίζω|ουρλιάζω|σκούζω|τσιρίζω|φωνάζω|φωνασκώ|χουγιάζω
14587 χουζούρεμα|1
14588 -|αδράνεια|ακινησία|αποτελμάτωση|απραξία|νωθρότητα|νωχέλεια|οκνηρία|ολιγωρία|στασιμότητα|τεμπελιά|χουζούρεμα
14589 χουφτώνω|1
14590 -|αδράχνω|αρπάζω|καψαλίζω|παλαμίζω|περιαρπάζω|περικαίω|πιάνω|τσακώνω|χουφτώνω
14591 χούνη|1
14592 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
14593 χρήμα|1
14594 -|έντονος|ηχηρός|λεφτά|παράς|σκαστός|χρήμα
14595 χρήματα|1
14596 -|εκτενές λεξικό|θησαυρός|λογάρι|μέγας πλούτος|ταμείο|τιμαλφή|χρήματα
14597 χρεία|1
14598 -|ανάγκαση|ανάγκη|αναγκασμό|αποπάτηση|αρρώστια|ζόρι|οικονομική δυσχέρεια|σφίξη|σφόρτσο|το δέον|το πρέπον|φτώχεια|χέσιμο|χρεία
14599 χρειαζούμενος|1
14600 -|αναγκαίος|απαιτούμενος|απαραίτητος|ενδεδειγμένος|επιβαλλόμενος|χρειαζούμενος
14601 χρεοκοπώ|1
14602 -|απορρίπτομαι|αποτυγχάνω|αστοχώ|ατυχώ|δεν εκλέγομαι|δεν ευδοκιμώ|ναυαγώ|φαλίρω|χρεοκοπώ
14603 χρεωμένος|1
14604 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
14605 χρηστός|2
14606 -|έντιμος|αδέκαστος|αδελέαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|ντρέτος|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
14607 -|αδέκαστος|αδιάφθορος|ακέραιος|αξιοτίμητος|ενάρετος|ευθύς|ευσυνείδητος|ευυπόληπτος|ηθικός|τίμιος|τιμημένος|χρηστός
14608 χρονική περίοδος|1
14609 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
14610 χρυσαλοιφή|1
14611 -|γαλίφης|γλείφτης|εγκωμιαστής|θωπευτής|κομπλιμενταδόρος|κομπλιμεντόζος|κόλακας|λιβανιστής|μαλαγάνας|πλάνος|πλανευτής|τεμενατζής|χρυσαλοιφή
14612 χρυσοχέρης|1
14613 -|άξιος|δουλευτής|δραστήριος|επιτήδειος|ικανός|καπάτσος|προκομμένος|ταλαντούχος|χρυσοχέρης
14614 χτίζω|2
14615 -|γεννώ|δημιουργώ|εκπονώ|επινοώ|ιδρύω|κάνω|κατασκευάζω|μαστορεύω|παράγω|πλάθω|πλαστουργώ|συνθέτω|φαμπρικάρω|φιλοτεχνώ|φτιάνω|χτίζω
14616 -|ανεγείρω|ανιδρύω|ανοικοδομώ|ξαναχτίζω|οικοδομώ|χτίζω
14617 χτίσιμο|1
14618 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
14619 χτυπιέμαι|1
14620 -|ασπαίρω|διαμελίζω|καταθλίβω|καταξεσχίζω|κατασπαράζω|κλαίω|κομματιάζω|οδύρομαι|πετσοκόβω|σκίζω|σπαράζω|σπαρταρώ|σφαδάζω|χτυπιέμαι
14621 χτυπώ|1
14622 -|συγκρούομαι|συναντώ τυχαία|τρακάρω|χτυπώ
14623 χτύπημα|2
14624 -|έλκος|αμυχή|βαρεματιά|γδάρσιμο|εκδορά|λαβωματιά|πλήγμα|πληγή|τραύμα|χτύπημα
14625 -|έφοδος|αιφνιδιαστική επιθεώρηση|γιουρούσι|γιούρα|εισβολή|εμβολή|επέλαση|επέλευση|επίθεση|επιδρομή|εφόρμηση|πάτημα|προσβολή|ρεσάλτο|τράκος|χτύπημα
14626 χυδαίος|2
14627 -|αγενής|αγροίκος|αδιάκριτος|ακαλλιέργητος|αμόρφωτος|ανάγωγος|απαίδευτος|απαιδαγώγητος|βάναυσος|γαϊδούρι|κακοαναθρεμμένος|χοντράνθρωπος|χυδαίος
14628 -|άκοσμος|άπρεπος|άσεμνος|αισχρός|ανήθικος|πρόστυχος|φαύλος|χυδαίος
14629 χυδαιότητα|1
14630 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά
14631 χωνί|1
14632 -|άπληστος|αδηφάγος|αχόρταγος|αχώνι|βίραγγας|βαθούλωμα|βούθουνας|βόθρος|καταβόθρα|καταποτήρας|λάκκος|οχετός|χούνη|χωνί
14633 χωνεύω|1
14634 -|αλέθω|αλευροποιώ|κονιοποιώ|μασώ|συνθλίβω|συντρίβω|χωνεύω
14635 χωρίζομαι|1
14636 -|κόβομαι|σκίζομαι|σχάζομαι|χωρίζομαι
14637 χωρίζω|1
14638 -|απομονώνω|αποξενώνω|μονώνω|ξακρίζω|ξεμοναχιάζω|ξεχωρίζω|χωρίζω
14639 χωρίο|1
14640 -|απόσπασμα|κλάδος|κομμάτι|μέρος|περίπολος|τεμάχιο|τμήμα|τμήμα στρατού|τμήμα χωροφυλακής|χωρίο
14641 χωρίς αντίκρισμα|1
14642 -|άθαφτος|ακάλυπτος|ακαπάκωτος|ακουκούλωτος|ανοιχτός|απαράχωτος|απροφύλαχτος|ασκέπαστος|γυμνός|εκτεθειμένος|ξέσκεπος|ξεσκέπαστος|ξεσκούφωτος|ρέστος|χρεωμένος|χωρίς αντίκρισμα
14643 χωρίς αξία|1
14644 -|αδέξιος|ανάξιος|ανίκανος|ανεπιτήδευτος|ασήμαντος|ατζαμής|επίμεμπτος|μικρός|ουτιδανός|τιποτένιος|χωρίς αξία
14645 χωρατό|1
14646 -|αστείο|αστειολόγημα|αστεϊσμός|ευφυολόγημα|καλαμπούρι|φαιδρολογία|χαριτολογία|χωρατό
14647 χωριατιά|1
14648 -|αγένεια|αδιακρισία|αναγωγία|απρέπεια|γαϊδουριά|θρασύτητα|χοντροκοπιά|χυδαιότητα|χωριατιά
14649 χωρισμός|1
14650 -|αναλόγηση|διαίρεση|διαμοιρασμός|διανομή|καταμερισμός|κατανομή|κληρουχία|μοίρασμα|μοιρασιά|χωρισμός
14651 χωριστός|1
14652 -|ατομικός|γραμματέας|ειδικός|εξαίρετος|επιμελημένος|ιδιάζων|ιδιαίτερος|ιδιωτικός|μεμονωμένος|μονωμένος|ξέχωρος|ξεχωρισμένος|ξεχωριστός|προσωπικός|φροντισμένος|χωριστός
14653 χωροφυλακή|1
14654 -|αστυνομία|τμήμα|χωροφυλακή
14655 χόχλασμα|1
14656 -|έξαψη|αγανάκτηση|αναβρασμός|αναστάτωση|ερεθισμός|σάλος|ταραχή|χόχλασμα
14657 χύνομαι|1
14658 -|αναβλύζω|αναβρύζω|βγαίνω|βρυσίζω|ξεπετιέμαι|πηγάζω|χύνομαι
14659 χύνω|1
14660 -|αδειάζω|αφαιρώ τη γόμωση|εκκενώνω|ερημώνω|ευκαιρώ|ξεγεμίζω|χηρεύω|χύνω
14661 χώμα|1
14662 -|έδαφος|γη|δάπεδο|ξηρά|φόντο|χώμα
14663 ψάλλω|1
14664 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
14665 ψάξιμο|2
14666 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα
14667 -|έρευνα|αναζήτηση|ανασκαφή|κατεδάφιση|ξέχωμα|ξεθεμελίωμα|σκάλισμα|σκάψιμο|ψάξιμο
14668 ψάχνω|1
14669 -|αναδιφώ|ανασκαλεύω|ανερευνώ|ανιχνεύω|γυρεύω|διερευνώ|εξετάζω|εξονυχίζω|ερευνώ|ζητώ|ιχνηλατώ|μελετώ|ξεσκαλίζω|ψάχνω
14670 ψέγω|2
14671 -|γλωσσοτρώγω|διαβάλλω|διασύρω|δυσφημώ|κακίζω|κακογλωσσεύω|κακολογώ|καταλαλώ|κατηγορώ|καυτηριάζω|κουτσομπολεύω|μέμφομαι|σουσουρεύω|στηλιτεύω|συκοφαντώ|ψέγω
14672 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
14673 ψέλνω|1
14674 -|άδω|ακομπανιάρω|αναμέλπω|εγκωμιάζω|κελαηδώ|λαλώ|μέλπω|μελωδώ|μονωδώ|ραψωδώ|ταρναρίζω|τραγουδώ|υμνώ|ψάλλω|ψέλνω
14675 ψέμα|1
14676 -|ανακρίβεια|αναλήθεια|λάθος|παραδρομή|σφάλμα|ψέμα
14677 ψήνομαι|2
14678 -|ανάβω|αποτεφρώνω|ζεματίζω|ζεσταίνομαι|ζεσταίνω|θερμαίνομαι|θερμαίνω|καίω|καβουρντίζω|καψαλίζω|καψώνω|νεκρώνω|σκάω|τσουρουφλίζω|φλογώνω|ψήνομαι
14679 -|βγάζω την μπέμπελη|βράζω|ζεσταίνομαι πολύ|καίγομαι (από τη ζέστη)|ψήνομαι
14680 ψήφισμα|1
14681 -|απόφαση|βουλή|βούλευμα|γνωμάτευση|γνωματοδότηση|ετυμηγορία|θέληση|κρίση|τελική γνώμη|τόλμη|ψήφισμα
14682 ψαλμός|1
14683 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος
14684 ψαχούλεμα|1
14685 -|έρευνα|ανίχνευση|αναδίφηση (λογ.)|αναζήτηση|ανερεύνηση|βολιδοσκόπηση|διερεύνηση|εξέταση|εξερεύνηση|μελέτη|ψάξιμο|ψαχούλεμα
14686 ψαύω|2
14687 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ
14688 -|αισθάνομαι|ακούω|αντιλαμβάνομαι|βλέπω|γνωρίζω|εγγίζω|εννοώ|επαΐω|καταλαβαίνω|κατανοώ|κρίνω ορθά|μαθαίνω|νιώθω|παίρνω αίσθηση|συναισθάνομαι|ψαύω
14689 ψεγαδιάζω|1
14690 -|αποδοκιμάζω|επικρίνω|επονειδίζω|κακίζω|κατακρίνω|κατηγορώ|καυτηριάζω|κριτικάρω|μέμφομαι|ονειδίζω|στηλιτεύω|στιγματίζω|ψέγω|ψεγαδιάζω
14691 ψευδής|1
14692 -|ανακριβής|αναληθής|κίβδηλος|λαθεμένος|ψευδής|ψεύτικος
14693 ψευτοπερηφάνια|1
14694 -|έπαρση|ακαταδεξία|αλαζονεία|καμάρωμα|κομπασμός|κόρδωμα|μεγαλαυχία|ξιπασιά|οίηση|πόζα|υπεροψία|φούσκωμα|ψευτοπερηφάνια
14695 ψεύτικος|2
14696 -|ανακριβής|αναληθής|κίβδηλος|λαθεμένος|ψευδής|ψεύτικος
14697 -|απατηλός|δολερός|δόλιος|καταδολιευτικός|κατεργάρικος|μπαμπέσικος|παραπλανητικός|πλάνος|πλανερός|ραδιουργικός|σατανικός|σκοτεινός|ψεύτικος
14698 ψηλή τιμή|1
14699 -|άκρα επιμέλεια|αδιατάρακτη λειτουργία|ακρίβεια|εκτέλεση με προσοχή|εντέλεια|κανονικότητα|ορθότητα|πιστότητα|τέλειο|φροντίδα|ψηλή τιμή
14700 ψηλαφώ|1
14701 -|αγγίζω|ακουμπώ|γεύομαι|δοκιμάζω|θίγω|πλησιάζω|προσβάλλω|προσεγγίζω|συγκινώ|ψαύω|ψηλαφώ
14702 ψηλομύτης|3
14703 -|αγέρωχος|ακατάδεχτος|καμαρωτός|κορδωτός|ξιπασμένος|υπερόπτης|ψηλομύτης
14704 -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός
14705 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
14706 ψηλώνω|1
14707 -|ανέρχομαι|αναβαίνω|αναρριχώμαι|ανεβαίνω|ανηφορίζω|ανυψώνομαι|επιβιβάζομαι|προοδεύω|σηκώνω|σκαρφαλώνω|υπερτιμώμαι|ψηλώνω
14708 ψιλός|1
14709 -|άδεντρος|άτριχος|αγένειος|αποψιλωμένος|γυμνός|λιπόθριξ|σπανός|χέρσος|ψιλός
14710 ψιχίο|1
14711 -|ίχνος|απομεινάρι|αποτύπωμα|αχνάρι|ζάλο|ιδέα|κόκκος|μόριο|ντορός|πάτημα|πατημασιά|σημάδι|στίγμα|υπόλειμμα|χνάρι|ψιχίο
14712 ψυχή|1
14713 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
14714 ψυχαναθρεφτής|1
14715 -|άρχοντας|αφέντης|αφεντικό|δεσπότης|ιδιοκτήτης|κύρης|κύριος|μπαμπάς|οικοδεσπότης|πατέρας|ψυχαναθρεφτής
14716 ψυχική ανάταση|1
14717 -|έκσταση|έξαρση του νου|ίλιγγος|εμβροντησία|θάμβος|θάμπωμα|θαυμασμός|κατάνυξη|κατάπληξη|μεταρσίωση|μυστικοπάθεια|ξάφνιασμα|παραξένεμα|σάστισμα|σαστισμάρα|ψυχική ανάταση
14718 ψυχοκόρη|1
14719 -|βάγια|δούλα|επακόλουθο|θυγατέρα|κοπελιά|κοράσι|κόρη|τσούπα|τσούπρα|υπηρέτρια|ψυχοκόρη
14720 ψυχομάχημα|1
14721 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα
14722 ψυχομαχητό|1
14723 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα
14724 ψυχομαχώ|1
14725 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ
14726 ψυχοπαθής|1
14727 -|ανισόρροπος|ασταθής|ζουρλός|κλονιζόμενος|παλαβιάρης|παλαβός|παράλογος|τρελός|φεγγαριασμένος|φρενοβλαβής|ψυχοπαθής
14728 ψυχοπαραδίνω|1
14729 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ
14730 ψυχοπονώ|1
14731 -|λυπάμαι|οικτίρω|σπλαχνίζομαι|σπλαχνιέμαι|συμπονώ|ψυχοπονώ
14732 ψυχορράγημα|2
14733 -|άγχος|αγκούσα|αγωνία|αδημονία|ανησυχία|ανυπομονησία|καρδιοχτύπι|χαροπάλεμα|ψυχομαχητό|ψυχορράγημα
14734 -|άσθμα|αγκομάχημα|δύσπνοια|λαχάνιασμα|πνευστίαση|ψυχομάχημα|ψυχορράγημα
14735 ψυχορραγώ|1
14736 -|αγκομαχώ|ανασαίνω δύσκολα|αναστενάζω βαριά|ασθμαίνω|λαχανιάζω|πνευστιώ|χαροπαλεύω|ψυχομαχώ|ψυχοπαραδίνω|ψυχορραγώ
14737 ψυχραίνω|1
14738 -|αποξυλιάζω|καταψύχω|κρυσταλλιάζω|παγώνω|υπερψύχω|ψυχραίνω
14739 ψυχραιμία|1
14740 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
14741 ψυχρός|2
14742 -|ακατάδεκτος|απλησίαστος|απρόσιτος|υπερήφανος|υπερόπτης|ψηλομύτης|ψυχρός
14743 -|άρρητος|άτονος|άφατος|άφραστος|αμολόγητος|ανέκφραστος|ανείπωτος|ανεκδήλωτος|ανεκδιήγητος|ανεκλάλητος|ανομολόγητος|απερίγραπτος|αφανέρωτος|παγερός|πρωτοφανής|ψυχρός
14744 ψυχρότητα|1
14745 -|έλλειψη πάθους|αδιαφορία|αναισθησία|αναλγησία|απάθεια|ασυγκινησία|αταραξία|ηρεμία|νηφαλιότητα|στωικότητα|φλέγμα|ψυχραιμία|ψυχρότητα
14746 ψυχωμένος|1
14747 -|έμβιος|έμψυχος|ανάγλυφος|δραστήριος|ενεργητικός|ζωηρός|ζωντανός|νωπός|παραστατικός|πνεούμενος|ρέκτης|σπίθα|σφριγηλός|φρέσκος|ψυχωμένος
14748 ψωμί|1
14749 -|άρτος|επιούσιος|καρβέλι|κουραμάνα|λαγάνα|φραντζόλα|ψωμί
14750 ψωνιστής|1
14751 -|αγοραστής|καταναλωτής|πελάτης|ψωνιστής
14752 ψωροπερήφανος|1
14753 -|αλαζόνας|καυχησιάρης|κομπαστής|κορδωμένος|ματαιόφρονος|ξιπασμένος|οιηματίας|παγόνι|παινεσιάρης|περήφανος|υπερφίαλος|υπερόπτης|φαντασμένος|φουσκωμένος|ψηλομύτης|ψωροπερήφανος
14754 ψύχραιμος|1
14755 -|ήρεμος|αδιάφορος|ανέγνοιαστος|απαθής|ασυγκίνητος|ασύγχυστος|ατάραχος|ατάραχτος|γαλήνιος|κρύος|στωικός|φλεγματικός|ψύχραιμος
14756 ωδή|1
14757 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος
14758 ωθώ|1
14759 -|αβαράρω|αμπώθω|αμπώχνω|απομακρύνω|απωθώ|διαγκωνίζομαι|εξωθώ|παρακινώ|παρορμώ|παροτρύνω|προτρέπω|προωθώ|σκουντώ|σπρώχνω|στριμώχνω|ωθώ
14760 ωκεανός|2
14761 -|αλμυρή|γιαλός|θάλασσα|κυανό χρώμα|πέλαγα|πέλαγος|πόντος|ωκεανός
14762 -|αφθονία|θάλασσα|καταιγίδα|κατακλυσμός|καταπλημμύρηση|μπόρα|νεροποντή|πλημμύρα|πλημμύρισμα|χείμαρρος|ωκεανός
14763 ωκύτης|1
14764 -|γοργάδα|γρηγοράδα|γρηγοροσύνη|σβελτάδα|σβελτοσύνη|στίμη|τάχος|ταχύτητα|ωκύτης
14765 ωμός|3
14766 -|άκαμπτος|άκαρδος|άτεγκτος|αδαμάντινος|ανάλγητος|ανηλεής|απάνθρωπος|απηνής|ατσαλένιος|βάρβαρος|επαχθής|σκληρόκαρδος|σκληρός|συμπαγής|τραχύς|ωμός
14767 -|αγροίκος|ακατέργαστος|ανώμαλος|απελέκητος|βάναυσος|τραχύς|ωμός
14768 -|άβραστος|άφτιαχτος|άψητος|αμαγείρευτος|σκληρός|ωμός
14769 ωραίος|2
14770 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος
14771 -|γοητευτικός|κούκλος|ωραίος|όμορφος
14772 ωραιότατος|2
14773 -|ήλιος|ακτινοβολία|ηλίανθος|ηλιοτρόπιο|ηλιόφως|λιακάδα|πανέμορφος|φωτόσφαιρα|ωραιότατος
14774 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
14775 ωριμότητα|1
14776 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
14777 ωφέλεια|1
14778 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος
14779 ωφέλημα|2
14780 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος
14781 -|έσοδο|αβάντσα|απολαβή|διάφορο|εισόδημα|κέρδισμα|κέρδος|καζάντι|καρπός|λήμμα|μπάζα|πλεονέκτημα|πλούτισμα|πρόσοδος|πόρος|ωφέλημα
14782 ωχρός|1
14783 -|αχερής|ζαφουρής|κάτωχρος|κίτρινος|καναρινής|κεχριμπαρένιος|κροκάτος|κροκής|λεμονής|πελιδνός|χλεμπονιάρης|χλομός|ωχρός
14784 όαση|1
14785 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
14786 όλο|1
14787 -|άθροισμα|άπαν|άπαντο|ασορτιμέντο|ολοκληρία|ολότητα|παν|σούμα|σύνολο|όλο
14788 όλοι|1
14789 -|άπαντες|όλοι
14790 όμορφος|2
14791 -|αγγελικός|αγγελόπλαστος|θεόμορφος|ουράνιος|πανέμορφος|πεντάμορφος|ωραίος|όμορφος
14792 -|γοητευτικός|κούκλος|ωραίος|όμορφος
14793 όνειδος|2
14794 -|αίσχος|αισχύνη|ανυποληψία|ασχήμια|ατίμωση|ατιμία|δυσμορφία|εξευτελισμός|κακοήθεια|κακοτέχνημα|μασκαραλίκι|μικρότητα|ντροπή|ντρόπιασμα|πομπή|όνειδος
14795 -|βρώμα|κηλίδα|λέρα|λαδιά|λεκές|λεκιά|μελανάδα|μελανιά|μουντζαλιά|μουντζούρα|πιτσιλιά|ρύπος|σκοτεινό μέρος ουράνιων σωμάτων|σπίλος|στίγμα|όνειδος
14796 όνειρο|1
14797 -|άπιαστος|ανεδαφικότητα|εξαφάνιση|κάπνα|καπνούρα|καπνός|νικοτιανή|ντουμάνι|ουτοπία|ταμπάκο|τουμπεκί|τουτούνι|φουμάδα|φούμαρα|φυτό|όνειρο
14798 όντως|1
14799 -|ακρίβεια|αλήθεια|αληθινά|αληθοσύνη|αληθώς|αξίωμα|ειλικρίνεια|ορθότητα|πράγματι|πραγματικά|πραγματικότητα|σοβαρά|σωστά|σωστάδα|φιλαλήθεια|όντως
14800 όποτε|2
14801 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντα|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
14802 -|αδιάκοπα|αδιαλείπτως|αεί|αείποτε|αιωνίως|ακατάπαυστα|ανέκαθεν|διαρκώς|διηνεκώς|εσαεί|ισόβια|οποτεδήποτε|πάντοτε|παντοτινά|συνεχώς|όποτε
14803 όραμα|1
14804 -|άυλη υπόσταση|ίνδαλμα|ίσκιος|δροσιά|είδωλο|εικόνα|ημίφως|ισκιάδα|οπτασία|πνεύμα|σιλουέτα|σκιά|υποσκίασμα|φαντασία|ψυχή|όραμα
14805 όργανο|1
14806 -|εργαλείο|μαραφέτι|σκεύος|σύνεργο|όργανο
14807 όρεξη|1
14808 -|έρωτας|αφοσίωση|ενθουσιασμός|ζέση|ζήλος|θέρμη|ορμή|πάθος|προθυμία|φανατισμός|φιλοτιμία|φλόγα|όρεξη
14809 όρθωση|1
14810 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
14811 όριο|1
14812 -|άκρη|άκρο|εσχατιά|θέμα|κατακλείδα|λήξη|οροθέσιο|ορόσημο|πέρας|σύνορο|τέρμα|τέρμονας|τελευτή|όριο
14813 όρμος|2
14814 -|άνοιγμα|αγκάλη|αγκαλιά|αιδοίο|βάθος|εσοχή|κοίλωμα|κοιλότητα|κολεός|κόλπος|κόλπωση|κόρφος|κύρτωμα|μυχός|στήθος|όρμος
14815 -|άσυλο|αγκυροβόλιο|απαραβίαστο|αποκούμπι|αραξοβόλι|ασφάλεια|γωνιά|καταφύγιο|κρησφύγετο|κρυψώνας|λημέρι|λιμάνι|σκάλα|φωλιά|όαση|όρμος
14816 όρος|1
14817 -|άρθρο|αρμός|δημοσίευμα|διάταξη|εδάφιο|κλείδωση|ρήτρα|συνακόλουθο ονομάτων|σχόλιο|σύνδεσμος|όρος
14818 όσιος|1
14819 -|αναχωρητής|αρνησίκοσμος|ασκητής|ερημίτης|ησυχαστής|ιερομόναχος|καλόγερος|κελιώτης|κοινοβιάτης|λαυρίτης|μετοχάρης|μοναστής|μοναχός|ρασοφόρος|στυλίτης|όσιος
14820 όφελος|2
14821 -|αγαθό|απολαβή|κέρδος|καρπός|πλεονέκτημα|συμφέρον|ωφέλεια|ωφέλημα|όφελος
14822 -|αβάντα|βοήθεια|κέρδος|υποστήριξη|όφελος
14823 όχευση|1
14824 -|βάτεμα|επίβαση|ιππασία|ιππαστί|ιππηλασία|καβάλα|καβαλίκεμα|καβαλαρία|καβαλητά|οχεία|πήδημα|συνουσία|όχευση
14825 όχημα|1
14826 -|αμάξι|αυτοκίνητο|κούρσα|τροχοφόρο|όχημα
14827 όχι τακτικός|1
14828 -|έκτακτος|έξοχος|αποσπασμένος|απρόβλεπτος|ασυνήθιστος|εξαίρετος|εξαίσιος|εξαιρετικός|θαυμάσιος|μη μόνιμος|μη προβλεπόμενος|περίφημος|περιστατικός|προσωρινός|ωραιότατος|όχι τακτικός
14829 ύδωρ|1
14830 -|ύδωρ
14831 ύμνηση|1
14832 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
14833 ύμνος|2
14834 -|έπαινος|αίνος|διθύραμβος|δόξα|εγκωμίαση|εγκωμιασμός|εγκώμιο|εκθειασμός|εξύμνηση|παίνεμα|υμνολογία|ύμνηση|ύμνος
14835 -|άσμα|κελάηδημα|κελαηδισμός|μελωδία|ραψωδία|τραγούδι|ψαλμός|ωδή|ύμνος
14836 ύστατος|1
14837 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος
14838 ύστερα|2
14839 -|έπειτα|ακολούθως|καταποδιαστά|καταπόδι|κατόπι|μετά|μεταγενέστερα|ύστερα
14840 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
14841 ύστερον|1
14842 -|άλλωστε|έπειτα|ακολούθως|αργότερα|βραδύτερον|εξάλλου|εφεξής|κατόπιν|μετά|μετέπειτα|μεταγενέστερα|στερνά|υστερότερα|ύστερα|ύστερον
14843 ύστερος|1
14844 -|έσχατος|ακόλουθος|επακολουθών|επόμενος|κατοπινός|ολοΰστερος|στερνός|τελευταίος|τελικός|ύστατος|ύστερος
14845 ύφος|1
14846 -|έκφανση|έκφραση|διατύπωση|εκδήλωση|εξωτερίκευση|λεκτικός τρόπος|στυλ|φανέρωμα|φράση|ύφος
14847 ύψιστος|1
14848 -|γίγαντας|γιγάντιος|γιγαντιαίος|θεριακωμένος|κολοσσιαίος|κυκλώπειος|μέγιστος|μεγαλόσωμος|πελώριος|τεράστιος|υπερμεγέθης|υπερφυσικός|ύψιστος
14849 ύψος|1
14850 -|ανάστημα|ηθικό έρεισμα|κορμοστασιά|μπόι|ύψος
14851 ύψωση|1
14852 -|άπαρση|άρση|έγερση|ανάσταση|ανέγερση|αναγωγή|ανακάθισμα|ανασήκωμα|ανόρθωση|ανύψωση|απόρθωση|σήκωμα|στήσιμο|χτίσιμο|όρθωση|ύψωση
14853 ώρα|1
14854 -|άνεση|ατμόσφαιρα|διαθέσιμος χρόνος|εποχή|ευκαιρία|ζαμάνι|καιρός|κατάλληλος χρόνος|κλίμα|περίοδος|περιστάσεις|στιγμή|συνθήκες|χρονική περίοδος|ωριμότητα|ώρα
14855 ώριμος|1
14856 -|άντρας|ανδρικής ηλικίας|αντρείος|βράχος|εραστής|οπλίτης|σταθερός|σύζυγος|σύνευνος|ώριμος